Κοινοί θνητοί κι αυτοί. Ένα Καμάκι δε χρειάζεται δα και πτυχίο ΑΕΙ ή ιδιωτικού ΙΕΚ. Σίγουρα δε θα πρέπει να τον ενδιαφέρει τι θα πει η γειτονιά και να αγνοήσει την παροιμία “παπούτσι απ’ τον τόπο σου”. Άλλωστε, υπάρχει και κάποια άλλη που λέει πως “το ξένο είναι πιο γλυκό”.
Πότε έδρασαν
Η εποχή της μεγάλης ξενομανίας ήταν η εικοσαετία ’63-’83. Τότε υπήρχαν οργανωμένες ομάδες που λίγο έλειψε να φτιάξουν συλλόγους με καταστατικό και εκλογές για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου. Ίσως για την παρακμή τους να έφταιξε και η διαφήμιση με τον “Eισαγόμενο” και το σλόγκαν “O επιμένων ελληΝΙΚΑ”. Να τους έπιασε δηλαδή εθνικιστική ευθιξία. Εντάξει και το AIDS ήταν ένας σοβαρός λόγος. Αλλά μην ξεχνάμε πως και τα ντόπια κορίτσια τα τελευταία χρόνια άφησαν τη σταυροβελονιά για το φτιάξιμο της προίκας τους και βγήκαν απ’ το σπίτι.
Και στο Σύνταγμα, και στη Μύκονο,και στη Ρόδο και σ’ όλη την Ελλάδα πλην Χερσονήσου του Άθω τα Καμάκια μεσουρανούσαν. Όμως, κακά τα ψέματα, τα δικά μας παιδιά είχαν το καλό όνομα. Και για να είχαν το όνομα πιθανόν να είχαν και τη χάρη. Δεν εξηγείται αλλιώς. Δεν είναι τυχαίο πως εδώ ήρθε ο Όμηρος Ευστρατιάδης για να γυρίσει την γνωστή ταινία με τον Ψάλτη. Ούτε πως ο Βασιλικός στο Ναύπλιο έγραψε το βιβλίο του. Κάτι θα ήξεραν κι αυτοί. Δυστυχώς, δεν γνωρίζουμε αν εδώ γράφτηκε και το άσμα “…τι θα κάνετε το βράδυ, ντου γιου λάικ φροϊλάιν δι γκρις”…
H A΄ Εθνική
Υπήρχαν Καμάκια και καμάκια. Κάποιοι που κατείχαν διπλώματα και κάποιοι άλλοι εντελώς ερασιτέχνες που τις περισσότερες φορές έτρωγαν χυλόπιτα και από τις πιο άσχημες και “νηστικές” τουρίστριες. Αυτοί ήταν τα λεγόμενα “χωριουδάκια”. Β΄ διαλογής. Καμιά φορά μάλιστα, οι ανοιχτόκαρδοι “επαγγελματίες”, εφόσον είχαν μεγάλη ουρά στη λίστα αναμονής, μπορεί να έστελναν και σ’ εκείνους κανένα …ξεροκόμματο.
Κάποιοι από αυτούς που διέπρεψαν και δόξασαν τον τόπο μας ήταν: Ο Άλκης Κατσουλιέρης, επονομαζόμενος και “Aρχηγός”, o Βαγγέλης ο Ζιβάγκος, ο Στελάρας, ο Μάικ ο Χαχαμάς, ο Σπύρος ο Κοσκινάς, ο Χάρης Χρυσός, ο Όττο, ο Κώστας Ψωμαδάκης, ο Γιώργος Γαλιώτος, ο Κάλτσας, ο Τόνι απ’ το Τολό, ο Λιολιός. Όχι μόνο Ναυπλιώτες αλλά και Αργείτες.
