Άρχιμ. Γεωργίου Αθ. Χώρα († 4.8.2005)
Δρος Θεολογίας
Ο Άγιος Αναστάσιος, γέννημα και θρέμμα του Ναυπλίου, ήταν κατά το επάγγελμα ζωγράφος και μάλιστα «επιτήδειος εις την Τέχνην». Ήδη από τα προηγούμενα του Αναστάσιου χρόνια είναι γνωστοί οι επώνυμοι Ναυπλιώτες και Αργείοι αγιογράφοι, οι οποίοι εργάζονται καλλιτεχνικώς ανά την Πελοπόννησον κατά τον 17ον και τον επόμενον αιώνα: Δημήτριος και Γεώργιος Μόσχος, Νατάλιος ο ...Αργείος, Μανουήλ ιερεύς Ανδρώνος, Γεώργιος Μάρκου και οι συγγενείς Ναυπλιώτες ζωγράφοι: Δημήτριος, Θεοδόσιος, Θεόδουλος, και Μαρίνος Κακαβάς και ο καταγόμενος από την ευρύτερη του Ναυπλίου περιοχή, ο έξ Αδαμίου ιερομόναχος Ιερεμίας.
Ο Αναστάσιος με αναγνωρισμένη την καλλιτεχνική του ιδιότητα, δικαιούμεθα να υποστηρίξωμεν ότι μετέχει της αγιογραφικής αυτής παραδόσεως του Ναυπλίου αλλά και των λοιπών πνευματικών κύκλων της γενέτειράς του, περί των οποίων γνωρίζωμεν εξ’ άλλων, πέραν του συναξαρίου, πηγών:
Υπενθυμίζομεν ενδεικτικώς τους παλαιοτέρους του Αναστασίου λογίους της οικογένειας Μαλαξού και τους Ζυγομαλάδες τους λογίους και αντιγραφείς κωδικών όπως ο Μιχαήλ Σουλάνδρος, τους διακινούμενους μεταξύ Ναυπλίου και Βενετίας λογίους, εμπορευομένους και ναυτικούς με επώνυμα επιβατηγά πλοία τακτικού νηολογίου, τις υπάρχουσες περί αυτών μαρτυρίες και περί των καθολικών στο Ναύπλιο Σχολείων και μοναχικών ταγμάτων, περί Εβραίων εμπορευομένων και άλλων ξένων, ακόμη και περί των Σιναϊτών και Αγιοταφιτών Πρωτοσύγκελλων, συνδέσμων των Μονών τους μετά των περί το Ναύπλιον μονών.
Ο Άγιος Αναστάσιος, με την ευαισθησία και πνευματική καλλιέργεια, την οποία ως καλλιτέχνης διέθετε, επωφελήθη έκ της καλής γειτονιάς μετά των κύκλων ως προαναφέραμε και ο ίδιος, ως χαρισματική ψυχή, εκαλλιέργησε ευατόν μέχρι του μαρτυρικού τέλους του, την 1η Φεβρουαρίου1655, μέσα στην γενέτειρα του πόλη, το Ναύπλιον.
Προηγουμένως είχε περιέλθει ο Αναστάσιος σε δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, έξ αφορμής ατυχούς γεγονότος της συναισθηματικής προσωπικής του ζωής, το οποίον και κατονομάζεται και λεπτομερέστερα σχολιάζεται στο σωζόμενο συναξάριον του Αγίου, ως κατωτέρω δημοσιεύεται. Έκτοτε περιεπλάκη μέχρι σημείου να έλθη σε στενώτερη επικοινωνία με φανατικούς Οθωμανούς του κάστρου τ’ Αναπλιού, το «Ανάμπολιν», όπως έλεγαν οι Τούρκοι, κυρίαρχοι της περιοχής από το 1540, όταν η πόλη παρεχωρήθη από τους Βενετούς διά συνθήκης μετά των Τούρκων.
Ο Αναστάσιος πάντως, « εβγήκε», κατά το συναξάριον, «από τον νούν του και επεριπάτει ένθεν κακείθεν». «Ευρισκόμενος εν αναισθήτω κατάστασει», κατά τον χαρακτηρισμόν του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, εξισλαμίσθη υπό των Τούρκων.
