ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2013

Το έθιμο του «Γιάλα – Γιάλα» στην Ερμιόνη

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 5:57:00 μ.μ. |
Διαβάζουμε στο: "Ερμιονίδα:μας αρέσει – δεν μας αρέσει"
Από τη Βιβή Σκούρτη και το ομώνυμο κεφάλαιο στο περιλάλητο πλέον βιβλίο της -
«Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης»

  H Ερμιόνη, πανάρχαια πόλη της Αργολικής χερσονήσου, κατά την αρχαιότητα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα λατρείας του θεού Ποσειδώνα. Tα Άγια Θεοφάνεια θεωρούνται κατάλοιπα των λατρευτικών τελετών στο Θεό της θάλασσας και γιορτάζονται με ξεχωριστό, μοναδικό, μεγαλόπρεπο τρόπο. Περιλαμβάνει δηλαδή στοιχεία θρησκευτικά και πολιτισμικά. Οι άνθρωποι το σεβάστηκαν και το μεταλαμπάδευσαν από γενιά σε γενιά ατόφιο.

Οι ναυτικοί μας για να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες τους, περιμένουν το πέσιμο του Σταυρού στη θάλασσα. Να αγιαστούν τα νερά. Πιστεύουν στις ιαματικές ιδιότητες του αγιασμένου νερού. Το νερό είναι συνδεδεμένο με τη λατρεία του Θεού. Μια γιορτή βιωματική για τον κάθε θαλασσινό.


Τα μελωδικά στιχάκια του γιάλα-γιάλα αποτελούν ποιητικό μνημείο, σύμβολο της ταυτότητας και της ιστορικής μνήμης τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε πανελλήνιο. Μιλούν για την ξενιτιά, τον έρωτα, τη θάλασσα και τραγουδιούνται από τους νέους μας που αγκαλιασμένοι τριγυρνούν την παραμονή το βράδυ στα γραφικά σοκάκια της πόλης. Η μελωδία, ο στίχος εκφράζουν τη συναισθηματική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής και συνταιριάζουν αρμονικά βίωμα και συναίσθημα. Το ντύσιμό των νέων που τραγουδούν το γιάλα-γιάλα, πάντα ίδιο. Ναυτικό λευκό παντελόνι, μάλλινη μπλε μπλούζα, επενδύτης ναυτικός και λευκό μαντήλι τρίγωνο δεμένο στο λαιμό, ή στο μέτωπο, που συμβολίζει τον αφρό του κύματος.
 Την παρέα των παλληκαριών που θα πέσουν στο σταυρό απαρτίζουν οι κληρωτοί, εκείνοι δηλαδή που πρόκειται να πάνε στο στρατό και για την ακρίβεια, όσοι πρόκειται να καταταγούν στο ναυτικό, που κατά κύριο λόγο ήσαν ναυτικοί.

Την παραμονή των Φώτων οι νέοι ψαράδες κατεβαίνουν στο λιμάνι και στολίζουν τις βάρκες που τους έχουν οι καραβοκύρηδες παραχωρήσει με κλώνους από φοίνικες, σμυρτιές, κουμαριές, νεραντζιές , αγριοχουρμαδιές και χρωματιστές γιορτινές σημαίες. Το στόλισμα και το ολονύχτιο γλέντι που θα ακολουθήσει, συνοδεύει το τοπικό τραγούδι του << γιάλα γιάλα >>.

Παραδοσιακά τραγούδια της Ερμιόνης που στον τραγουδιστικό τους τρόπο καταγράφεται το μεθύσι του έρωτα. Τραγούδια μοναδικά, που είναι ζυμωμένα με πόνο, χαρές, αρμύρα κι έρωτα συγκινούν και εντυπωσιάζουν, γιατί όσο υπάρχει θάλασσα πάντα θα τραγουδιέται η περιπέτεια.
Τα τραγούδια τους μοιάζουν με δροσερό αεράκι που έρχεται κατ’ ευθείαν από το Μπογάζι και απαλύνει τα συναισθήματα που δύσκολα εκφράζονται με λόγια. Τις ώρες των μεγάλων συναισθημάτων της χαράς και του πόνου με τον τρόπο που εκφράζονται μπορούν να μερώσουν την ψυχή.
ΓΙΑΛΑ - ΓΙΑΛΑ

Καράβι καραβάκι
που πας γιαλό - γιαλό, γιάλα- γιάλα
αν είσαι για την πόλη
κάτσε να ‘ ρθω κι εγώ.

Δεν είμαι για την πόλη
αλλά για το Καστρί, γιάλα- γιάλα
Που έχει όμορφα κορίτσια
κι ολόγλυκο κρασί.

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια
βγήκανε σήμερα , γιάλα-γιάλα
Το ένα στο πρόσωπό σου,
τ’ άλλο στα σύννεφα.

Εσύ ‘σαι ένας ήλιος
φεγγάρι λαμπερό, γιάλα-γιάλα.
Μου θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να ειδώ.

