Αν και γνωστή από την αρχαία Ελλάδα, μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζει να κερδίζει μια θέση μεταξύ των πολλά υποσχόμενων καλλιεργειών, εντασσόμενη και σε χρηματοδοτικά προγράμματα του υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης. Ο λόγος για την κρανιά, ένα αυτόχθονο, μακρόβιο δέντρο, προσαρμοσμένο στις κλιματικές και εδαφικές συνθήκες της χώρας μας, που θεωρείται ιδανικό για ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
Η κρανιά, καθώς πρόκειται για δέντρο δασικό που αυτοφύεται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ουδέποτε καλλιεργήθηκε σε εμπορική κλίμακα κατά το παρελθόν. Όμως, ο καρπός της, το κράνο, διαθέτει εξαιρετικά ισχυρές αντιοξειδωτικές ικανότητες, καθώς περιέχει βιταμίνες C και Ε, καροτινοειδή και φαινολικές ενώσεις. Οι ιδιότητες αυτές έχουν φέρει σταδιακά τα κράνα στο προσκήνιο των εναλλακτικών καλλιεργειών, με τη ζήτηση από τις οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.
Σε αντίθεση με άλλες καλλιέργειες, η κρανιά τώρα «ανακαλύπτεται» από τους μεγάλους παραγωγούς, κάτι που καθιστά τη συμβολαιακή της καλλιέργεια πολλά υποσχόμενη. Προοπτική ιδιαίτερα ευοίωνη, καθώς συγκαταλέγεται, μαζί με τα συγγενή βατόμουρα και μούρα, στις σημαντικότερες υπερτροφές (super foods), αυτές που περιέχουν ισχυρές αντιμικροβιακές ουσίες, που ενδυναμώνουν το αγγειακό σύστημα. Μάλιστα, λόγω της διατροφικής της αξίας, των αντιοξειδωτικών και των φαρμακευτικών ιδιοτήτων της, αξιοποιείται και στη φαρμακοβιομηχανία.
Έρευνες απέδειξαν ότι τα κράνα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φλαβονοειδή, ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα. Σε άλλες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe) αλλά και βιταμίνη C (103 mg/100 g), καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (4873 mg/100 g, περισσότερο από φράουλες, πορτοκάλια και ακτινίδια), καροτίνη και τανίνες.
Η κρανιά, καθώς πρόκειται για δέντρο δασικό που αυτοφύεται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, ουδέποτε καλλιεργήθηκε σε εμπορική κλίμακα κατά το παρελθόν. Όμως, ο καρπός της, το κράνο, διαθέτει εξαιρετικά ισχυρές αντιοξειδωτικές ικανότητες, καθώς περιέχει βιταμίνες C και Ε, καροτινοειδή και φαινολικές ενώσεις. Οι ιδιότητες αυτές έχουν φέρει σταδιακά τα κράνα στο προσκήνιο των εναλλακτικών καλλιεργειών, με τη ζήτηση από τις οργανωμένες ευρωπαϊκές αγορές να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.
Σε αντίθεση με άλλες καλλιέργειες, η κρανιά τώρα «ανακαλύπτεται» από τους μεγάλους παραγωγούς, κάτι που καθιστά τη συμβολαιακή της καλλιέργεια πολλά υποσχόμενη. Προοπτική ιδιαίτερα ευοίωνη, καθώς συγκαταλέγεται, μαζί με τα συγγενή βατόμουρα και μούρα, στις σημαντικότερες υπερτροφές (super foods), αυτές που περιέχουν ισχυρές αντιμικροβιακές ουσίες, που ενδυναμώνουν το αγγειακό σύστημα. Μάλιστα, λόγω της διατροφικής της αξίας, των αντιοξειδωτικών και των φαρμακευτικών ιδιοτήτων της, αξιοποιείται και στη φαρμακοβιομηχανία.
