Άρθρο του
Νίκου Σπ. Ζέρβα
Η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καταδεικνύει τα σκληρά αποτελέσματα της ασκούμενης, μνημονιακής, πολιτικής στην πατρίδα μας τα τελευταία 2 έτη. Το σοβαρότερο κοινωνικό πρόβλημα, η ανεργία, μέσα σ’ ένα χρόνο αυξήθηκε κατά 7 ποσοστιάιες μονάδες -επισήμως-, αναρριχώμενη στο 24%. Επίσης, σ’ αυτή τη μελέτη οι προβλέψεις των ειδικών αναλυτών τη φέρουν ως το τέλος του 2012 στο δυσθεόρατο 29%, ενώ η αντίστοιχη για τους νέους έχει ήδη πιάσει το 53%. Τα ερωτήματα λοιπόν που γεννώνται σχετικά με τη συνέχιση της ίδιας αδιέξοδης πολιτικής μέσω των επικείμενων μέτρων, πολλά. Παρόλα ταύτα όμως οφείλουμε να αναλογιστούμε εάν μονάχα τα μνημόνια οδηγούν στη διόγκωση του προαναφερθέντος προβλήματος.
Συγκλονισμένος πριν από λίγες μέρες παρακολουθούσα σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, πως οι αιτήσεις εγγραφής νεαρών ατόμων σε σχολές κομμωτικής(!) παρουσιάζουν μια αύξηση της τάξης του 30% σε σχέση με πέρσι. Όσοι μαθητές, θέλοντας και μη, απέτυχαν να ενταχθούν σε κάποιο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναζητούν την τύχη τους στην κομμωτική. Μα καλά, τα παιδιά αυτά -συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοδοτούντων γονέων τους- δεν έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Δεν καταλαβαίνουν, ότι η ουτοπία της glamorous κοινωνίας των δανεικών, ενσυνειδήτως προωθούμενης από lifestyle τίτλους περιοδικών και εκπομπών έπαψε πλέον να υφίσταται; Ότι οι ’’επενδύσεις’’ τους θα τα οδηγήσουν με μια κάρτα ανεργίας στο χέρι, ή στην καλύτερη με 300 ευρώ μεικτά; Τι να πεί όμως κανείς για μια χώρα στην οποία πανεπιστημιακές σχολές δίως αντικείμενο ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια ως απόρροια των πιέσεων προυχόντων και κοτζαμπάσηδων τοπικών κοινωνιών, καθώς και της διεστραμμένης νοοτροπίας του «ας βρίσκεται ένα χαρτί και ύστερα βλέπουμε». Πλήρης έλλειψη ουσιώδους παιδείας!
Η στροφή όμως των ελληνοπαίδων στην ’’εκπαίδευση’’ κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης στέρησε απ’ την πατρίδα νέα μυαλά στον ίσως πιο παραγωγικό της τομέα, τη γεωργία. Η σταδιακή γήρανση του αγροτικού μας πληθυσμού, κράτησε τη χώρα μας πολύ πίσω όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, σε σχέση με άλλες, ευρωπαϊκές ή μη. Για παράδειγμα, οι βιολογικές καλλιέργειες -πλην ορισμένων εξαιρέσεων- δεν έχουν υιοθετηθεί απ’ τους συμπατριώτες μας. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες στο συγκεκριμένο κλάδο από πλευράς Ε.Ε. -στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λαμβάνουν σχεδόν το 50% της κοινοτικού προϋπολογισμού, παρά το γεγονός ότι αντιστοιχούν μόλις στο 5%(!) του πληθυσμού-(*1), οι αγρότες μας έχουν μείνει μετεξεταστέοι. Οι επιδοτήσεις για νέες, καινοτόμες καλλιέργειες μετατρέπονταν σε Mercedes, ενώ η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων υποβάθμισε την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών μας. Όλα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της βύθισης των συνεταιρισμών στη διαφθορά και της δράσεως κυκλωμάτων μεσαζόντων, οδήγησαν στην πτώση της αξίας των προϊόντων μας σε εξευτελιστικά επίπεδα, αποθαρρύνοντας και τους ήδη υπάρχοντες παραγωγούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί, πως η συνεχής κατάρρευση των τιμών προκαλείται και απ’ την εμμονή των συμπατριωτών μας στην πρωτογενή παραγωγή, αδιαφορώντας για την τυποποίηση των προϊόντων τους, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε ν’ ανοίξει τις πόρτες νέων αγορών, σίγουρα δε θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητά τους.
