Πρόκειται για τη μεταλλική κατασκευή στην είσοδο του Αργολιμού λιμένα. Με ένα φως ισχυρό, χάρη στα ειδικά, τεχνικά χαρακτηριστικά του φανού, η πόλη του Ναυπλίου αναθέτει στο φάρο να καλωσορίσει τους ταξιδιώτες, οι οποίοι συρρέουν κατά χιλιάδες καθ΄όλη τη διάρκεια, κυρίως του καλοκαιριού.
Λιτός, απέριττος, καθώς επιβάλλει το τοπίο και η τραγική φήμη ο φάρος στέκει στην είσοδο του επινείου, σημαδεύοντας το Μπούρτζι, το νησιωτικό κάστρο απέναντι ακριβώς από την πολυσύχναστη προβλήτα. Η αναγκαιότητα ασφαλέστερων, θαλάσσιων διελεύσεων, η σημαντική παρουσία της πόλης και στο εμπορικό δίκτυο, η σπουδαιότητα τούτων των κατασκευών εν γένει, καθιστούν το φάρο του Ναυπλίου έναν από τους πιο σημαντικούς του συνολικού δικτύου.
Η αρχική πρωτεύουσα του νεοσύστατου, μετά την επανάσταση ελληνικού κράτους, η δυναμική, σύγχρονη εξέλιξη της πόλης, στα πλαίσια του τουρισμού και της παρελκόμενης ανάπτυξης προσδίδουν στον εν λόγω φάρο μια συμβολιστική σημασία, αντίστοιχη των μηνυμάτων και της αύρας, η οποία τόσο έντονα περιβάλλει τον τόπο, την ιστορία του, εσένα τον ίδιο. Η Εθνική Πινακοθήκη, παράρτημα της οποίας λειτουργεί στην πόλη, η θερινή κατοικία του αντιβασιλέα, το Μπούρτζι, όλα τούτα επιβεβαιώνουν τη σημασία του Ναυπλίου, την αναγνωρισμένη αξία της ιστορικότητάς του.
ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Διήγημα
Πέρασαν χρόνια από εκείνο το φονικό. Οι κάτοικοι δεν μιλούν πια για εκείνα τα φοβερά πράγματα, για τις σφαγές, για το τρομερό ρήμαγμα της οικογένειας δεν μιλά πια κανείς. Φρόντισαν δε οι αρχές, κατόπιν παραινέσεως του δημοτικού συμβουλίου να παρακάμψουν τον κεντρικό δρόμο, να μ ην περνούν οι γυναίκες και τα παιδιά εμπρός από το απαίσιο, το μυερό σπίτι. Κατέβαλαν προσπάθειες για να το ρίξουν, να φτιάξουν εκεί ένα μικρό δάσος με παιχνίδια και ένα θέατρο στα πρότυπα των ανασκαφών, για την τέλεση αναγνώσεων και παραστάσεων αρχαίου δράματος. Μα τα σχέδια αυτά δεν ευοδώθηκαν, ο πολιτισμός δεν επιβάλλεται εύκολα στα βάρβαρα χρόνια. Και έτσι το σπίτι παρέμεινε στο βάθος του δρόμου, ακέραιο, με τους φόνους του, τις οδύνες, τους πεθαμένους κήπους με τα πελώρια, αιωνόβια δέντρα.
Κάποιοι φρόντισαν να αφαιρέσουν ακόμη και το θυρεό της οικογένειας. Μια ασπίδα με χιαστά ξίφη και έναν σταυρό βαθιά μες στη ζωγραφική γεωμετρία. Τα λησμόνησαν όλα, μες στα καφενεία απαγορεύτηκε να γίνονται κουβέντες για τα κορίτσια που έφυγαν ξυπόλητα από το Άργος, για τα χρόνια των πικραμένων πορτοκαλιών συμφώνησαν να μην ξαναπούν κουβέντα. Έτσι κύλησε η ζωή στο Ανάπλι, αργή και όμορφη, με εκείνο το αίσθημα της υποφερτής μοναξιάς που δεν σε ρημάζει, δεν σε καθηλώνει. Τα χρόνια στις πόλεις τις επαρχιακές περνούν έτσι, με σκληρούς χειμώνες, με ακόμα πιο σκληρά πρόσωπα, με γαντζωμένο το κρύο και την ελπίδα για μια φυγή.
