Τρία χρόνια μες στην κρίση και η ανεργία έχει εκτιναχθεί σε προ πεντηκονταετίας επίπεδα. Βιογραφικά συσσωρεύονται στα γραφεία εταιριών και απελπισμένοι άνεργοι περιμένουν πάνω από το τηλέφωνο μήπως λάβουν κάποια απάντηση. Ή μήπως δεν είναι και τόσο απελπισμένοι;
Αν όντως ήταν, θα αρκούσε να κοιτάξουν στο πρόσφατο παρελθόν της χώρας και να βρουν την λύση στο πρόβλημά τους. Η χώρα χρειάζεται ρυθμούς ανάπτυξης κι εκείνοι χρειάζονται δουλειά. Από το ’90 και μετά που ξεκίνησε η μεγάλη εισροή μεταναστών, συνέβησαν ακριβώς αυτά τα δύο. Η χώρα αναπτύχθηκε εντυπωσιακά βασιζόμενη στα εκατοντάδες χιλιάδες φθηνά εργατικά χέρια, και οι μετανάστες βρήκαν εισόδημα κάνοντας δύσκολες εργασίες χωρίς να ντρέπονται για αυτό.
Αν οι ένα εκατομμύριο άνεργοι Έλληνες αποφασίσουν να κάνουν τις δουλειές που -περιέργως- ακόμα κάνουν οι (επίσης περί το ένα εκατομμύριο) μετανάστες, τότε θα προκύψουν ταυτοχρόνως τέσσερεις πολύ ευεργετικές συνέπειες. Πρώτον, οι Έλληνες θα βρουν δουλειές και εισόδημα διαβίωσης. Δεύτερον, οι μετανάστες που θα τις χάσουν θα αναγκαστούν να γυρίσουν σταδιακά στις πατρίδες τους και ακόμα σημαντικότερο θα πάψει η εισροή νέων μεταναστών αφού θα γνωρίζουν πως εδώ δεν υπάρχουν δουλειές. Τρίτον, θα γεννηθεί ένα κύμα αποκέντρωσης αφού πολλές τέτοιου είδους δουλειές είναι στην επαρχεία και αρκετοί θα επιστρέψουν εκεί αναζητώντας τες. Και τέλος, η χώρα θα ενισχύσει ανέξοδα την ανάπτυξη της βασισμένη σε Ελληνικά χέρια, χωρίς να φεύγουν οι μισθοί υπό μορφής συναλλάγματος στο εξωτερικό.
Όλα αυτά θα συμβούν, μόνο αν ο μέσος Έλληνας αντιληφθεί πως οι εποχές άλλαξαν και δυστυχώς το πτυχίο του δεν θα έχει για την επόμενη δεκαετία αντίκρισμα στην αγορά εργασίας. Λυπηρό μεν, αλλά δεν παύει να είναι η σκληρή πραγματικότητα που καλείται να αντιμετωπίσει. Να αντιληφθεί πως παράλληλα με την αποστολή βιογραφικών θα πρέπει να αποδεχθεί να κάνει και κάποια –οποιαδήποτε- εργασία για βιοποριστικούς λόγους. Καμία εργασία δεν είναι ντροπή και ιδιαίτερα οι Έλληνες ιστορικά θα έπρεπε να το ξέρουν καλά αυτό.
Παρόλαυτά, ακόμα και σήμερα ελαχιστότατοι είναι οι Έλληνες που κάνουν τον απλό εργάτη σε οικοδομές, τον παρκαδόρο σε γκαράζ, την καθαρίστρια σε σπίτια, την λαντζέρισα σε μπαρ και club, τον εργάτη στα χωράφια, τον νυχτοφύλακα σε ανοικτά παρκινγκ κλπ. Αν κανείς ξυπνήσει στις πέντε το πρωί και πάει σε μια στάση λεωφορείου θα δει πως το 90% των ανθρώπων που περιμένουν για να πάνε σε αυτές τις δύσκολες δουλειές είναι ακόμα μετανάστες.
Μήπως οι Έλληνες δεν τις κάνουν γιατί αυτές οι δουλειές είναι κακοπληρωμένες? Ο μέσος ανειδίκευτος εργάτης σε οικοδομή εισπράττει 30€ μεροκάματο, δηλαδή 750€ στις 25 μέρες εργασίας για καθαρό επτάωρο. Η μέση καθαρίστρια σε σπίτι παίρνει 5€ την ώρα, 40€ την ημέρα, άρα 1.000€ στις 25 εργάσιμες μέρες του μήνα. Φυσικά αυτά τα χρήματα δεν είναι πολλά, οι δουλειές είναι δύσκολες, υπάρχει η ανασφάλιστη εργασία και είναι δύσκολο να θρέψεις οικογένεια μόνο με αυτά. Αλλά καθαρά ρεαλιστικά είναι πολύ καλύτερα από το κάθεται κανείς στον καναπέ του ή στην καφετέρια και να περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο από κάποια εταιρία που ως εκ θαύματος τον επέλεξε ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες αιτήσεις πτυχιούχων ανέργων. Και φυσικά κανείς δεν τον εμποδίζει να δουλεύει εργάτης και παράλληλα να ψάχνει για καλύτερη δουλειά.
Ο καλομαθημένος όμως Έλληνας προτιμάει ακόμα και τώρα να μένει άνεργος παρά να κάνει μια τίμια δουλειά η οποία όμως είναι κουραστική, δεν έχει σχέση με τον μορφωτικό του τομέα και κυρίως, δεν κάνει την μαμά του να καμαρώνει. Προτιμάει να καταριέται το ανίκανο κράτος, τους φαύλους πολιτικούς και την κακή του μοίρα παρά να πάρει την κατάσταση κυριολεκτικά και μεταφορικά στα χέρια του και να ζητήσει εργασία σε μια οικοδομή ή σε ένα σπίτι που ευχαρίστως θα τον προσελάμβανε στην θέση ενός ξένου με τα ίδια χρήματα.
Οι παλιοί λέγανε: «μάθε τέχνη κι άστηνε κι αν πεινάσεις πιάστηνε». Προφανώς, ακόμα δεν έχουμε πεινάσει αρκετά.