Μια πόλη μπορεί να περιγραφεί όχι μόνο με τουριστικές αναφορές, αλλά και με ιστορίες θυμόσοφων κατοίκων της. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο αείμνηστος στιλβωτής Μάρκος Αράπογλου, από το Ναύπλιο.
Η ΑΘΗΝΑΙΑ
Όσο ζούσε διηγιόταν γλαφυρά περιστατικά σχετικά με το επάγγελμά του και συγκέντρωνε καθημερινά μεγάλο ακροατήριο στο μαγαζί του. Μια από τις αγαπημένες του ιστορίες αφορούσε σε μια πλούσια κυρία από την Αθήνα που πήγε στην Επίδαυρο για να ακούσει τη Μαρία Κάλλας. «Εκείνη την ημέρα ξέσπασε μεγάλη μπόρα και φοβήθηκε ότι καταστράφηκαν από τις λάσπες τα πανάκριβα παπούτσια της, που είχε αγοράσει στην Ιταλία με 750 δραχμές! Ήταν από δέρμα γαντίσιο, σαν κι αυτό που φτιάχνουν γάντια κι έμοιαζαν σαν ψωριάρικα, επειδή της τα είχαν βάψει με ντούκο στην Αθήνα, στα τάχατες σπουδαία στιλβωτήρια της οδού Φιλελλήλων». Ο Μάρκος, στον οποίο κατέφυγε η Αθηναία, έβγαλε την κακή μπογιά από τα παπούτσια της με ασετόν και τα έκανε σαν καινούργια. Της ζήτησε 35 δραχμές, αντί για 15 που έπαιρνε κανονικά, αλλά αυτή του έδωσε 50. Έμεινε τόσο ικανοποιημένη, που για χρόνια του έστελνε παπούτσια από την Αθήνα για να τα βάφει.
Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
«Κάποτε ήρθε στο μαγαζί μου ένας δικαστικός που υπηρετούσε στο Ναύπλιο, αλλά δεν μου δήλωσε την ιδιότητά του. Για να μην χαλάσω μια βαφή που έφτιαχνα εκείνη τη στιγμή, αναγκάστηκα να τον καθυστερήσω για λίγα λεπτά κι αυτός θύμωσε. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ο εισαγγελέας εφετών, μου είπε. Και τι με νοιάζει εμένα, εγώ είμαι ο εισαγγελέας των στιλβωτών, του απάντησα. Τον εντυπωσίασε η απάντησή μου γιατί δεν ήταν δουλοπρεπής κι από εκείνη τη στιγμή έγινε πελάτης και φίλος μου».
ΕΒΑΨΕ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΑΡΒΥΛΑ
Ο Μάρκος έστησε για πρώτη φορά το κασελάκι του το 1940 μπροστά στο Δικαστικό Μέγαρο του Ναυπλίου και έβαψε αμέτρητα άρβυλα ανταρτών, στρατιωτών, Ιταλών, Γερμανών και Εγγλέζων. Στην κατοχή γυάλισε τις αρβύλες μερικών ναζί με υγρά μπαταρίας αυτοκινήτου και τις κατέστρεψε. Ήταν κι αυτή μια μορφή αντίστασης, πραγματικά ασυνήθιστη. Μια φορά ένας Γερμανός το αντιλήφθηκε πριν απομακρυνθεί ο Μάρκος και τού έσπασε το κασελάκι και το πέταξε στη θάλασσα. Μετά του έριξε κάτι γερές κλωτσιές που κόντεψε να του σπάσει τα κόκαλα.
Στο αριστοκρατικό και πανέμορφο Ναύπλιο τα παλαιότερα χρόνια έδιναν και έπαιρναν τα δίχρωμα παπούτσια. Ο Μάρκος πετύχαινε το καλύτερο βάψιμο γιατί ήταν τελειομανής. Ο τελευταίος αυτός στιλβωτής του Ναυπλίου δεν είχε κάνει οικογένεια, ώστε να αφήσει σε κάποιον την τέχνη του. Παλιά στο μαγαζί του έμπαινε πολύς κόσμος, τα Σάββατα μετρημένοι 100 πελάτες, ενώ τις Κυριακές 50 το πρωί και 25 το απόγευμα.
Τα τελευταία χρόνια πριν συγχωρεθεί μπορεί να περνούσε ολόκληρη μέρα χωρίς να πατήσει άνθρωπος. Κάποτε του πήρε συνέντευξη ένα μεγάλο κανάλι, αλλά το είχε παράπονο που δεν είδε την εκπομπή, επειδή αμέλησαν να του γνωστοποιήσουν πότε θα παιχτεί, αν και του το είχαν υποσχεθεί ρητά.