Ρεφραίν
Στη θάλασσα θα πέσω, καλέ,
βαθειά στα κύματα, ωχ αμάν – αμάν
Να πιάσω την ποδιά σου, καλέ,
με τα κεντήματα ωχ αμάν-αμάν
Να πιάσω τον σταυρό σου, καλέ ,
με τα σκαλίσματα ωχ αμάν-αμάν.

Ανάμεσα Τσιρίγο
και κάβο Ματαπά , γιάλα-γιάλα.
Ο Άρης κινδυνεύει,
μες τα βαθειά νερά.

Δεν κλαίω το καράβι,
ούτε και τα πανιά
Μον’ κλαίω τα ναυτάκια
που ‘ναι όλα διαλεχτά.

Δεν είναι πεντακόσια,
ούτε και εκατό , γιάλα-γιάλα
μον’ είναι δεκατρία
από το ναυτικό.

Βοήθα Παναγιά μου,
να τα γλυτώσουμε, γιάλα-γιάλα
τα δώδεκα καντήλια
να στ’ ασημώσουμε.

Χάρε για χάρισέ μου,
σαΐτες κοφτερές, γιάλα-γιάλα.
Να πάω να σαϊτέψω,
δυό-τρείς μελαχρινές.

Εσύ ‘σαι διοσμαρίνι,
να πέσουν τ’ άνθη σου , γιάλα-γιάλα.
Να μαραθεί η καρδιά σου
και το χειλάκι σου.

Αν είσαι κι αν δεν είσαι
του Δήμαρχου παιδί , γιάλα-γιάλα
εγώ θα σε φιλήσω
κι ας πάω φυλακή.

Εσύ είσαι η τρυγόνα
κι εγώ ο κυνηγός , γιάλα-γιάλα
και θα σε κυνηγήσω
στον κόσμο όσο ζω.

Ανάθεμά σε ύπνε
που μ’ αποκοίμισες, γιάλα-γιάλα
πέρασε το πουλί μου
και δε με ξύπνησες.

Ανάμεσα Καστέλι
και κάτω Παναγιά, γιάλα-γιάλα
μας κόπηκε η σκότα,
από τη ματισιά.

Τα μάτια σου σαρδέλες
τα φρύδια σου σκρουμπιά, γιάλα-γιάλα
κι τσίμπλες των ματιών σου
να ήταν σκορδαλιά.


Και τα αρβανίτικα στιχάκια

15.Μωρή τσ βες τσουράπο (μωρή που φοράς κάλτσες)
παντόφλα με κεντιθ, γιάλα-γιάλα (παντόφλες με κεντίδια)
μωρή νκ σι ο ίσε (μωρή που δεν σκέφτεσαι)
μπούρνεσε ξενιτί (τον άντρα στην ξενιτιά)

16.Τε ντούα μωρ τεντούα μωρή (σε θέλω μωρή)
Με σπίρτ, με ζ(ου)μ(ου)ρ, ωχ αμάν-αμάν (με ψυχή, με καρδιά)
Νε κε ντούα μωρ, νεκε ντούα μωρή (δεν σε θέλω μωρή)
Μωρ κ(ου)μπ(ου)στρμπρ , ωχ αμάν-αμάν (μωρ στραβοκάνα)

Και συνεχίζουν με το μελοποιημένο ποίημα του Ηλία Τανταλίδη:

ΤΟ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΟ


1.Με καράβι στα ταξίδια
το ναυτόπουλο γυρνά.
Με της θάλασσας τα φίδια
τον καιρό του τον περνά.

2.Ο βοριάς δεν τον τρομάζει
ούτε η άπιστη νοτιά,
ούτε χιόνι ούτε χαλάζι,
ούτε κύματα πλατιά.

3.Στη δουλειά πρωί και βράδυ
με το στρόμπο* στο πλευρό,
ξερό τρώει παξιμάδι,
πίνει ακάθαρτο νερό.

4.Πεταχτό σαν το ξεφτέρι
ανεβαίνει στα πανιά
και με ρόζους μες το χέρι
λύνει δένει τα σχοινιά.

5.Στου κινδύνου την τρομάρα
τον φυλάει μοναχή,
της μανούλας του η λαχτάρα,
της μανούλας του η ευχή.

6.Που ελπίζει παλληκάρι,
να τον δει καμιά φορά.
Να τον πουν μικρό Κανάρη,
μες τ’ αθάνατα Ψαρά.

*στρόμπος: σχοινί που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση φορτίων.
Ντυμένοι κι αγκαλιασμένοι όπως το έθιμο προστάζει και αγκαλιασμένοι, βγαίνουνε βόλτα στα καλντερίμια του χωριού κι από όπου περνάνε οι πόρτες ανοίγουν και τους κερνούν. Το κονιάκ και το κρασί θα τους κρατήσει ζεστούς στην παγωμένη χειμωνιάτικη βραδιά.