Η Άνοιξη ήρθε νωρίς, με τα πουλιά της, με τα ορθάνοιχτα χρώματα, με τις μυρωδιές της πληθωρικές, κατακτητές ολόκληρου του κόσμου. Γέμισε ζωή και παιδιά ξανά η μεγάλη πλατεία του Συντάγματος, φάνηκαν ξανά οι λυπημένοι φαντάροι που ζητούσαν τα κορίτσια και άντρευαν μακριά από τα σπίτια τους. Στους εξώστες οι γυναίκες κρέμασαν ανεμόμυλους, στεφάνια για το Μάη που θα ρχόταν, πολύχρωμα μαντήλια που ανέμιζαν σαν πειρατικά μες στα μεσημέρια και έσταζε χρώμα από παντού. Τον είδαν που έφτανε από τον κεντρικό δρόμο. Ρακένδυτος, με όλα τα χρόνια του φορτωμένα στους ώμους σερνόταν στους ίσκιους. Είχε ένα πρόσωπο οστεώδες, επρόκειτο για κάποιον βυζαντινό άγιο είπαν κάποιοι που τον αντάμωσαν στα πρώτα σπίτια της πόλης και σταυροκοπήθηκαν με αφέλεια. Τον φίλεψαν ψωμί χτεσινό, τον ρώτησαν από πού έρχεται, αν γυρεύει κανέναν, εκείνος δεν μιλούσε μόνο υποκλινόταν στη ζεστασιά των ανθρώπων και συνέχιζε το βήμα του κρατημένος από τους κορμούς των δέντρων.
Ο καιρός προσέξαν πως χάλασε ξαφνικά εκείνο το απόγευμα. Σκοτείνιασε, πήρε να βρέχει πολύ, άρρυθμα, οι βάρκες στα ανοιχτά γυρνούσαν τώρα με κόπο, τα παιδιά σκόρπισαν σαν πουλιά από την πλατεία, οι φαντάροι βρήκαν ένα υπόστεγο, στάθηκαν εκεί γελώντας νευρικά με τούτη την έκπληξη. Στα καφενεία μόνο οι αγρότες κοιτούσαν με λύπη τις χοντρές στάλες που θα έκαιγαν τα καινούρια πορτοκάλια, θα φόρτωναν τα κλήματα με άγρια,παρασιτικά χορτάρια. Ένας γέρος ψηλός, με περιποιημένα ρούχα, παλιός οδηγός του πρακτορείου των υπεραστικών, είπε πως κάποια αμαρτία έλαβε χώρα τούτη την ώρα και έπειτα κοίταξε τον ρακένδυτο άνδρα που περπατούσε με κόπο.
Πλησίασε στο καφενείο, κάθισε μακριά από τους άλλους ανθρώπους, εκείνοι τον μετρούσαν με τα μάτια, δίχως διακριτικότητες και άλλα τέτοια που επιβάλουν οι κανόνες της ευγένειας. Μέτρησε τα λιγοστά χρήματά του, έγνεψε στο νεαρό που φρόντιζε για τις παραγγελίες, εκείνος έσπευσε, του είπε απότομα πως αν δεν έχει χρήματα θα πρέπει να φύγει αμέσως, πως εδώ δεν είναι ταμείο φιλόπτωχον. Εκείνος έσπρωξε τα χρήματα, δεν απάντησε σε τίποτα, παρήγγειλε το ούζο του, κοίταξε το παιδί βαθιά μες στα μάτια, εκείνο έτρεξε μες στο μαγαζί αρπάζοντας τα χρήματα. Έβρεχε ακόμη περισσότερο τώρα, ξαφνικές αστραπές φώτιζαν την πόλη, έμπαιναν μες στα σπίτια, έκαιγαν τις στέγες, άρπαζαν τα παιδιά μες στον ύπνο τους.
Το κάστρο απέναντι δεν φαινόταν, είχε μια ομίχλη βαριά, όπως στις λόχμες νωρίς το χάραμα. Ακούγονταν τα κομπολόγια, οι βλαστήμιες έρχονταν με τον άνεμο, χτύπησε η καμπάνα του χωριού, σήμανε ο εσπερινός, κανείς δεν αποκρίθηκε στο κάλεσμα του Χριστού. Ξάφνικα όλοι ανασηκώθηκαν από τις θέσεις τους, για να χαιρετήσουν τον ποιητή. Εκείνος χαμογέλασε και όλοι μαζί έκαμαν ένα βόμβο, σαν σε μια επίδειξη συγχρονισμού και ύστερα ξανακάθησαν, ο καθένας στη σιωπή του.Κάποιος τον ρώτησε αν είναι από τα μέρη του Άργους, εκείνος έγνεψε καταφατικά, δεν μιλούσε πολύ, είχε το βλέμα του καρφωμένο κάτω στο χώμα και έπινε με λαχτάρα του ούζο.
Μια γυναίκα μαυροφορεμένη φάνηκε στο βάθος του δρόμου, περπατούσε αργά, κυλούσε σχεδόν όπως το νερό, μιλούσε μονάχη της, ήταν ψηλή και έμοιαζε να είναι ταραγμένη, με φίδια για μαλλιά. Τέτοια όψη είχε εκείνη η γυναίκα, μαύρο πουλί με σκισμένα φτερά. Επέρασε εμπρός από το καφενείο, εκείνος την είδε, χαμήλωσε και άλλο το πρόσωπο, εκείνη έπαψε το ανισόρροπο βάδισμά της, καθώς το ζώο που αντιλαμβάνεται ένα θήραμα ή χτυπιέται από τον κυνηγό. Γύρισε και τον κοίταξε, έβαλε τα χέρια της εμπρός στο στόμα να μην φωνάξει, γονάτισε, έβρεχε τώρα κάθετα, ο άνεμος είχε κοπάσει, απόψε η πόλη πνιγόταν.
Οι άλλοι γυρίσαν και τον κοίταξαν, ρώτησε τη γυναίκα τι συμβαίνει, προσπάθησαν να τη σηκώσουν, να την πάνε παραπέρα, την παρηγόρησαν, γιατί είναι κρίμα μεγάλο και βάσανο να έχει κανείς φορτωθεί όλα τα κρίματα και τις ανομίες. Έπαψε τα κλάμματα, τους παραμέρισε, στάθηκε εμπρός του σαν σκιάχτρο και σαν κριτής. Ανασήκωσε το πρόσωπό του, την είδε, έπειτα έσκυψε, σαν από ντροπή, γερμένος δεν είπε τίποτε, έκανε να φύγει, εκείνη τον κράτησε, του έδωσε να πιει το ούζο, έψαξε να βρει τα μάτια του άνδρα που είχε ένα πρόσωπο αρπαγμένο από τα δόντια, ένα πλήγιασμα από χρόνια και μίλια αδιάκοπα. Έπειτα τον αγκάλιασε, έκλαψε για ώρα μες στα χέρια του, εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της, δεν έλεγαν τίποτε άλλο, μόνο έκλαιγαν και πνιγόταν η φωνή τους μες στη θρυλική μπόρα.
Οι άλλοι τώρα κατάλαβαν, εννόησαν το αγκάλιασμα αυτό, τη φοβερή συγκυρία. Κάποιος έφυγε και πήγε προς το σταθμό της χωροφυλακής. Το ζήτημα ήταν σοβαρό, τώρα όλοι θα θυμούνταν ξανά το βράδυ εκείνο που έγινε το έγκλημα και έπειτα ο φονιάς έφυγε, κατέβηκε είπαν στην Αθήνα, κανείς δεν πλήρωσε για τη χαμένη ψυχή. Φάνηκαν σε λίγο οι χωροφύλακες, ζήτησαν τα χαρτιά του, τον σήκωσαν με τη βία από το τραπέζι, έπεσαν οι καρέκλες, χύθηκε το πιοτό, έγινε φασαρία μεγάλη, κάποιοι πλησίασαν και τον χτύπησαν, τον έφτυναν, κανείς δεν τον ρωτούσε πώς ζούσε, πώς αγαπούσε όλα αυτά τα χρόνια, κανείς δεν τον παρηγορούσε που θα πέθαινε και είχε στα πόδια του, το τρυφερό αδέσποτο του φόβου που τώρα ξυπνά και ζητά το αίμα. Τη γυναίκα τη χτύπησαν και την άφησαν ματωμένη σε μια άκρη του μαγαζιού, έπειτα τον άνδρα τον πήραν να τον πάνε στο σταθμό. Τότε γίνηκε κάτι σημαδιακό, μια εξέλιξη από εκείνες τις σπάνιες που οι άνθρωποι τους αποδίδουν μεταφυσική σημασία.
