Το σπηλαιόβαθρο της Ανδρίτσας βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού Αργολίδας, στις υπώρειες του όρους Ζάβιτσα, ανάμεσα στους οικισμούς Βελανιδιά και Ανδρίτσα του Δήμου Άργους Μυκηνών, στη θέση Βιγλίτσα.
Η πρώτη εξερεύνησή του έγινε από τις 29 έως τις 31 Ιανουαρίου του 2004 από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδας και τον Σπηλαιολογικό Ελληνικό Εξερευνητικό Όμιλο (ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.). Στο δάπεδο του σπηλαίου ανακαλύφθηκε ένα κλειστό αρχαιολογικό σύνολο που δεν έφερε ίχνη μεταγενέστερης ανθρώπινης επέμβασης πολυάριθμες συστάδες ευρημάτων από ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα, αγγεία, λυχνάρια, μετάλλινα αντικείμενα και νομίσματα.
Από τον Νοέμβριο του 2004 έως και τον Ιανουάριο του 2005 ομάδα της Εφορείας πραγματοποίησε εργασίες τοπογραφικής αποτύπωσης του σπηλαίου, σχεδιαστικής αποτύπωσης των ευρημάτων κατά χώραν, φωτογραφικής τεκμηρίωσης, καθώς και ανασκαφική έρευνα και περισυλλογή ευρημάτων. Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης φάσης της έρευνας παρουσιάστηκαν στην έκθεση που διοργάνωσε σε συνεργασία με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Η κάθοδος στο εσωτερικό του σπηλαιόβαθρου είναι δυνατή μέσω δύο σχεδόν κατακόρυφων αγωγών, βάθους 14 περίπου μέτρων, οι οποίοι απολήγουν στην κορυφή ενός μεγάλου κώνου από φερτά υλικά που έχει δημιουργηθεί στο ανατολικό τμήμα μιας ενιαίας αίθουσας 75χ76 μέτρων περίπου, η οποία αποτελεί και το κυρίως σπήλαιο.
Η μορφολογία του σπηλαίου έχει επηρεαστεί από έντονες παλαιές κατακρημνίσεις με αποτέλεσμα το σημερινό του δάπεδο να παρουσιάζει ανωμαλίες και χάσματα. Στο μεγαλύτερο τμήμα ου έχει δημιουργηθεί αξιόλογος λιθωματικός διάκοσμος από σταλακτίτες, σταλαγμίτες, σταλαγμιτικές κολώνες, δίσκους, λιθωματικές κουρτίνες και μικρές λεκάνες. Σύμφωνα με τα γεωλογικά δεδομένα το σπήλαιο έπαψε να είναι ενεργό πολύ πριν χρησιμοποιηθεί, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει ελάχιστη σταγονορροή και περιορισμένη υγρασία. Οι έντονες κατακρημνίσεις και ο λιθωματικό διάκοσμος έχουν κατατμήσει την αίθουσα σε πολλαπλά επίπεδα και επιμέρους χώρους.
Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Όλα όσα εμείς εντοπίσαμε και καταγράψαμε ήταν επιφανειακά και άθικτα κατά 90%. Μετρήσαμε 100 περίπου αγγεία, πήλινα, διαφόρων μεγεθών και τύπων, όλα τους κατά πάσα πιθανότητα χρηστικά. Τρία αγγεία μεταλλικά σε πολύ καλή κατάσταση, μεγάλο πλήθος πήλινων λυχναριών, μερικά απ'τα οποία ήταν διακοσμημένα. Βρήκαμε επίσης μια αιχμή από δόρυ, περόνες μαλλιών και πόρπες μεταλλικές, αντικείμενα τα οποία καθ' ολοκληρίαν βρέθηκαν επάνω σε σκελετούς ανθρώπων. Μετρήσαμε τουλάχιστον 10 σκελετούς σε μεγάλο βαθμό αποσαθρωμένους, αρκετοί δε από αυτούς ήταν σχεδόν καλυμμένοι από σταλακτιτικό υλικό. Οι σκελετοί αυτοί ήταν κατά ομάδες των δυο ή τριών ατόμων. Γύρω τους βρέθηκαν ακόμα μεταλλικά νομίσματα, μάλλον μπρούντζινα, κάποια από αυτά σε αρκετά καλή κατάσταση, τέτοια ώστε να μας επιτρέψουν μετά από έρευνά μας να τα τοποθετήσουμε χρονικά στην περίοδο του Τιβέριου Β΄ 578-582μ.χ. Αυτό που μας προκάλεσε εντύπωση ήταν ότι τα αγγεία και τα λυχνάρια βρίσκονταν σε μεγάλες ποσότητες και φαίνονταν τοποθετημένα γύρω από τους ανθρώπινους σκελετούς.
Ένα ακόμα μοναδικό εύρημα ήταν ένας μεταλλικός σταυρός πάνω στον οποίο ήταν γραμμένο εγχάρακτο κείμενο. Το ύψος του ήταν περίπου 30εκ., το σχέδιο του δε το συναντήσαμε στο βιβλίο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ζ΄, σελ. 210, της Εκδοτικής Αθηνών.
Η θέση των νεκρών και η διάταξη των ευρημάτων , ήταν τόσο εντυπωσιακή που μας δημιούργησε μεγάλα ερωτηματικά. Ήταν εκεί κάτω κάποιο καταφύγιο διωκομένων ή ήταν τα θύματα κάποιας επιδημίας ;
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένη πάντως μια τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης το έτος 542 μ.Χ, επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, η οποία στοίχισε τη ζωή στο 1/5 του πληθυσμού της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης μια δεύτερη επιδημία καταγράφεται κατά τα πρώτα έτη της αυτοκρατορίας του Ηρακλείου, το 610-642 μ.Χ. Ερωτήματα τα οποία θα απαντηθούν μετά από τη συστηματική μελέτη των ευρημάτων από τους αρχαιολόγους.
Το σπήλαιο αυτό, μικρό σχετικά σε έκταση αλλά εντυπωσιακό σε διάκοσμο, με δεδομένη αρχαιολογική αξία και ενδιαφέρον, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως επισκέψιμος χώρος. Μπορούν να δημιουργηθούν διάδρομοι μήκους 250- 300 μέτρων . Θα μπορούσαν επίσης να τοποθετηθούν αντίγραφα των ευρημάτων στα ακριβή σημεία όπου βρέθηκαν, καθώς επίσης και ομοιώματα ανθρώπων στις στάσεις με τις οποίες βρέθηκαν στο σπήλαιο.
Για μας που ασχολούμαστε έως και 30 χρόνια με τη Σπηλαιολογία, η εξερεύνηση αυτού του σπηλαίου ήταν μοναδική εμπειρία. Τα ευρήματα, η θέση τους, η άριστη κατάστασή τους, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους μας. Μακάρι αυτή την εμπειρία και τη συγκίνηση που νοιώσαμε να την ζήσουν και άλλοι εκτός από εμάς, είτε ως ερευνητές είτε ως επισκέπτες.
Η πρώτη εξερεύνησή του έγινε από τις 29 έως τις 31 Ιανουαρίου του 2004 από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νοτίου Ελλάδας και τον Σπηλαιολογικό Ελληνικό Εξερευνητικό Όμιλο (ΣΠ.ΕΛ.Ε.Ο.). Στο δάπεδο του σπηλαίου ανακαλύφθηκε ένα κλειστό αρχαιολογικό σύνολο που δεν έφερε ίχνη μεταγενέστερης ανθρώπινης επέμβασης πολυάριθμες συστάδες ευρημάτων από ανθρώπινα σκελετικά κατάλοιπα, αγγεία, λυχνάρια, μετάλλινα αντικείμενα και νομίσματα.
Από τον Νοέμβριο του 2004 έως και τον Ιανουάριο του 2005 ομάδα της Εφορείας πραγματοποίησε εργασίες τοπογραφικής αποτύπωσης του σπηλαίου, σχεδιαστικής αποτύπωσης των ευρημάτων κατά χώραν, φωτογραφικής τεκμηρίωσης, καθώς και ανασκαφική έρευνα και περισυλλογή ευρημάτων. Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης φάσης της έρευνας παρουσιάστηκαν στην έκθεση που διοργάνωσε σε συνεργασία με το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Η μορφολογία του σπηλαίου έχει επηρεαστεί από έντονες παλαιές κατακρημνίσεις με αποτέλεσμα το σημερινό του δάπεδο να παρουσιάζει ανωμαλίες και χάσματα. Στο μεγαλύτερο τμήμα ου έχει δημιουργηθεί αξιόλογος λιθωματικός διάκοσμος από σταλακτίτες, σταλαγμίτες, σταλαγμιτικές κολώνες, δίσκους, λιθωματικές κουρτίνες και μικρές λεκάνες. Σύμφωνα με τα γεωλογικά δεδομένα το σπήλαιο έπαψε να είναι ενεργό πολύ πριν χρησιμοποιηθεί, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει ελάχιστη σταγονορροή και περιορισμένη υγρασία. Οι έντονες κατακρημνίσεις και ο λιθωματικό διάκοσμος έχουν κατατμήσει την αίθουσα σε πολλαπλά επίπεδα και επιμέρους χώρους.
To σπηλαιοβάραθρο της Λέρνας βρίσκεται στα κοινοτικά όρια του χωριού Ανδρίτσας του πρώην δήμου Λέρνας νυν Δήμου Άργους Μυκηνών.
Η είσοδός του λίγο πιο πέρα από μία στάνη είναι ένας κώνος δίκην δολίνης , ο οποίος στο ένα άκρο του πυθμένα του εξελίσσεται σε βάραθρο 13 μέτρων βάθους το οποίο διανοίχτηκε από τον πυθμένα προς τα επάνω. Ο πυθμένας αυτός είναι ένας κώνος απ'τα υλικά του βαράθρου. Το σπήλαιο διανοίγεται κύρια προς τα ανατολικά, νότια και βόρεια του κώνου. Μετά την κατάβαση σε αυτόν σχηματίζονται δύο, διακεκομμένα σε ένα σημείο, επίπεδα με πλούσιο διάκοσμο κυρίως από σταλακτιτικές κολόνες, μερικές πολύ μεγάλου μεγέθους και αξιόλογης ομορφιάς. Τα δάπεδα στα περισσότερα τους σημεία είναι επίπεδα, δίχως να λείπουν σε κάποιες περιοχές και αρκετοί πεσμένοι βράχοι. Στη συνέχεια στα Νότια, Ανατολικά και Βόρεια το δάπεδο κατηφορίζει απότομα με αρκετά μεγάλες κλίσεις, ενώ ο διάκοσμος στα νότια και βόρεια γίνεται πλουσιότερος. Στο τελείωμα και των δύο κατευθύνσεων υπάρχουν απορροές με μικρές διαστάσεις οι οποίες δεν έχουν εξερευνηθεί.
Πλούσιος διάκοσμος υπάρχει ακόμα σε οροφές και δάπεδα κάποιων σημείων ενώ υπάρχουν και αρκετές σειρές σταλαγμιτών. Μια σταλαγμιτική κολώνα είναι αρκετά εντυπωσιακή, (από τις πιο όμορφες που έχουμε στα Ελληνικά σπήλαια) ενώ μια άλλη έχει περίμετρο περίπου 29 μέτρα . Αυτό μαρτυράει ηλικία κάποιων εκατομμυρίων ετών. Οι αίθουσες που σχηματίζονται έχουν άνετο ύψος 3.5 έως 4 μέτρα ενώ η θερμοκρασία είναι 17,5 ο C και η υγρασία του 90%, δημιουργώντας ένα άνετο περιβάλλον. Το σχήμα του σπηλαίου είναι περίπου κυκλικό με μέγιστο μήκος περίπου 70 μέτρα και πλάτος περίπου 60 μέτρα δίνοντας μας ένα εμβαδόν της τάξεως των 4.200τ.μ ενώ ο συνολικός του όγκος πλησιάζει τα 15.750 κ.μ.Η είσοδός του λίγο πιο πέρα από μία στάνη είναι ένας κώνος δίκην δολίνης , ο οποίος στο ένα άκρο του πυθμένα του εξελίσσεται σε βάραθρο 13 μέτρων βάθους το οποίο διανοίχτηκε από τον πυθμένα προς τα επάνω. Ο πυθμένας αυτός είναι ένας κώνος απ'τα υλικά του βαράθρου. Το σπήλαιο διανοίγεται κύρια προς τα ανατολικά, νότια και βόρεια του κώνου. Μετά την κατάβαση σε αυτόν σχηματίζονται δύο, διακεκομμένα σε ένα σημείο, επίπεδα με πλούσιο διάκοσμο κυρίως από σταλακτιτικές κολόνες, μερικές πολύ μεγάλου μεγέθους και αξιόλογης ομορφιάς. Τα δάπεδα στα περισσότερα τους σημεία είναι επίπεδα, δίχως να λείπουν σε κάποιες περιοχές και αρκετοί πεσμένοι βράχοι. Στη συνέχεια στα Νότια, Ανατολικά και Βόρεια το δάπεδο κατηφορίζει απότομα με αρκετά μεγάλες κλίσεις, ενώ ο διάκοσμος στα νότια και βόρεια γίνεται πλουσιότερος. Στο τελείωμα και των δύο κατευθύνσεων υπάρχουν απορροές με μικρές διαστάσεις οι οποίες δεν έχουν εξερευνηθεί.
Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα. Όλα όσα εμείς εντοπίσαμε και καταγράψαμε ήταν επιφανειακά και άθικτα κατά 90%. Μετρήσαμε 100 περίπου αγγεία, πήλινα, διαφόρων μεγεθών και τύπων, όλα τους κατά πάσα πιθανότητα χρηστικά. Τρία αγγεία μεταλλικά σε πολύ καλή κατάσταση, μεγάλο πλήθος πήλινων λυχναριών, μερικά απ'τα οποία ήταν διακοσμημένα. Βρήκαμε επίσης μια αιχμή από δόρυ, περόνες μαλλιών και πόρπες μεταλλικές, αντικείμενα τα οποία καθ' ολοκληρίαν βρέθηκαν επάνω σε σκελετούς ανθρώπων. Μετρήσαμε τουλάχιστον 10 σκελετούς σε μεγάλο βαθμό αποσαθρωμένους, αρκετοί δε από αυτούς ήταν σχεδόν καλυμμένοι από σταλακτιτικό υλικό. Οι σκελετοί αυτοί ήταν κατά ομάδες των δυο ή τριών ατόμων. Γύρω τους βρέθηκαν ακόμα μεταλλικά νομίσματα, μάλλον μπρούντζινα, κάποια από αυτά σε αρκετά καλή κατάσταση, τέτοια ώστε να μας επιτρέψουν μετά από έρευνά μας να τα τοποθετήσουμε χρονικά στην περίοδο του Τιβέριου Β΄ 578-582μ.χ. Αυτό που μας προκάλεσε εντύπωση ήταν ότι τα αγγεία και τα λυχνάρια βρίσκονταν σε μεγάλες ποσότητες και φαίνονταν τοποθετημένα γύρω από τους ανθρώπινους σκελετούς.
Ένα ακόμα μοναδικό εύρημα ήταν ένας μεταλλικός σταυρός πάνω στον οποίο ήταν γραμμένο εγχάρακτο κείμενο. Το ύψος του ήταν περίπου 30εκ., το σχέδιο του δε το συναντήσαμε στο βιβλίο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ζ΄, σελ. 210, της Εκδοτικής Αθηνών.
Η θέση των νεκρών και η διάταξη των ευρημάτων , ήταν τόσο εντυπωσιακή που μας δημιούργησε μεγάλα ερωτηματικά. Ήταν εκεί κάτω κάποιο καταφύγιο διωκομένων ή ήταν τα θύματα κάποιας επιδημίας ;
Είναι ιστορικά καταγεγραμμένη πάντως μια τρομακτική επιδημία βουβωνικής πανώλης το έτος 542 μ.Χ, επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, η οποία στοίχισε τη ζωή στο 1/5 του πληθυσμού της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επίσης μια δεύτερη επιδημία καταγράφεται κατά τα πρώτα έτη της αυτοκρατορίας του Ηρακλείου, το 610-642 μ.Χ. Ερωτήματα τα οποία θα απαντηθούν μετά από τη συστηματική μελέτη των ευρημάτων από τους αρχαιολόγους.
Το σπήλαιο αυτό, μικρό σχετικά σε έκταση αλλά εντυπωσιακό σε διάκοσμο, με δεδομένη αρχαιολογική αξία και ενδιαφέρον, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως επισκέψιμος χώρος. Μπορούν να δημιουργηθούν διάδρομοι μήκους 250- 300 μέτρων . Θα μπορούσαν επίσης να τοποθετηθούν αντίγραφα των ευρημάτων στα ακριβή σημεία όπου βρέθηκαν, καθώς επίσης και ομοιώματα ανθρώπων στις στάσεις με τις οποίες βρέθηκαν στο σπήλαιο.
Για μας που ασχολούμαστε έως και 30 χρόνια με τη Σπηλαιολογία, η εξερεύνηση αυτού του σπηλαίου ήταν μοναδική εμπειρία. Τα ευρήματα, η θέση τους, η άριστη κατάστασή τους, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους μας. Μακάρι αυτή την εμπειρία και τη συγκίνηση που νοιώσαμε να την ζήσουν και άλλοι εκτός από εμάς, είτε ως ερευνητές είτε ως επισκέπτες.