Έρευνες απέδειξαν ότι τα κράνα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φλαβονοειδή, ανθοκυάνες και φαινολικά παράγωγα. Σε άλλες εργαστηριακές έρευνες βρέθηκε μεγάλη περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe) αλλά και βιταμίνη C (103 mg/100 g), καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε ασκορβικό οξύ (4873 mg/100 g, περισσότερο από φράουλες, πορτοκάλια και ακτινίδια), καροτίνη και τανίνες.
Τα μυστικά της καλλιέργειας
Σε αντίθεση με άλλες απαιτητικές καλλιέργειες, η κρανιά τα πρώτα χρόνια ζωής της σχεδόν ζητά μόνο... νερό. Χαρακτηρίζεται από εξαιρετική αντοχή και δεν έχει φυσικούς εχθρούς. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών και σε όλες τις θερμοκρασίες, ακόμα και σε εξαιρετικά χαμηλές, ενώ δεν χρειάζεται επίπονη εργασία και σπάνια κλαδεύεται. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, όταν το δέντρο είναι νεαρό, χρειάζεται άφθονο νερό. Επιθυμητό είναι να υπάρχει νερό και να αρδεύονται κάθε 10-15 ημέρες κατά τη θερινή, άνομβρη περίοδο. Καθώς δεν χρειάζεται φυτοφάρμακα και λιπάσματα, τα προϊόντα της είναι 100% βιολογικά.
Η κρανιά είναι κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Η εκμετάλλευση αυτών των εκτάσεων είναι δυνατή μόνο με καλλιέργειες που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, δεν χρειάζονται, δηλαδή, εντατική φροντίδα.Έτσι, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στους οριακής απόδοσης μικρούς αγρούς, που συνήθως συναντώνται στην ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό, θεωρείται πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια για την υψομετρική ζώνη μεταξύ 300 και 800 μέτρων, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί και σε εγκαταλειμμένα χωράφια.
Φύτευση
Τα δενδρύλλια φυτεύονται στα τέλη Οκτωβρίου, σε χαμηλά υψόμετρα, ή στις αρχές Μαρτίου, σε μεγαλύτερα υψόμετρα, με πιο χαμηλές θερμοκρασίες (60-85 δενδρύλλια/στρέμμα). Ανθίζει τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο), ενώ οι καρποί ωριμάζουν στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.
Οι νωποί, ώριμοι σπόροι της κρανιάς σπέρνονται σε εξωτερικά παρτέρια. Ο σπόρος πρέπει να αποσπάται από τη σάρκα, διότι αυτή περιέχει απαγορευτικά εκβλάστησης. Σπόρος από συντήρηση στρωματώνεται σε ψυχρό χώρο για 3-4 μήνες και σπέρνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα την άνοιξη. Επειδή ο σπόρος της κρανιάς φυτρώνει δύσκολα, αναφέρεται πως και μια βραχεία περίοδος θερμής στρωμάτωσης, που προηγείται της ψυχρής, βελτιώνει την εκφύ-τρωση. Η εκφύτρωση συντηρημένου σπόρου είναι πολύ αργή και μπορεί να πάρει και 18 μήνες. Τα σπορόφυτα πρέπει να μεταφυτεύονται σε μικρά δοχεία και να διατηρούνται σε θερμοκήπιο τον πρώτο χειμώνα. Την άνοιξη μεταφέρονται σε εξωτερική έκταση του φυτωρίου, αμέσως μετά την παρέλευση των παγετών.