Την ώρα που περνούσαν εμπρός από την εκκλησία και είχε μαζευτεί το ανυποψίαστο πλήθος έπεσε μια αστραπή ψηλά, στο καμπαναριό, σείστηκε ο τόπος και μια μεγάλη πέτρα κατέρρευσε στο δρόμο. Όλοι τρόμαξαν, είπαν πως πλακώθηκε και ένα παιδί, οι χωροφύλακες τον άφησαν και έπεσαν στη γη, εκείνος απέμεινε με ένα όπλο στο χέρι, βαθιά μες στην πόλη ξεχώρισε το σπίτι, το ρημαγμένο με το τρομερό παρελθόν, είδε που τον κοιτούσαν και όλα τα μάτια έλεγαν «να σκοτωθείς, να σκοτωθείς!» Άκουσε τη γυναίκα που ερχόταν τρεκλίζοντας από το καφενείο, όλο αίματα τα χέρια, τα χείλη της σκισμένα, έβρεχε ολοένα και περισσότερο.
Ο άνδρας έστρεψε το όπλο στο στόμα του, ακούστηκε ένας θλιβερός κρότος, όλοι σκέπασαν τα μάτια τους, τα χαμένα πουλιά που είχαν μπλεχτεί μες στα κλαδιά σκόρπισαν ψηλά στα φώτα των δρόμων και στάθηκαν νευρικά μακριά από τους ανθρώπους. Κάποιος τόλμησε και κοίταξε, είδε που ο άνδρας άνοιγε μια πόρτα μες στη νύχτα και χανόταν, είδε κήρυκες με λευκά ενδύματα, χρησμοδότες που τον αγκάλιαζαν και γελούσαν και του φέρονταν με την τρυφερότητα, εκείνη που δικαιούται ένας που έχει πονέσει πολύ και έχει απομείνει μόνος, έξω και πέρα από τα ζεύγη των ανθρώπων. Η γυναίκα απέμεινε μόνη στο μέσο του δρόμου, εφώναζε «Ορέστη, Ορέστη» με όση ανάσα της έμενε. Έπειτα σώπασε. Πέρασε ήσυχα στην ερημιά του ύπνου.
Η βροχή κόπασε, ξεδίψασε ο κόσμος και το χώμα. Και φάνηκαν ξανά τα ωραία χρώματα, Ορέστη.
Απόστολος Θηβαίος
www.24grammata.com
Λιτός, απέριττος, καθώς επιβάλλει το τοπίο και η τραγική φήμη ο φάρος στέκει στην είσοδο του επινείου, σημαδεύοντας το Μπούρτζι, το νησιωτικό κάστρο απέναντι ακριβώς από την πολυσύχναστη προβλήτα. Η αναγκαιότητα ασφαλέστερων, θαλάσσιων διελεύσεων, η σημαντική παρουσία της πόλης και στο εμπορικό δίκτυο, η σπουδαιότητα τούτων των κατασκευών εν γένει, καθιστούν το φάρο του Ναυπλίου έναν από τους πιο σημαντικούς του συνολικού δικτύου.
Η αρχική πρωτεύουσα του νεοσύστατου, μετά την επανάσταση ελληνικού κράτους, η δυναμική, σύγχρονη εξέλιξη της πόλης, στα πλαίσια του τουρισμού και της παρελκόμενης ανάπτυξης προσδίδουν στον εν λόγω φάρο μια συμβολιστική σημασία, αντίστοιχη των μηνυμάτων και της αύρας, η οποία τόσο έντονα περιβάλλει τον τόπο, την ιστορία του, εσένα τον ίδιο. Η Εθνική Πινακοθήκη, παράρτημα της οποίας λειτουργεί στην πόλη, η θερινή κατοικία του αντιβασιλέα, το Μπούρτζι, όλα τούτα επιβεβαιώνουν τη σημασία του Ναυπλίου, την αναγνωρισμένη αξία της ιστορικότητάς του.
ΑΝΑΒΙΩΣΗ
Διήγημα
Πέρασαν χρόνια από εκείνο το φονικό. Οι κάτοικοι δεν μιλούν πια για εκείνα τα φοβερά πράγματα, για τις σφαγές, για το τρομερό ρήμαγμα της οικογένειας δεν μιλά πια κανείς. Φρόντισαν δε οι αρχές, κατόπιν παραινέσεως του δημοτικού συμβουλίου να παρακάμψουν τον κεντρικό δρόμο, να μ ην περνούν οι γυναίκες και τα παιδιά εμπρός από το απαίσιο, το μυερό σπίτι. Κατέβαλαν προσπάθειες για να το ρίξουν, να φτιάξουν εκεί ένα μικρό δάσος με παιχνίδια και ένα θέατρο στα πρότυπα των ανασκαφών, για την τέλεση αναγνώσεων και παραστάσεων αρχαίου δράματος. Μα τα σχέδια αυτά δεν ευοδώθηκαν, ο πολιτισμός δεν επιβάλλεται εύκολα στα βάρβαρα χρόνια. Και έτσι το σπίτι παρέμεινε στο βάθος του δρόμου, ακέραιο, με τους φόνους του, τις οδύνες, τους πεθαμένους κήπους με τα πελώρια, αιωνόβια δέντρα.
Κάποιοι φρόντισαν να αφαιρέσουν ακόμη και το θυρεό της οικογένειας. Μια ασπίδα με χιαστά ξίφη και έναν σταυρό βαθιά μες στη ζωγραφική γεωμετρία. Τα λησμόνησαν όλα, μες στα καφενεία απαγορεύτηκε να γίνονται κουβέντες για τα κορίτσια που έφυγαν ξυπόλητα από το Άργος, για τα χρόνια των πικραμένων πορτοκαλιών συμφώνησαν να μην ξαναπούν κουβέντα. Έτσι κύλησε η ζωή στο Ανάπλι, αργή και όμορφη, με εκείνο το αίσθημα της υποφερτής μοναξιάς που δεν σε ρημάζει, δεν σε καθηλώνει. Τα χρόνια στις πόλεις τις επαρχιακές περνούν έτσι, με σκληρούς χειμώνες, με ακόμα πιο σκληρά πρόσωπα, με γαντζωμένο το κρύο και την ελπίδα για μια φυγή.
Η Άνοιξη ήρθε νωρίς, με τα πουλιά της, με τα ορθάνοιχτα χρώματα, με τις μυρωδιές της πληθωρικές, κατακτητές ολόκληρου του κόσμου. Γέμισε ζωή και παιδιά ξανά η μεγάλη πλατεία του Συντάγματος, φάνηκαν ξανά οι λυπημένοι φαντάροι που ζητούσαν τα κορίτσια και άντρευαν μακριά από τα σπίτια τους. Στους εξώστες οι γυναίκες κρέμασαν ανεμόμυλους, στεφάνια για το Μάη που θα ρχόταν, πολύχρωμα μαντήλια που ανέμιζαν σαν πειρατικά μες στα μεσημέρια και έσταζε χρώμα από παντού. Τον είδαν που έφτανε από τον κεντρικό δρόμο. Ρακένδυτος, με όλα τα χρόνια του φορτωμένα στους ώμους σερνόταν στους ίσκιους. Είχε ένα πρόσωπο οστεώδες, επρόκειτο για κάποιον βυζαντινό άγιο είπαν κάποιοι που τον αντάμωσαν στα πρώτα σπίτια της πόλης και σταυροκοπήθηκαν με αφέλεια. Τον φίλεψαν ψωμί χτεσινό, τον ρώτησαν από πού έρχεται, αν γυρεύει κανέναν, εκείνος δεν μιλούσε μόνο υποκλινόταν στη ζεστασιά των ανθρώπων και συνέχιζε το βήμα του κρατημένος από τους κορμούς των δέντρων.
Ο καιρός προσέξαν πως χάλασε ξαφνικά εκείνο το απόγευμα. Σκοτείνιασε, πήρε να βρέχει πολύ, άρρυθμα, οι βάρκες στα ανοιχτά γυρνούσαν τώρα με κόπο, τα παιδιά σκόρπισαν σαν πουλιά από την πλατεία, οι φαντάροι βρήκαν ένα υπόστεγο, στάθηκαν εκεί γελώντας νευρικά με τούτη την έκπληξη. Στα καφενεία μόνο οι αγρότες κοιτούσαν με λύπη τις χοντρές στάλες που θα έκαιγαν τα καινούρια πορτοκάλια, θα φόρτωναν τα κλήματα με άγρια,παρασιτικά χορτάρια. Ένας γέρος ψηλός, με περιποιημένα ρούχα, παλιός οδηγός του πρακτορείου των υπεραστικών, είπε πως κάποια αμαρτία έλαβε χώρα τούτη την ώρα και έπειτα κοίταξε τον ρακένδυτο άνδρα που περπατούσε με κόπο.
