«Ο πόνος είναι προσωρινός, τα τρόπαια παντοτινά» είναι το τελευταίο μότο του Δημήτρρη Δημητρούλια στη σελίδα του στο Facebook. Η παραλλαγή της «αμερικανοθρεμμένης» φράσης για τον 34χρονο τεχνικό των «λύκων» μπορεί να μοιάζει κλισέ, αλλά τουλάχιστον στη δική του περίπτωση αποτελεί και μια αναμφίβολη πραγματικότητα.
Πήρε το ρίσκο, κάθισε στον πάγκο μιας ομάδας που επί χρόνια αναζητούσε τη διάκριση κι έφτασε στην υπέρβαση, τους τίτλους και την αποθέωση. Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1978, μόλις 34 ετών, ο Μίμης -για τους φίλους- Δημητρούλιας, οδήγησε τον Διομήδη, τους «λύκους» του Αργους όχι απλά στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, αλλά στην κορυφή ?για τα δεδομένα του ελληνικού χάντμπολ- της Ευρώπης. Η «καζάνα», το τρόπαιο του Τσάλεντζ Καπ, πλέον ανήκει στην ιστορία του Αργους, το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο του αθλήματος στην Ελλάδα και παράλληλα η πρώτη κούπα τέτοιου μεγέθους από επαρχιακή ομάδα.
Η κουλτούρα του γεννημένου στην Κατερίνη 34χρονου τεχνικού τόσο ως στάση ζωής όσο και προπονητικά ξεφεύγει σε αρκετά σημεία από το μέσο όρο των εν Ελλάδι συναδέλφων του σε όλα τα αθλήματα.
Η καλλιτεχνική του φύση ?μικρός ασχολήθηκε με αρμόνιο και πιάνο, αλλά με σπασμένο δάχτυλο από το χάντμπολ τα άφησε πίσω του- και η αγάπη του για κάθε μορφής τέχνη είναι βηματοδότες και συνοδοιπόροι στο αθλητικό του ταξίδι. Αργότερα ήρθε η κιθάρα και το μπουζούκι και ακροβατώντας από το λαϊκό μέχρι τη κλασική μουσική και από Χατζιδάκι και Θεοδωράκη στο heavy metal, η μουσική τον οδηγεί.
Από τους κορυφαίους αμυντικούς Έλληνες παίκτες ο Δημητρούλιας θεωρεί τον αθλητισμό ως μια από τις ύψιστες μορφές τέχνης. «Είστε καλλιτέχνες, είστε performer» αποκαλύπτει στο «Goal» μερικές από τις ατάκες που έχει πει κατά καιρούς στους παίκτες του στα αποδυτήρια.
Το χάντμπολ για τον ίδιο είναι ο αγιάτρευτος έρωτας. Το λέει και το ξαναλέει. Γι' αυτό έχει κάνει θυσίες που τον οδήγησαν όμως στην κορυφή. Ενας έρωτας που ξεκίνησε το 1989, όταν είχε επιλεγεί σε αθλητικό σχολείο κι ο ίδιος δεν ήθελε να πάει. Η μητέρα τού του είπε να πάει για μια εβδομάδα και αν δεν του αρέσει να φύγει. «Η μία βδομάδα έγινε 23 χρόνια πάθους» λέει ο ίδιος. Πριν καταλήξει στο χάντμπολ, ασχολήθηκε με την κολύμβηση και στη συνέχεια με το ποδόσφαιρο την ίδια περίοδο που ξεκίνησε το χάντμπολ. Ανδρώθηκε στον Αρχέλαο Κατερίνης, έναν σύλλογο που τροφοδότησε πολλές ομάδες με μεγάλους παίκτες έστω κι αν κατέκτησε μόλις δύο κύπελλα. Εκεί πήρε τις βασικές αρχές του χάντμπολ, τις οποίες και ακολουθεί πιστά και πιστεύει πως λείπουν από το ελληνικό χάντμπολ.
Ως αθλητής έφτανε στα άκρα και το ίδιο θέλει να κάνουν και οι αθλητές του. Η προπόνηση στον Διομήδη είναι σκληρή: «Υπάρχουν προπονήσεις που θέλω να φτάνουν τους 200 παλμούς».
Κι αν η άμυνα είναι το αγαπημένο του κομμάτι, η επίθεση είναι ευθύνη: «Ολη η ομάδα κάνει κάτι παραγωγικό. Αυτός που θα έχει την ευκαιρία έχει την ευθύνη να το καταφέρει. Κι αν δεν σκοράρει, τουλάχιστον να αισθάνεται την ευθύνη που φέρει».
Η τιμωρία…
Ως άνθρωπος δείχνει ιδιαίτερα πράος. Οχι όμως και στις προπονήσεις. «Θέλω να παίρνω το 100% της προσωπικότητας κάθε παίκτη εντός των ορίων της προπόνησης. Εχω σταματήσει παίκτη, έχω σταματήσει προπόνηση. Άλλες φορές πρέπει ο προπονητής πρέπει να μένει αφανής. Ολα γίνονται με έντονο συναγωνισμό. Οι χαμένοι ακόμα και στα διπλά έχουν πολλές φορές σκληρή τιμωρία».
