Παιδί άκουγε ιστορίες με νάνους και λαγούς, λίρες και λαγούμια. Έπαιζε σε στοιχειωμένα σπίτια κι εξερευνούσε κάστρα απόρθητα και αρχαίες στοές. Έδινε μάχες με ξύλινα σπαθιά και κατακτούσε παλιές πόλεις σε ένα ορεινό αρβανιτοχώρι. Ακολούθησε την άμαξα της Ωραίας Ελένης για να τον σπρώξει ο έρωτας για ένα ωραίο κορίτσι του Ναυπλιού στο θέατρο. Το κορίτσι του την έσκασε... Εν τούτοις, τον κράτησαν στο θέατρο οι πρόβες και τα... σάντουιτς.
Μεγάλωσε και έγινε προγραμματιστής. Ίσως γιατί αυτό ήταν το λογικό. Μόλις πέρασε όμως λίγο ο καιρός, άρχισε η νοσταλγία για τις πρόβες, τις παραστάσεις και τα... σάντουιτς. Ο Χρήστος Πίτσας τότε είχε μάθει να παρατηρεί και να συγκρίνει. Σύγκρινε γιατί είχε παρατηρήσει τη ζωή, την τέχνη, τα γεγονότα, τις αξίες. Και για να φτάσεις στη γνώση πρέπει να έχεις παρατηρήσει. Έτσι πλάθεται ο άνθρωπος μεγαλώνοντας κι αλλάζοντας κι έτσι φτιάχνει την εικόνα του. Τώρα παίζει σε μια σπάνια και πρωτότυπη παράσταση στην οποία τρεις ηθοποιοί κάνουν επί σκηνής όσα θα έκανε μια ολόκληρη δημιουργική ομάδα συντελεστών, καλλιτεχνών και τεχνικών. Μουσική, σκηνοθεσία, φωτισμούς, σκηνικά, ακόμη και ταξιθεσία. Κι όμως η παράσταση αυτή δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, ως προς τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί, από κάθε άλλη παράσταση. Απεναντίας, το «Ήταν Κάποτε», πέντε αλληλοβόρα παραμύθια, που παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του θεάτρου "Επί Κολωνώ", είναι από τις πιο πλούσιες, τις πιο μαγευτικές και μακράν τις πιο μυστηριώδεις και μυστηριακές παραστάσεις που έχω δει. Η υποκριτική είναι μια πάλη με το είναι μας και μια περιπλάνηση στον εσώτερο κόσμο μας.
Ο Χρήστος Πίτσας στη δική του περιπλάνηση γέμισε την καρδιά του με ήχους και καρπούς. Πέτυχε υψηλή ποιότητα, ακρίβεια, πειθαρχία, τόλμη, άριστη τεχνική. Σίγουρα όλα αυτά επιτυγχάνονται μόνον ύστερα από πολλή και επίπονη δουλειά. Αν σε φοβίζει κάτι, προσπαθείς να το κατανοήσεις, να το αγαπήσεις και να βαδίσεις μαζί με το φόβο σου. Και τότε ο φόβος δεν έχει άλλη επιλογή, γίνεται σύμμαχός σου. Γι' αυτό ο Χρήστος ακτινοβολεί από ακεραιότητα όταν ερμηνεύει. Έχει φαντασία, έχει επίσης τη χροιά του πάθους, της τρυφερότητας και κυρίως μια ειλικρίνεια που αφοπλίζει.
Διαβάστε τη συνέντευξη.
* Γεννήθηκα στο Μόντρεαλ του Καναδά και κατάγομαι, και από τις δύο πλευρές, από ένα ορεινό αρβανιτοχώρι της Αργολίδας, το Αραχναίο. Από τα τέσσερα και μετά, που οικογενειακώς επιστρέψαμε στην Ελλάδα, μεγάλωσα στο Ναύπλιο με τους γονείς μου να ασκούν το επάγγελμα του ταβερνιάρη. Αυτό σήμαινε πολύ ελεύθερο χρόνο για εμένα, ο οποίος μεταφραζόταν σε άπειρες ώρες παιχνιδιού και εξερευνήσεων στην παλιά πόλη, στα κάστρα, σε στοές και σε «στοιχειωμένα» σπίτια, νερόμπομπες και μάχες με ξύλινα όπλα. Σχεδόν άπιαστο για τη σημερινή πραγματικότητα.
Πώς προέκυψε η υποκριτική και το θέατρο στη ζωή σου;
* Εκεί, λοιπόν, κάπου στην πέμπτη Δημοτικού με τον τότε κολλητό μου, είχαμε ερωτευτεί το ίδιο κορίτσι. Μια μέρα μάθαμε πως γινόταν "ακρόαση" για τη θεατρική ομάδα του δημοτικού σχολείου αλλά η είδηση ήταν ότι θα πήγαινε στην ακρόαση και η κοπέλα που μας ενδιέφερε μα καθώς ήταν από άλλο τμήμα ήταν η μοναδική ευκαιρία να περνάμε χρόνο μαζί της. Έτσι λοιπόν το αποφασίσαμε και πήγαμε. Το κορίτσι δεν ήρθε ποτέ, ο φίλος έφυγε από την ακρόαση αλλά εγώ... κόλλησα εκεί και ανεβάσαμε "Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά" του Χ.Κ. Άντερσεν. Υπέροχη εμπειρία, πρόβες, μετά την πρόβα σάντουιτς από του Καβαλάρη το καφενείο και οι γονείς και οι δάσκαλοι αντίθετοι με όλο αυτό. Τον επόμενο χρόνο τα ίδια με το "Ο Χιονάνθρωπος και το κορίτσι" του Ε. Τριβιζά. Μετά μεσολάβησε ένα νεκρό, θεατρικά, διάστημα όπου πλησίασα το θέατρο μόνο σα θεατής, μία στο λύκειο, μία στο γυμνάσιο και άλλη μια σα φοιτητής του ΤΕΙ Πληροφορικής. Ήμουν πια 24 και εργαζόμουν σαν προγραμματιστής. Τότε μια σειρά από συγκυρίες με έβαλε στη διαδικασία να σκεφτώ πώς θα ήθελα να περάσω τα επόμενα 40 χρόνια από τη ζωή μου. Και τότε ήρθε πάλι στο μυαλό μου η πέμπτη Δημοτικού. Οι πρόβες, οι παραστάσεις, τα σάντουιτς. Παραιτήθηκα από τη δουλειά και έπειτα από τρεις ημέρες έδωσα στο Θέατρο Τέχνης και λίγο μετά στο Εθνικό.
Μίλησέ μου για τους δασκάλους σου και τι έχεις κρατήσει ως παρακαταθήκη από τη διδασκαλία τους.
* Πιστεύω πως είτε στο θέατρο είτε στη ζωή μπαίνουμε πρώτα σαν προσωπικότητες και έπειτα σα ρόλοι ή επάγγελμα ή δεν ξέρω τι άλλο. Στη δραματική σχολή δασκάλους με διδασκαλία σε εκείνη τη μορφή του φωτεινού πνευματικού ανθρώπου με τις μεθόδους του, δεν είχαμε. Είχαμε πολύ έμπειρους ηθοποιούς δασκάλους υποκριτικής, καλούς σκηνοθέτες δασκάλους υποκριτικής, καθηγητές τεχνικών μαθημάτων με πάθος, καθηγητές θεωρητικών διαβασμένους. Άλλος με το κουσούρι του, άλλος με τη λόξα του, άλλος με το πάθος του, άλλος με την αγάπη του, άλλος με τη στάση του στα πράγματα. Πότε παρατηρούσα την αδυναμία τους, πότε την ατακάρα που λέγανε. Σε αυτούς να προσθέσω και δυο τρεις ακόμα δασκάλους από τα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια. Περισσότερο θυμάμαι αποφθέγματα είτε δικά τους είτε τρίτων που τα άκουσα από αυτούς και όλα μαζί έφτιαξαν ένα δρόμο για να πορεύομαι, όποτε τα θυμάμαι.