Ο νονός τους…
Αρχικά οι γκρικ λάβερς ονομάζονταν “Xταπόδια” ή “Οκτάπους”, επειδή ήταν όλοι κι όλοι οκτώ στο σωματείο. Έπειτα όμως βγήκαν στο κουρμπέτι και τα “Xωριουδάκια” που προαναφέραμε. Έπρεπε να αλλάξει το όνομα. Το “τριαντάφυλλα” θα ήταν λίγο φλώρικο, το “σαρανταποδαρούσες” πάλι ολίγον αηδιαστικό και έτσι ονομάστηκαν προσωρινά “Kαμικάζι”.Mια μέρα του 1972, στο καφενείο του Φασαρία στο Άργος, μετά από πολύ παίδεμα του μυαλού του και ενώ είχε …ρεπό, ο Άλκης Κατσουλιέρης κατέβασε μια φαεινή ιδέα. Λέει στον Χαχαμά: “Πώς σου φαίνεται το «Καμάκια»; Έχει σχέση με ψάρεμα και με καρφώματα”. Αργότερα, ο Βασιλικός έδωσε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο του και τους έμαθε όλη η πλάση.
Τόποι δράσης
Οι δρόμοι, οι παραλίες, οι ψαροχασαποταβέρνες, τα δημόσια ουρητήρια, μέχρι και το Θέατρο Επιδαύρου ήταν τα σημεία συνεύρεσης. Το Ναύπλιο ήταν ασφαλώς η “πρωτεύουσα” όμως και στις Μυκήνες να πήγαινες ή στο ΚΤΕΛ του Άργους κάτι θα τσίμπαγες. Η δεύτερη πράξη του έργου παιζόταν σε κάποιο καφεζαχαροπλαστείο με πολλά βαρύ και όχι ή γλυκό του κουταλιού. Αν ήταν αργά, υπήρχε και ο «Ζορμπάς», κορυφαίο «πολιτιστικό κέντρο» της εποχής. Η τρίτη, που αλλού; Σε ξενοδοχείο ή κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό αργολικό ουρανό.Βέβαια δεν ήταν μόνο οι τουρίστριες που ήθελαν να δουν τη μετενσάρκωση των αγαλματιδίων με τους Σάτυρους του Διονύσου.
Το αρχαίο ελληνικό κάλος το ζήλευαν και κάποιοι άνδρες (με δέλτα). Γι’ αυτούς τα πράγματα ήταν δύσκολα. Αγγούρια θα λέγαμε στην καθομιλουμένη. Η μεγάλη πλειοψηφία των Καμακίων αρκούνταν στα φυσιολογικά. Ε, να μην τους βγει και το όνομα. Για μια υπόληψη ζούμε.
AIDS, μια άγνωστη λέξη
Φυσικά η ασθένεια του αιώνα μας ήταν άγνωστη την εποχή εκείνη. Πάντως δεν είχε αναφερθεί κανένα κρούσμα κάποιου άλλου αφροδίσιου νοσήματος. Και το κυριότερο; Οι περισσότεροι δεν έκαναν χρήση προφυλακτικού. Αν αναλογιστούμε ότι μπορεί κάθε μέρα να καμάκωναν δυο-τρεις φορές, φανταστείτε κατά πόσο έχουν βοηθήσει στην αύξηση του πληθυσμού της Βόρειας Ευρώπης.
Το επάγγελμα - λειτούργημα του Καμακίου καταλαβαίνετε πως ανήκει στην κατηγορία των εποχιακών. Το χειμώνα λόγω έλλειψης τουρισμού υπήρχαν αναδουλειές. Όμως, όπως ο μέρμιγκας στο γνωστό παραμύθι ήξεραν να κρατούν καμμιά καβάτζα. Όλο και κάποια ρομαντική ψυχή θα ήθελε να μείνει κοντά τους για να γνωρίσει καλύτερα την Ελλάδα και τις ομορφιές της.
Καψόνια στους νέους
Κάθε νέο Καμάκι που έβγαινε στην πιάτσα λάμβανε την καχυποψία των παλαιότερων, που ως γνωστόν από το στρατό, είναι αλλιώς. “Ε, όχι και να καμακώσει το ψάρι κι εμείς να μείνουμε ρέστοι”, έλεγαν μεταξύ τους… Η πιο συνηθισμένη φάρσα ήταν να του ρίξουν πυροφάνια ή στρακαστρούκες στο τραπέζι όπου καθόταν με τις τουρίστριες. Αυτές το έβαζαν στα πόδια.
Σε γενικές γραμμές πάντως, μεταξύ συναδέλφων υπήρχε αλληλεγγύη. Πολλές φορές οι έχοντες δύο χιτώνες έδιναν τον ένα στους μπακούρηδες. Κάποια άλλη φορά, θα ανταποδιδόταν η ευεργεσία. Λίγες ήταν οι φορές που Καμάκια είχαν απασχολήσει την Αστυνομία με “εμφύλιες συγκρούσεις”. Ακόμη και το δικό τους επάγγελμα διεπόταν από κανόνες δεοντολογίας.
Εθνικό Κεφάλαιο
Φυσικά βοήθησαν οικονομικά την περιοχή. Τα γκρικαρτάδικα, τα ξενοδοχεία, τα κάμπινγκ, όλα τα μαγαζιά (πλην των οίκων ανοχής) ανέβασαν τα έσοδά τους. Οι τουρίστριες αύξησαν τις ημέρες παραμονής στον τόπο μας και έρχονταν και το επόμενο καλοκαίρι κάνοντας την απαραίτητη διαφημιστική καμπάνια στις φιλενάδες τους.
Αν τα Καμάκια έπαιρναν ποσοστά από τα μαγαζιά θα πρέπει να είχαν γίνει Ωνάσηδες. Κακώς ο ΕΟΤ δεν τους ανακήρυξε εθνικούς ευεργέτες, δεν τους έστησε το μνημείο του αγνώστου καμακίου, στο Σύνταγμα, όπου κι εκεί μεσουράνησαν..
Σήμερα, κάποια από τα μεγάλα Καμάκια (Όττο, Ζιβάγκος, Στελάρας, Λιολιός) έχουν αφήσει τα εγκόσμια. Οι υπόλοιποι είτε έχουν σοβαρευτεί, είτε συνεχίζουν σε ερασιτεχνικότερα πλαίσια. Κάποιοι, (οι περισσότεροι) έχουν φτιάξει οικογένειες, φυσικά με αλλοδαπές. Πολλοί ζουν στην Γερμανία, την Ελβετία, την Αγγλία και κάπου - κάπου μας επισκέπτονται για να θυμηθούν τα
παλιά…
Ολόκληρη η ταινία του Ο. Ευστρατιάδη “Τα Καμάκια” που γυρίστηκε στο Ναύπλιο το 1981
Σκηνοθεσία: Όμηρος Ευστρατιάδης
Σενάριο: Γιάννης Σκλάβος
Μουσική: Ζακ Μεναχέμ
Διάρκεια: 93 λεπτά
Υπόθεση
Ο Άρης είναι το μεγαλύτερο καμάκι της Αθήνας κι αποφασίζει να κάνει τις διακοπές του στο Ναύπλιο, προκαλώντας τον πανικό στα ντόπια καμάκια που υπερηφανεύονται πως είναι πρωτοπόροι στο είδος. Οι ναυπλιώτες, με επικεφαλής τον Ορφέα, κάνουν τα πάντα για να υποβαθμίσουν τη φήμη του Άρη και να τον ρίξουν σε ανυποληψία. Δεν καταφέρνουν όμως τίποτα, αφού ο Άρης συνάπτει δεσμό με την όμορφη Νάντια, την αδελφή του Ορφέα, και ο Ορφέας από τη μεριά του τα φτιάχνει με τη χαριτωμένη Νίκη.
Το «καμάκι» μάς έβαλε πρώτο στην Ευρώπη
Ολοι έχουμε ακούσει, ανεξαρτήτως γενιάς και ηλικίας, για τα περίφημα greek καμάκια. Τους τύπους με τα ανοιχτά πουκάμισα και τις χρυσές αλυσίδες να εξέχουν στο στέρνο, τα κολλητά παντελόνια και τα «σκοτωμένα» αγγλικά. Είναι αυτοί που έκαναν το φλερτ ένα μοναδικό καλτ φαινόμενο αλωνίζοντας στις ντισκοτέκ των ελληνικών νησιών τις δεκαετίες '70 και '80 καμακώνοντας ηλιοκαμένες τουρίστριες.
Μια ενδιαφέρουσα αναδρομή, με απολαυστικά ενσταντανέ, σε αυτό το φαινόμενο επιχείρησε ο σκηνοθέτης Νίκος Μιστριώτης. Παρέα με τη Μαρία Κουφοπούλου, η οποία ανέλαβε τη δημοσιογραφική έρευνα, έκαναν το ντοκιμαντέρ «Οι κολοσσοί του έρωτα», με ακριβώς αυτό το θέμα, δηλαδή τα ελληνικά καμάκια της Ρόδου. Πρόσφατα, μάλιστα, κέρδισαν το Βραβείο ντοκιμαντέρ στο 4ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στο Λος Αντζελες.
Η διεθνής καριέρα ήταν, άλλωστε, ο εξαρχής στόχος. «Θέλαμε να κάνουμε ένα ευχάριστο ντοκιμαντέρ, το οποίο να ασχολείται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, αλλά να μπορεί να έχει μια διεθνή πορεία», μας λέει ο Νίκος Μιστριώτης, ο οποίος έχει πίσω του πολύπλευρη εμπειρία: οπερατέρ, σκηνοθέτης, παραγωγός ντοκιμαντέρ σε πολλές χώρες, ενώ έχει καλύψει και πολέμους.
Είχε και ο ίδιος ως πιτσιρικάς δει από κοντά τα καμάκια. «Πήγαινα στα ελληνικά νησιά και έβλεπα πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα σε σχέση με την ερωτική συμπεριφορά», θυμάται. Για να υποστηρίξει όμως το θέμα του, να το κάνει ζωντανό και σπαρταριστό, έπρεπε να βρει αυτόπτες μάρτυρες της εποχής.
Ντίσκο: ο ναός του έρωτα
Οπερ και εγένετο. Στους «Κολοσσούς του έρωτα» εμφανίζονται πέντε πρωταγωνιστές. Ο 55χρονος Μπρούνο, ο οποίος δεν έχει... παραδώσει τα όπλα και κυνηγά ακόμη ξένες τουρίστριες. Κάποια στιγμή μάλιστα επαίρεται ότι έχει «κυκλοφορήσει» 2.500 γυναίκες, θυμίζοντας τα ανέκδοτα με τους κυνηγούς και τους ψαράδες που παραφουσκώνουν τα κατορθώματά τους.
Ο 51χρονος Γιάννης Κλούβας -ο οποίος είναι πλέον παντρεμένος με Φινλανδέζα-, υπήρξε ιδιοκτήτης της θρυλικής ντισκοτέκ «Highway», που κατασκευάστηκε στα πρότυπα του αγγλικού «Hyppodrome». «Η ντίσκο υπήρξε ο ναός του έρωτα», μας λέει ο Νίκος Μιστριώτης. Αλλωστε, όπως αποκαλύπτεται στο ντοκιμαντέρ μέσα από τις μαρτυρίες, το ταλέντο στο χορό ήταν απαραίτητο εφόδιο για καμάκι. Χωρίς φιγούρες δεν έκανες τίποτα!
Μιλούν ακόμα ο 42χρονος Γιώργος, ο οποίος παντρεύτηκε μια Δανέζα χορεύτρια στριπτίζ και ο 44χρονος Τάκης, ο οποίος παντρεύτηκε Νορβηγίδα. Συμμετέχει και ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης.
«Από τα τέλη της δεκαετίας του '60 έως τις αρχές του '80 έγιναν στην Ελλάδα 4.000 μεικτοί γάμοι. Εκείνη η περίοδος άλλαξε τελείως κάποιους ανθρώπους. Ταξίδεψαν, αγάπησαν, γνώρισαν διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Εμαθαν να ζούνε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Τότε, στα ελληνικά νησιά, είχε δημιουργηθεί μια πρώτη Ευρωπαΐκή Ενωση», λέει ο Νίκος Μιστριώτης. Θεωρεί, μάλιστα, ότι δεν είναι τυχαίος ο σημερινός κοσμοπολιτικός χαρακτήρας της Ρόδου, αλλά και το γεγονός ότι υπάρχει στο νησί σχολείο όπου διδάσκονται εννέα διαφορετικές γλώσσες. Προσθέτει και μια ακόμη κοινωνική διάσταση: «Τότε δημιουργήθηκε μια νέα κατηγορία μεταναστών, οι ερωτικοί μετανάστες», λέει. Εννοεί αυτούς οι οποίοι ακολουθούσαν τις συντρόφους τους τον χειμώνα στην Ευρώπη.
Οι Ελληνίδες ούτε φιλί δεν έδιναν
Μέσα από τις συνεντεύξεις ανιχνεύονται και τα κοινωνικά αίτια της έξαρσης αυτού του φαινομένου, με πρώτο φυσικά τη ραγδαία ανάπτυξη του τουρισμού. «Φανταστείτε τι έγινε. Εκεί που ένιωθες εγκλωβισμένος σ' ένα νησί, ξαφνικά προσγειώνονται αεροπλάνα που φέρνουν ξανθές, απελευθερωμένες κουκλάρες, έτοιμες να σε γνωρίσουν. Μην ξεχνάτε ότι οι Ελληνίδες δεν έδιναν ούτε ένα φιλί χωρίς να τις παντρευτείς», λέει ο σκηνοθέτης.
Ενα από τα πράγματα που έκανε εντύπωση στον Νίκο Μιστριώτη ήταν, όπως λέει, «το ότι, τελικά, το καμάκι ήταν ένας τρόπος ζωής. Ενα καθημερινό, ατελείωτο πάρτι, όπου αυτοί οι άνθρωποι ασχολούνταν με το σεξ, το ντύσιμο και το χορό». Στο Ναύπλιο, μάλιστα, υπήρχε ένας σύλλογος με το όνομα «Octapus», που είχε βγάλει τον δεκάλογο του καμακιού. Ενας από τους κανόνες, για παράδειγμα, ήταν ο «γαμπρός» να ξεναγήσει την τουρίστρια στις αρχαιολογικές ομορφιές, προτού τη ρίξει στο κρεβάτι.
«Πολλοί έχουν ωραίες αναμνήσεις από αυτή την εποχή, που ήταν... κιτσοπόπ», καταλήγει ο Νίκος Μιστριώτης. Το ξέφρενο ερωτικό γλέντι, βέβαια, κράτησε μέχρι την εμφάνιση του AIDS. «Κι έτσι όλο αυτό ξεθύμανε. Πέρασε η μόδα της ντίσκο, ο τουρισμός μεταφέρθηκε και σε άλλα μέρη. Ηταν το τέλος εποχής», προσθέτει.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι Ελληνίδες απελευθερώθηκαν. Αλλά και το ίδιο το φλερτ γίνεται αλλιώς. Η τεχνολογία έχει μπει γερά στο ερωτικό παιχνίδι: κινητά, Ιντερνετ, facebook. Αυτό είναι και το θέμα του επόμενου ντοκιμαντέρ του Νίκου Μιστριώτη, που θα λέγεται «Καμάκι reloaded». Μέχρι να το βάλει μπρος είναι σε τελείως άλλο κλίμα. Προηγείται ένα ντοκιμαντέρ που δουλεύει αυτόν τον καιρό, με θέμα την παράνομη κατοχή των Μαρμάρων του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο. *
Η γυναικεία πλευρά της ιστορίας
Χρειαζόταν στο ντοκιμαντέρ και άλλη πλευρά του νομίσματος. Η μαρτυρία ενός από τα θηράματα των «καμακιών». Βρέθηκε στο πρόσωπο της Τάρζα, μιας 50χρονης σήμερα Φινλανδέζας, η οποία ήρθε στην Ελλάδα ως ξεναγός και την πρώτη νύχτα γνώρισε τον μετέπειτα Ελληνα σύζυγό της. Αυτή συμπληρώνει την ιστορία από την ανάποδη, εξηγεί, δηλαδή, το πώς έβλεπαν οι τουρίστριες τους Ελληνες «γαμπρούς». Αλλά και πώς τις αντιμετώπιζαν οι συντηρητικές Ελληνίδες πεθερές, σε περίπτωση που η σχέση πήγαινε ένα βήμα παραπέρα, όπως ακριβώς η δικιά της.