Ανήμερα θα εκκλησιαστούν, θα ανάψουν ένα κερί και μια προσευχή θα ξεφύγει από τα χείλη του καθενός, να είναι αυτός ο εκλεκτός που θα πιάσει το Σταυρό. Στη συνέχεια αγκαλιασμένοι θα κατέβουν στις στολισμένες βάρκες περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία και ο Μέγας Αγιασμός.

Κουνούν τις βάρκες ρυθμικά αριστερά δεξιά τραγουδώντας, μέχρι το νερό να φτάσει στη γιαλού. Η εκκλησιαστική πομπή μεγαλόπρεπη, καθώς ταιριάζει με τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα, τα ολόχρυσα άμφια, τους ιερείς, τους ψαλτάδες, τους επιτρόπους των ναών, τις Αρχές του τόπου αλλά και σύσσωμο το εκκλησίασμα, θα κατέβει στο λιμάνι και θα πάρει τη θέση της στη στολισμένη για την περίσταση εξέδρα.
 Ακολουθεί η τελετή της βάφτισης και στο τρίτο <<εν Ιορδάνη>> οι νέοι μας βουτούν με ορμή στη θάλασσα με μακροβούτι κολυμβητή να πιάσουν εικόνα και σταυρό. Επιστρέφουν στο σπίτι ντύνονται, βάζουν το σταυρό σε δίσκο με λουλούδια και τον περιφέρουν στο λιμάνι και μετά στα σπίτια. Οι πιστοί προσκυνούν και προσφέρουν χρήματα. Με τα χρήματα θα πληρώσουν το φαγοπότι τους και τα βιολιά.

«Ευλαβικά και με την αράδα όλοι τους φυλάγανε εικόνα και σταυρό, τα οποία και δίνανε στους υπολοίπους της παρέας, που στη θάλασσα δεν πέσανε, και αυτοί αφού τα βάζανε σε ανθοστόλιστο δίσκο, τον κρατούσαν σε μια του λιμανιού άκρη, για να προσκυνήσουνε όσοι ξένοι εκεί βρισκόντουσαν και χρήματα στο δίσκο να τους ρίξουνε. Μετά με βάρδιες γυρίζανε σε όλα τα σπίτια του χωριού, των οποίων οι ιδιοκτήτες πιστεύανε ότι η θεία ευλογία έμπαινε μαζί με του Σταυρού τη χάρη σ΄ αυτά και ρίχνανε όσα χρήματα ο καθένας μπορούσε .Με τα χρήματα που μαζεύανε, από την περιφορά αυτή του Σταυρού, αγοράζανε αρνιά που στο φούρνο ψήνανε και την άλλη μέρα, γιορτή του Αϊ-Γιάννη, τρώγανε και με περίσσιο κέφι γλεντάγανε, δίνοντας με τα βιολιά τόνο στις άγιες μέρες που περάσανε, αλλά και στη νεανική ξένοιαστη ζωή που αποχαιρετάγανε, αφού την άλλη μέρα στρατιώτες θα πηγαίνανε».

Το απόγευμα ξεστόλιζαν τα πλεούμενα και τα παρέδιδαν στους καραβοκύρηδες. Τα νερά αγιάζονται αποκτώντας καθαρκτική δύναμη και οι ετοιμασίες για το Μπαρμπαριώτικο ταξίδι αρχίζουν.

<<Το ρίξιμο του Σταυρού στη θάλασσα ήταν η γιορτή των ψαράδων. Παραμονή των Φώτων στόλιζαν τις βάρκες. Στη συνέχεια άρχιζαν το πιοτό που συνεχιζόταν μέχρι και το πρωί της γιορτής. Όταν έπεφτε ο Σταυρός και η εικόνα στη θάλασσα έπεφτε και η παρέα των ψαράδων. Ένας έπιανε το σταυρό και άλλος την εικόνα. Στη συνέχεια γύριζαν με τα σύμβολα στον κόσμο να ανασπάσει και να ρίξει στο δίσκο καμιά δραχμή για να πληρωθούν τα κρασιά και το κονιάκ>>.

Το έθιμο γινόταν στα Μαντράκια που ήταν ο κατ’ εξοχή χώρος των ψαράδων. Εκεί βρίσκονταν όλη τη μέρα. Μπροστά στο σπίτι των αγωνιστών του 1821 Μητσαίων (σήμερα οικία Κανέλλη ), υπήρχε ένας μόλος από όπου γινόταν η κατάδυση του τιμίου Σταυρού. Ο παπάς έριχνε στη θάλασσα σιδερένιο σταυρό. Οι νέοι που έπεφταν να τον πιάσουν ικανοί και επιδέξιοι κολυμβητές έκαναν το καλύτερο μακροβούτι και ανακάλυπταν το σταυρό στο βυθό με τα μάτια ανοιχτά.

Η μεταφορά του εθίμου στο λιμάνι έγινε επί Δημαρχίας Δημητρίου Λεμπέση, όταν κατασκευάστηκε η πρώτη χτιστή προβλήτα, τέλη του 19ου αιώνα.

stamdamd.blogspot.gr
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