Πολλαπλασιασμός
Η κρανιά πολλαπλασιάζεται με σπόρους, μοσχεύματα και παραφυάδες. Νέα φυτά μπορεί να προέλθουν και από μοσχεύματα μαλακού ξύλου βλαστών στο τέλος της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού, ή από μοσχεύματα ημίσκληρου ξύλου στο μέσον ή το τέλος του καλοκαιριού, ή από μοσχεύματα σκληρού ξύλου στο τέλος φθινοπώρου ή τον χειμώνα. Επίσης, μπορεί να πολλαπλασιαστεί με παραφυάδες ή εναέριες καταβολάδες. Η συλλογή του καρπού γίνεται με άπλωμα διχτύων και δόνηση των κλαδιών. Ο καρπός πλένεται και είτε καταναλώνεται νωπός είτε ψύχεται την ίδια ημέρα.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως η καρποφορία αρχίζει από το 4ο με 5ο έτος, ενώ φτάνει στην κορύφωση της στο 15ο έτος, με την παραγωγή τότε να ξεπερνά τον 1 τόνο ανά στρέμμα. Έτσι, σε βάθος χρόνου και σε πλήρη ανάπτυξη των δέντρων, η παραγωγή μπορεί να αποφέρει μέχρι και 1.500 ευρώ ανά στρέμμα, έσοδο σημαντικό, δεδομένου ότι τα έξοδα είναι σχεδόν αμελητέα. Επιπλέον, προβλέπονται ενισχύσεις από 40% έως και 75% για την εγκατάσταση φυτείας, ανάλογα με την ιδιότητα του δικαιούχου και τον τόπο της μόνιμης κατοικίας ή έδρας.
Από το χωράφι στη μεταποίηση
Αν και θεωρείται «θαυματουργό» φυτό, οι χρήσεις και τα προϊόντα της κρανιάς δεν είναι ιδιαίτερα πολλά. Μόλις τα τελευταία χρόνια ένας παραγωγός από την Κυψέλη Ημαθίας, ο Κώστας Ντούλιας, ο οποίος θεωρείται από τους πρωτοπόρους της συγκεκριμένης καλλιέργειας, δημιούργησε στην Ελλάδα τον πρώτο πρότυπο συστηματικό βιολογικό κρανεώνα, 16 στρεμμάτων, και εδώ και χρόνια ασχολείται με την παραγωγή, την εμπορία και τη μεταποίηση της κρανιάς και των προϊόντων της (εκχύλισμα κράνων, κομπόστα, κρανοποτό, μαρμελάδα, γλυκό, αφέψημα κ.ά.).
Η εκμετάλλευση αυτή επικεντρώνεται στην έρευνα της ανάπτυξης της κρανιάς και τη χρησιμότητα των καρπών διαφορετικών ποικιλιών της στη μεταποίηση και διαθέτει φυτώριο με δενδρύλλια κρανιάς, σπορόφυτα ή εμβολιασμένα. Αποτέλεσμα της χρόνιας ενασχόλησης του συγκεκριμένου καλλιεργητή ήταν και η δημιουργία παραγωγικών ποικιλιών, στις οποίες έδωσε το όνομά του και κατοχυρώθηκαν από το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (CPVO).
Στην Ευρώπη υπάρχουν διάφορες ποικιλίες, με κίτρινους, λευκωπούς και μοβ καρπούς. Η ποικιλία Jolico παράγει νόστιμους και γλυκείς καρπούς, μεγάλους σε μέγεθος. Η ποικιλία Pioneer φημίζεται για τους εύχυμους, γλυκείς και αρωματικούς, αχλαδόμορφους καρπούς της, που φτάνουν σε μέγεθος τα 35 χιλιοστά.
Αλλά στο φυτώριο «Ντούλια» καλλιεργούνται και δοκιμασμένες ελληνικές ποικιλίες, με άριστα χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι Έλληνες καλλιεργητές παραλαμβάνουν τη σκυτάλη στην καλλιέργεια της κρανιάς. Καθώς η κρανιά αγαπά το υψόμετρο, οι περισσότερες καλλιέργειες εντοπίζονται σήμερα στη Ροδόπη, τις Σέρρες, την Ημαθία, την Κοζάνη, αλλά και την Ήπειρο, από παραγωγούς που έχουν εκτάσεις σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, ήταν ακαλλιέργητες επί σειρά πολλών ετών.