Δηλαδή, τι άκουσες;
* Έτσι άκουσα για «τα εφτά που δεν πρέπει να έχεις», πως υπάρχουν στιγμές που όποια στάση και να έχει το σώμα η ψυχή παραμένει γονατιστή, πως όποιος δεν πολέμησε στο μετερίζι του δίκιου με απουσία διάβηκε τον κόσμο ετούτο, το This is the End, carpe diem, aude sapere, πως όλα τα ζώα είναι ίσα μεταξύ τους, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα, πως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή είναι ή ανήθικα ή πανάκριβα ή παχυντικά, Καββαδία, πως η γνώση έρχεται αναδρομικά, πως όλα αυτά τα μαθηματικά που υπάρχουν σημαίνουν κάτι στον κόσμο που βλέπουμε, πως όποιος κατουράει στη θάλασσα τα βρίσκει στο αλάτι.
Ως παιδί άκουγες παραμύθια ή δεν προλάβαινε κανείς να σου πει;
Κατάγομαι από ένα χωριό με πολλούς θρύλους και τοπικές δοξασίες. Ιστορίες με αράπηδες που βγάζουν βόλτα τις λίρες, ιστορίες με νάνους που φυλάνε άλλες λίρες, για λαγούς με τσέπια, για νεράιδες που σου παίρνουν τη μιλιά, για ληστές και χωροφύλακες, για το Λίγκο, τους Δρουγκαίους, τα ίχνη από τις άμαξες του Ασκληπιού και της Ωραίας Ελένης. Ο ένας μου παππούς τσοπάνης και αναπαραγωγός των ιστοριών αυτών, ο άλλος είχε πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο και είχε κάνει και έξι χρόνια αιχμάλωτος στην Ιταλία, οπότε είχα και αυτό το κομμάτι.
Παραμύθια για να κοιμηθείς σου έλεγαν;
* Παραμύθια για να κοιμηθώ όχι, οι γονείς μου δούλευαν μέχρι αργά και έτσι κοιμόμασταν μόνοι μας. Τα ανακάλυψα αργότερα όντας σπουδαστής στη δραματική σε ένα χώρο που τον έλεγαν «Κρατήρα» ακούγοντας τη Μάνια Μαράτου να μας μιλάει για αφήγηση.
Πότε και πώς αποφασίσατε να ενωθείτε με τη Βάσια Χρήστου και τον Στέλιο Χλιαρά και να συνεργαστείτε;
* Με τη Βάσια και τον Στέλιο γνωριζόμαστε από τη σχολή. Ήμασταν στο ίδιο έτος. Πριν από τρία χρόνια ο Στέλιος, ο οποίος έκανε τότε μια δουλειά με τη Βάσια στην Κοζάνη, ήρθε σε επαφή με το ΔηΠεΘε Κοζάνης που έψαχνε να στελεχώσει το πρόγραμμά του «Άγονη Γραμμή». Στόχος αυτού του προγράμματος είναι να δημιουργηθεί μια θεατρική παράσταση που θα περιοδεύσει σε κοινότητες της δυτικής Μακεδονίας. Μου πρότειναν και μένα και ξεκινήσαμε τις πρόβες. Μέτρησε πολύ η μεταξύ μας φιλία και πιστεύω ότι κύριο κριτήριο ήταν η πίστη πως πιο σημαντική είναι η συνεννόηση μεταξύ των μελών μιας ομάδας καθώς το ότι μπορούμε εν τέλει να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Οι ιδέες προέκυπταν από τις ανάγκες που παρουσιάζονταν. Η ομάδα "Χ-αίρεται" δημιουργήθηκε πρώτα από τον Στέλιο και τη Βάσια και εγώ μπήκα σαν το μέλος που χρειαζόταν για να ξεκινήσει η παράσταση "Ήταν Κάποτε". Τώρα στο "Επί Κολωνώ" ήρθε να εμπλουτίσει την ομάδα ο Πέτρος Σπυρόπουλος, καθώς τον Στέλιο θα τον κρατούσαν στην Κοζάνη άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Πώς ανακαλύψατε τα αλληλοβόρα παραμύθια και τι σας τράβηξε σ' αυτά;
* Δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν τα παραμύθια, του ΔΗΠΕΘΕ ή των παιδιών, πάντως όταν μιλήσαμε ήτανε σίγουροι για το θέμα της παράστασης, δηλαδή τα παραμύθια. Και είχαν πέσει στα χέρια τους οι δύο συλλογές της Αγγελοπούλου, «Οι Παραμυθοκόρες» και «Τα Αλληλοβόρα» και είχαν ενθουσιαστεί με την ύπαρξη τόσο σκληρών και ανατριχιαστικών ιστοριών κατευθείαν από τη λαϊκή μας παράδοση. Παραμύθια, αλλά σε μια ενήλικη εκδοχή, σκοτεινά, τρομακτικά, βίαια, με ανομολόγητα ταμπού, αιμομιξίες, που ταυτόχρονα υπάρχουν και σε ένα συμβολιστικό επίπεδο. Ένας δυνατός συνδυασμός που ανέπτυξαν οι παλιότεροι για να σχολιάσουν την κοινωνία και την επικαιρότητα. Και όλα αυτά άμεσα, σε μια συντροφιά. Ημίφως, σκοτεινές ιστορίες, παρέα. Και επειδή εμάς κάτι μας θύμισε, θέλαμε να φτιάξουμε κάτι που να έχει αυτά τα στοιχεία αλλά και να είναι και θέατρο με όλα του τα συστατικά.