Πήρε το ρίσκο, κάθισε στον πάγκο μιας ομάδας που επί χρόνια αναζητούσε τη διάκριση κι έφτασε στην υπέρβαση, τους τίτλους και την αποθέωση. Γεννημένος στις 9 Μαρτίου του 1978, μόλις 34 ετών, ο Μίμης -για τους φίλους- Δημητρούλιας, οδήγησε τον Διομήδη, τους «λύκους» του Αργους όχι απλά στην κατάκτηση ενός πρωταθλήματος, αλλά στην κορυφή ?για τα δεδομένα του ελληνικού χάντμπολ- της Ευρώπης. Η «καζάνα», το τρόπαιο του Τσάλεντζ Καπ, πλέον ανήκει στην ιστορία του Αργους, το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο του αθλήματος στην Ελλάδα και παράλληλα η πρώτη κούπα τέτοιου μεγέθους από επαρχιακή ομάδα.
Η κουλτούρα του γεννημένου στην Κατερίνη 34χρονου τεχνικού τόσο ως στάση ζωής όσο και προπονητικά ξεφεύγει σε αρκετά σημεία από το μέσο όρο των εν Ελλάδι συναδέλφων του σε όλα τα αθλήματα.
Η καλλιτεχνική του φύση ?μικρός ασχολήθηκε με αρμόνιο και πιάνο, αλλά με σπασμένο δάχτυλο από το χάντμπολ τα άφησε πίσω του- και η αγάπη του για κάθε μορφής τέχνη είναι βηματοδότες και συνοδοιπόροι στο αθλητικό του ταξίδι. Αργότερα ήρθε η κιθάρα και το μπουζούκι και ακροβατώντας από το λαϊκό μέχρι τη κλασική μουσική και από Χατζιδάκι και Θεοδωράκη στο heavy metal, η μουσική τον οδηγεί.
Από τους κορυφαίους αμυντικούς Έλληνες παίκτες ο Δημητρούλιας θεωρεί τον αθλητισμό ως μια από τις ύψιστες μορφές τέχνης. «Είστε καλλιτέχνες, είστε performer» αποκαλύπτει στο «Goal» μερικές από τις ατάκες που έχει πει κατά καιρούς στους παίκτες του στα αποδυτήρια.
Το χάντμπολ για τον ίδιο είναι ο αγιάτρευτος έρωτας. Το λέει και το ξαναλέει. Γι' αυτό έχει κάνει θυσίες που τον οδήγησαν όμως στην κορυφή. Ενας έρωτας που ξεκίνησε το 1989, όταν είχε επιλεγεί σε αθλητικό σχολείο κι ο ίδιος δεν ήθελε να πάει. Η μητέρα τού του είπε να πάει για μια εβδομάδα και αν δεν του αρέσει να φύγει. «Η μία βδομάδα έγινε 23 χρόνια πάθους» λέει ο ίδιος. Πριν καταλήξει στο χάντμπολ, ασχολήθηκε με την κολύμβηση και στη συνέχεια με το ποδόσφαιρο την ίδια περίοδο που ξεκίνησε το χάντμπολ. Ανδρώθηκε στον Αρχέλαο Κατερίνης, έναν σύλλογο που τροφοδότησε πολλές ομάδες με μεγάλους παίκτες έστω κι αν κατέκτησε μόλις δύο κύπελλα. Εκεί πήρε τις βασικές αρχές του χάντμπολ, τις οποίες και ακολουθεί πιστά και πιστεύει πως λείπουν από το ελληνικό χάντμπολ.
Ως αθλητής έφτανε στα άκρα και το ίδιο θέλει να κάνουν και οι αθλητές του. Η προπόνηση στον Διομήδη είναι σκληρή: «Υπάρχουν προπονήσεις που θέλω να φτάνουν τους 200 παλμούς».
Κι αν η άμυνα είναι το αγαπημένο του κομμάτι, η επίθεση είναι ευθύνη: «Ολη η ομάδα κάνει κάτι παραγωγικό. Αυτός που θα έχει την ευκαιρία έχει την ευθύνη να το καταφέρει. Κι αν δεν σκοράρει, τουλάχιστον να αισθάνεται την ευθύνη που φέρει».
Η τιμωρία…
Ως άνθρωπος δείχνει ιδιαίτερα πράος. Οχι όμως και στις προπονήσεις. «Θέλω να παίρνω το 100% της προσωπικότητας κάθε παίκτη εντός των ορίων της προπόνησης. Εχω σταματήσει παίκτη, έχω σταματήσει προπόνηση. Άλλες φορές πρέπει ο προπονητής πρέπει να μένει αφανής. Ολα γίνονται με έντονο συναγωνισμό. Οι χαμένοι ακόμα και στα διπλά έχουν πολλές φορές σκληρή τιμωρία».