Άρθρο του
Νίκου Σπ. Ζέρβα
Πολιτικός Επιστήμονας
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο άρθρο 23 του Συντάγματος της μεταπολίτευσης προβλέπεται ρητά ένα απ’ τα σημαντικότερα ατομικά-κοινωνικά δικαιώματα, εκείνο της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Βάσει της συγκεκριμένης διάταξης οι εργαζόμενοι της χώρας μας δύνανται να προασπίζουν -και γιατί όχι να διεκδικούν- τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους με κάθε μέσο που διαθέτουν, κυρίως δε με την απεργία. Παρόλα αυτά, στις μέρες μας η προαναφερθείσα ελευθερία αμφισβητείται τόσο απ’ τους εν Ελλάδι -ημεδαπούς αλλά και ξένους- κυβερνώντες, στο μέγιστο βαθμό όμως απ’ την υπόλοιπη κοινωνία. Το γιατί φτάσαμε στο σημείο τούτο καλούνται να απαντήσουν οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών μας οργανώσεων, οι οποίες κείτονται διαχρονικά στον άκρατο κομματισμό και στη διαφθορά.
Η έξαρση του συνδικαλιστικού κινήματος στην πατρίδα μας εντοπίζεται στη μαύρη δεκαετία του 80’ με τη θέσπιση του ν.1264/1982. Φαινομενικά, ο νόμος αυτός αποτέλεσε την ασπίδα προστασίας των εργαζομένων απέναντι σε ανεύθυνους και προπάντων εκμεταλλευτές εργοδότες. Εκτός απ’ το δικαίωμα στην απεργία, τη συλλογική διαπραγμάτευση των συνθηκών εργασίας, όπως και των απολαβών των εργαζομένων, τη διακριτή μεταχείριση της εργαζόμενης γυναίκας και μητέρας (*1), τέθηκαν όρια στην εργοδοτική ασυδοσία, κυρίως όσον αφορά τις απολύσεις. Αυτές ήταν, ωστόσο, μόνο οι εν τη γενέσει του θετικές όψεις του νόμου. Διότι εν συνεχεία πήρε μια επικίνδυνη στροφή.
Κύριος υπεύθυνος για τη μετάλλαξή του ήταν ο μεγαλύτερος δυνάστης της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδος εν ονόματι Ανδρέας Παπανδρέου. Ο εργατικός-συνδικαλιστικός νόμος χρησιμοποιήθηκε σαν πιόνι για τη δημιουργία ενός ισχυρού κομματικού μηχανισμού, οι πρακτικές του οποίου (προσλήψεις αναξίων, σημαδεμένα ψηφοδέλτια, ακριτικές μεταθέσεις κλπ) διέφθειραν τις συνειδήσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας. Βέβαια, στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του συνέβαλαν τα μέγιστα οι πολιτικές του «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», οι οποίες απ’ τη μια παρείχαν παχυλούς μισθούς, απ’ την άλλη πολλαπλασίαζαν τους αργόσχολους κρατικοδίαιτους δίχως αντικείμενο.
Παράλληλα όμως με την αλόγιστη αύξηση των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τη μοιραία αυτή δεκαετία παρατηρήθηκε και ένας υψηλότατος πληθωρισμός, ο οποίος επεκτάθηκε και στις επόμενες. Μ’ αυτόν τον τρόπο η οικονομία μας απώλεσε την ανταγωνιστικότητά της με αποτέλεσμα τη σήμερον ημέρα η τρόϊκα να αμφισβητεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και κυρίως τη δυνατότητα των εργαζομένων να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ύψους των αμοιβών τους! Τούτο διότι ο «φαύλος κύκλος μισθών-τιμών»(*2) για κάθε 20% ονομαστικής αύξησης των πρώτων, προκαλούσε 0,5% ουσιαστική μείωσή τους εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών των παραγόμενων αγαθών.
Εκτός όμως απ’ τους πολιτικούς ’’ηγέτες’’, σημαίνοντα ρόλο στην απαξίωση της συνδικαλιστικής δράσης διαδραμάτισαν και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της. Κάτι αντίστοιχο γίνεται αντιληπτό εάν αναλογιστεί κανείς τι συνέβαινε και συμβαίνει εδώ και χρόνια στον χρεοκοπημένο πλέον κρατικό μας μηχανισμό. Η διαφθορά που παρατηρείται στην ελληνική δημόσια διοίκηση δεν αποτελεί μονάχα απόρροια της ανυπαρξίας ελέγχου, καθώς και πολιτικής βούλησης για την πάταξή της. Οι ευθύνες βαραίνουν και τα συνδικάτα, οι επικεφαλής των οποίων παρά τα πορίσματα των ελεγκτών δημόσιας διοίκησης, συνεχίζουν να καλύπτουν τους διεφθαρμένους συναδέλφους τους, διαιωνίζοντας μια ντροπιαστική ατιμωρησία μέσω των ανήθικων υπηρεσιακών συμβουλίων. Οι ίδιοι άλλωστε ευθύνονται και για την υπολειτουργία των υπηρεσιών του κράτους. Πράγματι, βρέθηκε ποτέ κάποιος απ’ την ηγεσία της ΑΔΕΔΥ έστω και για μια μέρα στο πόστο του; Διαπίστωσε ιδίοις όμμασι τις κακοδαιμονίες του δημοσίου τομέα; Ή μήπως αρκέστηκε μονάχα σε αγωνιστικούς χαιρετισμούς προς συναδέλφους του, των οποίων στις πλείστες περιπτώσεις η απεργία καταγράφεται ως αναρρωτική(!) άδεια;
Τέλος στις συνδικαλιστικές κακοδαιμονίες συγκαταλέγεται ο κρατικοδίαιτος χαρακτήρας τους. Τα ποσά που λαμβάνουν απ’ τα κρατικά ταμεία χωρίς να γνωρίζει κανείς που πηγαίνουν, είναι διόλου ευκαταφρόνητα. Η ΓΣΕΕ έλαβε για το 2012 16 εκ. ευρώ, ενώ η ΑΔΕΔΥ απ’ το 2004 και έπειτα -νόμος Παυλόπουλου- λαμβάνει το 0,5% τοις χιλιοίς των ετήσιων μισθολογικών δαπανών.(*3) Επιπλέον, απ’ τον ΟΑΕΔ αντλούν κάθε χρόνο κοντά στα 27 εκ. ευρώ, τη στιγμή που τα αποθεματικά του οργανισμού βάλλονται απ’ την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αύξηση της ανεργίας κλπ.. Όλα αυτά ώστε, όπως προσφάτως παρακολουθήσαμε, ο πρώην πρασινοβαμμένος μεγαλοτσιφλικάς της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ να καπηλεύεται μέχρι και τον δίκαιο αγώνα των απλήρωτων ναυτεργατών, επισκιάζοντας με τις ’’συλλήψεις’’ και τις υπερφίαλες δηλώσεις του τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Και έχοντας στο πλευρό του, να του χαϊδεύουν τα ώτα, παλαιοκομματικού τύπου εκπροσώπους του «νέου ΠΑΣΟΚ», που εδρεύει τους τελευταίους μήνες στην Κουμουνδούρου.
Επομένως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω είναι δυνατόν να κάνουμε λόγο για συνδικαλιστική ελευθερία; Απεναντίας η διαχρονική βύθισή της στον κομματισμό και τη διαφθορά ενθαρρύνει τον χαρακτηρισμό της ως συνδικαλιστική ασυδοσία. Είναι όμως στο χέρι όλων μας να την επαναπροσδιορίσουμε καταπολεμώντας και αλλάζοντας τις νοοτροπίες που μας οδήγησαν στην έσχτατη αυτή κατάσταση.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.
(*1) Μητρόπουλος Αλ., Ασφαλιστικό ώρα μηδέν. Το μέλλον των συντάξεων, β’ έκδοση εμπλουτισμένη, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 158-159
(*2) Ανδρουλάκης Μ., Έ! Πρόεδρε..., ε’ έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2009, σελ. 216
(*3) Ζαρακέλλη Ανδρ. Επάγγελμα...συνδικαλιστής, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, φ. 1ο, 22.9.2012, σελ. 23
Νίκου Σπ. Ζέρβα
Πολιτικός Επιστήμονας
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο άρθρο 23 του Συντάγματος της μεταπολίτευσης προβλέπεται ρητά ένα απ’ τα σημαντικότερα ατομικά-κοινωνικά δικαιώματα, εκείνο της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Βάσει της συγκεκριμένης διάταξης οι εργαζόμενοι της χώρας μας δύνανται να προασπίζουν -και γιατί όχι να διεκδικούν- τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους με κάθε μέσο που διαθέτουν, κυρίως δε με την απεργία. Παρόλα αυτά, στις μέρες μας η προαναφερθείσα ελευθερία αμφισβητείται τόσο απ’ τους εν Ελλάδι -ημεδαπούς αλλά και ξένους- κυβερνώντες, στο μέγιστο βαθμό όμως απ’ την υπόλοιπη κοινωνία. Το γιατί φτάσαμε στο σημείο τούτο καλούνται να απαντήσουν οι ηγεσίες των συνδικαλιστικών μας οργανώσεων, οι οποίες κείτονται διαχρονικά στον άκρατο κομματισμό και στη διαφθορά.
Η έξαρση του συνδικαλιστικού κινήματος στην πατρίδα μας εντοπίζεται στη μαύρη δεκαετία του 80’ με τη θέσπιση του ν.1264/1982. Φαινομενικά, ο νόμος αυτός αποτέλεσε την ασπίδα προστασίας των εργαζομένων απέναντι σε ανεύθυνους και προπάντων εκμεταλλευτές εργοδότες. Εκτός απ’ το δικαίωμα στην απεργία, τη συλλογική διαπραγμάτευση των συνθηκών εργασίας, όπως και των απολαβών των εργαζομένων, τη διακριτή μεταχείριση της εργαζόμενης γυναίκας και μητέρας (*1), τέθηκαν όρια στην εργοδοτική ασυδοσία, κυρίως όσον αφορά τις απολύσεις. Αυτές ήταν, ωστόσο, μόνο οι εν τη γενέσει του θετικές όψεις του νόμου. Διότι εν συνεχεία πήρε μια επικίνδυνη στροφή.
Κύριος υπεύθυνος για τη μετάλλαξή του ήταν ο μεγαλύτερος δυνάστης της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδος εν ονόματι Ανδρέας Παπανδρέου. Ο εργατικός-συνδικαλιστικός νόμος χρησιμοποιήθηκε σαν πιόνι για τη δημιουργία ενός ισχυρού κομματικού μηχανισμού, οι πρακτικές του οποίου (προσλήψεις αναξίων, σημαδεμένα ψηφοδέλτια, ακριτικές μεταθέσεις κλπ) διέφθειραν τις συνειδήσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας. Βέβαια, στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του συνέβαλαν τα μέγιστα οι πολιτικές του «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα», οι οποίες απ’ τη μια παρείχαν παχυλούς μισθούς, απ’ την άλλη πολλαπλασίαζαν τους αργόσχολους κρατικοδίαιτους δίχως αντικείμενο.
Παράλληλα όμως με την αλόγιστη αύξηση των μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τη μοιραία αυτή δεκαετία παρατηρήθηκε και ένας υψηλότατος πληθωρισμός, ο οποίος επεκτάθηκε και στις επόμενες. Μ’ αυτόν τον τρόπο η οικονομία μας απώλεσε την ανταγωνιστικότητά της με αποτέλεσμα τη σήμερον ημέρα η τρόϊκα να αμφισβητεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και κυρίως τη δυνατότητα των εργαζομένων να συμμετέχουν στη διαμόρφωση του ύψους των αμοιβών τους! Τούτο διότι ο «φαύλος κύκλος μισθών-τιμών»(*2) για κάθε 20% ονομαστικής αύξησης των πρώτων, προκαλούσε 0,5% ουσιαστική μείωσή τους εξαιτίας της εκτόξευσης των τιμών των παραγόμενων αγαθών.
Εκτός όμως απ’ τους πολιτικούς ’’ηγέτες’’, σημαίνοντα ρόλο στην απαξίωση της συνδικαλιστικής δράσης διαδραμάτισαν και οι ίδιοι οι εκπρόσωποί της. Κάτι αντίστοιχο γίνεται αντιληπτό εάν αναλογιστεί κανείς τι συνέβαινε και συμβαίνει εδώ και χρόνια στον χρεοκοπημένο πλέον κρατικό μας μηχανισμό. Η διαφθορά που παρατηρείται στην ελληνική δημόσια διοίκηση δεν αποτελεί μονάχα απόρροια της ανυπαρξίας ελέγχου, καθώς και πολιτικής βούλησης για την πάταξή της. Οι ευθύνες βαραίνουν και τα συνδικάτα, οι επικεφαλής των οποίων παρά τα πορίσματα των ελεγκτών δημόσιας διοίκησης, συνεχίζουν να καλύπτουν τους διεφθαρμένους συναδέλφους τους, διαιωνίζοντας μια ντροπιαστική ατιμωρησία μέσω των ανήθικων υπηρεσιακών συμβουλίων. Οι ίδιοι άλλωστε ευθύνονται και για την υπολειτουργία των υπηρεσιών του κράτους. Πράγματι, βρέθηκε ποτέ κάποιος απ’ την ηγεσία της ΑΔΕΔΥ έστω και για μια μέρα στο πόστο του; Διαπίστωσε ιδίοις όμμασι τις κακοδαιμονίες του δημοσίου τομέα; Ή μήπως αρκέστηκε μονάχα σε αγωνιστικούς χαιρετισμούς προς συναδέλφους του, των οποίων στις πλείστες περιπτώσεις η απεργία καταγράφεται ως αναρρωτική(!) άδεια;
Τέλος στις συνδικαλιστικές κακοδαιμονίες συγκαταλέγεται ο κρατικοδίαιτος χαρακτήρας τους. Τα ποσά που λαμβάνουν απ’ τα κρατικά ταμεία χωρίς να γνωρίζει κανείς που πηγαίνουν, είναι διόλου ευκαταφρόνητα. Η ΓΣΕΕ έλαβε για το 2012 16 εκ. ευρώ, ενώ η ΑΔΕΔΥ απ’ το 2004 και έπειτα -νόμος Παυλόπουλου- λαμβάνει το 0,5% τοις χιλιοίς των ετήσιων μισθολογικών δαπανών.(*3) Επιπλέον, απ’ τον ΟΑΕΔ αντλούν κάθε χρόνο κοντά στα 27 εκ. ευρώ, τη στιγμή που τα αποθεματικά του οργανισμού βάλλονται απ’ την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αύξηση της ανεργίας κλπ.. Όλα αυτά ώστε, όπως προσφάτως παρακολουθήσαμε, ο πρώην πρασινοβαμμένος μεγαλοτσιφλικάς της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ να καπηλεύεται μέχρι και τον δίκαιο αγώνα των απλήρωτων ναυτεργατών, επισκιάζοντας με τις ’’συλλήψεις’’ και τις υπερφίαλες δηλώσεις του τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους. Και έχοντας στο πλευρό του, να του χαϊδεύουν τα ώτα, παλαιοκομματικού τύπου εκπροσώπους του «νέου ΠΑΣΟΚ», που εδρεύει τους τελευταίους μήνες στην Κουμουνδούρου.
Επομένως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω είναι δυνατόν να κάνουμε λόγο για συνδικαλιστική ελευθερία; Απεναντίας η διαχρονική βύθισή της στον κομματισμό και τη διαφθορά ενθαρρύνει τον χαρακτηρισμό της ως συνδικαλιστική ασυδοσία. Είναι όμως στο χέρι όλων μας να την επαναπροσδιορίσουμε καταπολεμώντας και αλλάζοντας τις νοοτροπίες που μας οδήγησαν στην έσχτατη αυτή κατάσταση.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.
(*1) Μητρόπουλος Αλ., Ασφαλιστικό ώρα μηδέν. Το μέλλον των συντάξεων, β’ έκδοση εμπλουτισμένη, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2010, σελ. 158-159
(*2) Ανδρουλάκης Μ., Έ! Πρόεδρε..., ε’ έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2009, σελ. 216
(*3) Ζαρακέλλη Ανδρ. Επάγγελμα...συνδικαλιστής, εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, φ. 1ο, 22.9.2012, σελ. 23