Γιατί νομίζεις ότι η βία και η αλληλοβορά γοήτευε και γοητεύει πάντα τον άνθρωπο;
* Είναι σα να εκτονώνεται η σκέψη, ο φόβος σε κάτι ακραίο. Σκέφτομαι πως ένα είδος για να επιβιώσει δε στρέφεται κατά των μελών της κοινωνίας του. Όταν το κάνει είναι από συμφέρον, όχι από ανάγκη. Και τότε ξεκινάνε οι ακρότητες. Υπάρχει όμως και το κατά λάθος. Και τότε ξεκινάει το τραγικό. Είναι σαν η αλληλοβορά να είναι η πιο αποκρουστική και επικίνδυνη μορφή άσκησης βίας, ως προς το υποκείμενο στο οποίο ασκείται, γιατί εμπεριέχει τον εκφυλισμό. Και ο εκφυλισμός την παραφροσύνη. Μιλάμε δηλαδή για ακραίες καταστάσεις όπου καθετί το ανεξήγητο στην ψυχολογική ή νοητική κατάσταση ενός ανθρώπου, μπορεί να αποδοθεί σε αυτές.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα υπάρχει αλληλοβορά; Πόσο διαχρονικά είναι αυτά τα παραμύθια και γιατί;
* Ναι. Καταρχήν τα προβλήματα του ανθρώπου όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχει στον πλανήτη δεν έχουν αλλάξει. Αλλάζουν οι συνθήκες αλλά οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όχι. Τα ίδια συναισθήματα μας διακατέχουν και ίδιες οι διαφορές μας, ταξικές και πνευματικές. Οπότε ακόμα με τους ίδιους τρόπους αντιδρούμε. Μπορεί να μη χρειάζεται να φας κυριολεκτικά κάποιον αλλά υπάρχει στις μέρες μας και ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Ο θάνατός σου, η ζωή μου. Πλέον ένας άνθρωπος, και όχι μόνο, μπορεί να εξοντωθεί οικονομικά. Και πάλι καταφέρεσαι εναντίον του ομοίου σου. Τρωγόμαστε και από μέσα, από τα πρέπει που δημιουργούμε. Πόσα τέτοια πρέπει δημιουργούν και οι γονείς στα παιδιά τους; Πόσο πολύ εκμηδενίζονται τα παιδιά σαν ανεξάρτητες προσωπικότητες όταν εκπληρώνουν τα όνειρα και τις ανησυχίες των γονιών τους και δεν τα βλέπουμε απλά σαν κάτι καινούργιο που θα βρει το δικό του δρόμο. Τρώμε όμως και τους γονείς μας σε ένα συμβολικό επίπεδο. Όταν η Σταχτοπούτα και οι αδερφές της κάθονται να φάνε τη μητέρα τους και άλλες την τρώνε και άλλη δεν την τρώει, ε τότε το παραμύθι δεν μας μιλάει απλά για ένα δείπνο κανίβαλων, αλλά για τον απογαλακτισμό και την ενηλικίωση και για το τι κρατάνε σαν παρακαταθήκη από τη μητέρα τους. Και αυτό συνεχίζουμε να το κάνουμε. Ανάλογα με την ισχύ του καθενός, και το αντίστοιχο όπλο που αυτός χρησιμοποιεί στον αγώνα της επικράτησης.
Όλες τις εργασίες επί σκηνής τις κάνετε εσείς, συγχρόνως παίζετε. Αυτό το υπαγόρευσε η ανάγκη; Δεν είναι εξοντωτικό;
* Πρώτα η ανάγκη καθώς έπρεπε να φτιαχτεί μια παράσταση που, για τα δικά μας τα μέτρα, να μην έχει τίποτα να ζηλέψει, ως προς τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί, από μια άλλη παράσταση που παίζεται σταθερά σε ένα χώρο. Παράλληλα δεν είχαμε στη διάθεσή μας τεχνικό για τα φώτα ή τη μουσική αλλά θέλαμε και φωτισμούς να έχουμε και μουσικές. Και ήμασταν μονάχα οι τρεις μας. Οπότε έπεσαν κάτω οι ιδέες για το πώς μπορεί αυτό να συμβαίνει επί σκηνής χωρίς να χαλάει η ροή της ιστορίας, χωρίς να πετιέται ο θεατής από τη σύμβαση. Δεν είναι ξεχωριστές εργασίες, είναι κομμάτι της παράστασης όπως είναι και το κείμενο. Βοηθάμε τις σκηνές, δημιουργούμε ατμόσφαιρες. Στην τάδε λέξη ανοίγει εκείνο το φως, στη συγκεκριμένη ένταση και έπειτα από λίγο μπαίνει αυτή η μουσική. Οπότε όταν αλλάζει θέση ένας διακόπτης ή γίνεται κάτι με το ηχητικό περιβάλλον, είναι σα να ατακάρεις στο συμπαίκτη σου ή να τον σιγοντάρεις. Προσωπικά τη βρίσκω με τις παραστάσεις που δεν υπάρχει χρόνος να κάτσεις εκτός σκηνής και πάντα πρέπει κάτι να κάνεις ή να ετοιμάζεις. Σίγουρα θα είναι πιο κουραστικές και σωματικά και πνευματικά από άλλες παραστάσεις που παραδοσιακά μπαίνεις, παίζεις, βγαίνεις.
Πώς βλέπουν την παράστασή σας οι άνθρωποι της περιφέρειας, όπου περιοδεύετε;
* Σαν το γεγονός της ημέρας αν όχι του μήνα ή της χρονιάς, αφού μιλάμε για κοινότητες που περνάνε το χειμώνα τους αποκλεισμένοι από τα χιόνια ή που λιώνουν πάγο για να έχουν νερό. Είναι πιο εξοικειωμένοι με τα παραμύθια τόσο σαν λεξιλόγιο όσο και σαν θέμα. Άνθρωποι που δεν αντέδρασαν στη θέα ενός φιλιού στο στόμα ή στο άκουσμα της λέξης βυζί, σε αντίθεση με τις αντιδράσεις των κατοίκων των αστικών κέντρων που έβαλαν θέμα ευγένειας. Πέρα από την ίδια την παράσταση και το τι αυτή θα τους πει, υπάρχει και το ότι νιώθεις ότι ασκείς λειτούργημα. Οι άνθρωποι εκεί ένιωθαν την υποχρέωση να μας φιλοξενήσουν ή να μας κάνουν το τραπέζι, ακόμη και την επόμενη ημέρα από την παράσταση. Συμμετέχουν με άλλον τρόπο κατά τη διάρκεια της παράστασης, αγνοώντας τους κανόνες σωστής θέασης, με τους οποίους έχουμε εξοικειωθεί. Βλέπουν την παράσταση πιο αγνά και όχι σαν ειδικοί.
Η υποκριτική είναι και μια πάλη με τους δαίμονες της ψυχής μας;
* Είναι και αυτό. Κάποιοι λένε ότι τα άλυτα θέματα που έχει ένας ηθοποιός του είναι χρήσιμα για την υποκριτική. Παλεύεις γενικά. Για να πετύχεις μια ποιότητα, για το να είσαι ακριβής, για να πειθαρχήσεις, για να αποκτήσεις τεχνική. Σίγουρα η υποκριτική συνοδεύεται από πολλή δουλειά. Αν σε φοβίζει κάτι, προσπαθείς να κατανοήσεις, να αγαπήσεις και να βαδίσεις μαζί με το φόβο σου. Και τότε ίσως τον κάνεις και προτέρημα.
Ποια προσωπικά στοιχεία που δεν εκφράζονται στην καθημερινότητα βρίσκουν διέξοδο στο θέατρο;
* Ό,τι και να κάνεις αν χρησιμοποιείς το ρόλο σαν άλλοθι. Κατά τα άλλα δε νιώθω ότι δεσμεύομαι να μην κάνω πράγματα στη ζωή που τα μπορώ στο θέατρο.
Η ταχύτητα συμβαδίζει με την τέχνη;
* Δεν ξέρω, σίγουρα πάντως δεν συμβαδίζει με εμένα.
Σε ποιες περιπτώσεις αισθάνεσαι την ανάγκη να ταπεινωθείς και να θαυμάσεις;
* Μπροστά στο μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης. Στη γέννηση ενός παιδιού, στο θάνατο, στο χείλος του γκρεμού, στο βυθό της θάλασσας, στον αέρα. Όταν δεν ορίζεις εσύ τα πράγματα.