Σε πολλές περιπτώσεις, αναφέρουν οι ειδικοί, η καλλιέργεια της κρανιάς λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλες δραστηριότητες. Αυτό συμβαίνει καθώς πολλοί αγρότες διαθέτουν εκτάσεις σε ορεινά σημεία, οι οποίες ελάχιστα αξιοποιούνται. Έτσι, κάποιοι δοκιμάζουν την κρανιά, μεταπουλώντας στη συνέχεια τον καρπό της. Επίσης, τα τελευταία χρόνια η συγκεκριμένη καλλιέργεια κερδίζει έδαφος και σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία.
Κράνα, όχι κράνμπερι
Ένα από τα πιο συχνά λάθη που γίνονται αναφορικά με την κρανιά (Cornus mas) είναι η σύνδεση της με το κράνμπερι (Vaccinium macrocarpon), περισσότερο συγγενές με το μύρτιλλο. Το κράνμπερι είναι αειθαλής θάμνος με καταγωγή από τη Β. Αμερική. Οι καρποί του έχουν σκούρο βυσσινί χρώμα, με απαλή γεύση μήλου, και θεωρούνται επίσης ευεργετικοί για την υγεία. Αντίθετα, η ελληνική κρανιά είναι δέντρο φυλλοβόλο που αυτοφύεται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, με κόκκινους γυαλιστερούς καρπούς και ακόμα περισσότερες ευεργετικές ιδιότητες.
Μια «άγνωστη» σούπερ-τροφή με υψηλή διατροφική αξία
Αν και η αξία του ξύλου και των καρπών της έχει επισημανθεί ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη και στην αρχαία Ελλάδα έφτιαχναν δόρατα και βέλη από το ξύλο της, ακόμα πιο χρήσιμη ήταν στην παραδοσιακή ελληνική βοτανοθεραπεία, καθώς τα κράνα συμπεριλαμβάνονται στην καταπολέμηση αρκετών ασθενειών που σχετίζονται με την πέψη.
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διαπιστώνεται πως τα κράνα είναι σημαντικής διατροφικής αξίας, καθώς είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και η ολική αντιοξειδωτική τους ικανότητα είναι υψηλότερη από κάθε άλλο φρούτο με το οποίο συγκρίθηκαν. Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν ελληνικές ποικιλίες κρανιάς που ήδη καλλιεργούνται και έγινε σύγκριση με 62 ποικιλίες από 17 είδη οπωροφόρων με τη μέθοδο ΕΚΛΡ. Όπως προέκυψε, η αντιοξειδωτική ικανότητα των διαφόρων ειδών που μελετήθηκαν -με φθίνουσα σειρά- ήταν: κράνα, τζίτζιφα, κεράσια, κόκκινα σταφύλια, βατόμουρα, αχλάδια, λωτοί, δαμάσκηνα, ροδάκινα, λευκά σταφύλια, ρόδια, μήλα, νεκταρίνια, ακτινίδια, κυδώνια, σύκα, βερίκοκα. Διαφοροποιήσεις βρέθηκαν και μεταξύ ποικιλιών του κάθε είδους.
Σήμερα νέες έρευνες αποδεικνύουν πως τα κράνα περιέχουν υψηλό επίπεδο φλαβανοειδών και ανθοκυάνης κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και ωρίμανσης του καρπού. Επίσης, έχει διαπιστωθεί με εργαστηριακές αναλύσεις ότι περιέχουν βιταμίνη C και είναι πλούσια σε καροτίνη, πηκτίνη και τανίνη, καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφική έρευνα της Φαρμακευτικής Σχολής του Α.Π.Θ., το κράνο περιέχει φλαβανοειδή, ανθοκυανίνες, έντονα αντιοξειδωτικά και φαινολικά παράγωγα. Λόγω των εμπεριεχομένων τανινών έχει, επίσης, στυπτικές ιδιότητες.
Γνωστή από την αρχαία Ελλάδα
Στην «Ιλιάδα»
Το δέντρο είναι γνωστό από την εποχή του Ομήρου με το όνομα «κράνεια», και μάλιστα αναφέρεται στην «Ιλιάδα» (Π, 767). Ο Όμηρος αναφέρει ότι η φοβερή Κίρκη παρέθεσε στον Οδυσσέα και στην παρέα του για τροφή «καρπόν κρανείας και άκυλλον βάλανον», κράνα, δηλαδή, και πουρναρίσια βαλανίδια.
Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν τόσο σκληρό όσο και το κόκκαλο και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, τόξα και μπαστούνια. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. Από το ίδιο ξύλο φτιάχνονταν και τα μακεδονικά δόρατα, οι γνωστές «σάρισες». Ήδη από την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν οι καρποί της κρανιάς και για φαρμακευτικούς σκοπούς.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 13ης Αυγούστου
Πηγή:www.capital.gr
Σε αντίθεση με άλλες απαιτητικές καλλιέργειες, η κρανιά τα πρώτα χρόνια ζωής της σχεδόν ζητά μόνο... νερό. Χαρακτηρίζεται από εξαιρετική αντοχή και δεν έχει φυσικούς εχθρούς. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλα τα είδη των εδαφών και σε όλες τις θερμοκρασίες, ακόμα και σε εξαιρετικά χαμηλές, ενώ δεν χρειάζεται επίπονη εργασία και σπάνια κλαδεύεται. Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, όταν το δέντρο είναι νεαρό, χρειάζεται άφθονο νερό. Επιθυμητό είναι να υπάρχει νερό και να αρδεύονται κάθε 10-15 ημέρες κατά τη θερινή, άνομβρη περίοδο. Καθώς δεν χρειάζεται φυτοφάρμακα και λιπάσματα, τα προϊόντα της είναι 100% βιολογικά.
Η κρανιά είναι κατάλληλη για ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Η εκμετάλλευση αυτών των εκτάσεων είναι δυνατή μόνο με καλλιέργειες που δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικές, δεν χρειάζονται, δηλαδή, εντατική φροντίδα.Έτσι, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στους οριακής απόδοσης μικρούς αγρούς, που συνήθως συναντώνται στην ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα. Για τον λόγο αυτό, θεωρείται πολλά υποσχόμενη καλλιέργεια για την υψομετρική ζώνη μεταξύ 300 και 800 μέτρων, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί και σε εγκαταλειμμένα χωράφια.
Φύτευση
Τα δενδρύλλια φυτεύονται στα τέλη Οκτωβρίου, σε χαμηλά υψόμετρα, ή στις αρχές Μαρτίου, σε μεγαλύτερα υψόμετρα, με πιο χαμηλές θερμοκρασίες (60-85 δενδρύλλια/στρέμμα). Ανθίζει τον χειμώνα (Ιανουάριο-Φεβρουάριο), ενώ οι καρποί ωριμάζουν στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου.
Οι νωποί, ώριμοι σπόροι της κρανιάς σπέρνονται σε εξωτερικά παρτέρια. Ο σπόρος πρέπει να αποσπάται από τη σάρκα, διότι αυτή περιέχει απαγορευτικά εκβλάστησης. Σπόρος από συντήρηση στρωματώνεται σε ψυχρό χώρο για 3-4 μήνες και σπέρνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα την άνοιξη. Επειδή ο σπόρος της κρανιάς φυτρώνει δύσκολα, αναφέρεται πως και μια βραχεία περίοδος θερμής στρωμάτωσης, που προηγείται της ψυχρής, βελτιώνει την εκφύ-τρωση. Η εκφύτρωση συντηρημένου σπόρου είναι πολύ αργή και μπορεί να πάρει και 18 μήνες. Τα σπορόφυτα πρέπει να μεταφυτεύονται σε μικρά δοχεία και να διατηρούνται σε θερμοκήπιο τον πρώτο χειμώνα. Την άνοιξη μεταφέρονται σε εξωτερική έκταση του φυτωρίου, αμέσως μετά την παρέλευση των παγετών.
Πολλαπλασιασμός
Η κρανιά πολλαπλασιάζεται με σπόρους, μοσχεύματα και παραφυάδες. Νέα φυτά μπορεί να προέλθουν και από μοσχεύματα μαλακού ξύλου βλαστών στο τέλος της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού, ή από μοσχεύματα ημίσκληρου ξύλου στο μέσον ή το τέλος του καλοκαιριού, ή από μοσχεύματα σκληρού ξύλου στο τέλος φθινοπώρου ή τον χειμώνα. Επίσης, μπορεί να πολλαπλασιαστεί με παραφυάδες ή εναέριες καταβολάδες. Η συλλογή του καρπού γίνεται με άπλωμα διχτύων και δόνηση των κλαδιών. Ο καρπός πλένεται και είτε καταναλώνεται νωπός είτε ψύχεται την ίδια ημέρα.
Θα πρέπει, όμως, να σημειωθεί πως η καρποφορία αρχίζει από το 4ο με 5ο έτος, ενώ φτάνει στην κορύφωση της στο 15ο έτος, με την παραγωγή τότε να ξεπερνά τον 1 τόνο ανά στρέμμα. Έτσι, σε βάθος χρόνου και σε πλήρη ανάπτυξη των δέντρων, η παραγωγή μπορεί να αποφέρει μέχρι και 1.500 ευρώ ανά στρέμμα, έσοδο σημαντικό, δεδομένου ότι τα έξοδα είναι σχεδόν αμελητέα. Επιπλέον, προβλέπονται ενισχύσεις από 40% έως και 75% για την εγκατάσταση φυτείας, ανάλογα με την ιδιότητα του δικαιούχου και τον τόπο της μόνιμης κατοικίας ή έδρας.
Από το χωράφι στη μεταποίηση
Αν και θεωρείται «θαυματουργό» φυτό, οι χρήσεις και τα προϊόντα της κρανιάς δεν είναι ιδιαίτερα πολλά. Μόλις τα τελευταία χρόνια ένας παραγωγός από την Κυψέλη Ημαθίας, ο Κώστας Ντούλιας, ο οποίος θεωρείται από τους πρωτοπόρους της συγκεκριμένης καλλιέργειας, δημιούργησε στην Ελλάδα τον πρώτο πρότυπο συστηματικό βιολογικό κρανεώνα, 16 στρεμμάτων, και εδώ και χρόνια ασχολείται με την παραγωγή, την εμπορία και τη μεταποίηση της κρανιάς και των προϊόντων της (εκχύλισμα κράνων, κομπόστα, κρανοποτό, μαρμελάδα, γλυκό, αφέψημα κ.ά.).
Η εκμετάλλευση αυτή επικεντρώνεται στην έρευνα της ανάπτυξης της κρανιάς και τη χρησιμότητα των καρπών διαφορετικών ποικιλιών της στη μεταποίηση και διαθέτει φυτώριο με δενδρύλλια κρανιάς, σπορόφυτα ή εμβολιασμένα. Αποτέλεσμα της χρόνιας ενασχόλησης του συγκεκριμένου καλλιεργητή ήταν και η δημιουργία παραγωγικών ποικιλιών, στις οποίες έδωσε το όνομά του και κατοχυρώθηκαν από το Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών (CPVO).
Στην Ευρώπη υπάρχουν διάφορες ποικιλίες, με κίτρινους, λευκωπούς και μοβ καρπούς. Η ποικιλία Jolico παράγει νόστιμους και γλυκείς καρπούς, μεγάλους σε μέγεθος. Η ποικιλία Pioneer φημίζεται για τους εύχυμους, γλυκείς και αρωματικούς, αχλαδόμορφους καρπούς της, που φτάνουν σε μέγεθος τα 35 χιλιοστά.
Αλλά στο φυτώριο «Ντούλια» καλλιεργούνται και δοκιμασμένες ελληνικές ποικιλίες, με άριστα χαρακτηριστικά.
Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι Έλληνες καλλιεργητές παραλαμβάνουν τη σκυτάλη στην καλλιέργεια της κρανιάς. Καθώς η κρανιά αγαπά το υψόμετρο, οι περισσότερες καλλιέργειες εντοπίζονται σήμερα στη Ροδόπη, τις Σέρρες, την Ημαθία, την Κοζάνη, αλλά και την Ήπειρο, από παραγωγούς που έχουν εκτάσεις σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, ήταν ακαλλιέργητες επί σειρά πολλών ετών.
