Της Μαρίας Καράμπελα
Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να επιτύχει η επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς κατακτητές χωρίς τον απαραίτητο για αυτούς οπλισμό. Αρχικά, οι συνθήκες ήταν δυσμενείς αφού υπήρχαν στοιχειώδη προβλήματα εξοπλισμού. Η απόκτηση των όπλων από τους Έλληνες θα έπρεπε να γίνεται υπό συνθήκες μυστικότητας από τους εχθρούς, ήταν μια δύσκολη διαδικασία, ενώ απαιτούσε και κατάλληλη εκπαίδευση. Αργότερα, σημαντική συνδρομή στους επαναστατημένους Έλληνες υπήρξαν τα βαλκανικά όπλα. Τα βαλκανικά και τα τούρκικα όπλα μεταφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες ή εξάγονταν στην αυτοκρατορία και βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες αυτών στα χέρια Ελλήνων κλεφτών και αρματολών, που τα χρησιμοποίησαν στον αγώνα για την ελευθερία. Επίσης, για τον οπλισμό φρόντιζαν η κεντρική και η τοπική Διοίκηση, αλλά και ο οργανωμένος τακτικός στρατός. Η ενίσχυση των εφοδίων προέρχεται από τα λάφυρα των αγωνιστών και από δωρεές ομογενών εμπόρων και φιλελληνικών εταιρειών και κομιτάτων την Ευρώπης που προμήθευαν τους Έλληνες με σύγχρονα όπλα ευρωπαϊκής προέλευσης.
Κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου υπάρχει ποικιλία οπλισμού, ενώ το κυρίαρχο όπλο που δεσπόζει στον ελλαδικό χώρο ήταν το καρυοφύλλι.
Ελληνικό εμπροσθογεμές καριοφύλλι με μηχανισμό πυρόλιθου. Τέλη 18ου αι.
Ο διαχωρισμός των αρμάτων σε δύο κατηγορίες κατατάσσει το κάθε όπλο ανάλογα με το είδος του. Οι κατηγορίες αυτές είναι α αγχέμαχα και τα εκήβολα. Στην κατηγορία των αγχεμάχων βρίσκονται τα εξής: πάλες, shamhir, γιαταγάνια, χατζάρια/ jambiya, kindjal, πέλεκυς, καφαλοθραύστες καθώς και άλλα μικρά ξιφίδια. Στην κατηγορία των εκήβολων, εκτός από το καρυοφύλλι που προανέφερα, μακρύκανα τουφέκια ήταν επίσης, το αρμούτι, το νταλιάνι, η φιλίντρα, το μαντζάρι, η ντάστικα και ο σισανές. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ναυμάχοι δεν κρατούσαν καρυοφύλλια, αλλά χρησιμοποιούσαν τα τρομπόνια.
Γιαταγάνι
Εργαστήρια κατασκευής όπλων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές, όπως στην Αρκαδία, στο Μαυρίλο και στη Φθιώτιδα, ιδιαίτερα όμως στη Ήπειρο και στα Άγραφα. Επίσης, είναι γνωστοί οι μπαρουτόμυλοι των Αδελφών Σπηλιοτόπουλου στη Δημητσάνα, που ήταν η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Το 1825 άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών, υπό την διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.
Το φημισμένο καρυοφύλλι οφείλει την ονομασία του στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, “Carlo e figli” (Κάρλο και υιοί), το οποίο κατασκεύασε το πρώτο καρυοφύλλι. Αξίζει να αναφερθώ ιδιαίτερα στα σπαθιά των αγωνιστών, που ήταν όπλα της παλικαριάς που καταξίωναν τον αντρειωμένο στη μάχη σώμα με σώμα. Το καρυοφύλλι και η πιστόλα κρατούσαν τον εχθρό σε απόσταση. Τη νίκη όμως έδινε το σπαθί και γι’ αυτό ήταν το τιμημένο όπλο της αρματωσιάς τους. Οι πολεμιστές έδιναν ιερό όρκο πάνω στα σπαθιά τους και αυτό δείχνει την σημασία που είχαν τα σπαθιά για αυτούς.
Ο διάκοσμος του οπλισμού είναι ξεχωριστός, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την οικονομική κατάσταση του κατόχου. Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, δέρμα, ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών. Η κατοχή καλών και διακοσμημένων όπλων ήταν μια συνεχής ενασχόληση, που γέμιζε περηφάνια τον ιδιοκτήτη. Όπως οι σταυροφόροι, οι χριστιανοί μαχητές θεωρούσαν τον αγώνα τους ιερό και έβαζαν τον ιερέα να ευλογεί τα όπλα τους.
