Η Αικατερίνη Πολιτοπούλου γεννήθηκε το 1923 στο Άργος (και, όπως γράφει η Σπεράντζα Βρανά, ίσως ήταν η μόνη, της γενιάς της, που έλεγε με ειλικρίνεια την αληθινή της ηλικία…). Εδώ έζησε τα πρώτα της παιδικά χρόνια και στη συνέχεια μετακόμισε στην Καλλιθέα. Από τη δεκαετία του ΄50 και μετά έγινε πανελληνίως γνωστή ως τραγουδίστρια και ηθοποιός με το ψευδώνυμο, Καίτη Μπελίντα…
Στον κόσμο του τραγουδιού βρέθηκε, όταν παντρεύτηκε τον σπουδαίο συνθέτη Γιάννη Βέλλα. Δεν ήταν πρόθεση του συζύγου της να τη βγάλει στο τραγούδι, ωστόσο η νεαρή, Καίτη, μάθαινε τραγούδι όταν έρχονταν στο σπίτι της γνωστοί τραγουδιστές για να κάνουν πρόβα με τον άντρα της.
Σε μια τέτοια πρόβα, ο αξέχαστος Τώνης Μαρούδας την άκουσε να σιγοτραγουδά από την κουζίνα και έπεισε τον Βέλλα να αφήσει τη γυναίκα του να τραγουδήσει στη δισκογραφία. Έτσι, στον πρώτο της δίσκο, στο τραγούδι «Ήταν όνειρο η αγάπη μας» συνοδεύει ως δεύτερη φωνή τον Μαρούδα, ενώ στην ετικέτα διαβάζουμε το όνομα «Καίτη Βέλλα». Αργότερα, έγινε «Καίτη Βελλίντα» ενώ, μετά τον χωρισμό της με τον συνθέτη, έγινε Καίτη Μπελίντα και πολύ σύντομα απλά, Μπελίντα.
Η πρώτη αθηναϊκή της εμφάνιση με αυτό το όνομα έγινε το καλοκαίρι του 1951 στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ», «Γαλανός ουρανός» και «Σκάνδαλα γυναικών». Στον θίασο την είχε φέρει ο Κώστας Μανιατάκης, δημοφιλής τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού, με τον οποίο εκείνο τον καιρό ήταν ζευγάρι στη ζωή, αλλά πολύ σύντομα ξεκίνησε ο δεσμός της με τον θεατρικό επιχειρηματία του «Ακροπόλ», τον Βασίλη Μπουρνέλλη. Ο Μπουρνέλλης θεωρούνταν δικτάτορας στο θέατρο του, αλλά όσο κράτησε ο δεσμός του με την Μπελίντα λέγεται ότι δικτάτορας ήταν εκείνη…
Για τη σχέση αυτή έχουν γραφτεί και, κυρίως, ακουστεί πολλά. Στην ουσία ο Μπουρνέλλης κατάφερε να επιβάλει την Μπελίντα ως πρώτο όνομα στις επιθεωρήσεις που ανέβαζε. Υπάρχουν μαρτυρίες της Σπεράντζας Βρανά αλλά και της Μάγιας Μελάγια και του Γιώργου Μουζάκη, μεταξύ άλλων, που περιγράφουν την Καίτη Μπελίντα ως σκληρή συνεργάτιδα που επιβλήθηκε στο μουσικό θέατρο χάρη στον δεσμό της με τον Μπουρνέλλη αλλά και χάρη στην επιθυμία του Μπουρνέλλη να δείχνει στους συνεργάτες του ότι αυτός ήταν ο άρχοντας του μουσικού θεάτρου και έκανε ότι εκείνος ήθελε… Έτσι, λένε οι μαρτυρίες δηλ. πως, οι συγγραφείς, οι συνθέτες και οι σκηνογράφοι ασχολούνταν πρώτα με τα νούμερα και τα τραγούδια της Καίτης Μπελίντα και ύστερα με τον υπόλοιπο θίασο.
Έμειναν κλασικές οι μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις της σε ανθοστόλιστες κούνιες που κατέβαιναν από την οροφή του «Ακροπόλ» ενώ στις αποθεώσεις των επιθεωρήσεων ακουγόταν από τα μεγάφωνα «κυρίες και κύριοι, ο θίασος του «Ακροπόλ» και η κυρία Μπελίντα…», και ας ανήκαν στον θίασο μεγάλα ονόματα όπως ο Αυλωνίτης και ο Μακρής.