Την συνέχεια μαθαίνουμε από το Συναξάρι: « ο Αναστάσιος ερχόμενος εις εαυτόν βλέπει ότι είναι Τούρκος και εφόρει εις την κεφαλήν άσπρο σαρίκι˙ και παρευθύς το έρριψεν εις την γήν και ήρχισε να βοά με μεγάλην βοήν παρρησία μέσα εις το πλήθος των Τούρκων :’’Εγώ χριστιανός ήμουν και χριστιανός είμαι και χριστιανός θέλω να είμαι’’».
Αυτά, λοιπόν, συνέβησαν τον χειμώνα του έτους 1655 (Φεβρουαρίου πρώτη) μέσα στο καλά οχυρωμένο Ναύπλιον, το οποίον και συνεκδοχικώς «Φρούριον» απεκαλείτο. Και είχε συνεπίκουρα δύο ακόμη φρούρια από ξηράς, νότια μεν το ‘Ιτς-Καλέ, δηλαδή την Ακροναυπλία, ανατολικά δε το φοβερό Παλαμήδι ή όπως ένας περιηγητής το ονομάζει: «το Γιβραλτάρ αυτό της Πελοποννήσου», από δε το βόρειο μέρος πάλι υψηλό τείχος, κατά μήκος της θαλάσσης με το επιθαλάσσιο φρούριο «το Μπούρτζι». Μια δε αλυσίδα ασφάλιζε το φυσικό λιμάνι της πόλεως εις τον μυχόν του Αργολικού κόλπου από πειρατικά ή άλλα ανεπιθύμητα πλοία.
Μέσα σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο ζωής, στο περιορισμένον άλλωστε χώρο του Ναυπλίου, το κράτος της εξουσίας ήταν πολύ αισθητό. Ο δε Αναστάσιος, προφανώς στον χώρο της πλατείας, μπροστά στο λεγόμενο «μικρό» τζαμί, όπου τα καφενεία, και ο χώρος των δημοσίων εκδηλώσεων ομολόγησε τον Χριστόν, κατά το Συναξάριον, «μέσα εις το πλήθοςτων Τούρκων» και απεδοκίμασε το Ισλάμ. Μεγάλη, πράγματι, πρόκληση γενικώς, αλλά ιδιαίτερα διά το επικρατούν κοινωνικό κλίμα της εποχής.
Τοπικοί ιστορικοί υποστηρίζουν με επιχειρήματα, ότι η Τουρκική Διοίκηση της πρώτης Τουρκοκρατίας του Ναυπλίου (1540-1686), κατά την οποίαν έλαβε χώραν το μαρτύριον του Αγίου, ήταν ηπία. Αυτό δεν φαίνεται να απέχη της πραγματικότητος. Διότι, ένα έτος μετά την παράδοσιν του Ναυπλίου, υπό των Βενετών εις τους Τούρκους ανασυνεστήθη η Μητρόπολη Άργους και Ναυπλίου, η οποία μέχρι τότε, επί Βενετοκρατίας, διοικείτο από πρωτοπαπάδες.
Επίσης εν μέσω Τουρκοκρατίας, της λεγομένης πρώτης, η δεύτερη (1715-1821). Διεδέχθη την Β’ Ενετοκρατία (1686-1715), παρέμενε σε λειτουργία το ιερόν παλλάδιον του Ναυπλίου, η Αγία Μονή Αρείας, ανατολικά σε οπτική απόσταση από της πόλεως και ήταν μάλιστα κέντρον λογίων ανδρών- αντιγραφέων κωδίκων, ιδρυμένη από το 1149 επί Κομνηνών Αυτοκρατόρων, υπό Λέοντος του Αντζά, επισκόπου Άργους και Ναυπλίου. Και της οποίας Μονής τα κανονικά δικαιώματα είχαν διαμφισβητηθεί επί της προηγούμενης Ά Βενετοκρατίας, επί δόγη fancisco Foscari, προς τον οποίον κατέφυγον οι ημέτεροι διά την διατήρησιν των κεκτημένων.
Το δε 1616 συνεστήθη η Μονή Καλαμίου, ανατολικά του Ασκληπιείου Επιδαύρου, ενώ διετηρείτο σε λειτουργία η Μονή Ταξιαρχών Επιδαύρου, (από του ΙΕ΄αιώνως), η γειτονική Μονή Αγνούντος και το ασκηταριό της Πολεμάρχας στην Β.Α. παραλία της Παλαιάς Επιδαύρου, πόλοι αυτή πνευματικής ζωής αλλά και ελληνικής παιδείας, σημάδια Ορθοδοξίας και Ελληνισμού.