Ένας καλλιτέχνης τι βλέπει σήμερα γύρω του;
* Υπάρχει αυτό το παλιό ανέκδοτο "Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο απλήρωτα". Ανεργία βλέπει λοιπόν, απλήρωτη εργασία, μαύρη εργασία, οικονομικά μοντέλα, οικονομικά πειράματα, τον άνθρωπο να υποβαθμίζει το είδος του, τη βλακεία να θριαμβεύει, βλέπει θυμό, θυμώνει και αυτός, παρακαλάει ανθρώπους που δε θα θελε ούτε να τους …σει, κατάντια, μιζέρια, ύπνο, μια σπίθα, μια έκρηξη, μια εξέγερση, μια σύγκρουση. Βλέπει πως έχει βήμα και μπορεί να μιλήσει. Βλέπει πως έχει το άλλοθι του καλλιτέχνη.
Τι σημαίνει για σένα η λέξη "λάθος";
* Κάτι που δεν έκανα.
Και η λέξη "ψέμα";
* Απάτη και σκοτούρες. Λες και δεν είχαμε άλλη δουλειά να κάνουμε από το να προσπαθούμε να καλύψουμε τα ψέματά μας.
Η δουλειά του ηθοποιού είναι η έκθεση;
* Δουλειά του ηθοποιού είναι να πηγαίνει το έργο παρακάτω. Η έκθεση είναι μία συνθήκη.
Η τέχνη μπορεί να συμφιλιώσει τους ανθρώπους;
* Δε νομίζω αλλά σίγουρα μπορεί να τους δώσει ερεθίσματα, να τους τσιγκλήσει να σκεφτούν, να κρίνουν, να τους κάνει να ταυτιστούν με μια κατάσταση και μέσω αυτού να συνειδητοποιήσουν κάτι. Όπως λένε και άλλοι, η τέχνη βάζει τα ερωτήματα και ο καθένας ας απαντήσει με τον τρόπο του και άμα γουστάρει ας κάνει και αυτοκριτική.
Τι σε φοβίζει και τι σε θυμώνει; Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο φόβο και στο θυμό;
* Με φοβίζει το να μείνω μόνος μου. Με φοβίζει η αβεβαιότητα για το μέλλον. Με φοβίζει η σκέψη του να αισθανθώ ότι ένας θάνατος προέρχεται από τη δική μου αμέλεια. Με φοβίζουν τα ψυχοσωματικά. Θυμώνω στο δρόμο με το αυτοκίνητο, θυμώνω για το πώς αντιδρούμε ή για το ότι δεν αντιδρούμε σε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, θυμώνω με τα ψέματα που βλέπω να μας λένε από την τηλεόραση και τα άλλα ΜΜΕ, θυμώνω και βγάζω σπίθες από τα μάτια και ξεστομίζω κατάρες όταν βλέπω τους πολιτικούς να κλαίγονται για την πορεία της χώρας και να αναλώνονται σε διαλόγους που έχουν σα στόχο να δείξουν ποιος την έχει πιο μεγάλη. Δεν μπορείς να κλαίγεσαι για τα 5.200 ευρώ που λες ότι παίρνεις αποζημίωση τη στιγμή που δίνεις την ελευθέρια σε οποιονδήποτε εργοδότη να σε πληρώνει με ό,τι θεωρεί αυτός πως μπορεί να σου δώσει προκειμένου να κρατήσει στα ίδια επίπεδα τα κέρδη του. Πολύ φοβάμαι πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσο θα πραγματώνεται το «διαίρει και βασίλευε».
Επίσης διάβασα σε ένα βιβλίο πως δεν υπάρχουν ήρωες, υπάρχουν μόνο αυτοί που δέχτηκαν να προχωράνε χέρι με χέρι με τους φόβους τους.
Μετά τα "Αλληλοβόρα" με τι σκέπτεστε να συνεχίσετε;
* Θα δούμε. Η ιδέα πάντως της ομάδας μας αρέσει. ´Εχει όμως τις δυσκολίες της. Κυρίως οικονομικής φύσεως. Ίσως και η δημιουργία ενός χώρου που θα χρησιμεύει σαν προβάδικο.
Έχεις ελεύθερο χρόνο και πώς τον αξιοποιείς;
* Ναι, εννοώντας χρόνο που να μην αφιερώνεται στα επαγγελματικά. Έχω γίνει πατέρας πρόσφατα και το καθημερινό πρόγραμμα δεν έχει βρει ακόμα τη ρουτίνα του. Ωστόσο χρόνος για βόλτες στο βουνό με τον μικρό και τον Ανδρέα, υπάρχει. Καμιά παράσταση. Φαγητό με φίλους στο σπίτι ή έξω. Καμιά κατασκευή ή μερεμέτι. Θα επιθυμούσα να προσαρμοστώ γρήγορα στις νέες συνθήκες και να ξεκινήσω πάλι να γράφω, να διαβάζω και να οργανώνομαι για τα επόμενα επαγγελματικά βήματα.
Τι θεωρείς χυδαίο;
* Το να μη λαμβάνεις υπόψη τα θέλω του άλλου, το να θεωρείς ότι η λαμογιά είναι μαγκιά και ο σεβασμός προς το συνάνθρωπό σου κουσούρι και οπισθοδρομικό στοιχείο, το να κοκορεύεσαι γι' αυτή σου την άποψη, το να λες κατάμουτρα ψέματα επιχειρώντας έτσι να αλλάξεις την Ιστορία, το να νιώθεις σίγουρος για το τι είμαι βασιζόμενος στο δικό σου τρόπο σκέψης.
Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;
* Έχουμε ένα σκύλο τον Ανδρέα που μένει μαζί μας στο σπίτι.
Θέατρο "Επί Κολωνώ" - Ήταν κάποτε"
Περιεχόμενο των παραμυθιών
* Στον "Κουκιπιπέρη", ένα ηλικιωμένο άκληρο ζευγάρι αποκτά παιδί. Όσο γρήγορα και εύκολα το αποκτά αντίστοιχα το χάνει. Ο θρήνος τους γίνεται τραγούδι, το τραγούδι παραμύθι κι αυτό το παραμύθι αφορμή για τα υπόλοιπα.
* Στο "Ελαφέλι με τη χρυσή την αλυσίδα" δυο γονείς απαρνιούνται και προσπαθούν να βλάψουν τα παιδιά τους. Εκείνα αναζητώντας λύτρωση φεύγουν μακριά, με μοναδικό εφόδιο τη μεταξύ τους αγάπη. Συνεχή εμπόδια εμφανίζονται μπροστά τους, μέχρι να βρουν το δικό τους καταφύγιο.
* Στο παραμύθι "Ο Τρισκατάρατος", ξετυλίγεται η ζωή μιας αγαπημένης οικογένειας που ελπίζει στην ευτυχία των παιδιών της, μέσα από έναν πετυχημένο γάμο. Έτσι βρίσκει πρόσφορο έδαφος ένας πλούσιος, εκθαμβωτικός νέος και με την πανουργία του καταφέρνει να εξουσιάσει όλη την οικογένεια. Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται είναι πλέον αργά.
* Το "Μυρσινιώ ή το καλογεράκι" είναι μια ιστορία αγάπης. Δύο νέοι συναντιούνται και ζουν τον απόλυτο έρωτα. Για μια νύχτα. Η νύχτα αυτή, όμως, ορίζει και ανατρέπει τις ζωές τους, όπως τις ήξεραν μέχρι τότε.