Η Σπεράντζα Βρανά (στο βιβλίο της «Τα μπουζούκια, το θέατρο κι εγώ») τονίζει ότι στην προσωπική της ζωή η Καίτη Μπελίντα ήταν αρνάκι, έκτακτη φίλη. Στα ζητήματα της δουλειάς όμως είχε σιδερένια θέληση και επέβαλλε, με τη βοήθεια του Μπουρνέλλη, τη δική της άποψη.
Η Μπελίντα είχε τη λεβεντιά, λέει η Βρανά, να αναγνωρίζει τις καλλιτεχνικές της αδυναμίες, αλλά δούλευε πολύ σκληρά και έγινε σύντομα μεγάλο αστέρι. Δεν είχε μεγάλη έκταση φωνής όπως, ας πούμε, η φίλη και συμπρωταγωνίστρια της Ρένα Βλαχοπούλου, είχε όμως μεγάλη εκφραστικότητα: ζούσε κυριολεκτικά τα λόγια των τραγουδιών της, μετέδιδε το αίσθημα, την τρυφερότητα, τον πόνο και κατάφερνε να γοητεύει το κοινό της.
Ενέπνευσε επίσης και νεότερες τραγουδίστριες. Η Μαρινέλλα, για παράδειγμα, έχει επανειλημμένα αναφέρει πόσο επηρεάστηκε από τον τρόπο ερμηνείας της Μπελίντα.
Το 1951 ήταν «η πρώτη διδάξασα» το περίφημο «αρχοντορεμπέτικο» τραγούδι του Γ. Μουζάκη, «Ταμπακιέρα».
Συνεργάστηκε με μεγάλους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού όπως ο Μαρούδας, αλλά και με τον Γιώργο Κατσαρό, που ήταν ζευγάρι και στη ζωή.
Η Μπελίντα ήταν αυτή που κέρδισε το 1962 το πρώτο βραβείο στο πρώτο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης με τις «Αλυσίδες» του Κώστα Γιαννίδη. Είναι επίσης, ένα από τα λίγα «τυχερά» ονόματα του ελαφρού τραγουδιού που δισκογραφούν τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (συγκεκριμένα τα τραγούδια «Ο ταχυδρόμος πέθανε» και «Το μαντολίνο»).
Έπαιξε και στον κινηματογράφο (Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας, Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, Το κορίτσι της γειτονιάς κ.α.).
Το 1978 η Μπελίντα αρρωσταίνει από καρκίνο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι άσχημη και τον Σεπτέμβρη βρίσκεται κατάκοιτη σε νοσοκομείο. Μια εβδομάδα ακριβώς πριν πεθάνει, δημοσιεύεται στα «Νέα» η τελευταία της συνέντευξη. Εκεί δηλώνει ότι θέλει να τελειώσει τον δίσκο που ετοίμαζε πριν αρρωστήσει.
Στις δύσκολες στιγμές της δηλώνει: «Ήταν πολλοί αυτοί που μου παραστάθηκαν. Η Ρένα Βλαχοπούλου πρώτη. Κι ύστερα νέα παιδιά, του λαϊκού τραγουδιού. Ο Διονυσίου, ο Πουλόπουλος, ο Μενιδιάτης κι άλλοι πολλοί. Έλειψε όμως ένας Μαρούδας, ένας Παναγόπουλος…». Κοντά της σε όλη αυτή τη δοκιμασία η ηθοποιός Πόπη Κόντου, πιστή της φίλη για περισσότερα από 20 χρόνια, από την εποχή των επιθεωρήσεων του «Ακροπόλ», όπου η Κόντου, ως κομπέρ με φράκο, παρουσίαζε τη Μπελίντα στις μεγαλοπρεπείς της εμφανίσεις.
Η Πόπη Κόντου θυμόταν με συγκίνηση, κάποια χρόνια αργότερα στην τηλεοπτική εκπομπή του Αρτέμη Μάτσα «Τα φώτα της ράμπας δεν σβήνουν ποτέ», τις τελευταίες στιγμές της Καίτης Μπελίντα. Το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου 1978 διεξαγόταν το 17ο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης που σκέφτηκε να τιμήσει τη δημοφιλή ερμηνεύτρια, την πρώτη νικήτρια του θεσμού αυτού. Η Μπελίντα συγκινημένη για αυτή την τιμή περίμενε με μια, παράξενη για την κατάστασή της, δύναμη να ακούσει τη βράβευση της από ένα ραδιόφωνο στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν. Μόλις αναγγέλθηκε το βραβείο, θυμάται η Πόπη Κόντου, η Μπελίντα ψέλλισε «ευχαριστώ» και … έφυγε.
