Το αναδημοσιεύω. Είναι για έναν βαρύ, κανονικό Νοέμβρη στο Ναύπλιο και όχι για τον φετινό που δε λέει να βρέξει…Το αναδημοσιεύω, γιατί η συλλογή διηγημάτων που είχα εκδώσει πριν από τέσσερα χρόνια είναι σχεδόν εξαντλημένη και πολύ δύσκολο να την βρει κάποιος. Το αναδημοσιεύω, ως τεκμήριο μιας άλλης ανάγνωσης της ιστορίας.
ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΤΑΡΤΙ.
Βροχερό απόγευμα. Χωρίς αέρα. Σταλαματιές σαν δάκρυα εδώ και εκεί. Περπατούσα στην παραλία του Ναυπλίου όταν την συνάντησα… ας όψεται ο γιατρός, που επιβάλλει περπάτημα για το ζάχαρο.
Με πλησίασε και μου μίλησε στον ενικό. «Βλέπεις το πλοίο με τα σπασμένα ξάρτια;»
Έριξα μια ματιά στα ανοιχτά, ούτε βαρκούλα δεν φαινόταν, όχι πλοίο.
«Έχετε πάθει τίποτα;», την ρώτησα. Χρησιμοποίησα πληθυντικό, αν και μου είχε μιλήσει στον ενικό. Το αντίθετο έπρεπε να ισχύει γιατί πριν από τριάντα χρόνια ήταν μαθήτριά μου. Η απόσταση μεταξύ του 1981 και του 2011 φαίνεται πως είναι μεγαλύτερη από το αποτέλεσμα της αφαίρεσης των δύο αριθμών.
«Δεν τις βλέπεις … είναι ξεμαλλιασμένες … πέταξαν τους φερετζέδες … κουνάν αγριεμένες τα χέρια… εκστομίζουν κατάρες… βαριές κατάρες… ανατριχιάζω, που τις ακούω… να, δεν τις βλέπεις; Κατεβαίνουν από τα Πέντε Αδέρφια και ανεβαίνουν στα βραχάκια του λιμενοβραχίονα … φωνάζουν όλες μαζί για να ακουστεί δυνατότερη η φωνή τους. Θέλουν να μπουν στη θάλασσα και να τραβήξουν με τα χέρια το πλοίο έξω.»
Διατήρησα την ψυχραιμία μου. Σκέφτηκα πως και εγώ είχα μείωση μεγάλη στον μισθό μου, ψήφισαν τον Νόμο τον Οκτώβρη και τον έβαλαν να ισχύει αναδρομικά από τον προηγούμενο Ιούνη… σκέφτηκα ότι είχα να πληρώσω δυο δάνεια (καταναλωτικό και στεγαστικό) και τρεις πιστωτικές κάρτες… σκέφτηκα πως με τους επόμενους λογαριασμούς του ηλεκτρικού θα πλήρωνα δυό επί πλέον φόρους … για το σπίτι και για το χωριό…. Χαράτσια τους ονόμασαν αυτούς τους φόρους…. Και ακούω τούτη, να μου μιλάει για τις γυναίκες που έβγαλαν τους φερετζέδες…
Διατήρησα την ψυχραιμία μου. Πρώτη παράμετρος που πρέπει να διερευνηθεί είναι ο χρόνος, μετά ο τόπος , μετά οι σχέσεις μας…
Τέτοια εποχή το 1981 σταμάτησε η συνεργασία μας. Μέχρι τότε την είχα μαθήτρια στο φροντιστήριο. Η Κυβέρνηση είχε αλλάξει και το εξεταστικό σύστημα πήρε νέα μορφή. Πήγαινε στη Δευτέρα Λυκείου και με τα νέα μέτρα γλύτωνε για μια χρονιά τις Πανελλήνιες. Μετά άλλαξε … ακολούθησε την Τρίτη Δέσμη (δεν χρειαζόταν Μαθηματικά) και άρχισε να γράφει ποιήματα. Φυσιολογικά, τώρα το 2011, θα περνάει και αυτή τα ίδια προβλήματα με όλους τους υπόλοιπους… δυστυχώς, και οι ποιητές πληρώνουν φόρους.