* Στην "Κουλοχέρα", δυο αδέλφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ζούνε στην ίδια στέγη μέχρι που ένα τρίτο πρόσωπο εμφανίζεται στη ζωή τους. Η ισορροπία στη μεταξύ τους σχέση ταράσσεται και τα όριά τους δοκιμάζονται.
Τα παραμύθια της παράστασης επιλέχτηκαν από τρεις συλλογές: τα Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια (Α') του Κώστα Καφαντάρη, τα Ελληνικά Παραμύθια (Α') οι Παραμυθοκόρες - Ελληνικά Παραμύθια (Β') τα Αλληλοβόρα, της Άννας Αγγελοπούλου.
Αν και τα παραμύθια απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές από τόπο σε τόπο, το υλικό της παράστασης αποτελούν απομαγνητοφωνημένες αφηγήσεις ανθρώπων από τη Θράκη (“Ο Κουκιπιπέρης”), τη Μυτιλήνη (“Το ελαφέλι με τη χρυσή την αλυσίδα”), την Κύπρο (“Ο Τρισκατάρατος”), την Κέρκυρα (“Το Μυρσινιώ ή το καλογεράκι”), και την Τρίπολη (“Η κουλοχέρα”).
Συντελεστές
Μια δημιουργία των Χρήστου Πίτσα, Στέλιου Χλιαρά, Βάσιας Χρήστου
Διανομή
Χρήστος Πίτσας, Στέλιος Χλιαράς (τον ίδιο ρόλο έπαιξε για ορισμένο αριθμό παραστάσεων και ο Πέτρος Σπυρόπουλος), Βάσια Χρήστου
Διαβάστε τη συνέντευξη.
* Γεννήθηκα στο Μόντρεαλ του Καναδά και κατάγομαι, και από τις δύο πλευρές, από ένα ορεινό αρβανιτοχώρι της Αργολίδας, το Αραχναίο. Από τα τέσσερα και μετά, που οικογενειακώς επιστρέψαμε στην Ελλάδα, μεγάλωσα στο Ναύπλιο με τους γονείς μου να ασκούν το επάγγελμα του ταβερνιάρη. Αυτό σήμαινε πολύ ελεύθερο χρόνο για εμένα, ο οποίος μεταφραζόταν σε άπειρες ώρες παιχνιδιού και εξερευνήσεων στην παλιά πόλη, στα κάστρα, σε στοές και σε «στοιχειωμένα» σπίτια, νερόμπομπες και μάχες με ξύλινα όπλα. Σχεδόν άπιαστο για τη σημερινή πραγματικότητα.
Πώς προέκυψε η υποκριτική και το θέατρο στη ζωή σου;
* Εκεί, λοιπόν, κάπου στην πέμπτη Δημοτικού με τον τότε κολλητό μου, είχαμε ερωτευτεί το ίδιο κορίτσι. Μια μέρα μάθαμε πως γινόταν "ακρόαση" για τη θεατρική ομάδα του δημοτικού σχολείου αλλά η είδηση ήταν ότι θα πήγαινε στην ακρόαση και η κοπέλα που μας ενδιέφερε μα καθώς ήταν από άλλο τμήμα ήταν η μοναδική ευκαιρία να περνάμε χρόνο μαζί της. Έτσι λοιπόν το αποφασίσαμε και πήγαμε. Το κορίτσι δεν ήρθε ποτέ, ο φίλος έφυγε από την ακρόαση αλλά εγώ... κόλλησα εκεί και ανεβάσαμε "Τα καινούργια ρούχα του βασιλιά" του Χ.Κ. Άντερσεν. Υπέροχη εμπειρία, πρόβες, μετά την πρόβα σάντουιτς από του Καβαλάρη το καφενείο και οι γονείς και οι δάσκαλοι αντίθετοι με όλο αυτό. Τον επόμενο χρόνο τα ίδια με το "Ο Χιονάνθρωπος και το κορίτσι" του Ε. Τριβιζά. Μετά μεσολάβησε ένα νεκρό, θεατρικά, διάστημα όπου πλησίασα το θέατρο μόνο σα θεατής, μία στο λύκειο, μία στο γυμνάσιο και άλλη μια σα φοιτητής του ΤΕΙ Πληροφορικής. Ήμουν πια 24 και εργαζόμουν σαν προγραμματιστής. Τότε μια σειρά από συγκυρίες με έβαλε στη διαδικασία να σκεφτώ πώς θα ήθελα να περάσω τα επόμενα 40 χρόνια από τη ζωή μου. Και τότε ήρθε πάλι στο μυαλό μου η πέμπτη Δημοτικού. Οι πρόβες, οι παραστάσεις, τα σάντουιτς. Παραιτήθηκα από τη δουλειά και έπειτα από τρεις ημέρες έδωσα στο Θέατρο Τέχνης και λίγο μετά στο Εθνικό.
Μίλησέ μου για τους δασκάλους σου και τι έχεις κρατήσει ως παρακαταθήκη από τη διδασκαλία τους.
* Πιστεύω πως είτε στο θέατρο είτε στη ζωή μπαίνουμε πρώτα σαν προσωπικότητες και έπειτα σα ρόλοι ή επάγγελμα ή δεν ξέρω τι άλλο. Στη δραματική σχολή δασκάλους με διδασκαλία σε εκείνη τη μορφή του φωτεινού πνευματικού ανθρώπου με τις μεθόδους του, δεν είχαμε. Είχαμε πολύ έμπειρους ηθοποιούς δασκάλους υποκριτικής, καλούς σκηνοθέτες δασκάλους υποκριτικής, καθηγητές τεχνικών μαθημάτων με πάθος, καθηγητές θεωρητικών διαβασμένους. Άλλος με το κουσούρι του, άλλος με τη λόξα του, άλλος με το πάθος του, άλλος με την αγάπη του, άλλος με τη στάση του στα πράγματα. Πότε παρατηρούσα την αδυναμία τους, πότε την ατακάρα που λέγανε. Σε αυτούς να προσθέσω και δυο τρεις ακόμα δασκάλους από τα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια. Περισσότερο θυμάμαι αποφθέγματα είτε δικά τους είτε τρίτων που τα άκουσα από αυτούς και όλα μαζί έφτιαξαν ένα δρόμο για να πορεύομαι, όποτε τα θυμάμαι.
Δηλαδή, τι άκουσες;
* Έτσι άκουσα για «τα εφτά που δεν πρέπει να έχεις», πως υπάρχουν στιγμές που όποια στάση και να έχει το σώμα η ψυχή παραμένει γονατιστή, πως όποιος δεν πολέμησε στο μετερίζι του δίκιου με απουσία διάβηκε τον κόσμο ετούτο, το This is the End, carpe diem, aude sapere, πως όλα τα ζώα είναι ίσα μεταξύ τους, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα, πως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή είναι ή ανήθικα ή πανάκριβα ή παχυντικά, Καββαδία, πως η γνώση έρχεται αναδρομικά, πως όλα αυτά τα μαθηματικά που υπάρχουν σημαίνουν κάτι στον κόσμο που βλέπουμε, πως όποιος κατουράει στη θάλασσα τα βρίσκει στο αλάτι.