Την επόμενη μέρα, στην κηδεία της, την αποχαιρέτησαν η Ρένα Βλαχοπούλου, η Άννα Καλουτά, η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Γιώργος Κατσαρός και πλήθος θαυμαστών και θαυμαστριών της που την ώρα της ταφής τραγουδούσαν συγκινημένοι την παλιά της επιτυχία: «Κόσμος πάει κι έρχεται…»
Στον κόσμο του τραγουδιού βρέθηκε, όταν παντρεύτηκε τον σπουδαίο συνθέτη Γιάννη Βέλλα. Δεν ήταν πρόθεση του συζύγου της να τη βγάλει στο τραγούδι, ωστόσο η νεαρή, Καίτη, μάθαινε τραγούδι όταν έρχονταν στο σπίτι της γνωστοί τραγουδιστές για να κάνουν πρόβα με τον άντρα της.
Σε μια τέτοια πρόβα, ο αξέχαστος Τώνης Μαρούδας την άκουσε να σιγοτραγουδά από την κουζίνα και έπεισε τον Βέλλα να αφήσει τη γυναίκα του να τραγουδήσει στη δισκογραφία. Έτσι, στον πρώτο της δίσκο, στο τραγούδι «Ήταν όνειρο η αγάπη μας» συνοδεύει ως δεύτερη φωνή τον Μαρούδα, ενώ στην ετικέτα διαβάζουμε το όνομα «Καίτη Βέλλα». Αργότερα, έγινε «Καίτη Βελλίντα» ενώ, μετά τον χωρισμό της με τον συνθέτη, έγινε Καίτη Μπελίντα και πολύ σύντομα απλά, Μπελίντα.
Η πρώτη αθηναϊκή της εμφάνιση με αυτό το όνομα έγινε το καλοκαίρι του 1951 στις επιθεωρήσεις του θεάτρου «Ακροπόλ», «Γαλανός ουρανός» και «Σκάνδαλα γυναικών». Στον θίασο την είχε φέρει ο Κώστας Μανιατάκης, δημοφιλής τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού, με τον οποίο εκείνο τον καιρό ήταν ζευγάρι στη ζωή, αλλά πολύ σύντομα ξεκίνησε ο δεσμός της με τον θεατρικό επιχειρηματία του «Ακροπόλ», τον Βασίλη Μπουρνέλλη. Ο Μπουρνέλλης θεωρούνταν δικτάτορας στο θέατρο του, αλλά όσο κράτησε ο δεσμός του με την Μπελίντα λέγεται ότι δικτάτορας ήταν εκείνη…
Για τη σχέση αυτή έχουν γραφτεί και, κυρίως, ακουστεί πολλά. Στην ουσία ο Μπουρνέλλης κατάφερε να επιβάλει την Μπελίντα ως πρώτο όνομα στις επιθεωρήσεις που ανέβαζε. Υπάρχουν μαρτυρίες της Σπεράντζας Βρανά αλλά και της Μάγιας Μελάγια και του Γιώργου Μουζάκη, μεταξύ άλλων, που περιγράφουν την Καίτη Μπελίντα ως σκληρή συνεργάτιδα που επιβλήθηκε στο μουσικό θέατρο χάρη στον δεσμό της με τον Μπουρνέλλη αλλά και χάρη στην επιθυμία του Μπουρνέλλη να δείχνει στους συνεργάτες του ότι αυτός ήταν ο άρχοντας του μουσικού θεάτρου και έκανε ότι εκείνος ήθελε… Έτσι, λένε οι μαρτυρίες δηλ. πως, οι συγγραφείς, οι συνθέτες και οι σκηνογράφοι ασχολούνταν πρώτα με τα νούμερα και τα τραγούδια της Καίτης Μπελίντα και ύστερα με τον υπόλοιπο θίασο.
Έμειναν κλασικές οι μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις της σε ανθοστόλιστες κούνιες που κατέβαιναν από την οροφή του «Ακροπόλ» ενώ στις αποθεώσεις των επιθεωρήσεων ακουγόταν από τα μεγάφωνα «κυρίες και κύριοι, ο θίασος του «Ακροπόλ» και η κυρία Μπελίντα…», και ας ανήκαν στον θίασο μεγάλα ονόματα όπως ο Αυλωνίτης και ο Μακρής.
Η Σπεράντζα Βρανά (στο βιβλίο της «Τα μπουζούκια, το θέατρο κι εγώ») τονίζει ότι στην προσωπική της ζωή η Καίτη Μπελίντα ήταν αρνάκι, έκτακτη φίλη. Στα ζητήματα της δουλειάς όμως είχε σιδερένια θέληση και επέβαλλε, με τη βοήθεια του Μπουρνέλλη, τη δική της άποψη.
