Ο Νίκος Καζαντζάκης στο Άργος, το 1927.Φωτογραφία «Επτά Ημέρες Καθημερινή», Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997. Αρχείο: Ελένη Καζαντζάκη. |
Προσπαθεί να τοποθετήσει το νεοέλληνα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, να του δώσει ένα καθήκον. «Δεν μπορούμε», γράφει, «ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή μήτε τη Δύση… Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής σε Δύση, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε δούλοι…»
Άργος
Η πολιτεία, η εκκλησία, οι καρέκλες, οι καφενέδες, τα ποτήρια τα νερά … Οι Νεοέλληνες. Σκυθρωπά μούτρα, βουλιαγμένα μάγουλα, μάτια γαρίδα. Σε κοιτάζουν σα να είσαι κριάρι και θέλουν να σε αγοράσουν. Σε ψάχνουν με το μάτι, ερευνούν τα παπούτσια σου, τα ρούχα, τα καπέλα. Ζυγιάζουν … Τους τρώει το σαράκι – ποιος είσαι; Τι καπνό φουμάρεις; Τι ήρθες στον τόπο τους, να πουλήσεις ή ν’ αγοράσεις … Γουρούνια κυκλοφορούν στους δρόμους, νεαροί επαρχιακοί νταήδες κάθουνται στα καφενεία, μα γυναίκα δεν υπάρχει.
Όλη η πλατεία γεμάτη μουστάκια. Πλήθος καλοαναθρεμμένοι παπάδες. Η εκκλησιά, τριγυρισμένη από καφενέδες, λάμπει γλυκά με το κίτρινό της χρώμα, με το λιγνό σβέλτο καμπαναριό της. Καταφεύγω στην άκρα της πλατείας, στο αρχαίο θέατρο. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια, η θάλασσα γυαλίζει μαυλίστρα, ο βράχος του Ναυπλίου σηκώνεται ψηλά, απειλητικά στον αέρα. Πιο πάνω από το αμφιθέατρο, το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στη θέση όπου μια φορά ήταν ο ναός της Αφροδίτης. Πιο πέρα, το Κριτήριον, όπου ο Δαναός καταδίκασε τη θυγατέρα του Υπερμνήστρα, γιατί μόνη αυτή από τις πενήντα αδερφάδες αρνήθηκε να σκοτώσει τον άντρα της. Είχαν έρθει πρόσφυγες από τη χώρα του Νείλου, με τον πατέρα τους έμαθαν τους Αργείτες ν’ αρδεύουν τα χωράφια τους, έκαμαν τη χέρσα γης, περβόλι. Έγιναν νεράιδες, τις πήρε η ποίηση, μπήκαν στην αθανασία.
Μαζί με το σούρουπο κατέβηκαν και τα ελληνικά παραμύθια και γέμισαν τα σκαλοπάτια του αμφιθεάτρου ίσκιους. Πήρε ξαφνικά ευγένεια το χώμα τούτο, κι οι νταήδες, οι παπάδες, οι μουστακαλήδες που κάθουνταν πέρα στην πλατεία έλαμψαν. Αγε δη, λέξωμεν επ’ Αργείοις ευχάς αγαθάς, αγαθών ποινάς … Κι έτσι συμφιλιωμένος πήρα το δρόμο της ζωντανής πολιτείας, κάθισα κι εγώ στο καφενείο, στον ίσκιο της Μητρόπολης, και διέταξα μαζί με τους Νεοέλληνες καφέ και δυο νερά και τέσσερις καρέκλες. Μα έκαιγαν τα χείλια μου οι στίχοι του Αισχύλου.
Μυκήνες
Την άλλη μέρα, μεσημέρι, κινήσαμε για τη Μυκήνα. Είναι η πυρωμένη ώρα, η κάθετη, πού ταιριάζει για τούς φοβερούς τούτους βράχους και θρύλους. Το πρωινό φώς τούς δίνει μιαν αγνότητα πού δεν μπορούν να έχουν, το σούρουπο τούς δίνει μια ρομαντική μελαγχολία πού δεν καταδέχουνται να έχουν. Δε φωλιάζουν εδώ, στους ξακουστούς άνυδρους γκρεμούς, πρωινοί κορυδαλλοί μήτε βραδινά ερωτόπαθα νυχτοπούλια. Μα άγρια σαρκοβόρα όρνεα, αητοί και γεράκια, πού ζυγαριάζουνται μεσημέρι στην κορφή του αέρα και σημαδεύουν στον κάμπο τι να φάνε. Κάψα πνιχτική, το αίμα άναψε, το λαρύγγι στεγνώνει. Καλοί σωματικοί όροι για το προσκύνημα τούτο.
Ανεβαίνουμε από το Χαρβάτι τον ανηφορικό δρόμο: έχω στηλωμένα τα μάτια ανάμεσα στ’ άγριόθωρα βουνά της Ζάρας και του Προφήτη Ηλία και προσπαθώ να ξεχωρίσω μέσα στο πυρακτωμένο φώς τη φωλιά των Ατρειδών. Είναι βράχος μέσα στους βράχους και δεν μπορείς να τη διακρίνεις. Μα από τα χτυπήματα της καρδίας νιώθεις πώς ολοένα ζυγώνεις. Στρίψαμε δεξιά, κι ορθώθηκε μπροστά μας ή φοβερή καστρόπορτα με τις δυό όρθιες λιόντισσες.
- Εδώ είναι το χασάπικο ! είπε ό σοφέρ σταματώντας.
Χάρηκα πού ήταν μαζί μου το χοντροκομμένο χιούμορ του λαού, το έφταβόδινο σκουτάρι, πού δεν το διαπερνούν εύκολα ό ρομαντισμός κι ή ευαισθησία. Τα ζυγιάζει όλα με τη ζυγαριά του πρακτικού στέρεου νου, πού ξέρει, κι έχει πια δεχτεί σα νόμιμο, πώς ή ζωή είναι γεμάτη αίματα κι απιστίες, μα δεν πρέπει να πολυτρομάζουμε όπως δεν τρομάζουμε όταν μας διηγούνται ένα παραμύθι γεμάτο δράκους. «Η ζωή είναι ισόβια», θα πεθάνουμε, και τότε θα δούμε πώς ὀλα ήταν αέρας” έτσι όλη ή ζωή δεν είναι κι αυτή παρά ένα παραμύθι. Κι ό Γιάννης ό σοφέρ ζούσε την προαιώνια τούτη λαϊκή κοσμοθεωρία και δεν ένιωσε καθόλου τα γόνατα του να λυγίζουν όταν δρασκελούσε το φοβερό κατώφλι των Ατρειδών.
Μόλις μπήκαμε, αριστερά από τη σκαλισμένη στον τοίχο κρύπτη, όπου κάθουνταν ο αρχαίος θυρωρός, πετάχτηκε ο μοντέρνος φύλακας. “Ένας καλόκαρδος γεροντάκος με το μπαστουνάκι του, με το τσιγαράκι του, με μια λάμψη στα μάτια πού φανέρωνε πώς ήξερε τί θησαυρούς από παραμύθια κι αίματα και κοτρόνια του είχαν εμπιστευτεί να φυλάει.
- Είναι μέσα ό κ. Αθανασόπουλος, τον ρωτά ο σοφέρ με σοβαρότητα.
- Ο κ. Αθανασόπουλος; έκαμε ό φύλακας γουρλώνοντας τα μάτια δεν τον γνωρίζω.
- Ο Αγαμέμνονας, ντε ! εξήγησε ό σοφέρ σκώντας στα γέλια.
Τα μούτρα του φύλακα κατσούφιασαν δεν του άρεσε καθόλου να κοροϊδεύουν τ’ αφεντικό. Γιατί τότε πήγαινε κι αυτός χαμένος” όλο του το μεγαλείο να φυλάει τρομερά πράματα αφανίζεται.
- Να ξέρεις που μπαίνεις, είπε θυμωμένος, και να σέβεσαι!
- Τον κακομοίρη! στράφηκε ό σοφέρ και μου λέει, τον κακομοίρη, τον έχουν παλαβώσει οι αρχαιολόγοι!
Χιούμορ, κέφι, προπόσες χαρούμενες και θυέστεια δείπνα σαιξπήρειες ομάδες με τα κρανία των ανθρώπων. Κι έτσι πού προχωρούσα με το Γιάννη και κοίταζα την άγρια δρακοφωλιά, εγώ γεμάτος δέος, αυτός γεμάτος κέφι, φαντάστηκα έναν Αισχύλο μοντέρνο, πού παίρνει ακόμα πιο τραγικά τη ζωή και τούς θρύλους και γδύνει χωρίς μεγάλους μονολόγους, με ανήλεο χέρι, τούς παμπάλαιους μπαμπούλες. Βαρέθηκε ό σοφέρ ν’ ανεβεί στο παλάτι και χώθηκε σ’ έναν ίσκιο. “Έβγαλε τα τσιγάρα του, φίλεψε το γερο-φύλακα.
- Έλα, είπε, μην τα παίρνεις προσωπικά…
Πήρα μόνος μου τον ανηφορικό βασιλικό δρόμο, πού τον είχε στρώσει η Κλυταιμήστρα με πολύτιμα κόκκινα χαλιά, για να πατήσει ό νεοφερμένος άντρας της. «Πάτα, πάτα» του μιλούσε μαυλιστικά, «μη φοβάσαι τούς θεούς ! Τοις δ‘ όλβίοις γε και τό νικάσθαι πρέπει.»
Ανέβαινα μαζί με το μεγάλον ίσκιο, πάτησα τις στρουφιγμένες από την πυρκαγιά πλάκες του παλατιού, σβάρνισα με τη ματιά τα βουνά τρογύρα, τον κάμπο, ως πέρα την αργίτικη θάλασσα. Προσπαθούσα να δώ τι έβλεπε ο Αγαμέμνονας ανηφορίζοντας στο παλάτι του και τι η γυναίκα του, όταν αγνάντευε με δαγκαμένα χείλια τη θάλασσα πέρα, αν πρόβαλαν τα μισητά καράβια του γυρισμού. Τα ίδια τούτα βουνά θα κοίταζαν, τον ίδιο ηλιοφρυμένο κάμπο, το ίδιο κύμα. Μα σημασία έχει μονάχα το πώς τα έβλεπαν. Με ποιόν πρωτόγονο χοχλασμό.
Είχε δίκιο ό Γερμανός ζωγράφος, ο Φράντς Μάρκ, όταν ζωγράφιζε ένα τοπίο πού το κοίταζε ένα θεριό, να προσπαθεί ν’ αποδώσει το τοπίο όπως θά τό έβλεπε το θεριό. Κι όχι όπως το έβλεπε το ανθρώπινο μάτι. Και το φαντάζουνταν ένα καταπληχτικό δράμα, πλημμυρισμένο χρώματα, πηχτό, αξεδιάλυτο, χωρίς σύνορα ανάμεσα θεριού και δάσους. Πρέπει ν’ ανεβείς εδώ απάνω στο παλάτι του Αγαμέμνονα κυριεμένος από άγριο πάθος — μίσος, έρωτα, πόλεμο, τρόμο— για να μπορέσεις κάπως να δεις τον αργίτικο κάμπο και τα βουνά και τη θάλασσα όπως τα έβλεπαν οι Ατρείδες. Έτσι πρέπει να δεις και να παραστήσεις και τις τραγωδίες του Αισχύλου. Με τέτοιο μάτι θεριού όλα τ’ άλλα, κλασικές ισορροπίες, ρυθμικοί χοροί, στυλιζαρισμένες από αρχαία αγγεία χειρονομίες, είναι φιλολογία και μονολογίτικες θυσίες στην απούσαν Άφροδίτην.
- Είδες τί ληστές; μου είπε ό σοφέρ με θαυμασμό όταν κατέβηκα κάτω. Λεβεντιά! Είδες τί ληστές, Νταβέληδες! Σήμερα εμείς μπροστά τους είμαστε λωποδύτες.