Ως παιδί άκουγες παραμύθια ή δεν προλάβαινε κανείς να σου πει;
Κατάγομαι από ένα χωριό με πολλούς θρύλους και τοπικές δοξασίες. Ιστορίες με αράπηδες που βγάζουν βόλτα τις λίρες, ιστορίες με νάνους που φυλάνε άλλες λίρες, για λαγούς με τσέπια, για νεράιδες που σου παίρνουν τη μιλιά, για ληστές και χωροφύλακες, για το Λίγκο, τους Δρουγκαίους, τα ίχνη από τις άμαξες του Ασκληπιού και της Ωραίας Ελένης. Ο ένας μου παππούς τσοπάνης και αναπαραγωγός των ιστοριών αυτών, ο άλλος είχε πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο και είχε κάνει και έξι χρόνια αιχμάλωτος στην Ιταλία, οπότε είχα και αυτό το κομμάτι.
Παραμύθια για να κοιμηθείς σου έλεγαν;
* Παραμύθια για να κοιμηθώ όχι, οι γονείς μου δούλευαν μέχρι αργά και έτσι κοιμόμασταν μόνοι μας. Τα ανακάλυψα αργότερα όντας σπουδαστής στη δραματική σε ένα χώρο που τον έλεγαν «Κρατήρα» ακούγοντας τη Μάνια Μαράτου να μας μιλάει για αφήγηση.
Πότε και πώς αποφασίσατε να ενωθείτε με τη Βάσια Χρήστου και τον Στέλιο Χλιαρά και να συνεργαστείτε;
* Με τη Βάσια και τον Στέλιο γνωριζόμαστε από τη σχολή. Ήμασταν στο ίδιο έτος. Πριν από τρία χρόνια ο Στέλιος, ο οποίος έκανε τότε μια δουλειά με τη Βάσια στην Κοζάνη, ήρθε σε επαφή με το ΔηΠεΘε Κοζάνης που έψαχνε να στελεχώσει το πρόγραμμά του «Άγονη Γραμμή». Στόχος αυτού του προγράμματος είναι να δημιουργηθεί μια θεατρική παράσταση που θα περιοδεύσει σε κοινότητες της δυτικής Μακεδονίας. Μου πρότειναν και μένα και ξεκινήσαμε τις πρόβες. Μέτρησε πολύ η μεταξύ μας φιλία και πιστεύω ότι κύριο κριτήριο ήταν η πίστη πως πιο σημαντική είναι η συνεννόηση μεταξύ των μελών μιας ομάδας καθώς το ότι μπορούμε εν τέλει να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Οι ιδέες προέκυπταν από τις ανάγκες που παρουσιάζονταν. Η ομάδα "Χ-αίρεται" δημιουργήθηκε πρώτα από τον Στέλιο και τη Βάσια και εγώ μπήκα σαν το μέλος που χρειαζόταν για να ξεκινήσει η παράσταση "Ήταν Κάποτε". Τώρα στο "Επί Κολωνώ" ήρθε να εμπλουτίσει την ομάδα ο Πέτρος Σπυρόπουλος, καθώς τον Στέλιο θα τον κρατούσαν στην Κοζάνη άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Πώς ανακαλύψατε τα αλληλοβόρα παραμύθια και τι σας τράβηξε σ' αυτά;
* Δεν ξέρω ποιανού ιδέα ήταν τα παραμύθια, του ΔΗΠΕΘΕ ή των παιδιών, πάντως όταν μιλήσαμε ήτανε σίγουροι για το θέμα της παράστασης, δηλαδή τα παραμύθια. Και είχαν πέσει στα χέρια τους οι δύο συλλογές της Αγγελοπούλου, «Οι Παραμυθοκόρες» και «Τα Αλληλοβόρα» και είχαν ενθουσιαστεί με την ύπαρξη τόσο σκληρών και ανατριχιαστικών ιστοριών κατευθείαν από τη λαϊκή μας παράδοση. Παραμύθια, αλλά σε μια ενήλικη εκδοχή, σκοτεινά, τρομακτικά, βίαια, με ανομολόγητα ταμπού, αιμομιξίες, που ταυτόχρονα υπάρχουν και σε ένα συμβολιστικό επίπεδο. Ένας δυνατός συνδυασμός που ανέπτυξαν οι παλιότεροι για να σχολιάσουν την κοινωνία και την επικαιρότητα. Και όλα αυτά άμεσα, σε μια συντροφιά. Ημίφως, σκοτεινές ιστορίες, παρέα. Και επειδή εμάς κάτι μας θύμισε, θέλαμε να φτιάξουμε κάτι που να έχει αυτά τα στοιχεία αλλά και να είναι και θέατρο με όλα του τα συστατικά.
Γιατί νομίζεις ότι η βία και η αλληλοβορά γοήτευε και γοητεύει πάντα τον άνθρωπο;
* Είναι σα να εκτονώνεται η σκέψη, ο φόβος σε κάτι ακραίο. Σκέφτομαι πως ένα είδος για να επιβιώσει δε στρέφεται κατά των μελών της κοινωνίας του. Όταν το κάνει είναι από συμφέρον, όχι από ανάγκη. Και τότε ξεκινάνε οι ακρότητες. Υπάρχει όμως και το κατά λάθος. Και τότε ξεκινάει το τραγικό. Είναι σαν η αλληλοβορά να είναι η πιο αποκρουστική και επικίνδυνη μορφή άσκησης βίας, ως προς το υποκείμενο στο οποίο ασκείται, γιατί εμπεριέχει τον εκφυλισμό. Και ο εκφυλισμός την παραφροσύνη. Μιλάμε δηλαδή για ακραίες καταστάσεις όπου καθετί το ανεξήγητο στην ψυχολογική ή νοητική κατάσταση ενός ανθρώπου, μπορεί να αποδοθεί σε αυτές.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα υπάρχει αλληλοβορά; Πόσο διαχρονικά είναι αυτά τα παραμύθια και γιατί;
* Ναι. Καταρχήν τα προβλήματα του ανθρώπου όλα αυτά τα χρόνια που υπάρχει στον πλανήτη δεν έχουν αλλάξει. Αλλάζουν οι συνθήκες αλλά οι διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, όχι. Τα ίδια συναισθήματα μας διακατέχουν και ίδιες οι διαφορές μας, ταξικές και πνευματικές. Οπότε ακόμα με τους ίδιους τρόπους αντιδρούμε. Μπορεί να μη χρειάζεται να φας κυριολεκτικά κάποιον αλλά υπάρχει στις μέρες μας και ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Ο θάνατός σου, η ζωή μου. Πλέον ένας άνθρωπος, και όχι μόνο, μπορεί να εξοντωθεί οικονομικά. Και πάλι καταφέρεσαι εναντίον του ομοίου σου. Τρωγόμαστε και από μέσα, από τα πρέπει που δημιουργούμε. Πόσα τέτοια πρέπει δημιουργούν και οι γονείς στα παιδιά τους; Πόσο πολύ εκμηδενίζονται τα παιδιά σαν ανεξάρτητες προσωπικότητες όταν εκπληρώνουν τα όνειρα και τις ανησυχίες των γονιών τους και δεν τα βλέπουμε απλά σαν κάτι καινούργιο που θα βρει το δικό του δρόμο. Τρώμε όμως και τους γονείς μας σε ένα συμβολικό επίπεδο. Όταν η Σταχτοπούτα και οι αδερφές της κάθονται να φάνε τη μητέρα τους και άλλες την τρώνε και άλλη δεν την τρώει, ε τότε το παραμύθι δεν μας μιλάει απλά για ένα δείπνο κανίβαλων, αλλά για τον απογαλακτισμό και την ενηλικίωση και για το τι κρατάνε σαν παρακαταθήκη από τη μητέρα τους. Και αυτό συνεχίζουμε να το κάνουμε. Ανάλογα με την ισχύ του καθενός, και το αντίστοιχο όπλο που αυτός χρησιμοποιεί στον αγώνα της επικράτησης.
