ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΕΣΤΙΑΣΗΣ
ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
ΕΙΔΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ
ΛΟΓΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
ΕΜΠΟΡΙΟ ΦΡΟΥΤΩΝ - ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Έθιμα Δωδεκαημέρου

ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ | 10:16:00 π.μ. | |

Ουσιαστικά τα έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν λίγες μέρες πριν τη γιορτή με το σφάξιμο του οικόσιτου χοίρου που έτρεφε η κάθε οικογένεια από την άνοιξη γι’ αυτό το σκοπό. Οι πιο φτωχές μεγάλωναν το γουρούνι συνεταιρικά και στο τέλος μοιράζονταν το κρέας του.
Το σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα!
Τα γουρούνι (γ’ρούνι) ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχεδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα.Το λίπος του το έλιωναν , το αποθήκευαν σε βαρέλια (κάδιοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο.
Τα μικρά κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίτες ή στο μπομπότο ( από καλαμποκίσιο αλεύρι) ψωμί για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα (λουκανίτσες). Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.
 
Παραμονή των Χριστουγέννων
Από την προπαραμονή οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες ( προσφόλια) που θα έδιναν στα παιδιά που θα περνούσαν την επόμενη μέρα για να πουν τα κάλαντα (να κολιαντίσουν) . Για τα παιδιά που ήταν πιο κοντινοί συγγενείς έφτιαχναν μεγαλύτερα προσφόλια. Αυτά τα σφράγιζαν με τα σχέδια που έχει στο χερούλι η σφραγίδα που βάζουν στα πρόσφορα που πηγαίνουν στην εκκλησία.

Την παραμονή οι νονές έπρεπε να πάνε τα δώρα τους στα βαφτιστήρια. Τα δώρα ήταν συνήθως μια περιποιημένη κουλούρα, λίγα ζαχαρωτά ή κανένα ρουχαλάκι που του είχαν πλέξει. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και η πεθερά στην αρραβωνιαστικιά του γιου της. Αυτή εκτός από την κουλούρα και τα ζαχαρωτά θα της δώριζε και μαντίλι «καλαματιανο’, αν είχε.

Την παραμονή πρωί πρωί, προτού ο παπάς χτυπήσει την καμπάνα, τα παιδιά του χωριού έπαιρναν τις ‘τζιουμάκες’ και εξορμούσαν στα σπίτια. Οι τζιουμάκες ήταν ένα μακρύ ξύλο από κρανιά σαν μπαστούνι το οποίο στη μια άκρη του είχε ένα εξώγκομα ίσα με μια γροθιά. Μ’ αυτά χτυπούσαν τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών και τραγουδούσαν:
‘Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου…’

Καθώς οι παρέες των παιδιών διέσχιζαν τα σοκάκια του χωριού μέσα στη νύχτα του χειμώνα έσπαγαν με τις τζιουμάκες τους τους φράχτες των σπιτιών και των κήπων για να γελάσουν. Οι ιδιοκτήτες άλλοι φώναζαν και μάλωναν και άλλοι το δέχονταν ως αναγκαίο κακό. Σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές άνοιγαν την πόρτα στα παιδιά κι αυτά μ’ ένα κλαδί κέδρου που κρατούσαν στα χέρια τους ανακάτευαν τη φωτιά στο τζάκι λέγοντας:

‘Ζιάρα, αρνιά, κατσίκια…’Μια ευχή για να γεννιούνται θηλυκά ζώα.

Μετά την εκκλησία τα παιδιά του χωριού συγκεντρώνονταν στην πλατεία με τα κεντητά σακούλια τους στην πλάτη για να πάνε να πούνε τα κάλαντα χωρίς τις τζιουμάκες αυτή τη φορά. Μέσα στο σακούλι η μάνα τους έβαζε ένα προσφόλι, λίγα καρύδια, σύκα ή ζαχαρωτά. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και οι παρέες τους αποτελούνταν από 8 έως 10 άτομα. Μουσικά όργανα δεν είχαν.

Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, Φώναζαν: ‘Να τα πούμε;’ Κι άρχιζαν:

«Κόλιντα, μέλιντα, τώρα και του χρόνου
ου Χριστός γηννιέτι, γηννιέτι κι βαφτίζιτι
στα σούραντα (ουράνια) σ’ απάνου
κι οι άγγελοι χαίρουντι και τα δαιμόνια σκάζουν
σκάζουν και πλαντάζουν, τα σίδερα δαγκάνουν.
Νό’ μου (δώσ’ μου) μπάμπου κ’λούρα
Να μη σ’ τσακίσου τα’ θύρα και την παραθύρα
Ξύδι στο βαένι, ρακί στο κολοκύθι.
Δυο χιλιάδες πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια
που βόσκουν τα κατσίκια στου μέγα του χουραφ’»

Την ώρα αυτή οι νοικοκυρές έψηναν τα ‘σπάργανα του Χριστού’. Έφτιαχναν ένα είδος χυλού με αλεύρι χωρίς αλάτι. Στο τζάκι, πάνω στην πυροστιά, τοποθετούσαν μια πέτρινη πλάκα. Στην πλάκα αυτή έριχναν με μια κουτάλα το χυλό και τον άλωναν με τον πλάστη. Μετά το γύριζαν κι από την άλλη για να ψηθεί κι από τις δυο πλευρές. Για να τα φάνε τα ράντιζαν με βούτυρο ή με μέλι και καρύδια.

Άλλο φαγητό που έφτιαχναν αυτή τη μέρα ήταν τα ‘γιαπράκια’. Ήταν ένα νηστίσιμο φαγητό που έμοιαζε με τους λαχανοντολμάδες που γίνονταν όμως με φύλλα από λάχανο τουρσί που είχαν φτιάξει οι νοικοκυρές από το φθινόπωρο. Συμβόλιζε το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

Μεγάλη προσοχή έδιναν στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Δεν έπρεπε να σβήσει γιατί θα κρύωνε το μωρό της Παναγίας. Στην εστία δεν καθάριζαν όλη τη στάχτη. Αυτή τη μάζευαν και την ημέρα του Σταυρού, παραμονές των Φώτων, την πετούσαν στα χωράφια για λίπασμα και απολύμανση.

Οι δοξασίες για τους Καλικάντζαρους μοιάζουν μ’ αυτές στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι γονείς κατά την περίοδο του δωδεκαήμερου δεν άφηναν τα παιδιά τους να πάνε στους νερόμυλους τη νύχτα γιατί εκεί πίστευαν ότι μπορούν να τους κάνουν κακό. Στο σπίτι έπρεπε να σκεπάζουν τα κατσαρολικά (αγγειά) για να μην τα μαγαρίσουν. Πολλοί άφηναν έξω από την πόρτα ένα μικρό δοχείο με νερό και λίγο ψωμί για να φάνε τα Καλικαντζαρούδια κι έτσι να τα καλοπιάσουν.
 
Ανήμερα τα Χριστούγεννα

Την ημέρα αυτή φόραγαν τα καλά τους, πήγαιναν στην εκκλησία, ετοίμαζαν τα φαγητά, κυρίως χοιρινό, πήγαιναν επισκέψεις στους συγγενείς και το απόγευμα, αν ο καιρός το επέτρεπε, έβγαιναν στο μεσοχώρι τα ‘βιολιά’. Επισκέψεις στους Χρηστάδες έκαναν την άλλη μέρα. Το χορό στην πλατεία άρχιζε ο γεροντότερος εις ένδειξη σεβασμού. Πολλές φορές ο χορός κρατουσε και τρεις μέρες. Τόσος πολύς ήταν ο κόσμος τότε στο χωριό, κυρίως στα προπολεμικά χρόνια.
ΑΡΓΟΛΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Ι ΚΤΕΟ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ ΣΑΛΑΠΑΤΑΣ