Η Μπελίντα είχε τη λεβεντιά, λέει η Βρανά, να αναγνωρίζει τις καλλιτεχνικές της αδυναμίες, αλλά δούλευε πολύ σκληρά και έγινε σύντομα μεγάλο αστέρι. Δεν είχε μεγάλη έκταση φωνής όπως, ας πούμε, η φίλη και συμπρωταγωνίστρια της Ρένα Βλαχοπούλου, είχε όμως μεγάλη εκφραστικότητα: ζούσε κυριολεκτικά τα λόγια των τραγουδιών της, μετέδιδε το αίσθημα, την τρυφερότητα, τον πόνο και κατάφερνε να γοητεύει το κοινό της.
Ενέπνευσε επίσης και νεότερες τραγουδίστριες. Η Μαρινέλλα, για παράδειγμα, έχει επανειλημμένα αναφέρει πόσο επηρεάστηκε από τον τρόπο ερμηνείας της Μπελίντα.
Το 1951 ήταν «η πρώτη διδάξασα» το περίφημο «αρχοντορεμπέτικο» τραγούδι του Γ. Μουζάκη, «Ταμπακιέρα».
Συνεργάστηκε με μεγάλους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού όπως ο Μαρούδας, αλλά και με τον Γιώργο Κατσαρό, που ήταν ζευγάρι και στη ζωή.
Η Μπελίντα ήταν αυτή που κέρδισε το 1962 το πρώτο βραβείο στο πρώτο Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης με τις «Αλυσίδες» του Κώστα Γιαννίδη. Είναι επίσης, ένα από τα λίγα «τυχερά» ονόματα του ελαφρού τραγουδιού που δισκογραφούν τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (συγκεκριμένα τα τραγούδια «Ο ταχυδρόμος πέθανε» και «Το μαντολίνο»).
Έπαιξε και στον κινηματογράφο (Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας, Η φτώχεια θέλει καλοπέραση, Το κορίτσι της γειτονιάς κ.α.).
Το 1978 η Μπελίντα αρρωσταίνει από καρκίνο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι άσχημη και τον Σεπτέμβρη βρίσκεται κατάκοιτη σε νοσοκομείο. Μια εβδομάδα ακριβώς πριν πεθάνει, δημοσιεύεται στα «Νέα» η τελευταία της συνέντευξη. Εκεί δηλώνει ότι θέλει να τελειώσει τον δίσκο που ετοίμαζε πριν αρρωστήσει.
Στις δύσκολες στιγμές της δηλώνει: «Ήταν πολλοί αυτοί που μου παραστάθηκαν. Η Ρένα Βλαχοπούλου πρώτη. Κι ύστερα νέα παιδιά, του λαϊκού τραγουδιού. Ο Διονυσίου, ο Πουλόπουλος, ο Μενιδιάτης κι άλλοι πολλοί. Έλειψε όμως ένας Μαρούδας, ένας Παναγόπουλος…». Κοντά της σε όλη αυτή τη δοκιμασία η ηθοποιός Πόπη Κόντου, πιστή της φίλη για περισσότερα από 20 χρόνια, από την εποχή των επιθεωρήσεων του «Ακροπόλ», όπου η Κόντου, ως κομπέρ με φράκο, παρουσίαζε τη Μπελίντα στις μεγαλοπρεπείς της εμφανίσεις.
Η Πόπη Κόντου θυμόταν με συγκίνηση, κάποια χρόνια αργότερα στην τηλεοπτική εκπομπή του Αρτέμη Μάτσα «Τα φώτα της ράμπας δεν σβήνουν ποτέ», τις τελευταίες στιγμές της Καίτης Μπελίντα. Το βράδυ της 21ης Σεπτεμβρίου 1978 διεξαγόταν το 17ο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης που σκέφτηκε να τιμήσει τη δημοφιλή ερμηνεύτρια, την πρώτη νικήτρια του θεσμού αυτού. Η Μπελίντα συγκινημένη για αυτή την τιμή περίμενε με μια, παράξενη για την κατάστασή της, δύναμη να ακούσει τη βράβευση της από ένα ραδιόφωνο στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν. Μόλις αναγγέλθηκε το βραβείο, θυμάται η Πόπη Κόντου, η Μπελίντα ψέλλισε «ευχαριστώ» και … έφυγε.
Την επόμενη μέρα, στην κηδεία της, την αποχαιρέτησαν η Ρένα Βλαχοπούλου, η Άννα Καλουτά, η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Γιώργος Κατσαρός και πλήθος θαυμαστών και θαυμαστριών της που την ώρα της ταφής τραγουδούσαν συγκινημένοι την παλιά της επιτυχία: «Κόσμος πάει κι έρχεται…»