Επομένως, εκείνο που δύναται κανείς ν’ αντιληφθεί είναι πως στην Ελλάδα η επένδυση στην καινοτομία δυστυχώς εκλείπει! Περνώντας απ’ τον ένα στον άλλο πιο παραγωγικό κλάδο, τον τουρισμό, αδυνατεί να διαπιστώσει κάποιος ποιες είναι οι κινήσεις για την αναζωογόννησή του. Πού είναι οι νέες, ανθούσες μορφές του, όπως ο συνεδριακός, ο θρησκευτικός, ο αγροτικός, που με μαθηματική ακρίβεια θα προσέλκυαν εκ νέου το τουριστικό ενδιαφέρον; Βέβαια, ας είμαστε ρεαλιστές. Όταν σε μια χώρα η αξιοποίηση ενός ερειπωμένου χώρου (βλ. Ελληνικό) με την κατασκευή ενός σύγχρονου μητροπολιτικού πάρκου, που συναντάται παγκοσμίως σε κάθε πολυδιαφημισμένη χώρα, βρίσκει στα κάγκελα τις τοπικές κοινωνίες καθοδηγούμενες από μια Αριστερά του απομονωτισμού, της διαμαρτυρίας και της οπισθοδρόμησης, οι προσδοκίες οικονομικής και ηθικής ανόρθωσης σαφώς και λιγοστεύουν!
Δυστυχώς, οι τοπικές κοινωνίες και τα προσωπικά συμφέροντα είναι εκείνα που εμποδίζουν την υλοποίηση καινοτόμων ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Εγωισμοί και ζηλοφθονίες παραδοσιακά αποτρέπουν το επενδυτικό ενδιαφέρον από απλόχερα προσφερόμενες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική, η ηλιακή, η προερχόμενη απ’ την επεξεργασία των απορριμάτων, οι οποίες θα έδιναν μια μεγάλη ανάσα τόσο στην οικονομία μας, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας. Αντιθέτως, συνεχίζουμε να στηρίζουμε έναν πεθαμένο τομέα, όπως αυτός της οικοδομής, όπου η επικράτηση ττων καρτέλ μεγαλοεργολάβων δημιούργησε μια τεράστια φούσκα εξωφρενικών τιμών, δανείων κλπ. Μη ξεχνάμε άλλωστε, πως από μια αντίστοιχη ξεκίνησε το 2008 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η οικονομική κρίση που επηρέασε τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αφορμής δοθείσης απ’ την αυξανόμενη ανεργία οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα, πως για την υπάρχουσα κρίση δεν ευθύνονται μονάχα οι ανεύθυνοι πολιτικοί μας και οι αγιογδύτες Ευρωπαίοι. Το λιθαράκι της στη σκληρή πραγματικότητα έχει βάλει και η διαχρονική απουσία της καινοτομίας απ’ την ελληνική κοινωνία. Δεν ήγγικεν λοιπόν η ώρα να αλλάξουμε νοοτροπία και αντιλήψεις βρισκόμενοι έστω και στο έσχατο σημείο;
(*1) Τσούκαλης Λ., Ποιά Ευρώπη;, εκδόδεις Ποταμός, Αθήνα 2004, σελ. 173
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Νίκου Σπ. Ζέρβα
Η πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ καταδεικνύει τα σκληρά αποτελέσματα της ασκούμενης, μνημονιακής, πολιτικής στην πατρίδα μας τα τελευταία 2 έτη. Το σοβαρότερο κοινωνικό πρόβλημα, η ανεργία, μέσα σ’ ένα χρόνο αυξήθηκε κατά 7 ποσοστιάιες μονάδες -επισήμως-, αναρριχώμενη στο 24%. Επίσης, σ’ αυτή τη μελέτη οι προβλέψεις των ειδικών αναλυτών τη φέρουν ως το τέλος του 2012 στο δυσθεόρατο 29%, ενώ η αντίστοιχη για τους νέους έχει ήδη πιάσει το 53%. Τα ερωτήματα λοιπόν που γεννώνται σχετικά με τη συνέχιση της ίδιας αδιέξοδης πολιτικής μέσω των επικείμενων μέτρων, πολλά. Παρόλα ταύτα όμως οφείλουμε να αναλογιστούμε εάν μονάχα τα μνημόνια οδηγούν στη διόγκωση του προαναφερθέντος προβλήματος.
Συγκλονισμένος πριν από λίγες μέρες παρακολουθούσα σε τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων, πως οι αιτήσεις εγγραφής νεαρών ατόμων σε σχολές κομμωτικής(!) παρουσιάζουν μια αύξηση της τάξης του 30% σε σχέση με πέρσι. Όσοι μαθητές, θέλοντας και μη, απέτυχαν να ενταχθούν σε κάποιο τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αναζητούν την τύχη τους στην κομμωτική. Μα καλά, τα παιδιά αυτά -συμπεριλαμβανομένων και των χρηματοδοτούντων γονέων τους- δεν έχουν αντιληφθεί τι συμβαίνει στην πραγματικότητα; Δεν καταλαβαίνουν, ότι η ουτοπία της glamorous κοινωνίας των δανεικών, ενσυνειδήτως προωθούμενης από lifestyle τίτλους περιοδικών και εκπομπών έπαψε πλέον να υφίσταται; Ότι οι ’’επενδύσεις’’ τους θα τα οδηγήσουν με μια κάρτα ανεργίας στο χέρι, ή στην καλύτερη με 300 ευρώ μεικτά; Τι να πεί όμως κανείς για μια χώρα στην οποία πανεπιστημιακές σχολές δίως αντικείμενο ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια ως απόρροια των πιέσεων προυχόντων και κοτζαμπάσηδων τοπικών κοινωνιών, καθώς και της διεστραμμένης νοοτροπίας του «ας βρίσκεται ένα χαρτί και ύστερα βλέπουμε». Πλήρης έλλειψη ουσιώδους παιδείας!
Η στροφή όμως των ελληνοπαίδων στην ’’εκπαίδευση’’ κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης στέρησε απ’ την πατρίδα νέα μυαλά στον ίσως πιο παραγωγικό της τομέα, τη γεωργία. Η σταδιακή γήρανση του αγροτικού μας πληθυσμού, κράτησε τη χώρα μας πολύ πίσω όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, σε σχέση με άλλες, ευρωπαϊκές ή μη. Για παράδειγμα, οι βιολογικές καλλιέργειες -πλην ορισμένων εξαιρέσεων- δεν έχουν υιοθετηθεί απ’ τους συμπατριώτες μας. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες στο συγκεκριμένο κλάδο από πλευράς Ε.Ε. -στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής οι Ευρωπαίοι παραγωγοί λαμβάνουν σχεδόν το 50% της κοινοτικού προϋπολογισμού, παρά το γεγονός ότι αντιστοιχούν μόλις στο 5%(!) του πληθυσμού-(*1), οι αγρότες μας έχουν μείνει μετεξεταστέοι. Οι επιδοτήσεις για νέες, καινοτόμες καλλιέργειες μετατρέπονταν σε Mercedes, ενώ η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων υποβάθμισε την ποιότητα των παραγόμενων αγαθών μας. Όλα αυτά, συμπεριλαμβανομένης της βύθισης των συνεταιρισμών στη διαφθορά και της δράσεως κυκλωμάτων μεσαζόντων, οδήγησαν στην πτώση της αξίας των προϊόντων μας σε εξευτελιστικά επίπεδα, αποθαρρύνοντας και τους ήδη υπάρχοντες παραγωγούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί, πως η συνεχής κατάρρευση των τιμών προκαλείται και απ’ την εμμονή των συμπατριωτών μας στην πρωτογενή παραγωγή, αδιαφορώντας για την τυποποίηση των προϊόντων τους, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε ν’ ανοίξει τις πόρτες νέων αγορών, σίγουρα δε θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητά τους.
Επομένως, εκείνο που δύναται κανείς ν’ αντιληφθεί είναι πως στην Ελλάδα η επένδυση στην καινοτομία δυστυχώς εκλείπει! Περνώντας απ’ τον ένα στον άλλο πιο παραγωγικό κλάδο, τον τουρισμό, αδυνατεί να διαπιστώσει κάποιος ποιες είναι οι κινήσεις για την αναζωογόννησή του. Πού είναι οι νέες, ανθούσες μορφές του, όπως ο συνεδριακός, ο θρησκευτικός, ο αγροτικός, που με μαθηματική ακρίβεια θα προσέλκυαν εκ νέου το τουριστικό ενδιαφέρον; Βέβαια, ας είμαστε ρεαλιστές. Όταν σε μια χώρα η αξιοποίηση ενός ερειπωμένου χώρου (βλ. Ελληνικό) με την κατασκευή ενός σύγχρονου μητροπολιτικού πάρκου, που συναντάται παγκοσμίως σε κάθε πολυδιαφημισμένη χώρα, βρίσκει στα κάγκελα τις τοπικές κοινωνίες καθοδηγούμενες από μια Αριστερά του απομονωτισμού, της διαμαρτυρίας και της οπισθοδρόμησης, οι προσδοκίες οικονομικής και ηθικής ανόρθωσης σαφώς και λιγοστεύουν!
Δυστυχώς, οι τοπικές κοινωνίες και τα προσωπικά συμφέροντα είναι εκείνα που εμποδίζουν την υλοποίηση καινοτόμων ιδεών στον ελλαδικό χώρο. Εγωισμοί και ζηλοφθονίες παραδοσιακά αποτρέπουν το επενδυτικό ενδιαφέρον από απλόχερα προσφερόμενες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική, η ηλιακή, η προερχόμενη απ’ την επεξεργασία των απορριμάτων, οι οποίες θα έδιναν μια μεγάλη ανάσα τόσο στην οικονομία μας, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας. Αντιθέτως, συνεχίζουμε να στηρίζουμε έναν πεθαμένο τομέα, όπως αυτός της οικοδομής, όπου η επικράτηση ττων καρτέλ μεγαλοεργολάβων δημιούργησε μια τεράστια φούσκα εξωφρενικών τιμών, δανείων κλπ. Μη ξεχνάμε άλλωστε, πως από μια αντίστοιχη ξεκίνησε το 2008 στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η οικονομική κρίση που επηρέασε τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Όπως αντιλαμβάνεστε, αφορμής δοθείσης απ’ την αυξανόμενη ανεργία οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα, πως για την υπάρχουσα κρίση δεν ευθύνονται μονάχα οι ανεύθυνοι πολιτικοί μας και οι αγιογδύτες Ευρωπαίοι. Το λιθαράκι της στη σκληρή πραγματικότητα έχει βάλει και η διαχρονική απουσία της καινοτομίας απ’ την ελληνική κοινωνία. Δεν ήγγικεν λοιπόν η ώρα να αλλάξουμε νοοτροπία και αντιλήψεις βρισκόμενοι έστω και στο έσχατο σημείο;
(*1) Τσούκαλης Λ., Ποιά Ευρώπη;, εκδόδεις Ποταμός, Αθήνα 2004, σελ. 173
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.