Όλες τις εργασίες επί σκηνής τις κάνετε εσείς, συγχρόνως παίζετε. Αυτό το υπαγόρευσε η ανάγκη; Δεν είναι εξοντωτικό;
* Πρώτα η ανάγκη καθώς έπρεπε να φτιαχτεί μια παράσταση που, για τα δικά μας τα μέτρα, να μην έχει τίποτα να ζηλέψει, ως προς τα τεχνικά μέσα που χρησιμοποιεί, από μια άλλη παράσταση που παίζεται σταθερά σε ένα χώρο. Παράλληλα δεν είχαμε στη διάθεσή μας τεχνικό για τα φώτα ή τη μουσική αλλά θέλαμε και φωτισμούς να έχουμε και μουσικές. Και ήμασταν μονάχα οι τρεις μας. Οπότε έπεσαν κάτω οι ιδέες για το πώς μπορεί αυτό να συμβαίνει επί σκηνής χωρίς να χαλάει η ροή της ιστορίας, χωρίς να πετιέται ο θεατής από τη σύμβαση. Δεν είναι ξεχωριστές εργασίες, είναι κομμάτι της παράστασης όπως είναι και το κείμενο. Βοηθάμε τις σκηνές, δημιουργούμε ατμόσφαιρες. Στην τάδε λέξη ανοίγει εκείνο το φως, στη συγκεκριμένη ένταση και έπειτα από λίγο μπαίνει αυτή η μουσική. Οπότε όταν αλλάζει θέση ένας διακόπτης ή γίνεται κάτι με το ηχητικό περιβάλλον, είναι σα να ατακάρεις στο συμπαίκτη σου ή να τον σιγοντάρεις. Προσωπικά τη βρίσκω με τις παραστάσεις που δεν υπάρχει χρόνος να κάτσεις εκτός σκηνής και πάντα πρέπει κάτι να κάνεις ή να ετοιμάζεις. Σίγουρα θα είναι πιο κουραστικές και σωματικά και πνευματικά από άλλες παραστάσεις που παραδοσιακά μπαίνεις, παίζεις, βγαίνεις.
Πώς βλέπουν την παράστασή σας οι άνθρωποι της περιφέρειας, όπου περιοδεύετε;
* Σαν το γεγονός της ημέρας αν όχι του μήνα ή της χρονιάς, αφού μιλάμε για κοινότητες που περνάνε το χειμώνα τους αποκλεισμένοι από τα χιόνια ή που λιώνουν πάγο για να έχουν νερό. Είναι πιο εξοικειωμένοι με τα παραμύθια τόσο σαν λεξιλόγιο όσο και σαν θέμα. Άνθρωποι που δεν αντέδρασαν στη θέα ενός φιλιού στο στόμα ή στο άκουσμα της λέξης βυζί, σε αντίθεση με τις αντιδράσεις των κατοίκων των αστικών κέντρων που έβαλαν θέμα ευγένειας. Πέρα από την ίδια την παράσταση και το τι αυτή θα τους πει, υπάρχει και το ότι νιώθεις ότι ασκείς λειτούργημα. Οι άνθρωποι εκεί ένιωθαν την υποχρέωση να μας φιλοξενήσουν ή να μας κάνουν το τραπέζι, ακόμη και την επόμενη ημέρα από την παράσταση. Συμμετέχουν με άλλον τρόπο κατά τη διάρκεια της παράστασης, αγνοώντας τους κανόνες σωστής θέασης, με τους οποίους έχουμε εξοικειωθεί. Βλέπουν την παράσταση πιο αγνά και όχι σαν ειδικοί.
Η υποκριτική είναι και μια πάλη με τους δαίμονες της ψυχής μας;
* Είναι και αυτό. Κάποιοι λένε ότι τα άλυτα θέματα που έχει ένας ηθοποιός του είναι χρήσιμα για την υποκριτική. Παλεύεις γενικά. Για να πετύχεις μια ποιότητα, για το να είσαι ακριβής, για να πειθαρχήσεις, για να αποκτήσεις τεχνική. Σίγουρα η υποκριτική συνοδεύεται από πολλή δουλειά. Αν σε φοβίζει κάτι, προσπαθείς να κατανοήσεις, να αγαπήσεις και να βαδίσεις μαζί με το φόβο σου. Και τότε ίσως τον κάνεις και προτέρημα.
Ποια προσωπικά στοιχεία που δεν εκφράζονται στην καθημερινότητα βρίσκουν διέξοδο στο θέατρο;
* Ό,τι και να κάνεις αν χρησιμοποιείς το ρόλο σαν άλλοθι. Κατά τα άλλα δε νιώθω ότι δεσμεύομαι να μην κάνω πράγματα στη ζωή που τα μπορώ στο θέατρο.
Η ταχύτητα συμβαδίζει με την τέχνη;
* Δεν ξέρω, σίγουρα πάντως δεν συμβαδίζει με εμένα.
Σε ποιες περιπτώσεις αισθάνεσαι την ανάγκη να ταπεινωθείς και να θαυμάσεις;
* Μπροστά στο μεγαλείο και τη δύναμη της φύσης. Στη γέννηση ενός παιδιού, στο θάνατο, στο χείλος του γκρεμού, στο βυθό της θάλασσας, στον αέρα. Όταν δεν ορίζεις εσύ τα πράγματα.
Ένας καλλιτέχνης τι βλέπει σήμερα γύρω του;
* Υπάρχει αυτό το παλιό ανέκδοτο "Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο απλήρωτα". Ανεργία βλέπει λοιπόν, απλήρωτη εργασία, μαύρη εργασία, οικονομικά μοντέλα, οικονομικά πειράματα, τον άνθρωπο να υποβαθμίζει το είδος του, τη βλακεία να θριαμβεύει, βλέπει θυμό, θυμώνει και αυτός, παρακαλάει ανθρώπους που δε θα θελε ούτε να τους …σει, κατάντια, μιζέρια, ύπνο, μια σπίθα, μια έκρηξη, μια εξέγερση, μια σύγκρουση. Βλέπει πως έχει βήμα και μπορεί να μιλήσει. Βλέπει πως έχει το άλλοθι του καλλιτέχνη.
Τι σημαίνει για σένα η λέξη "λάθος";
* Κάτι που δεν έκανα.
Και η λέξη "ψέμα";
* Απάτη και σκοτούρες. Λες και δεν είχαμε άλλη δουλειά να κάνουμε από το να προσπαθούμε να καλύψουμε τα ψέματά μας.
Η δουλειά του ηθοποιού είναι η έκθεση;
* Δουλειά του ηθοποιού είναι να πηγαίνει το έργο παρακάτω. Η έκθεση είναι μία συνθήκη.
Η τέχνη μπορεί να συμφιλιώσει τους ανθρώπους;
* Δε νομίζω αλλά σίγουρα μπορεί να τους δώσει ερεθίσματα, να τους τσιγκλήσει να σκεφτούν, να κρίνουν, να τους κάνει να ταυτιστούν με μια κατάσταση και μέσω αυτού να συνειδητοποιήσουν κάτι. Όπως λένε και άλλοι, η τέχνη βάζει τα ερωτήματα και ο καθένας ας απαντήσει με τον τρόπο του και άμα γουστάρει ας κάνει και αυτοκριτική.