Σε πολλές περιπτώσεις, αναφέρουν οι ειδικοί, η καλλιέργεια της κρανιάς λειτουργεί συμπληρωματικά με άλλες δραστηριότητες. Αυτό συμβαίνει καθώς πολλοί αγρότες διαθέτουν εκτάσεις σε ορεινά σημεία, οι οποίες ελάχιστα αξιοποιούνται. Έτσι, κάποιοι δοκιμάζουν την κρανιά, μεταπουλώντας στη συνέχεια τον καρπό της. Επίσης, τα τελευταία χρόνια η συγκεκριμένη καλλιέργεια κερδίζει έδαφος και σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και η Τουρκία.
Κράνα, όχι κράνμπερι
Ένα από τα πιο συχνά λάθη που γίνονται αναφορικά με την κρανιά (Cornus mas) είναι η σύνδεση της με το κράνμπερι (Vaccinium macrocarpon), περισσότερο συγγενές με το μύρτιλλο. Το κράνμπερι είναι αειθαλής θάμνος με καταγωγή από τη Β. Αμερική. Οι καρποί του έχουν σκούρο βυσσινί χρώμα, με απαλή γεύση μήλου, και θεωρούνται επίσης ευεργετικοί για την υγεία. Αντίθετα, η ελληνική κρανιά είναι δέντρο φυλλοβόλο που αυτοφύεται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, με κόκκινους γυαλιστερούς καρπούς και ακόμα περισσότερες ευεργετικές ιδιότητες.
Μια «άγνωστη» σούπερ-τροφή με υψηλή διατροφική αξία
Αν και η αξία του ξύλου και των καρπών της έχει επισημανθεί ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη και στην αρχαία Ελλάδα έφτιαχναν δόρατα και βέλη από το ξύλο της, ακόμα πιο χρήσιμη ήταν στην παραδοσιακή ελληνική βοτανοθεραπεία, καθώς τα κράνα συμπεριλαμβάνονται στην καταπολέμηση αρκετών ασθενειών που σχετίζονται με την πέψη.
Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διαπιστώνεται πως τα κράνα είναι σημαντικής διατροφικής αξίας, καθώς είναι πλούσια σε αντιοξειδωτικά και η ολική αντιοξειδωτική τους ικανότητα είναι υψηλότερη από κάθε άλλο φρούτο με το οποίο συγκρίθηκαν. Συγκεκριμένα, εξετάστηκαν ελληνικές ποικιλίες κρανιάς που ήδη καλλιεργούνται και έγινε σύγκριση με 62 ποικιλίες από 17 είδη οπωροφόρων με τη μέθοδο ΕΚΛΡ. Όπως προέκυψε, η αντιοξειδωτική ικανότητα των διαφόρων ειδών που μελετήθηκαν -με φθίνουσα σειρά- ήταν: κράνα, τζίτζιφα, κεράσια, κόκκινα σταφύλια, βατόμουρα, αχλάδια, λωτοί, δαμάσκηνα, ροδάκινα, λευκά σταφύλια, ρόδια, μήλα, νεκταρίνια, ακτινίδια, κυδώνια, σύκα, βερίκοκα. Διαφοροποιήσεις βρέθηκαν και μεταξύ ποικιλιών του κάθε είδους.
Σήμερα νέες έρευνες αποδεικνύουν πως τα κράνα περιέχουν υψηλό επίπεδο φλαβανοειδών και ανθοκυάνης κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης και ωρίμανσης του καρπού. Επίσης, έχει διαπιστωθεί με εργαστηριακές αναλύσεις ότι περιέχουν βιταμίνη C και είναι πλούσια σε καροτίνη, πηκτίνη και τανίνη, καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο (Fe). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφική έρευνα της Φαρμακευτικής Σχολής του Α.Π.Θ., το κράνο περιέχει φλαβανοειδή, ανθοκυανίνες, έντονα αντιοξειδωτικά και φαινολικά παράγωγα. Λόγω των εμπεριεχομένων τανινών έχει, επίσης, στυπτικές ιδιότητες.
Γνωστή από την αρχαία Ελλάδα
Η κρανιά (Cornus mas) είναι ένας φυλλοβόλος θάμνος που αυτοφύεται στη νότια Ευρώπη και στη νοτιοδυτική Ασία. Στη χώρα μας συναντάται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, ως θάμνος ή ως δέντρο 5-12 μέτρων. Έχει σκούρους καφέ βραχίονες και πράσινα φύλλα, που γίνονται κίτρινα το φθινόπωρο και πέφτουν τον χειμώνα (φυλλοβόλο). Ειδικότερα τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, έχει κίτρινα άνθη σε γυμνά κλαδιά και κόκκινους εδώδιμους καρπούς, με σαρκώδες περίβλημα, που φτάνουν σε μήκος τα 1,5-2 εκ. και ωριμάζουν από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο, τα γνωστά «κράνα». Οι καρποί της κρανιάς δεν πρέπει να συγχέονται με τα κράνμπερι (μύρτιλλα μακρόκαρπα).
Παρά το γεγονός ότι είναι φυτό της εύκρατης ζώνης, αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλους τους τύπους των εδαφών, αλλά προτιμά εδάφη χαλαρά και κυρίως ασβεστολιθικά. Είναι φυτό που αγαπά το φως, ενώ αντέχει στην ξηρασία και στους παγετούς. Μια από τις σημαντικότερες χρήσεις της κρανιάς είναι ότι αποτελεί όμορφο καλλωπιστικό φυτό, αφού ανθίζει μέσα στον χειμώνα, ενώ και την περίοδο ωρίμανσης των καρπών είναι εξαιρετικά ελκυστική. Η κρανιά χρησιμοποιείται στην κηποτεχνία, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την εποχή και τη διάρκεια άνθισης.
Παρά το γεγονός ότι είναι φυτό της εύκρατης ζώνης, αντέχει σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Ευδοκιμεί σχεδόν σε όλους τους τύπους των εδαφών, αλλά προτιμά εδάφη χαλαρά και κυρίως ασβεστολιθικά. Είναι φυτό που αγαπά το φως, ενώ αντέχει στην ξηρασία και στους παγετούς. Μια από τις σημαντικότερες χρήσεις της κρανιάς είναι ότι αποτελεί όμορφο καλλωπιστικό φυτό, αφού ανθίζει μέσα στον χειμώνα, ενώ και την περίοδο ωρίμανσης των καρπών είναι εξαιρετικά ελκυστική. Η κρανιά χρησιμοποιείται στην κηποτεχνία, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την εποχή και τη διάρκεια άνθισης.
Στην «Ιλιάδα»
Το δέντρο είναι γνωστό από την εποχή του Ομήρου με το όνομα «κράνεια», και μάλιστα αναφέρεται στην «Ιλιάδα» (Π, 767). Ο Όμηρος αναφέρει ότι η φοβερή Κίρκη παρέθεσε στον Οδυσσέα και στην παρέα του για τροφή «καρπόν κρανείας και άκυλλον βάλανον», κράνα, δηλαδή, και πουρναρίσια βαλανίδια.
Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, το ξύλο της κρανιάς ήταν τόσο σκληρό όσο και το κόκκαλο και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν κυνηγητικές λόγχες, πολεμικά ακόντια, τόξα και μπαστούνια. Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο με ξυλεία κρανιάς από το ιερό δάσος του Απόλλωνα. Από το ίδιο ξύλο φτιάχνονταν και τα μακεδονικά δόρατα, οι γνωστές «σάρισες». Ήδη από την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν οι καρποί της κρανιάς και για φαρμακευτικούς σκοπούς.
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Κεφάλαιο" της 13ης Αυγούστου
Πηγή:www.capital.gr