Πλησίασε στο καφενείο, κάθισε μακριά από τους άλλους ανθρώπους, εκείνοι τον μετρούσαν με τα μάτια, δίχως διακριτικότητες και άλλα τέτοια που επιβάλουν οι κανόνες της ευγένειας. Μέτρησε τα λιγοστά χρήματά του, έγνεψε στο νεαρό που φρόντιζε για τις παραγγελίες, εκείνος έσπευσε, του είπε απότομα πως αν δεν έχει χρήματα θα πρέπει να φύγει αμέσως, πως εδώ δεν είναι ταμείο φιλόπτωχον. Εκείνος έσπρωξε τα χρήματα, δεν απάντησε σε τίποτα, παρήγγειλε το ούζο του, κοίταξε το παιδί βαθιά μες στα μάτια, εκείνο έτρεξε μες στο μαγαζί αρπάζοντας τα χρήματα. Έβρεχε ακόμη περισσότερο τώρα, ξαφνικές αστραπές φώτιζαν την πόλη, έμπαιναν μες στα σπίτια, έκαιγαν τις στέγες, άρπαζαν τα παιδιά μες στον ύπνο τους.
Το κάστρο απέναντι δεν φαινόταν, είχε μια ομίχλη βαριά, όπως στις λόχμες νωρίς το χάραμα. Ακούγονταν τα κομπολόγια, οι βλαστήμιες έρχονταν με τον άνεμο, χτύπησε η καμπάνα του χωριού, σήμανε ο εσπερινός, κανείς δεν αποκρίθηκε στο κάλεσμα του Χριστού. Ξάφνικα όλοι ανασηκώθηκαν από τις θέσεις τους, για να χαιρετήσουν τον ποιητή. Εκείνος χαμογέλασε και όλοι μαζί έκαμαν ένα βόμβο, σαν σε μια επίδειξη συγχρονισμού και ύστερα ξανακάθησαν, ο καθένας στη σιωπή του.Κάποιος τον ρώτησε αν είναι από τα μέρη του Άργους, εκείνος έγνεψε καταφατικά, δεν μιλούσε πολύ, είχε το βλέμα του καρφωμένο κάτω στο χώμα και έπινε με λαχτάρα του ούζο.
Μια γυναίκα μαυροφορεμένη φάνηκε στο βάθος του δρόμου, περπατούσε αργά, κυλούσε σχεδόν όπως το νερό, μιλούσε μονάχη της, ήταν ψηλή και έμοιαζε να είναι ταραγμένη, με φίδια για μαλλιά. Τέτοια όψη είχε εκείνη η γυναίκα, μαύρο πουλί με σκισμένα φτερά. Επέρασε εμπρός από το καφενείο, εκείνος την είδε, χαμήλωσε και άλλο το πρόσωπο, εκείνη έπαψε το ανισόρροπο βάδισμά της, καθώς το ζώο που αντιλαμβάνεται ένα θήραμα ή χτυπιέται από τον κυνηγό. Γύρισε και τον κοίταξε, έβαλε τα χέρια της εμπρός στο στόμα να μην φωνάξει, γονάτισε, έβρεχε τώρα κάθετα, ο άνεμος είχε κοπάσει, απόψε η πόλη πνιγόταν.
Οι άλλοι γυρίσαν και τον κοίταξαν, ρώτησε τη γυναίκα τι συμβαίνει, προσπάθησαν να τη σηκώσουν, να την πάνε παραπέρα, την παρηγόρησαν, γιατί είναι κρίμα μεγάλο και βάσανο να έχει κανείς φορτωθεί όλα τα κρίματα και τις ανομίες. Έπαψε τα κλάμματα, τους παραμέρισε, στάθηκε εμπρός του σαν σκιάχτρο και σαν κριτής. Ανασήκωσε το πρόσωπό του, την είδε, έπειτα έσκυψε, σαν από ντροπή, γερμένος δεν είπε τίποτε, έκανε να φύγει, εκείνη τον κράτησε, του έδωσε να πιει το ούζο, έψαξε να βρει τα μάτια του άνδρα που είχε ένα πρόσωπο αρπαγμένο από τα δόντια, ένα πλήγιασμα από χρόνια και μίλια αδιάκοπα. Έπειτα τον αγκάλιασε, έκλαψε για ώρα μες στα χέρια του, εκείνος χάιδευε τα μαλλιά της, δεν έλεγαν τίποτε άλλο, μόνο έκλαιγαν και πνιγόταν η φωνή τους μες στη θρυλική μπόρα.