Οι αγωνιστές θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της ενδυμασίας τους τα άρματά τους. Ήταν η τιμής τους, η αντρειοσύνη τους, τα κοσμήματά τους και η περηφάνια τους. Όταν μάλιστα ήταν λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη από το χέρι του νεκρού εχθρού, τότε ο ιδιοκτήτης είχε επιφανέστερη θέση. Θεωρούσαν τα όπλα τους ιερά όπως ακριβώς τις Άγιες εικόνες. Τα είχαν σαν παιδιά τους και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τους έδιναν τα ονόματα των παιδιών τους, αλλά και άλλων συγγενικών προσώπων. Ο Καραϊσκάκης το καρυοφύλλι του το έλεγε «Βασιλική», ο Αθανάσιος Διάκος «Παπαδιά», ο Δημήτρης Μακρής «Λιάρο», ο Γρίβας «Μαυρίκιο» και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «Ματζάρι».
Πλήθος από αναπαραστάσεις και λιθογραφίες της εποχής απεικονίζουν τους αγωνιστές με όλο τους τον οπλισμό. Είναι ενδεικτική η σκηνή που απεικονίζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη μάχη της Μεγίστης Λαύρας να ευλογεί τις σημαίες και τα όπλα των Ελλήνων επαναστατών.
Τη σημασία που πρέπει να έχουν για τους νεότερους Έλληνες τα όπλα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, μας την δείχνει ο στίχος του ποιητή Κωστή Παλαμά:
“Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
Οι φουστανέλες, τα άρματα, η φέρμελη, η χρυσή.
Τα άγιασε το αίμα κι η φωτιά, φέρτε λιβανιστήρια
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί”.
Είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να επιτύχει η επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στους Οθωμανούς κατακτητές χωρίς τον απαραίτητο για αυτούς οπλισμό. Αρχικά, οι συνθήκες ήταν δυσμενείς αφού υπήρχαν στοιχειώδη προβλήματα εξοπλισμού. Η απόκτηση των όπλων από τους Έλληνες θα έπρεπε να γίνεται υπό συνθήκες μυστικότητας από τους εχθρούς, ήταν μια δύσκολη διαδικασία, ενώ απαιτούσε και κατάλληλη εκπαίδευση. Αργότερα, σημαντική συνδρομή στους επαναστατημένους Έλληνες υπήρξαν τα βαλκανικά όπλα. Τα βαλκανικά και τα τούρκικα όπλα μεταφέρονταν από τους Οθωμανούς στρατιώτες ή εξάγονταν στην αυτοκρατορία και βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες αυτών στα χέρια Ελλήνων κλεφτών και αρματολών, που τα χρησιμοποίησαν στον αγώνα για την ελευθερία. Επίσης, για τον οπλισμό φρόντιζαν η κεντρική και η τοπική Διοίκηση, αλλά και ο οργανωμένος τακτικός στρατός. Η ενίσχυση των εφοδίων προέρχεται από τα λάφυρα των αγωνιστών και από δωρεές ομογενών εμπόρων και φιλελληνικών εταιρειών και κομιτάτων την Ευρώπης που προμήθευαν τους Έλληνες με σύγχρονα όπλα ευρωπαϊκής προέλευσης.
Κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου υπάρχει ποικιλία οπλισμού, ενώ το κυρίαρχο όπλο που δεσπόζει στον ελλαδικό χώρο ήταν το καρυοφύλλι.
Ελληνικό εμπροσθογεμές καριοφύλλι με μηχανισμό πυρόλιθου. Τέλη 18ου αι.
Ο διαχωρισμός των αρμάτων σε δύο κατηγορίες κατατάσσει το κάθε όπλο ανάλογα με το είδος του. Οι κατηγορίες αυτές είναι α αγχέμαχα και τα εκήβολα. Στην κατηγορία των αγχεμάχων βρίσκονται τα εξής: πάλες, shamhir, γιαταγάνια, χατζάρια/ jambiya, kindjal, πέλεκυς, καφαλοθραύστες καθώς και άλλα μικρά ξιφίδια. Στην κατηγορία των εκήβολων, εκτός από το καρυοφύλλι που προανέφερα, μακρύκανα τουφέκια ήταν επίσης, το αρμούτι, το νταλιάνι, η φιλίντρα, το μαντζάρι, η ντάστικα και ο σισανές. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ναυμάχοι δεν κρατούσαν καρυοφύλλια, αλλά χρησιμοποιούσαν τα τρομπόνια.
Γιαταγάνι
Εργαστήρια κατασκευής όπλων υπήρχαν σε διάφορες περιοχές, όπως στην Αρκαδία, στο Μαυρίλο και στη Φθιώτιδα, ιδιαίτερα όμως στη Ήπειρο και στα Άγραφα. Επίσης, είναι γνωστοί οι μπαρουτόμυλοι των Αδελφών Σπηλιοτόπουλου στη Δημητσάνα, που ήταν η έδρα της πρώτης ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Το 1825 άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής τυφεκίων και πυροβόλων και κατασκευής πυρομαχικών, υπό την διοίκηση του Γάλλου συνταγματάρχη Αρνώ, ο οποίος έφερε από τη Γαλλία τα αναγκαία μηχανήματα και επιτελείο πυροτεχνουργών.
Το φημισμένο καρυοφύλλι οφείλει την ονομασία του στο Βενετικό εργοστάσιο κατασκευής όπλων, “Carlo e figli” (Κάρλο και υιοί), το οποίο κατασκεύασε το πρώτο καρυοφύλλι. Αξίζει να αναφερθώ ιδιαίτερα στα σπαθιά των αγωνιστών, που ήταν όπλα της παλικαριάς που καταξίωναν τον αντρειωμένο στη μάχη σώμα με σώμα. Το καρυοφύλλι και η πιστόλα κρατούσαν τον εχθρό σε απόσταση. Τη νίκη όμως έδινε το σπαθί και γι’ αυτό ήταν το τιμημένο όπλο της αρματωσιάς τους. Οι πολεμιστές έδιναν ιερό όρκο πάνω στα σπαθιά τους και αυτό δείχνει την σημασία που είχαν τα σπαθιά για αυτούς.
Ο διάκοσμος του οπλισμού είναι ξεχωριστός, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει την οικονομική κατάσταση του κατόχου. Χάλυβας, χαλκός, χρυσός και φίλντισι, ασήμι, πολύτιμες πέτρες, δέρμα, ακόμη και μαργαριτάρια και κοράλλια ήταν τα διακοσμητικά υλικά σε λαβές τουφεκιών, γιαταγανιών και σπαθιών. Η κατοχή καλών και διακοσμημένων όπλων ήταν μια συνεχής ενασχόληση, που γέμιζε περηφάνια τον ιδιοκτήτη. Όπως οι σταυροφόροι, οι χριστιανοί μαχητές θεωρούσαν τον αγώνα τους ιερό και έβαζαν τον ιερέα να ευλογεί τα όπλα τους.
Οι αγωνιστές θεωρούσαν αναπόσπαστο μέρος της ενδυμασίας τους τα άρματά τους. Ήταν η τιμής τους, η αντρειοσύνη τους, τα κοσμήματά τους και η περηφάνια τους. Όταν μάλιστα ήταν λάφυρα που αποκτήθηκαν στη μάχη από το χέρι του νεκρού εχθρού, τότε ο ιδιοκτήτης είχε επιφανέστερη θέση. Θεωρούσαν τα όπλα τους ιερά όπως ακριβώς τις Άγιες εικόνες. Τα είχαν σαν παιδιά τους και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τους έδιναν τα ονόματα των παιδιών τους, αλλά και άλλων συγγενικών προσώπων. Ο Καραϊσκάκης το καρυοφύλλι του το έλεγε «Βασιλική», ο Αθανάσιος Διάκος «Παπαδιά», ο Δημήτρης Μακρής «Λιάρο», ο Γρίβας «Μαυρίκιο» και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος «Ματζάρι».
Πλήθος από αναπαραστάσεις και λιθογραφίες της εποχής απεικονίζουν τους αγωνιστές με όλο τους τον οπλισμό. Είναι ενδεικτική η σκηνή που απεικονίζει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στη μάχη της Μεγίστης Λαύρας να ευλογεί τις σημαίες και τα όπλα των Ελλήνων επαναστατών.
Τη σημασία που πρέπει να έχουν για τους νεότερους Έλληνες τα όπλα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, μας την δείχνει ο στίχος του ποιητή Κωστή Παλαμά:
“Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
Οι φουστανέλες, τα άρματα, η φέρμελη, η χρυσή.
Τα άγιασε το αίμα κι η φωτιά, φέρτε λιβανιστήρια
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί”.