Γιορτάστηκε το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου, ενώ η Κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα. Ο Όθων ήταν αντίθετος να συνδυαστεί η επανάσταση με την εκκλησιαστική γιορτή του Ευαγγελισμού. Το παλάτι δεν επιθυμούσε έξοδα γιορτές την εποχή που οι Αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Το “υπερθέαμα”: εκατοντάδες νέοι με δαδιά ή λαδοφάναρα σχημάτισαν το “εν τούτω Νίκα” στο Λυκαβηττό, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι. Λέγεται ότι για την πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
Η 25η Μαρτίου, ως ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1838 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής οφείλεται στην επιμονή και το πείσμα του Δημάρχου της Αθήνας Δημ. Καλλιφρονά ( 1805 – 1879) [1]. Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε έξοδα για γιορτές, όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων.
Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του [2] τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν, τότε, στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις (λιγοστές) πλατείες.
Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός , που συνδυάζεται με το ’21 της επαναστασης. Άρχισαν, έπειτα, να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί, της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον, τότε, Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου), στην οποία, και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα. Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος, πάντα, φωταγώγησε με λαδοφάναρα[3] τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα»[4]. Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
σημειώσεις
[1] Δημ. Λαμπίκη, τα 100 χρόνια του Δήμου Αθηναίων, 1938, σελ. 43
[2] Στους ιστορικούς μελετητές είναι γνωστό το κείμενο του “διατάγματος” 980/1838 που καθιέρωνε τη μεγάλη εθνική εορτή, αλλά το κείμενο τούτο κυκλοφόρησε μόνο στον Τύπο και δε δημοσιεύτηκε ποτέ στην εφημερίδα της Κυβέρνησης (συνεπώς δεν πρόκειται για Διάταγμα). Το κείμενο έχει ως εξής:
«Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγιας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσίευση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα».
[3]Είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί ότι τότε η πρωτεύουσα, φωτιζόταν με 70 – 80 λαδοφάναρα του Δήμου και όταν φυσούσε δυνατός άνεμος έσβηναν όλα. Για να περιοριστούν τα περιττά έξοδα (για το φωτισμό ο Δήμος δαπανούσε το 5% του προϋπολογισμού του) κατά τις νύχτες με φεγγάρι, άναβαν μόνο τα 20-25 λαδοφάναρα.
[4] αναφέρεται και στους στίχους του Παν Σούτσου:” και αστήρ εν τούτω νίκα/ επεφάνη φωτεινός…”