Το Ναύπλιον είχε τότε 6.000 κατοίκους με πληθυσμών ημιαστικόν. Υπήρχαν και Εβραίοι εμπορευόμενοι και μερικοί ξένοι Γάλλοι και Ραγκουσαιοί (Φράγκοι όπως τους έλεγαν) και καπουκίνοι από το 1641, ιδρυτές μετέπειτα σχολείου όπου σύμφωνα με σωζόμενη έκθεση φοιτούσαν και Ναυπλιωτόπουλα για να μάθουν τα στοιχειώδη γράμματα.
Το έτος όμως του μαρτυρίου του Αγίου Αναστασίου (1655) ήταν κρίσιμο, διότι το Ναύπλιον, ως επίκαιρη θέση με λιμάνι στην γνωστή πορεία διακινήσεως πλοίων από της προηγουμένης Βενετοκρατίας μεταξύ Βενετιάς – Κέρκυρας – Μονεμβασίας – Κυθήρων -Ναυπλίου εμπλέκεται στον γνωστό ενετοτουρκικό πόλεμο (1645-1699). Ο πόλεμος αυτός διαρκεί τριαντατέσσερα ολόκληρα χρόνια και είχε θλιβερές επιπτώσεις και για τις δύο πλευρές και κόστισε, κατά μόνην την πολιορκία του Χάνδακος – Ηρακλείου Κρήτης, εις μεν την Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας 30.000 θύματα, εις δε την Οθωμανική τότε Αυτοκρατορίαν 100.000, εις δε το Ναύπλιον μας τον Άγιον Αναστάσιον και άλλα τινά.
Ο αγώνας ήταν για την κυριαρχία στην Μεσόγειο, με αντιπάλους τας δυνάμεις που προαναφέραμε. Το Ναύπλιον, στα χέρια των Τούρκων, διέθετε ενισχυμένη τουρκική φρουρά και είχε πυκνή και δυναμική παρουσία Τούρκων Αγάδων, βαθμοφόρων στρατιωτικών με διακίνησιν πολλών οπλιτών. Διετέλεσε διαμετακομιστικός σταθμός και κέντρο ανεφοδιασμού των κρατούντων Τούρκων και των μαχομένων κατά των Βενετών της Κρήτης. Όπως ο Κρητικός ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής καθαρά το λέει:«Μ’ από τ’ Ανάπλι έβγαινε καθημερινό λεσκέρι,/ τση λόντρες κι εφορτόνασι στην Κρήτη να τούς φέρη».
Εντός, λοιπόν, της περιορισμένης γαιοφυσικής περιοχής του Ναυπλίου, συνωστίζοντο και διακινούντο καθημερινώς οπλοφόροι στρατιώτες και αξιωματούχοι με όλη εκείνη την γνωστή ψυχολογία του πολέμου και με την μέθη της κατακτητικής μανίας. Στόχος είπαμε ήταν η Κρήτη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα επαυξάνεται η καχυποψία των Τούρκων κατά των χριστιανών, επομένως και εκείνων του Ναυπλίου, με αφορμή μάλιστα τις πολεμικές αποτυχίες των Τούρκων, διαρκούντος του πολέμου.
Χαρακτηριστικό είναι ένα πολεμικό επεισόδιο, που έγινε στο Ναύπλιον, τον Ιούνιον του 1647, δηλαδή οκτώ χρόνια πριν από το μαρτύριο του Αγίου, με θύμα πάλιν έναν, θα λέγαμε με σύγχρονη έκφραση, «αντιστασιακό» τολμηρό Ναυπλιώτη: Τότε ο ενετικός στόλος με ναύαρχο τον Ιωάννη– Βαπτιστή Grimani συνάντησε στην ανοιχτή θάλασσα τον Οθωμανικό στόλο, που κατευθύνετο στην Κρήτη και τον κατεδίωξε μέχρις Ευβοίας, Βόλου, Χίου, Μυτιλήνης, από όπου τελικά κατέφυγε στο λιμάνι του Ναυπλίου. Εκεί τα τουρκικά τηλεβόλα από τα φρούρια της πόλεως, πού προαναφέραμε, απέκλεισαν τον καταδιωκτικό στόλο των Βενετών να εισέλθη στον μυχό του Αργολικού Κόλπου. Κατά την διάρκεια του αποκλεισμού αυτού ένας έλληνας Ναυπλιώτης είχε την τολμηρή ιδέα να πυρπόληση μία νύχτα τον τουρκικό στόλο. Συνελήφθη όμως κατά την εκτέλεση του εγχειρήματος του. Προσήχθη ενώπιον του Οθωμανού ναυάρχου, ωμολόγησε την πράξη του και εθανατώθη μετά από σκληρά βασανιστήρια. ‘Έτσι έγινε ο ηρωικώς αυτός Ναυπλιώτης πρόδρομος του Αγίου Αναστασίου, εθνομάρτυς. Άλλωστε δεν δεχόμεθα ότι οι νεομάρτυρες είναι εν ταυτώ και εθνομάρτυρες;
Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την νευρικότητα των πολεμικών παρασκευών και επιχειρήσεων ο Αναστάσιος ύψωσε το ανάστημα του. Ήλθε ανοιχτά, δυναμικά και απότομα αντιμέτωπος με τον τουρκικόν όχλον, του οποίου προεκάλεσε τον φανατισμόν, αφού προσέβαλε το θρησκευτικό και εθνικό συναίσθημα των Οθωμανών. Ποιος; – Αυτός ο υποτελής, ο γκιαούρ (ο άπιστος).
Τα ανωτέρω προκύπτουν από το Συναξάρι του Αγίου: «οι δε Αγαρηνοί, ως τον είδον πώς μετενόησεν, έτρεξαν επάνω του με ορμήν και δέροντες και σπρώχνοντες τον έφεραν εις τον κριτήν, όστις έπασχε με τρόπους απατηλούς, πότε κολακεύοντας και πότε απειλούντας να τον χωρίση της πίστεως των χριστιανών, άλλ’ ο μάρτυς εις ουδέν ταύτα ελογίαζεν και έστηκε ακλόνητος…». Ο κριτής, μετά συνοπτική διαδικασία, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, «αλλ’ οι Αγαρηνοί δεν τον ήκουσαν, αλλ΄ευθύς όταν τον έβγαλαν από το κριτήριον, ώρμησαν κατ΄ επάνω του, ώσποτε οι Ιουδαίοι εις τον πρωτομάρτυρα Στέφανον, και άλλοι με ξύλα, άλλοι με ξίφη, άλλοι με μαχαίρας, εκατατρυπούσαν το σώμα του μάρτυρος, έως ότου τον εκατέκοψαν εις λεπτά κομμάτια και ούτως ετελειώθη ο ευλογημένος Αναστάσιος…».
Άρα, ο Άγιος Αναστάσιος αποτόλμησε, έξι ζών, ό,τι οι πολλοί απέφευγαν: έγινεν εκφραστής της χριστιανικής πίστεως. Η φωνή του (η ομολογία του) ήταν σαν κραυγή διαμαρτυρίας μέσα στην νύχτα της σκλαβιάς, σαν φως που έλαμψε και εφάνη το χάσμα, δηλαδή όλη η σιωπώσα μανία των κρατούντων εναντίον των υποτελών, τελούντων έστω, ως παραδίδεται, υπό ηπία διοίκηση, η οποία είναι μάλλον παραπλανητική, γιατί σε αποκοιμίζει. Επισημαίνουμε όμως ότι ο Άγιος παρέμεινε προ και κατά την διάρκεια της δίκης μόνος του, όπως παραπονείται ο Δαβίδ λέγων: « οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστα μου από μακρόθεν έστησαν» (Ψαλμ. λζ’).
Το συναξάρι του Αγίου Αναστασίου δεν κάνει λόγο για κανένα συμπαραστάτη ή πνευματικό σύμβουλο ή και συγγενή του, ή για την επίσημη εκκλησιαστική Αρχή της περιοχής Ναυπλίου και Άργους.
O σύγχρονος του Αγίου Μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους Θεοφάνης.
Μητροπολίτης τότε Άργους και Ναυπλίου ήταν ο Θεοφάνης επί οικουμενικού πατριάρχου Παϊσίου (δευτέρα πατριαρχεία του: Μάρτιος 1645 – Μάρτιος 1655). ’Εξ άλλων πηγών γνωρίζουμε ότι από του προηγουμένου του μαρτυρίου του Αγίου Αναστασίου έτους είχε παυθή τρεις μόλις μήνες προ του μαρτυρίου του Αγίου Αναστασίου «με καθαίρεσιν τελείαν δι’ ωμοφορίου και επιτραχηλίου και είχεν εξωσθή του θρόνου και της Μητροπόλεως Ναυπλίου, Θεοφάνης μοναχός καλούμενος από του νύν…», διά συνοδικής πράξεως του μηνός Οκτωβρίου 1654, με την κατηγορία ότι δεν κατέβαλεν εις το ακέραιον την οφειλόμενη συνεισφορά του εις το κοινόν Ταμείον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε εποχή μάλιστα ανέχειας, όπως ρητώς σημειώνεται στην μνημονευθείσα συνοδική πράξη.
Εκεί διαβάζουμε: «…πάντων δε των αρχιερέων, μητροπολιτών φημί, αρχιεπισκόπων τε και επισκόπων, πληρούντων ευγνωμόνως και πειθηνίως και μετά χαράς, ει και τυχόν βαρείαν ούσαν και μικράν υπέρ δύναμιν αυτών, την πατριαρχικήν ζητείαν, κατά την περίληψιν του συνοδικού καταστίχου και της αποφάσεως της αρχιερατικής, μόνος ο Ναυπλίου Μητροπολίτης Θεοφάνης απεσκίρτησε και απεκόπη βουλήσει, γνώμη και προαιρέσει της ομηγύρεως και σειράς των αρχιερέων, μήτε τη καθ’ ημάς του Χριστού μεγάλη εκκλησία υποταττόμενος, ο παχύς την ψυχήν και την καρδίαν, ο βαρβαρογένει τεθραμμένος, μήτε τοίς αρχιερεύσι και τη συνόδω συμφωνών, μήτε τοίς αδυνάτοις αδελφοίς σπλαχνιζόμενος, πλούτω βρύων ο ασυνείδητος και ανοία και αγροικία συζών, ουδέποτε γάρ έφθασε πληρώσαι το κατ’αναλογίαν της ζητείας αυτού μέρος…».
Στην χηρεύσασα θέση, μετά την κατά τα ανωτέρω καθαίρεση του Θεοφάνους, διωρίσθη ταυτόχρονα ο ιερομόναχος Μακάριος, επιλεγείς υπό της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ των τριών τότε προταθέντων υποψηφίων δια την Μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους.
Δεν γνωρίζομε εάν εν τω μεταξύ ο Μακάριος είχε φθάσει στο Ναύπλιον και πότε ανέλαβε τα καθήκοντά του. Γεγονός είναι ότι το ίδιο έτος του μαρτυρίου του Αγίου Αναστασίου, επί πατριαρχείας Ιωαννικίου (β’ πατριαρχεία 1655-1656), διαδόχου του Οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου, με συνοδική πράξη του μηνός Νοεμβρίου 1655, δηλαδή μετά εξάμηνον από το μαρτύριον του Αγίου, ηθωώθη ο τιμωρηθείς το προηγούμενον έτος Ναυπλίου Θεοφάνης, διότι «…έλθων εν ευατώ ο διαληφθείς Θεοφάνης, οδόν ανίσας, ήλθεν είς Κωνσταντινούπολιν˙δις δε και τρίς παραστάς τη συνόδω επί παρουσία ιερωτάτων αρχιερέων κληρικών και αρχόντων ανήγγειλε τα αυτώ συνοίσοντα και ωφελούντα, αγωγήν κινήσας, δεόμενος της συνόδου έλεον χέαι κατ’ αυτού και αντιλαβέσθαι αυτόν, παιδευθέντα ές ικανόν…».
Κατά την συνοδικήν απόφασιν έγινε δεκτόν, «συγκαταθέσει και των ιερώτατων αρχιερέων…, ίνα ο ιερώτατος μητροπολίτης Ναυπλίου και Άργους κύρ Θεοφάνης και υπέρτιμος εν αγίω πνεύματι αγαπητός ημών αδελφός και συλλειτουργός είη εκτελών ακωλύτως άπαντα τα τοίς αρχιερεύσι προσήκοντα, ός λαβών τελείως την λύσιν της παιδείας και την συγχώρησιν, παρά πάντων τιμώμενος και αγαπώμενος και διευλαβούμενος, παρ’ ουδενός το παράπαν εναντιούμενος ή εμποδιζόμενος ιερωμένου και λαϊκού, εν αργία ασυγγνώστω και αφορισμώ αλύτω ούτως απεφηνάμεθα…».
Μετά την κατά τα ανωτέρω αθώωσιν και αποκατάστασιν του Θεοφάνους εις τον θρόνον της Μητροπόλεως Ναυπλίου και Άργους, από τον οποίον είχε πρόσφατα εκπεσθή, είναι γνωστή η τύχη του διαδόχου του Μακαρίου. Ούτος ετοποθετήθη είς την Μητρόπολιν Μηθύμνης, είς αντικατάστασιν του γέροντος Μητροπολίτου Μηθύμνης Ανθίμου υπό την εξής μεθόδευσιν: Προηγήθη την 2αν Αυγούστου 1656 η παραίτησις του Ανθίμου «διά τα ανυπόφορα χρέη της επαρχίας του» υπέρ του Μητροπολίτου Ναυπλίου και Άργους Μακαρίου. Ο Μακάριος, όπως και γραπτώς είχεν υποσχεθή, θα ανελάμβανε τα χρέη της Μητροπόλεως Μηθύμνης και θα έδειδε στον παραιτηθέντα ‘Aνθιμον “τα σημφωνηθέντα”».
Με αυτούς τους όρους επηκολούθησεν η εκλογή σε Μητροπολίτη Μεθύμνης, κατά τον αυτόν μήνα Αύγουστον 1656, του πρώην Ναυπλίου και Άργους Μακαρίου. Έτσι ο Θεοφάνης παρέμεινεν αδιαφιλονίκητος Μητροπολίτης Ναυπλίου όχι όμως μέχρι τέλους.
Επισημαίνουμε ότι ο αυτός Θεοφάνης, ο αποκατασταθείς κατά τα ανωτέρω εις την Μητρόπολιν Ναυπλίου και Άργους, μετά δεκαετίαν ακριβώς από της κατά τα ανωτέρω αθωώσεως του κατεδικάσθη εκ νέου επί οικονομικού πατριάρχου Παρθενίου Δ’ (β΄ πατριαρχεία 1665-1667) πάλιν εις καθαίρεσιν «και εις το εξής έν τάξει διάγειν ιδιώτου και Θεοφάνην μοναχόν λέγεσθαι, αμέτοχον της τε τιμής των αρχιερέων και των εισοδημάτων της μητροπόλεως…τη δέ ιερά των αρχιερέων συνόδω δέδοται η άδεια, κατά την εκκλησιαστικήν διατύπωσιν, διά ψήφων κανονικών εκλέξαι τον αξίως προστησόμενον ταύτης της μητροπόλεως, χηρευούσης προστάτου, επί τω χειροτονηθήναι γνήσιον εν αυτή…».
Ο Θεοφάνης έχασε και πάλιν τον αρχιερατικόν θρόνον του Ναυπλίου, με το κατηγηρητήριον ότι ήταν « εκ φύσεως ανεπιτηδειότητα κεκτημένος αλλά και εκ προαιρέσεως αχρείος … άτε βαρβαροήθης και της κατά ποιμαντικήν παιδείας τελείως αμέτοχος, εστερημένος πάμπαν εφάνη του ουσιώδους τούτου και συστατικού της ποιμαντικής ιδιώματος, εβούλετο γάρ ποιμήν και μητροπολίτης λέγεσθε της Μητροπόλεως Ναυπλίου και Άργους, ου μην φροντίζειν της επισκέψεως των χριστιανών και της των ψυχών αυτών διοικήσεως …αλλά το μέν βαλάντιον ηύξε χρημάτων πεπληρωκώς… αυτός δε ουδόλως εξήρχετο, ουδέ περιέρχετο την εμπιστευθείσαν αυτώ μητρόπολιν επισκεπτόμενος επί ψυχών σωτηρία, αλλά νυκτοκόρακος δίκην, έν παραβίστω που ήμενεν, μόλις κατά τινάς επισήμους ημέρας εφαίνετο και τούτο δι’ αισχροκέρδειαν ίσως…ήρξατο και τους κειμένους της Εκκλησίας νόμους αθετείν και υπέρ τα εσκαμμένα πηδάν, τετραγαμίας δηλονότι συγχωρείν και τους εν εβδόμω βαθμώ εξ αίματος συνάπτειν εν γνώσει και άλλα παμπόνηρα κατατολμάν, δι’ ανεβλάβειαν παντελή, ού ποιμένος αλλά σχήμα υποδυόμενος λύκους, εν προβάτου δορά τυχόν και διά γήρας υπερβάλλον σέσεισθαι τάς φρένας και διά τούτο χείρονα των εν τη νεότητι εργαζόμενος , ότε και παιδεία καθυπεβληθή πρός σωφρονισμόν, είτα και συγχωρήσεως έτυχε διά μετανοίαν, αλλά το εκ φύσεως και προαιρέσεως συνημμένον κακκόν ούκ αφίσταται.’Οθεν αυτός μέν και χείρων εγένετο, οί δε έν τη επαρχία ταύτη ευρισκουμένοι κληρικοί, ιερείς τε και γέροντες, τοίς ατοπήμασι αυτού πυρούμενοι και αρχιερατικής επισκέψεως υστερούμενοι, τα μέν ανήκοντα ποιμένι δικαιώματα εκπληρούντες, ποιμένος δε ουδαμώς απολαύοντες, δι΄υπογεγγραμένων κοινώς παρά πάντων αναφορών, ταύτα ημίν προστήσαντο…».
