Τα κοχύλια δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα όμορφο δημιούργημα κάποιων ζωντανών πλασμάτων της θάλασσας! Όλα τα κοχύλια ανεξαιρέτως αποτελούν δημιούργημα ενός τέτοιου ζωντανού πλάσματος! Αυτά τα ζωντανά πλάσματα ονομάζονται, οστρακοειδή.
Το κάθε κοχύλι, είναι φτιαγμένο με μεράκι από... "τα χεράκια" του κάθε τέτοιου πλάσματος!
Η κατασκευή του κοχυλιού, αποσκοπεί σε 3 πράγματα:
1) στη χρήση του ως "σπίτι",
2) στην προστασία από τα ψάρια που θέλουν να τα φάνε,
3) στην προστασία από τα δυνατά ρεύματα της θάλασσας (να μην γίνονται έρμαιό της).
Μάλιστα είναι κατασκευασμένα με τέτοιον έξυπνο τρόπο, που εξυπηρετούν τον κάτοικό τους πολύ καλά είτε στο να κινηθούν, είτε στο να προστατευτούν:
-η επιφάνειά τους είναι γυαλιστερή πολλές φορές, οπότε το κινούμενο νερό ξεγλυστράει από πάνω τους χωρίς να τα συμπαρασύρει ιδιαίτερα
-το υλικό τους είναι πολύ ανθεκτικό και δημιουργεί ένα στενό καμπυλοειδές πέρασμα, αποτρέποντας έτσι τη θράυση αν πχ συγκρουστεί με μια πέτρα και αποτρέποντας τα ψάρια να μπορέσουν να τα "ξεσπιτώσουν" και να τα καταβροχθίσουν!
Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι ότι αυτά τα οστρακοειδή πλασματάκια, αν και είναι μαλακά και δεν έχουν κόκκαλα, παράγουν ένα τόσο δυνατό "πράγμα": το κοχύλι.
Και θα μου πείτε γιατί πολλά από αυτά είναι άδεια;
Γιατί πολύ απλά, ο κάτοικός του... απεβίωσε! Και σταδιακά με τον χρόνο, το σώμα τους -το κουφάρι- διαλύθηκε από τη θάλασσα. Οπότε το κοχύλι έμεινε... χωρίς ιδιοκτήτη!
Επίσης, πολλά από τα κοχύλια που βρίσκουμε, αποτελούν το μισό κοχύλι, μιας και το άλλο μισό αποκόλλησε μετά το θάνατο, εξαιτίας των ρευμάτων της θάλασσας.
Πολλές φορές η εύρεση κοχυλιών είτε στη στεριά, είτε αν σκάψουμε βαθιά μέσα στην άμμο, υποδηλώνει ότι κάποτε σε εκείνο το σημείο υπήρχε θάλασσα.
Η επιστημονική μελέτη των οστράκων ξεκινά στην αρχαία Ελλάδα τον 4ο π.X. αιώνα από τις εργασίες του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. O Αριστοτέλης, πρωτοπόρος ζωολόγος, φιλόσοφος και φυσιοδίφης, στην "περί ζώων ιστορία" περιγράφει με εξαιρετική λεπτομέρεια
το διαχωρισμό των μαλακίων σε "μαλακόστρακα" και "οστρακόδερμα".
Το κάθε κοχύλι, είναι φτιαγμένο με μεράκι από... "τα χεράκια" του κάθε τέτοιου πλάσματος!
Η κατασκευή του κοχυλιού, αποσκοπεί σε 3 πράγματα:
1) στη χρήση του ως "σπίτι",
2) στην προστασία από τα ψάρια που θέλουν να τα φάνε,
3) στην προστασία από τα δυνατά ρεύματα της θάλασσας (να μην γίνονται έρμαιό της).
Μάλιστα είναι κατασκευασμένα με τέτοιον έξυπνο τρόπο, που εξυπηρετούν τον κάτοικό τους πολύ καλά είτε στο να κινηθούν, είτε στο να προστατευτούν:
-η επιφάνειά τους είναι γυαλιστερή πολλές φορές, οπότε το κινούμενο νερό ξεγλυστράει από πάνω τους χωρίς να τα συμπαρασύρει ιδιαίτερα
-το υλικό τους είναι πολύ ανθεκτικό και δημιουργεί ένα στενό καμπυλοειδές πέρασμα, αποτρέποντας έτσι τη θράυση αν πχ συγκρουστεί με μια πέτρα και αποτρέποντας τα ψάρια να μπορέσουν να τα "ξεσπιτώσουν" και να τα καταβροχθίσουν!
Το αξιοπερίεργο της υπόθεσης είναι ότι αυτά τα οστρακοειδή πλασματάκια, αν και είναι μαλακά και δεν έχουν κόκκαλα, παράγουν ένα τόσο δυνατό "πράγμα": το κοχύλι.
Και θα μου πείτε γιατί πολλά από αυτά είναι άδεια;
Γιατί πολύ απλά, ο κάτοικός του... απεβίωσε! Και σταδιακά με τον χρόνο, το σώμα τους -το κουφάρι- διαλύθηκε από τη θάλασσα. Οπότε το κοχύλι έμεινε... χωρίς ιδιοκτήτη!
Επίσης, πολλά από τα κοχύλια που βρίσκουμε, αποτελούν το μισό κοχύλι, μιας και το άλλο μισό αποκόλλησε μετά το θάνατο, εξαιτίας των ρευμάτων της θάλασσας.
Πολλές φορές η εύρεση κοχυλιών είτε στη στεριά, είτε αν σκάψουμε βαθιά μέσα στην άμμο, υποδηλώνει ότι κάποτε σε εκείνο το σημείο υπήρχε θάλασσα.
το διαχωρισμό των μαλακίων σε "μαλακόστρακα" και "οστρακόδερμα".
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα και της ομορφιάς, αναδύθηκε από τη θάλασσα μέσα από ένα κτένι κοντά στις ακτές της Κύπρου.
Τον 15ο π.X. αιώνα στην Τύρο και τη Σιδώνα, ένα είδος οστράκου χρησίμευε για την πορφυρή βαφή των ενδυμάτων και αργότερα των χιτώνων των Ρωμαίων και Βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Κατά τον Πλίνιο Γάιο η διαδικασία αφορούσε το βράσιμο κατακερματισμένων οστράκων και την εκχύλιση του χρώματος, σε συγκεκριμένους χώρους, τα "Πορφυρεία". Για ένα γραμμάριο βαφής χρειάζονταν 10.000 πορφύρες.
Η πορφύρα είναι χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου Haustellum brandaris και η οποία δίνει ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα. Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη λόγω της δυσκολίας παρασκευής και της σπανιότητας των οστράκων από τα οποία παράγεται, οπότε η χρήση ενδυμάτων βαμμένων με πορφύρα ήταν από την κλασσική αρχαιότητα ένδειξη πλούτου και εξουσίας. Έτσι, με το χρώμα της πορφύρας βάφονταν μεταξύ άλλων ορισμένα ενδύματα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων.
Η πορφύρα είναι χρωστική ουσία που παράγεται με την επεξεργασία του οστράκου Haustellum brandaris και η οποία δίνει ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα. Ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη λόγω της δυσκολίας παρασκευής και της σπανιότητας των οστράκων από τα οποία παράγεται, οπότε η χρήση ενδυμάτων βαμμένων με πορφύρα ήταν από την κλασσική αρχαιότητα ένδειξη πλούτου και εξουσίας. Έτσι, με το χρώμα της πορφύρας βάφονταν μεταξύ άλλων ορισμένα ενδύματα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων.