Άρθρο του
Γεωργίου Στείρη
Επίκουρου Καθηγητή
Φιλοσοφίας Πανεπιστήμιου Αθηνών
Η κρίση βαδίζει ολοταχώς να κερδίσει την επίζηλη διάκριση της πλέον συχνά χρησιμοποιούμενης ελληνικής λέξης, ξεπερνώντας ακόμα και εκείνες που είχαν ταυτιστεί με το νεοέλληνα. Οι άνθρωποι που εσωτερικεύουν με βίαιο και ψυχαναγκαστικό τρόπο τα γεγονότα που παράγονται από την κρίση, οργίζονται ή παραιτούνται. Η έλλειψη διαύγειας και η πίεση προκαλούν έλλειμμα σκέψης, καθώς η τελευταία απαιτεί νηφαλιότητα και χρόνο. Και όταν πολίτες και πολιτικοί δεν σκέφτονται, δεν τίθενται βασικά ερωτήματα, ώστε να δοθούν οι ανάλογες απαντήσεις.
Αν προσπαθήσει κάποιος να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα, θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τρεις τουλάχιστον κρίσεις, οι οποίες, ενώ δεν είναι άσχετες μεταξύ τους, δεν είναι και λογικά αλληλένδετες. Αναφέρομαι στην κρίση χρέους, την κρίση δανεισμού και την κατάρρευση του κράτους. Η κρίση χρέους είναι η πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση. Στις αρχές του 2009 άρχισαν να εμφανίζονται στο διεθνή τύπο άρθρα που προέβλεπαν μια γενικευμένη κρίση χρέους. Η κρίση δεν πυροδοτήθηκε από τους δανειζόμενους, επειδή αυτοί αρνήθηκαν να πληρώσουν. Μην ξεχνάμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, ώστε να διευκολύνει χώρες όπως η Γαλλία να συνεχίσουν να διογκώνουν το δημόσιο χρέος τους. Η κρίση χρέους πυροδοτήθηκε εν πολλοίς από επενδυτικά σχήματα και οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι σε αγαστή συνεργασία με διεθνή μέσα ενημέρωσης, βομβάρδισαν ειδικούς και μη με τις αξιολογήσεις τους και τις συνεχόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας αρκετών χωρών, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υποστηρίζω ότι δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πρόβλημα χρέους. Χρειάζεται όμως να εξετάσουμε τα γεγονότα, όσα δηλαδή πραγματικά συνέβησαν, και όχι μόνο τα οικονομικά στοιχεία και τους δείκτες.
Το ερώτημα που ανακύπτει μετά το πώς, είναι το γιατί. Η απάντηση δεν είναι, νομίζω, δύσκολη. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, με την επίθεση εναντίον της στερλίνας και άλλων εθνικών νομισμάτων, είχε διαφανεί ότι χρηματιστικοί κύκλοι - οι σκαπανείς της άυλης οικονομίας, της δημιουργίας δηλαδή χρήματος και κέρδους δίχως παραγωγική δραστηριότητα- κέρδιζαν αμύθητα ποσά προκαλώντας την κατάρρευση νομισμάτων και κρατών. Και όταν αποδείχθηκε εμπράκτως ότι δεν αντέχουν τέτοιες επιθέσεις χώρες του μεγέθους και της ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας, η όρεξη άνοιξε. Η δημιουργία αργότερα του ευρώ δυσχέρανε αρκετά τη δυνατότητα συνέχισης αποκόμισης κέρδους από τις επενδύσεις στις νομισματικές ισοτιμίες. Το καλό το παλικάρι ξέρει όμως και άλλο μονοπάτι, όπως θυμόσοφα λέγει ο λαός μας. Οι επιθέσεις δεν θα γίνονταν πια στο νόμισμα, αλλά στο χρέος, το οποίο κατέστη αυθαίρετα εμπορεύσιμη αξία. Αποφασίστηκε ότι το χρέος, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν επαινετό ως δείγμα ανάπτυξης και δυναμισμού, αποτελούσε πια τη θρυαλλίδα μεγάλων δεινών. Οι επιθέσεις στο χρέος, η κρίση χρέους, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα ωραίο κόλπο για τον αποθησαυρισμό χρημάτων.