Τις παραλήψεις, λοιπόν, του Θεοφάνους ανέφεραν εις το Πατριαρχείον, «δι’ υπογεγγραμένων κοινώς παρά πάντων αναφορών» οι τρομαγμένοι από το μαρτύριον του Αγίου και ταυτόχρονα απογοητευμένοι από την συμπεριφορά του ποιμένος τους «οι εν τη επαρχία ταύτη (Ναυπλία) κληρικοί, ιερείς και γέροντες».
Όπως είναι φανερόν, δεν υπήρχε τότε στο Ναύπλιον εκκλησιαστική ηγεσία, ικανή διά να μεριμνήση περί του Αναστασίου, τούτου έτι ζώντος η μετά το μαρτυρικό τέλος του, πλέον του ότι «όλα τά ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκων’ η σκλαβιά». Έτσι δεν γνωρίζομε ούτε τον τάφον του ούτε την τύχη του λειψάνου του. Ίσως ερρίφθη εις την θάλλασαν.
Οι μετέπειτα όμως Μητροπολίται Αργολίδος ετίμησαν τον νεομάρτυρα Αναστάσιον τον Ναυπλιέα. Η μνήμη του εορτάζεται με λαμπρότητα στον ιστορικό ναό της Παναγίας Ναυπλίου, όπου στεγάζεται και η μεγάλη επάργυρη εικόνα του Αγίου Αναστασίου και εκεί η μνήμη του επιβιώνει.
Ο δε νύν Μητροπολίτης Αργολίδος κ. Ιάκωβος Παχής είναι εκείνος ο οποίος είχε την πρωτοβουλίαν εξοφλήσεως του προς τον Άγιον οφειλουμένου χρέους των Ναυπλιωτών: ανήγειρε σε συντομώτατο χρονικό διάστημα επιβλητικόν προς τιμήν του Αγίου Αναστασίου του Ναυπλιέως ναόν, τον οποίον ονόμασε και προσκυνηματικόν. Εκεί ψάλλεται η Ακολουθία του Αγίου, σύνθεσις του εις Άγιον Όρος εφησυχάσοντος Μητροπολίτου πρώην Κάσου και Καρπάθου Νείλου Σμυρνιωτόπουλου, κατά παραγγελίαν του τότε «Αρχιεπισκόπου» Αργολίδος Νικάνδρου (1882-1912).
Υπάρχει και η Ακολουθία του Αγίου, ποίημα Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, εκδοθείσα προνοία του Μητροπολίτου Αργολίδος (1945-1965), μετέπειτα ΠειραιώςΧρυσοστόμου Ταλβαδωράκη (1965-1975) και επιμελεία Άρχιμ. Χρυσοστόμου Δεληγιαννοπούλου, Μητροπολίτου μετέπειτα και αυτού Αργολίδος (1965-1985).
Από δε του έτους 1935 με το Βασιλικό Διάταγμα της 14ης Νοεμβρίου 1935, υπογραφόμενον, εν ονόματι του Βασιλέως υπό του Γεωργίου Κονδύλη και επί Υπουργού Εργασίας Γεωργίου Καρτάλη, απεφασίσθη και διετάχθη, όπως «κατά την 1ην Φεβρουαρίου, εορτήν του Αγίου Αναστασίου, τα παντοπωλεία, κουρεία, υποδηματοποιεία και σανδαλοποιεία, οινοπωλεία, αρτοποιεία, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, λαχανοπωλεία, ραφεία, φανοποιεία και υδραυλικά καταστήματα, φαρμακεία, εμπορικά καταστήματα, σιδηρουργεία και επιπλοποιεία της πόλεως Ναυπλίου παραμένουν κλειστά καθ’ όλην την ημέραν, καθιερουμένης της ως άνω τοπικής εορτής, ως εορτασίμου ημέρας. Κατά την αυτήν ως άνω εορτάσιμον ημέραν τα καφενεία, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια της αυτής πόλεως παραμένουν κλειστά μόνον κατά τας ώρας της περιφοράς της εικόνος…».
Η μνήμη του Αγίου Αναστασίου, νεομάρτυρος του Ναυπλιέως, εορτάζεται πανηγυρικά και στην Αθήνα μεταξύ των εν Αθήναις Ναυπλιωτών, με προτοβουλία του Συλλόγου των απανταχού Ναυπλιωτών «Ο Ναύπλιος» στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση, όπου έχομε από πεντηκοταετίας και φορητή εικόνα του Αγίου.
Εξ όσων γνωρίζω δεν διηγούνται στο Ναύπλιον για θαύματα του Αγίου Αναστασίου. Έν τούτοις η μνήμη του επιβιώνει επί τριακόσια και πλέον χρόνια και μας συγκινεί. Το μεγάλο Του θαύμα είναι η καλή αλλοίωση, που φέρνει στις ψυχές μας η ανάμνηση κάθε χρονιά του μαρτυρίου του, η θερμή πίστη και η αυταπάρνησή του. Η επικοινωνία με τον κόσμο του Πνεύματος, που κάνει ο καθένας μας, με μυστικόν συνομιλητήν μας τον νέον εκείνον Ναυπλιώτη ζωγράφο, τον Άγιον Αναστάσιον του έτους 1655 μ.χ., ο οποίος από το ικρίωμα του μαρτυρίου του (σώζεται η εληά, που λέγεται ότι εκρεμάσθη ο Άγιος) πέρασε με την θυσία του στην αιωνιότητα, απ’ όπου μας στέλνει μηνύματα πίστεως και ομολογίας.
Τελειώνοντας επισημαίνομεν ότι το εκκλησιαστικοπολιτικόν πλαίσιον της εποχής του Αγίου, στο οποίο και ανεφέρθημεν, επιβεβαιώνει την αφελή διήγησιν του Συναξαρίου του.
Σημειωτέον ακόμη το ηθικόν δίδαγμα πού δίδει η αντιφατική εικόνα της εκκλησιαστικής διοικήσεως μέσα στο Τουρκοκρατούμενο Ναύπλιον, κατά την χρονική στιγμή του μαρτυρίου του Αγίου: Τον χειμώνα του 1655 ζουν μέσα στο ασφυκτικά οχυρωμένο Ναύπλιον δύο χριστιανικά πρόσωπα. Το ένα ηλικιωμένο με ανευθυνότητα και με χλιαρότητα, το άλλο πρόσωπο νέο και με πνευματικές αναζητήσεις, ενθουσιασμό και πίστη πολλή.
Το γεγονός θυμίζει την παραβολή περί της βασιλείας των ουρανών, ως σαγήνης (Ματθ.ιγ’,47). Εκεί καθαρά φαίνεται ότι ο Θεός είναι ο Μεγάλος Ψαράς που ζητεί να μας μαζέψη στην βασιλεία των ουρανών. Το δίχτυ του Αλιέως των ψυχών συλλαμβάνει και μικρά και μεγάλα ψάρια, ακόμη και φύκια και σαπρά. Το χρέος μας είναι να προσπαθήσουμε να εκκολαφθούμε πνευματικά μέσα στην σαγήνη του θεού, «όστις θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και είς επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Ιακώβου α’,26). Πολλοί δρόμοι οδηγούν στον Θεό, ο οποίος στέλνει πάντα τους ανθρώπους του, άλλοτε οδηγητές, άλλοτε τιμητές, άλλοτε μόνον σιωπηλούς συμπαραστάτες, διδάσκοντες μόνον με τα καλά τους έργα. Και είδαμε πώς ο Άγιος Αναστάσιος επαρηγόρησε τους απογοητευμένους συμπατριώτες του και ποια μηνύματα πίστεως και πιστότητος στέλνει από την υψηλή του πνευματική περιωπή και θα συνεχίζει να εμπνέη τους «αναθεωρούντας την έκβασιν της ευατού αναστροφής».
Η παρούσα μελέτη αποτελεί, εις γραπτήν μορφήν, το κύκνειον άσμα του αειμνήστου συγγραφέως, ήτοι ανακοίνωσιν αναγνωσθείσαν την 12.11.2000 εν Ύδρα εις το διορθόδοξον επιστημονικόν συνέδριον με θέμα: «Κωνσταντίνος ο Υδραίος – Νεομάρτυρες προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους», το διοργάνωθέν υπό της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης.