Είναι βέβαια γνωστή και αναμφισβήτητη η αναφορά του Ομήρου στη κατασκευή πλοίου από τον Οδυσσέα, για τα διάφορα ναυάγια ελληνικών πλοίων για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν προκαλεί έκπληξη ότι το Αρχαιότερο Ναυάγιο (και στο Ναυάγιο του Ουλουμπουρούν ελληνικό πλοίο ήταν) στον Κόσμο, καταγράφηκε στην Ελλάδα
Η υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στο Δοκό (1989 – 1992) καταγράφηκε ως η πρώτη συστηματική έρευνα αρχαίου ναυαγίου στην Ελλάδα, με τη χρησιμοποίηση μάλιστα των πλέον σύγχρονων για την εποχή τεχνολογικών μεθόδων. Το ενάλιο εύρημα του Δοκού αποτελεί πολυτιμότατη απτή μαρτυρία για τη ναυσιπλοΐα, το θαλάσσιο ανταλλακτικό εμπόριο, το τεχνολογικό επίπεδο και την οικονομία στο Αιγαίο κατά τους ύστερους χρόνους της 3 ης χιλιετίας π.Χ.
Η νήσος Δοκός
Η νήσος Δοκός, ανάμεσα στην Ύδρα και την Αργολική ακτή, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Απεροπία. Είναι άγονη και με λίγες πηγές νερού αλλά έχει στρατηγική θέση στις ναυτικές πορείες από και προς τον Αργολικό Κόλπο και τις ανατολικές ακτές της Λακωνίας. Κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία π.Χ.) αλλά η ανθρώπινη παρουσία αυξήθηκε κατά την Πρωτοελλαδική εποχή (3 η χιλιετία π.Χ.) όταν αναπτύχθηκε η ναυσιπλοία. Στον 13 ο αι. π.Χ. αναπτύχθηκαν οικισμοί στις περιοχές Μύτη Κομμένη και Λέδεζα. Αργότερα, ο Δοκός, έχασε τη σημασία του αλλά κατά διαστήματα, σε ιστορικές περιόδους, χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές αγκυροβόλιο ή ως στρατηγικό σημείο παρακολούθησης του θαλσσίου περάσματος. Σήμερα ο Δοκός φιλοξενεί ψαράδες και κτηνοτρόφους.
Ο εντοπισμός του ναυαγίου
Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο Peter Throckmorton, πρωτοπόρος ερευνητής των βυθών και ιδρυτικό μέλος του ΙΕΝΑΕ, εντόπισε μία μεγάλη συγκέντρωση σπασμένης κεραμεικής στο βυθό της νήσου Δοκός, σε βάθος 20 μέτρων.
Αργότερα, ο Throckmorton επέστρεψε στο Δοκό με τον αρχαιολόγο και Πρόεδρο του ΙΕΝΑΕ Γιώργο Παπαθανασόπουλο και η κεραμεική χρονολογήθηκε στην Πρωτοελλαδική εποχή. Επίσης διαπιστώθηκε ότι πιθανώς επρόκειτο για ναυάγιο του 2200 π.Χ. περίπου. Ακολούθησαν δύο διερευνητικές αποστολές το 1975 και 1977 με την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Παπαθανασόπουλου και την τεχνική οργάνωση του Νίκου Τσούχλου, στη διάρκεια των οποίων το εύρημα χρονολογήθηκε ακριβέστερα στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2700-2200/2100 π.Χ.). Επίσης, οριοθετήθηκε η έκτασή του στο βυθό σε βάθη 15-30 μέτρων. Επρόκειτο, αναμφίβολα, για το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο.
Λόγω της σπανιότητας του ευρήματος αλλά και της σημασίας του για την μελέτη της προϊστορικής ναυσιπλοίας το ΙΕΝΑΕ άρχισε να προγραμματίζει τη συστηματική ανασκαφή του. Αυτή στάθηκε δυνατόν να αρχίσει το 1989 και διήρκεσε τέσσερα έτη.