Η εμπορία του χρέους φάνηκε, και αποδείχθηκε, μια εξαιρετικά επικερδής επένδυση.
Απόρροια της κρίσης χρέους είναι η κρίση δανεισμού, η οποία αποτέλεσε εργαλείο, το μακρύ βραχίονα των χρηματιστικών κύκλων. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ειδικά σε οικονομίες με εύθραυστη παραγωγική βάση, επιτάχυνε την πτώση και την έκανε πλέον παταγώδη. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί ούτως ή άλλως σε τόσο έντονη πίεση. Η αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία από την έλλειψη χρημάτων, την αύξηση της ανεργίας και την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, πολλαπλασιάζει τους παράγοντες που οδηγούν στην πλήρη χρεοκοπία και την επιστροφή σε εθνικά νομίσματα, τα οποία θα προσφέρουν στους χρηματιστικούς κύκλους και στα μεγάλα επενδυτικά σχήματα την ευκαιρία να κερδίζουν, επιπλέον της εμπορίας χρέους, και πάλι με τον παλαιό, καλό και δοκιμασμένο τρόπο.
Η απάντηση στο επόμενο λογικό ερώτημα, το ποιοι, έχει φαινομενικά δοθεί. Η κρίση έχει ονοματεπώνυμα, αυτά των μεγάλων επενδυτικών σχημάτων. Αυτή είναι όμως δεν είναι η αλήθεια. Η υπογραφή στην κρίση έχει μπει φαρδιά πλατιά από τους πολιτικούς. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πιστώνονται το ότι δεν αντέδρασαν αποτελεσματικά και εγκαίρως, παρότι η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι τα επενδυτικά σχήματα μπορούν να αναγκαστούν σε υποχώρηση. Όπως η δημιουργία του ευρώ απέκρουσε τις επιθέσεις στις οικονομίες των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λύση που θα επέφερε ηρεμία θα ήταν η μετατροπή του χρέους σε ευρωπαϊκό. Σε αυτή την περίπτωση τα επενδυτικά σχήματα δεν θα μπορούσαν, στην παρούσα φάση, να ελπίζουν σε επιτυχές αποτέλεσμα από τη σύγκρουσή τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κύκλοι αυτοί θα έπρεπε να πάρουν ένα μάθημα αποφασιστικότητας, το οποίο ποτέ οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν τόλμησαν να δώσουν. Οι οικονομικοί παράγοντες επιδιώκουν το κέρδος και ορθώς. Οι πολιτικοί όμως οφείλουν να προασπίζονται το δημόσιο συμφέρον και όχι να γίνονται ουρές των ισχυρών του χρήματος. Εάν οι κανόνες δεν τίθενται από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις αλλά από τους ιδιώτες, τότε οι εξελίξεις για τους πολίτες είναι καταστροφικές. Η Ελλάδα βρέθηκε στη μέση μιας καταιγίδας η οποία θα ξεσπούσε ούτως ή άλλως και σε καμιά περίπτωση δεν προέκυψε από τις ελληνικές παραλείψεις.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ελληνική κοινωνία, με προεξάρχουσα την πολιτική ηγεσία της, βρέθηκε απροετοίμαστη και ανίκανη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Αιτία το τρίτο φαινόμενο της σύγχρονης κρίσης, η πλήρης κατάρρευση του κράτους, η οποία όμως είχε ήδη επέλθει πολλά χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Και επειδή στην Ελλάδα το κράτος και η κοινωνία είχαν ταυτιστεί σχεδόν όσο και στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την έξωθεν παρέμβαση.
Ακόμα και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση τολμήσει να αντιπαρατεθεί με τους ισχυρούς του χρήματος και υιοθετήσει αποφασιστικές πολιτικές, όπως η μετατροπή των εθνικών χρεών σε ευρωπαϊκό χρέος, η Ελλάδα δεν θα έχει λύσει το πρόβλημά της γιατί το εσωτερικό της πρόβλημα παραμένει άλυτο. Και το πλέον ανησυχητικό είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση και εξακολουθεί είτε να βαυκαλίζεται, είτε να τα περιμένει όλα από τον εξωτερικό παράγοντα. Εάν οι Έλληνες, πολιτικοί και πολίτες, δεν αντιμετωπίσουν με διαφορετικό τρόπο τα διαφορετικά φαινόμενα κρίσης, δεν μπορούμε λογικά να ελπίζουμε σε ανάταξη. Η χώρα μας μπορεί, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να επιδιώξει μια συνολική λύση της κρίσης χρέους και της σχέσης πολιτικής και επενδυτικών σχημάτων, ώστε να αποκατασταθεί η θεσμική τάξη. Αλλά το έργο αυτό εκφεύγει των δυνατοτήτων της Ελλάδας και αποτελεί δύσκολο στόχο ακόμα και για τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη. Ας αφήσουμε τους μεγαλοϊδεατισμούς, που τόσο πληρώσαμε στο παρελθόν. Δεν θα επιβάλλει μόνη η Ελλάδα την ανασύνταξη της διεθνούς πραγματικότητας. Πρώτιστο μέλημα μας χρειάζεται να γίνει η ανασύνταξη του οίκου μας και η ανακατασκευή του παραγωγικού μοντέλου. Όχι ανασυγκρότηση, όπως οι περισσότεροι εισηγούνται, του αποτυχημένου μοντέλου, αλλά η κατασκευή ενός νέου. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί μαξιμαλιστικό στόχο και υπονόμευση της Ελλάδας.
Γεωργίου Στείρη
Επίκουρου Καθηγητή
Φιλοσοφίας Πανεπιστήμιου Αθηνών
Η κρίση βαδίζει ολοταχώς να κερδίσει την επίζηλη διάκριση της πλέον συχνά χρησιμοποιούμενης ελληνικής λέξης, ξεπερνώντας ακόμα και εκείνες που είχαν ταυτιστεί με το νεοέλληνα. Οι άνθρωποι που εσωτερικεύουν με βίαιο και ψυχαναγκαστικό τρόπο τα γεγονότα που παράγονται από την κρίση, οργίζονται ή παραιτούνται. Η έλλειψη διαύγειας και η πίεση προκαλούν έλλειμμα σκέψης, καθώς η τελευταία απαιτεί νηφαλιότητα και χρόνο. Και όταν πολίτες και πολιτικοί δεν σκέφτονται, δεν τίθενται βασικά ερωτήματα, ώστε να δοθούν οι ανάλογες απαντήσεις.
Αν προσπαθήσει κάποιος να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα, θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τρεις τουλάχιστον κρίσεις, οι οποίες, ενώ δεν είναι άσχετες μεταξύ τους, δεν είναι και λογικά αλληλένδετες. Αναφέρομαι στην κρίση χρέους, την κρίση δανεισμού και την κατάρρευση του κράτους. Η κρίση χρέους είναι η πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση. Στις αρχές του 2009 άρχισαν να εμφανίζονται στο διεθνή τύπο άρθρα που προέβλεπαν μια γενικευμένη κρίση χρέους. Η κρίση δεν πυροδοτήθηκε από τους δανειζόμενους, επειδή αυτοί αρνήθηκαν να πληρώσουν. Μην ξεχνάμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, ώστε να διευκολύνει χώρες όπως η Γαλλία να συνεχίσουν να διογκώνουν το δημόσιο χρέος τους. Η κρίση χρέους πυροδοτήθηκε εν πολλοίς από επενδυτικά σχήματα και οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι σε αγαστή συνεργασία με διεθνή μέσα ενημέρωσης, βομβάρδισαν ειδικούς και μη με τις αξιολογήσεις τους και τις συνεχόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας αρκετών χωρών, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υποστηρίζω ότι δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πρόβλημα χρέους. Χρειάζεται όμως να εξετάσουμε τα γεγονότα, όσα δηλαδή πραγματικά συνέβησαν, και όχι μόνο τα οικονομικά στοιχεία και τους δείκτες.
Το ερώτημα που ανακύπτει μετά το πώς, είναι το γιατί. Η απάντηση δεν είναι, νομίζω, δύσκολη. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, με την επίθεση εναντίον της στερλίνας και άλλων εθνικών νομισμάτων, είχε διαφανεί ότι χρηματιστικοί κύκλοι - οι σκαπανείς της άυλης οικονομίας, της δημιουργίας δηλαδή χρήματος και κέρδους δίχως παραγωγική δραστηριότητα- κέρδιζαν αμύθητα ποσά προκαλώντας την κατάρρευση νομισμάτων και κρατών. Και όταν αποδείχθηκε εμπράκτως ότι δεν αντέχουν τέτοιες επιθέσεις χώρες του μεγέθους και της ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας, η όρεξη άνοιξε. Η δημιουργία αργότερα του ευρώ δυσχέρανε αρκετά τη δυνατότητα συνέχισης αποκόμισης κέρδους από τις επενδύσεις στις νομισματικές ισοτιμίες. Το καλό το παλικάρι ξέρει όμως και άλλο μονοπάτι, όπως θυμόσοφα λέγει ο λαός μας. Οι επιθέσεις δεν θα γίνονταν πια στο νόμισμα, αλλά στο χρέος, το οποίο κατέστη αυθαίρετα εμπορεύσιμη αξία. Αποφασίστηκε ότι το χρέος, που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ήταν επαινετό ως δείγμα ανάπτυξης και δυναμισμού, αποτελούσε πια τη θρυαλλίδα μεγάλων δεινών. Οι επιθέσεις στο χρέος, η κρίση χρέους, δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα ωραίο κόλπο για τον αποθησαυρισμό χρημάτων.
Η εμπορία του χρέους φάνηκε, και αποδείχθηκε, μια εξαιρετικά επικερδής επένδυση.
Απόρροια της κρίσης χρέους είναι η κρίση δανεισμού, η οποία αποτέλεσε εργαλείο, το μακρύ βραχίονα των χρηματιστικών κύκλων. Το κλείσιμο της στρόφιγγας των δανείων, ειδικά σε οικονομίες με εύθραυστη παραγωγική βάση, επιτάχυνε την πτώση και την έκανε πλέον παταγώδη. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αντισταθεί ούτως ή άλλως σε τόσο έντονη πίεση. Η αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία από την έλλειψη χρημάτων, την αύξηση της ανεργίας και την κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, πολλαπλασιάζει τους παράγοντες που οδηγούν στην πλήρη χρεοκοπία και την επιστροφή σε εθνικά νομίσματα, τα οποία θα προσφέρουν στους χρηματιστικούς κύκλους και στα μεγάλα επενδυτικά σχήματα την ευκαιρία να κερδίζουν, επιπλέον της εμπορίας χρέους, και πάλι με τον παλαιό, καλό και δοκιμασμένο τρόπο.
Η απάντηση στο επόμενο λογικό ερώτημα, το ποιοι, έχει φαινομενικά δοθεί. Η κρίση έχει ονοματεπώνυμα, αυτά των μεγάλων επενδυτικών σχημάτων. Αυτή είναι όμως δεν είναι η αλήθεια. Η υπογραφή στην κρίση έχει μπει φαρδιά πλατιά από τους πολιτικούς. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί πιστώνονται το ότι δεν αντέδρασαν αποτελεσματικά και εγκαίρως, παρότι η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι τα επενδυτικά σχήματα μπορούν να αναγκαστούν σε υποχώρηση. Όπως η δημιουργία του ευρώ απέκρουσε τις επιθέσεις στις οικονομίες των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λύση που θα επέφερε ηρεμία θα ήταν η μετατροπή του χρέους σε ευρωπαϊκό. Σε αυτή την περίπτωση τα επενδυτικά σχήματα δεν θα μπορούσαν, στην παρούσα φάση, να ελπίζουν σε επιτυχές αποτέλεσμα από τη σύγκρουσή τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κύκλοι αυτοί θα έπρεπε να πάρουν ένα μάθημα αποφασιστικότητας, το οποίο ποτέ οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν τόλμησαν να δώσουν. Οι οικονομικοί παράγοντες επιδιώκουν το κέρδος και ορθώς. Οι πολιτικοί όμως οφείλουν να προασπίζονται το δημόσιο συμφέρον και όχι να γίνονται ουρές των ισχυρών του χρήματος. Εάν οι κανόνες δεν τίθενται από τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις αλλά από τους ιδιώτες, τότε οι εξελίξεις για τους πολίτες είναι καταστροφικές. Η Ελλάδα βρέθηκε στη μέση μιας καταιγίδας η οποία θα ξεσπούσε ούτως ή άλλως και σε καμιά περίπτωση δεν προέκυψε από τις ελληνικές παραλείψεις.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η ελληνική κοινωνία, με προεξάρχουσα την πολιτική ηγεσία της, βρέθηκε απροετοίμαστη και ανίκανη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις. Αιτία το τρίτο φαινόμενο της σύγχρονης κρίσης, η πλήρης κατάρρευση του κράτους, η οποία όμως είχε ήδη επέλθει πολλά χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. Και επειδή στην Ελλάδα το κράτος και η κοινωνία είχαν ταυτιστεί σχεδόν όσο και στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση, η κρίση δεν μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με την έξωθεν παρέμβαση.
Ακόμα και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση τολμήσει να αντιπαρατεθεί με τους ισχυρούς του χρήματος και υιοθετήσει αποφασιστικές πολιτικές, όπως η μετατροπή των εθνικών χρεών σε ευρωπαϊκό χρέος, η Ελλάδα δεν θα έχει λύσει το πρόβλημά της γιατί το εσωτερικό της πρόβλημα παραμένει άλυτο. Και το πλέον ανησυχητικό είναι ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν έχει συνειδητοποιήσει την κατάσταση και εξακολουθεί είτε να βαυκαλίζεται, είτε να τα περιμένει όλα από τον εξωτερικό παράγοντα. Εάν οι Έλληνες, πολιτικοί και πολίτες, δεν αντιμετωπίσουν με διαφορετικό τρόπο τα διαφορετικά φαινόμενα κρίσης, δεν μπορούμε λογικά να ελπίζουμε σε ανάταξη. Η χώρα μας μπορεί, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να επιδιώξει μια συνολική λύση της κρίσης χρέους και της σχέσης πολιτικής και επενδυτικών σχημάτων, ώστε να αποκατασταθεί η θεσμική τάξη. Αλλά το έργο αυτό εκφεύγει των δυνατοτήτων της Ελλάδας και αποτελεί δύσκολο στόχο ακόμα και για τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη. Ας αφήσουμε τους μεγαλοϊδεατισμούς, που τόσο πληρώσαμε στο παρελθόν. Δεν θα επιβάλλει μόνη η Ελλάδα την ανασύνταξη της διεθνούς πραγματικότητας. Πρώτιστο μέλημα μας χρειάζεται να γίνει η ανασύνταξη του οίκου μας και η ανακατασκευή του παραγωγικού μοντέλου. Όχι ανασυγκρότηση, όπως οι περισσότεροι εισηγούνται, του αποτυχημένου μοντέλου, αλλά η κατασκευή ενός νέου. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί μαξιμαλιστικό στόχο και υπονόμευση της Ελλάδας.