Τι σε φοβίζει και τι σε θυμώνει; Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο φόβο και στο θυμό;
* Με φοβίζει το να μείνω μόνος μου. Με φοβίζει η αβεβαιότητα για το μέλλον. Με φοβίζει η σκέψη του να αισθανθώ ότι ένας θάνατος προέρχεται από τη δική μου αμέλεια. Με φοβίζουν τα ψυχοσωματικά. Θυμώνω στο δρόμο με το αυτοκίνητο, θυμώνω για το πώς αντιδρούμε ή για το ότι δεν αντιδρούμε σε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, θυμώνω με τα ψέματα που βλέπω να μας λένε από την τηλεόραση και τα άλλα ΜΜΕ, θυμώνω και βγάζω σπίθες από τα μάτια και ξεστομίζω κατάρες όταν βλέπω τους πολιτικούς να κλαίγονται για την πορεία της χώρας και να αναλώνονται σε διαλόγους που έχουν σα στόχο να δείξουν ποιος την έχει πιο μεγάλη. Δεν μπορείς να κλαίγεσαι για τα 5.200 ευρώ που λες ότι παίρνεις αποζημίωση τη στιγμή που δίνεις την ελευθέρια σε οποιονδήποτε εργοδότη να σε πληρώνει με ό,τι θεωρεί αυτός πως μπορεί να σου δώσει προκειμένου να κρατήσει στα ίδια επίπεδα τα κέρδη του. Πολύ φοβάμαι πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσο θα πραγματώνεται το «διαίρει και βασίλευε».
Επίσης διάβασα σε ένα βιβλίο πως δεν υπάρχουν ήρωες, υπάρχουν μόνο αυτοί που δέχτηκαν να προχωράνε χέρι με χέρι με τους φόβους τους.
Μετά τα "Αλληλοβόρα" με τι σκέπτεστε να συνεχίσετε;
* Θα δούμε. Η ιδέα πάντως της ομάδας μας αρέσει. ´Εχει όμως τις δυσκολίες της. Κυρίως οικονομικής φύσεως. Ίσως και η δημιουργία ενός χώρου που θα χρησιμεύει σαν προβάδικο.
Έχεις ελεύθερο χρόνο και πώς τον αξιοποιείς;
* Ναι, εννοώντας χρόνο που να μην αφιερώνεται στα επαγγελματικά. Έχω γίνει πατέρας πρόσφατα και το καθημερινό πρόγραμμα δεν έχει βρει ακόμα τη ρουτίνα του. Ωστόσο χρόνος για βόλτες στο βουνό με τον μικρό και τον Ανδρέα, υπάρχει. Καμιά παράσταση. Φαγητό με φίλους στο σπίτι ή έξω. Καμιά κατασκευή ή μερεμέτι. Θα επιθυμούσα να προσαρμοστώ γρήγορα στις νέες συνθήκες και να ξεκινήσω πάλι να γράφω, να διαβάζω και να οργανώνομαι για τα επόμενα επαγγελματικά βήματα.
Τι θεωρείς χυδαίο;
* Το να μη λαμβάνεις υπόψη τα θέλω του άλλου, το να θεωρείς ότι η λαμογιά είναι μαγκιά και ο σεβασμός προς το συνάνθρωπό σου κουσούρι και οπισθοδρομικό στοιχείο, το να κοκορεύεσαι γι' αυτή σου την άποψη, το να λες κατάμουτρα ψέματα επιχειρώντας έτσι να αλλάξεις την Ιστορία, το να νιώθεις σίγουρος για το τι είμαι βασιζόμενος στο δικό σου τρόπο σκέψης.
Ποια είναι η σχέση σου με τα ζώα; Έχεις κατοικίδιο;
* Έχουμε ένα σκύλο τον Ανδρέα που μένει μαζί μας στο σπίτι.
Θέατρο "Επί Κολωνώ" - Ήταν κάποτε"
Περιεχόμενο των παραμυθιών
* Στον "Κουκιπιπέρη", ένα ηλικιωμένο άκληρο ζευγάρι αποκτά παιδί. Όσο γρήγορα και εύκολα το αποκτά αντίστοιχα το χάνει. Ο θρήνος τους γίνεται τραγούδι, το τραγούδι παραμύθι κι αυτό το παραμύθι αφορμή για τα υπόλοιπα.
* Στο "Ελαφέλι με τη χρυσή την αλυσίδα" δυο γονείς απαρνιούνται και προσπαθούν να βλάψουν τα παιδιά τους. Εκείνα αναζητώντας λύτρωση φεύγουν μακριά, με μοναδικό εφόδιο τη μεταξύ τους αγάπη. Συνεχή εμπόδια εμφανίζονται μπροστά τους, μέχρι να βρουν το δικό τους καταφύγιο.
* Στο παραμύθι "Ο Τρισκατάρατος", ξετυλίγεται η ζωή μιας αγαπημένης οικογένειας που ελπίζει στην ευτυχία των παιδιών της, μέσα από έναν πετυχημένο γάμο. Έτσι βρίσκει πρόσφορο έδαφος ένας πλούσιος, εκθαμβωτικός νέος και με την πανουργία του καταφέρνει να εξουσιάσει όλη την οικογένεια. Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται είναι πλέον αργά.
* Το "Μυρσινιώ ή το καλογεράκι" είναι μια ιστορία αγάπης. Δύο νέοι συναντιούνται και ζουν τον απόλυτο έρωτα. Για μια νύχτα. Η νύχτα αυτή, όμως, ορίζει και ανατρέπει τις ζωές τους, όπως τις ήξεραν μέχρι τότε.
* Στην "Κουλοχέρα", δυο αδέλφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ζούνε στην ίδια στέγη μέχρι που ένα τρίτο πρόσωπο εμφανίζεται στη ζωή τους. Η ισορροπία στη μεταξύ τους σχέση ταράσσεται και τα όριά τους δοκιμάζονται.
Τα παραμύθια της παράστασης επιλέχτηκαν από τρεις συλλογές: τα Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια (Α') του Κώστα Καφαντάρη, τα Ελληνικά Παραμύθια (Α') οι Παραμυθοκόρες - Ελληνικά Παραμύθια (Β') τα Αλληλοβόρα, της Άννας Αγγελοπούλου.
Αν και τα παραμύθια απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές από τόπο σε τόπο, το υλικό της παράστασης αποτελούν απομαγνητοφωνημένες αφηγήσεις ανθρώπων από τη Θράκη (“Ο Κουκιπιπέρης”), τη Μυτιλήνη (“Το ελαφέλι με τη χρυσή την αλυσίδα”), την Κύπρο (“Ο Τρισκατάρατος”), την Κέρκυρα (“Το Μυρσινιώ ή το καλογεράκι”), και την Τρίπολη (“Η κουλοχέρα”).
Συντελεστές
Μια δημιουργία των Χρήστου Πίτσα, Στέλιου Χλιαρά, Βάσιας Χρήστου
Διανομή
Χρήστος Πίτσας, Στέλιος Χλιαράς (τον ίδιο ρόλο έπαιξε για ορισμένο αριθμό παραστάσεων και ο Πέτρος Σπυρόπουλος), Βάσια Χρήστου