Διαλογισμοί για την ταυτότητα του Νέου Ελληνισμού
Όταν πια τελείωνα το ταξίδι και περίμενα στο σταθμό του Άργους, κάτω από τις μεγάλες λεύκες, το τρένο, ένας νέος με τουριστική στολή απόθεσε το σακίδιό του στο παγκάκι όπου καθόμουν κι έπιασε κουβέντα. Έγραφε τραγούδια υπερρεαλιστικά, είχε γυρίσει την Ευρώπη, μα τώρα πιάστηκε στη φάκα και πήρε το σακίδιό του, το κοντό παντελονάκι του και το ραβδί του και περιεργάζεται την Ελλάδα. Υψηλή παραστρατημένη διάθεση, ευγένεια και ανικανότητα, αγνότητα ψυχική και νοητική διαφθορά. Από λόγο σε λόγο φτάσαμε στο μεγάλο πρόβλημα που αρχίζει και συνειδητά να μας απασχολεί και να μας τρώει: Πώς να δημιουργήσουμε κι εμείς, που να στηρίξουμε κι εμείς ένα δικό μας Νεοελληνικό πολιτισμό; Είχε διαβάσει το Δραγούμη και το Γιαννόπουλο, είχε μελετήσει το βαθύ βιβλίο του Δανιηλίδη, είχε συζητήσει με τους φίλους του, είχε σκεφτεί μόνος του: μα δε βρήκε γαλήνη ο νους του. Αρχαιολατρία, φραγκολατρία. Ανατολή – όλα τα ένιωθε μέσα του, μα δεν αρμονίζουνταν μεταξύ τους και δε δίναν καμιάν ενότητα στη ζωή του.
- Εσείς τι λέτε;
Συχνά έχω δεχτεί κατάστηθα το ερώτημα τούτο μα τόσο ορμητική, πολύπλοκη, ανυπόμονη τινάζουνταν η απάντηση, που παντούσα. Μα σήμερα το τρένο αργούσε να έρθει, ο ίσκιος κάτω από τις λεύκες ήταν χαϊδευτικός και πράος, και το ρώτημα του νέου τόσο αγνό και ανήσυχο, που για χατίρι του προσπάθησα να βάλω κάποια τάξη στην απάντηση και να διατυπώσω όσο μπορούσα πιο στεγνά τη σκέψη μου.
Πρώτα πρώτα, του αποκρίθηκα, πρέπει να πάρουμε σωστή κι αξιοπρεπή στάση απέναντι στους αρχαίους. Οι αρχαίοι δεν είναι πια δικοί μας μονάχα ¨πρόγονοι¨, είναι όλης της άσπρης φυλής. Δεν πρέπει να γινόμαστε γελοίοι μπροστά τους σα να είμαστε ραγιάδες. Οι πρόγονοι ξέφυγαν πια από την κατοχή μιας ορισμένης γης και ράτσας, τώρα κι αιώνες πήδηξαν από την Ελλάδα στη Δύση, έσμιξαν με καινούριες ράτσες, δημιούργησαν νέο πολιτισμό, αγάπησαν κι αγαπούν όσους τους νιώθουν. Μονάχα γι’ αυτούς είναι βαθιά, πραγματικά πρόγονοι. Μπορούσα μάλιστα να υποστηρίξω και τούτο: Κανένας δεν εννοεί λιγότερο τους προγόνους από τους επίγονους. Μα αυτό θα μας πάει μακριά και δεν έχουμε καιρό.
Ο Δυτικός πολιτισμός πάλι είναι καταπληχτική κατάχτηση του νεότερου ανθρώπου. Είναι σύγχρονός μας, θέμε δε θέμε μας πήραν οι ρόδες του, ταυτίσαμε την τύχη μας με τη δική του. Τρώμε, ντυνόμαστε, κατοικούμε, ενεργούμε, στοχαζόμαστε κάτω από τη φοβερή του επίδραση. Δε γλιτώνουμε. Κανένα έθνος πια δε γλιτώνει. Κι όποιο αποπειραθεί να γλιτώσει, είναι χαμένο, θα το φαν όλα τ’ άλλα έθνη. Ζούμε το βιομηχανικό πολιτισμό της εποχής μας, που καμιά σχέση δεν έχει μήτε με την κλασική εποχή της ομορφιάς μήτε με την ανατολίτικη μεταφυσική επιδημία.
Για ένα Δυτικό έθνος το πρόβλημα του πολιτισμού δεν είναι τόσο δύσκολο και πολύπλοκο όσο για μας. Προσαρμοσμένοι φυσικά στον ντόπιο τους Δυτικό πολιτισμό, μάχουται μονάχα να τον προχωρήσουν και να του δώσουν, όσο μπορούν, δικές του εθνικές απόχρωσες. Μα εμείς βρισκόμαστε ανάμεσα Ανατολής και Δύσης. Προνομιούχα, λεν, είναι η θέση της Ελλάδας, και συνάμα επικίντυνο πολύ γεωγραφικό και ψυχικό σημείο του κόσμου. Μέσα μας υπάρχουν βαθιές δύναμες εχθρικές στο ρυθμό της Δύσης. Έχουμε, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε, να συμφιλιώσουμε μέσα μας τρομερούς δαιμόνους. Ποιο είναι λοιπόν το χρέος μας;
Εγώ έτσι μονάχα μπορώ χοντρικά να το διατυπώσω: Η Ανατολή με τις μεγάλες πολλές λαχτάρες της, με την άμεσή της επαφή με τη μυστηριώδη ουσία του κόσμου, θ’ αποτελεί πάντα για τον Έλληνα, το ζεστό, σκοτεινό, πλούσιο Υποσυνείδητο. Αποστολή του είναι πάντα ο ελληνικός νους να το φωτίσει, να το οργανώσει και να το κάμει συνειδητό. Όταν το κατόρθωσε, δημιούργησε αυτό που λέμε ελληνικό θάμα. Η Ανατολή είναι το άμορφο, ο ελληνικός νους ήταν πάντα η δύναμη που ένα αγαπούσε κι επιδίωκε απάνω απ’ όλα, τη μορφή. Να δώσουμε μορφή στον άμορφο, να κάνουμε λόγο την ανατολίτικη κραυγή, αυτό είναι το χρέος μας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε μήτε την Ανατολή μήτε τη Δύση, είναι μέσα μας βαθιά κι οι δυο αντίδρομες δυνάμεις και δεν ξεκολνούν. Είμαστε υποχρεωμένοι ή να φτάσουμε στο λαμπικάρισμα της Ανατολής σε Δύση, να πετύχουμε δηλαδή μια δυσκολότατη σύνθεση, ή να χαροπαλεύουμε δούλοι.
- Δύσκολο έργο, είπε ο νέος.
- Έγινε κάποτε, αποκρίθηκα, και σηκωθήκαμε.
Το τρένο έφτανε, αποχαιρέτησα το νέο γελώντας.
- Νερό κι αλάτι όσα είπαμε, του κάνω. Ξεχάσετέ τα. Μην κατσουφιάζετε, μην πολυσκαλίζετε, αφήσετε τη θεωρία. Κιντινεύετε έτσι, να μελετάτε το πρόβλημα χωρίς να το ζείτε. Μην πάθετε ό,τι λεν για να κοροϊδέψουν τους φιλόμαθους, λεπτολόγους Γερμανούς: Αν δουν δυο πόρτες και στη μια είναι γραμμένο ¨Παράδεισος¨ και στην άλλη ¨Διάλεξη περί Παραδείσου¨, όλοι θα τρέξουν στη δεύτερη πόρτα.
«Ζείτε μέσα σας όλες τις δυνάμεις που σας έδωκε η Ελλάδα, δουλεύετε μέρα και νύχτα, κατορθώστε να κάμετε ένα στίχο γεμάτο ουσία και με τέλεια φόρμα. Έτσι μονάχα θα λύσετε, στην περιοχή σας, το πρόβλημα και θα δημιουργήσετε, στην περιοχή σας, νεοελληνικό πολιτισμό. Αγαπάτε κι εσείς, όπως κι εγώ, το Δραγούμη. Ας θυμηθούμε λοιπόν μια φράση του κι ας την πούμε τώρα που χωρίζουμε: «Μου αρέσει να νιώθω κι εγώ καμιά φορά πως είμαι ένας από τους πολλούς και περαστικούς άρχοντες του Ελληνισμού και πρέπει να περάσει κι από μένα ο Ελληνισμός για να προχωρήσει».
Νίκος Καζαντζάκης, «Ταξιδεύοντας», σελ. 319-329, έκτη έκδοση, Εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα, 1969.