Οι άλλοι τώρα κατάλαβαν, εννόησαν το αγκάλιασμα αυτό, τη φοβερή συγκυρία. Κάποιος έφυγε και πήγε προς το σταθμό της χωροφυλακής. Το ζήτημα ήταν σοβαρό, τώρα όλοι θα θυμούνταν ξανά το βράδυ εκείνο που έγινε το έγκλημα και έπειτα ο φονιάς έφυγε, κατέβηκε είπαν στην Αθήνα, κανείς δεν πλήρωσε για τη χαμένη ψυχή. Φάνηκαν σε λίγο οι χωροφύλακες, ζήτησαν τα χαρτιά του, τον σήκωσαν με τη βία από το τραπέζι, έπεσαν οι καρέκλες, χύθηκε το πιοτό, έγινε φασαρία μεγάλη, κάποιοι πλησίασαν και τον χτύπησαν, τον έφτυναν, κανείς δεν τον ρωτούσε πώς ζούσε, πώς αγαπούσε όλα αυτά τα χρόνια, κανείς δεν τον παρηγορούσε που θα πέθαινε και είχε στα πόδια του, το τρυφερό αδέσποτο του φόβου που τώρα ξυπνά και ζητά το αίμα. Τη γυναίκα τη χτύπησαν και την άφησαν ματωμένη σε μια άκρη του μαγαζιού, έπειτα τον άνδρα τον πήραν να τον πάνε στο σταθμό. Τότε γίνηκε κάτι σημαδιακό, μια εξέλιξη από εκείνες τις σπάνιες που οι άνθρωποι τους αποδίδουν μεταφυσική σημασία.
Την ώρα που περνούσαν εμπρός από την εκκλησία και είχε μαζευτεί το ανυποψίαστο πλήθος έπεσε μια αστραπή ψηλά, στο καμπαναριό, σείστηκε ο τόπος και μια μεγάλη πέτρα κατέρρευσε στο δρόμο. Όλοι τρόμαξαν, είπαν πως πλακώθηκε και ένα παιδί, οι χωροφύλακες τον άφησαν και έπεσαν στη γη, εκείνος απέμεινε με ένα όπλο στο χέρι, βαθιά μες στην πόλη ξεχώρισε το σπίτι, το ρημαγμένο με το τρομερό παρελθόν, είδε που τον κοιτούσαν και όλα τα μάτια έλεγαν «να σκοτωθείς, να σκοτωθείς!» Άκουσε τη γυναίκα που ερχόταν τρεκλίζοντας από το καφενείο, όλο αίματα τα χέρια, τα χείλη της σκισμένα, έβρεχε ολοένα και περισσότερο.
Ο άνδρας έστρεψε το όπλο στο στόμα του, ακούστηκε ένας θλιβερός κρότος, όλοι σκέπασαν τα μάτια τους, τα χαμένα πουλιά που είχαν μπλεχτεί μες στα κλαδιά σκόρπισαν ψηλά στα φώτα των δρόμων και στάθηκαν νευρικά μακριά από τους ανθρώπους. Κάποιος τόλμησε και κοίταξε, είδε που ο άνδρας άνοιγε μια πόρτα μες στη νύχτα και χανόταν, είδε κήρυκες με λευκά ενδύματα, χρησμοδότες που τον αγκάλιαζαν και γελούσαν και του φέρονταν με την τρυφερότητα, εκείνη που δικαιούται ένας που έχει πονέσει πολύ και έχει απομείνει μόνος, έξω και πέρα από τα ζεύγη των ανθρώπων. Η γυναίκα απέμεινε μόνη στο μέσο του δρόμου, εφώναζε «Ορέστη, Ορέστη» με όση ανάσα της έμενε. Έπειτα σώπασε. Πέρασε ήσυχα στην ερημιά του ύπνου.
Η βροχή κόπασε, ξεδίψασε ο κόσμος και το χώμα. Και φάνηκαν ξανά τα ωραία χρώματα, Ορέστη.
Απόστολος Θηβαίος
www.24grammata.com