Εμείς, οι πεζοί άνθρωποι, συμμετέχουμε σε καμιά διαδήλωση, φαντάζομαι και οι ποιητές θα κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις. Τώρα πια δεν μπορούμε να κάνουμε απεργίες, τα λεφτά που μας κόβουν είναι τόσο πολλά, που δεν θα μας επέτρεπαν να επιβιώσουμε.
Οι ποιητές δεν κάνουν απεργίες…
Συνήθως δουλεύουν μέσα σε όνειρα… πώς να κάνεις στάση εργασίας από το όνειρο;
«Μήπως θυμόσαστε που παλιά ερχόντουσαν τα σοβιετικά καράβια και φόρτωναν τις παλέτες με τα πορτοκάλια, ή και τις μπάλες με τα καπνά; Τώρα δεν έρχονται πλοία τέτοια εποχή, μόνο το καλοκαίρι προσεγγίζουν στο λιμάνι μας τα κρουαζιερόπλοια..».
Είπα. Θυμίζοντας νεότερες εικόνες, ίσως να την έφερνα στην πραγματικότητα.« Όχι, κοίτα το… Εκεί είναι … το κρύβει ο φάρος … αλλά, εκεί είναι… πλησιάζει το Μπούρτζι. Έχει δεχτεί μια κανονιά στο κατάρτι … το βλέπεις γέρνει… έτοιμο να σπάσει… Θα το καταδιώκουν άλλα πλοία από το πέλαγος. Φεύγει σαν το ψαράκι που το κυνηγούν σκυλόψαρα και πετάγεται πάνω από τον αφρό για να γλυτώσει.»
«Τι νομίζετε ότι φέρνει το καράβι αυτό;»
«Γύρνα πίσω να δεις… η πόλη πεινάει … κόψανε το υδραγωγείο από την πηγή της Άρειας … οι λαθρέμποροι ανεβάσανε τις τιμές …. Τα περίπολα φτάνουν κοντά στα τείχη και δεν τους αφήνουν να κάνουν εύκολα την δουλειά τους …».
Η πόλη εδώ και εκατό περίπου χρόνια δεν έχει τείχη. Τα γκρεμίσαμε και αφήσαμε κάτι λίγα για να τα βλέπουν οι επισκέπτες. Θεώρησα ότι το γνώριζε και δεν της το είπα.
Επέμενε.
«Είδαν τους άντρες τους από αφέντες του σπιτιού να γίνονται ποντικοί κρυμμένοι πίσω από τα κάστρα. Είδαν τους άντρες τους να τις αφήνουν να πεινάνε… και αυτές, και το χειρότερο, και τα παιδιά τους. Για τα παιδιά τους κατέλυσαν τον ιερό νόμο που τις θέλει υποταγμένες, να κάθονται μέσα στο σπίτι… Δεν πιστεύουν ότι είναι γραμμένο στο μεγάλο κιτάπι του Αλλάχ πως πρέπει να πεθάνουν από την πείνα. Και αν ακόμα αυτή είναι η βούληση του Μεγαλοδύναμου, είναι αποφασισμένες να την αλλάξουν. Ξέρεις τι είναι να φτιάγνεις φαγητό από το κρέας ενός πεθαμένου αγαπημένου σου προσώπου;»
Οι σκηνές που περιέγραφε δεν μου άρεσαν… και ερχόταν σιγά σιγά η νύχτα … και ο καιρός ήταν βουρκωμένος. Επέμενα πως όλα αυτά τα έλεγε επηρεασμένη από την τρέχουσα οικονομική κατάσταση. Αλλά, δεν είχαμε φτάσει να τρώμε πεθαμένους…
Μου έδωσε άλλη εξήγηση.
«Επέτρεψαν σε αυτές τις γυναίκες να βγουν από τα σπίτια τους τον Σεπτέμβρη. Ανέβηκαν ψηλά στο κάστρο του Ιτς Καλέ για να δουν. Ναι, τις άφησαν να περάσουν μέσα από τον ορτά των Γενίτσαρων για πρώτη φορά και εν γνώσει τους πόσο επικίνδυνο ήταν να περπατάει μια γυναίκα ανάμεσα σε αυτούς τους άγριους στρατιώτες. Ήθελαν να δουν το μεγάλο και ανεπανάληπτο θέαμα… ο ανίκητος στόλος, η αρμάδα του μεγάλου Σουλτάνου, θα ερχόταν και θα άφηνε τρόφιμα… Γέμισε ο ορίζοντας με εκατό μεγάλα πλοία. Αλλοίμονο. Είδαν να αλλάζουν ρότα και να φεύγουν. Μόνο ένα πλοίο διατήρησε την πορεία του και πλησίασε… Έτρεξαν τότε αλαφιασμένες, από πάνω από το κάστρο εδώ κάτω στον γιαλό, να προλάβουν την διανομή των τροφίμων. Αλλοίμονο. Ένα μικρό πλοιάριο πλησίασε και οδήγησε το δικό τους μακριά από το λιμάνι.»
«Και εσείς, πού είδατε το πλοίο με το σπασμένο κατάρτι;»
«Να, το …»
Ο ορίζοντας ήταν θολός.
«Αρκετές φορές τον Οκτώβρη και τον Νοέμβρη κόντεψαν να μπουν πλοία στο λιμάνι. Αλλά το φρούριο στο Μπούρτζι το είχαν οι Έλληνες. Και το φρούριο είχε κανόνια. Και οι Έλληνες ήθελαν να πεθάνουν από την πείνα οι εχθροί τους για να τους παραδώσουν και τα υπόλοιπα φρούρια της πόλης. Έτσι αυτές αγνοώντας κάθε ιερό νόμο κατέβαιναν εδώ για να φωνάξουν, να οδηγήσουν το πλοίο από πίσω από το Ιτς Καλέ, στην Αρβανιτιά. και να ξεφορτώσει - έστω και δύσκολα- εκεί…. Απεγνωσμένη πράξη… Το τελευταίο καράβι φάνηκε τέτοια ημέρα τον Νοέμβριο του 1822… Τα κανόνια του Μπουρτζιού έσπασαν το ένα του κατάρτι… Είχε πλησιάσει αποφεύγοντας τον αποκλεισμό. Εκμεταλλεύτηκε τον παλιόκαιρο που επικρατούσε στον κόρφο. Αλλά, δεν τους είχαν ειδοποιήσει σε ποιού τα χέρια ήταν το Μπούρτζι. Μόλις πήγε να μπει στο μπουγάζι και να πιάσει μέσα στο λιμάνι, δέχτηκε ομοβροντία κανονιών και από πίσω πλησίασαν τα Σπετσιώτικα καράβια, που είχαν αναλάβει τον αποκλεισμό.»
«Και λοιπόν;»
«Τι δεν κατάλαβες δάσκαλε; Γύρισαν αποκαμωμένες στα σπίτια τους μην έχοντας τίποτε να ταΐσουν τα παιδιά τους. Απαίτησαν από τους άντρες τους να κάνουν συμφωνία παράδοσης, για να τους επιτραπεί να φύγουν από αυτόν τον καταραμένο τόπο.»
«Ναι, αλλά γιατί σας έχει επηρεάσει τόσο πολύ αυτή η ιστορία; Εγώ βρίσκομαι εδώ για να περιορίσω το άτιμο το ζάχαρο και να μην αναγκαστώ να τρυπιέμαι με ινσουλίνες, εσείς;»
«Δάσκαλέ μου, δεν αισθάνθηκες ποτέ την ανάγκη να γράψεις ένα ποίημα;»
Σκέφθηκα. Μια φορά μόνο είχα προσπαθήσει να σκαρώσω κάτι στιχάκια για έναν συμμαθητή που είχε κατουρηθεί στο Δημοτικό. Μόλις το πληροφορήθηκε ο δάσκαλος, μου έριξε δύο με την βέργα στο χέρι και έτσι διακόπηκε η ποιητική μου καριέρα.
Της απάντησα πως ήμουν αρκετά βαρύς για να καβαλικέψω στον Πήγασο και δεν θα ήθελα να βασανίσω το ζωάκι.
«Αφού Ιστορία διαβάζεις. Το ξέρω πως διαβάζεις. Δεν αισθάνθηκες ποτέ την ανάγκη να γράψεις ένα ποίημα για τις Οθωμανίδες κυρίες του Ναυπλίου;»