597.000 τα φτωχά ή κοινωνικά αποκλεισμένα παιδιά στη χώρα μας με 322.000 παιδιά σε σοβαρή υλική αποστέρηση. Την ίδια στιγμή κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι μας... "διασώζουν" και πως όλα άρχισαν να "πηγαίνουν καλύτερα", ενώ τελείως αποθρασυμένοι δηλώνουν ότι "βλέπουν φως στο τούνελ"!!!
Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF παρουσίασε τη νέα Έκθεση «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2013» που συντάχθηκε για λογαριασμό της σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και περιγράφει την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα σήμερα, καθώς και μεγάλη εκστρατεία και πρωτοβουλίες για τον εμβολιασμό των παιδιών στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Την παρουσίαση έκαναν: ο Πρόεδρος της UNICEF κ. Λάμπρος Κανελλόπουλος, ο Γεν. Διευθυντής κ. Ηλίας Λυμπέρης, ο καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δημοσθένης Δασκαλάκης, ο δημοσιογράφος κ. Γιώργος Κουβαράς που συντόνισε την εκδήλωση εκπροσωπώντας την ΕΡΤ, η εθελόντρια της UNICEF κα Φωτεινή Δάρρα και εκπρόσωποι των ιδιωτικών ραδιοσταθμών που στηρίζουν τον Ραδιομαραθώνιο.
Τα βασικά σημεία της Έκθεσης «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2013» είναι τα εξής:
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού
Η υφιστάμενη χρηματοοικονομική κρίση αναγνωρίζεται από την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως ανασταλτικός παράγοντας για την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Δ.Σ.Δ.Π.) και για τον λόγο αυτό προτρέπει την Ελλάδα όχι μόνο να διατηρήσει τις κοινωνικές παροχές αλλά να τις επεκτείνει περαιτέρω και πολύ περισσότερο στα παιδιά. Αντίθετα, η τακτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια στην κατανομή των δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, δείχνει ότι τα επιδόματα για την κατηγορία οικογένεια/ παιδιά παρέμεναν σχεδόν σταθερά (από 1,68% του Α.Ε.Π. το 2000 στο 1,79% το 2010).
Εκφράζεται ανησυχία για την επίπτωση της χρηματοοικονομικής κρίσης στις δημόσιες δαπάνες και για το γεγονός ότι ο τρόπος κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των πόρων που διατίθενται για την εφαρμογή της Δ.Σ.Δ.Π., κάτι το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα και της UNICEF.
Ένα σημαντικό στοιχείο κρίσιμης σημασίας για την αξιολόγηση εφαρμογής της Δ.Σ.Δ.Π. αποτελεί η έλλειψη συστηματικών και συγκεκριμένων στοιχείων.
Παρά τη θεσμοθέτηση τήρησης Εθνικού Μητρώου Παιδικής Προστασίας εκφράζονται προβληματισμοί σχετικά με το εύρος αναφοράς των στοιχείων αυτών, τον τρόπο τήρησής τους, ο οποίος πρέπει να βασίζεται σε δείκτες συμβατούς με τις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την έλλειψη ύπαρξης μιας εθνικής κεντρικής βάσης όπου θα καταγράφονται όλα τα στοιχεία που αφορούν το σύνολο των δικαιωμάτων του παιδιού και ενός οργανωμένου κέντρου τεκμηρίωσης.
Το γεγονός ότι η συλλογή στοιχείων και ο συντονισμός των δράσεων πρόνοιας στον τομέα της παιδικής προστασίας έχουν ανατεθεί σε άλλο φορέα, παρότι αποτελούν ζητήματα στο πεδίο των ενδιαφερόντων του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα του Παιδιού το οποίο μάλιστα επιχειρήθηκε πρόσφατα να ανασυσταθεί, αφήνουν την εντύπωση ότι η εφαρμογή της Δ.Σ.Δ.Π. και η αξιολόγησή της χαρακτηρίζεται από σύγχυση και πολυδιάσπαση.
Για τον παραπάνω λόγο κρίνεται απαραίτητη η λειτουργία ενός κεντρικού ανεξάρτητου φορέα που θα έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο για τη μελέτη, το σχεδιασμό και την αξιολόγηση της εφαρμογής της Δ.Σ.Δ.Π., στις αρμοδιότητες του οποίου θα περιλαμβάνονται η σύνταξη των σχετικών Εκθέσεων και η κατάθεση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η παιδική φτώχεια σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του 2011 παρουσιάζει πολύ μικρή αύξηση (0,7 μονάδες), ανέρχεται στο 23,7% ενώ τα φτωχά παιδιά ανέρχονται σε 465.000.
Ο δείκτης «φτώχεια ή κοινωνικός αποκλεισμός» για το 2011 αφορούσε 597.000 παιδιά δηλαδή ποσοστό 30,4%, που σημαίνει αύξηση κατά 9,1% από το 2010.
Τα παιδιά που διαβιούσαν σε «συνθήκες συσσώρευσης πολλαπλών μειονεξιών», δηλαδή σε νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται (1) από φτώχεια (2) και από σοβαρή υλική αποστέρηση (3) και από χαμηλή ένταση εργασίας, το 2011 έφθασαν στο 3,5% και ο αριθμός τους εκτινάχτηκε στα 69.000 παιδιά από 12.000 παιδιά που ήταν το αντίστοιχο μέγεθος το 2010.
Η εμμονή της φτώχειας στα παιδιά αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση είναι πλέον ιδιαίτερα αισθητή στις εισοδηματικά φτωχότερες ομάδες και υπολογίζεται στο 21,4% με βάση το 60% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το ποσοστό των παιδιών που ζει σε νοικοκυριά στα οποία κανείς δεν εργάζεται έφθανε στο 9,2% το 2011 και έχει αυξηθεί κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2011. Συνθήκες διαβίωσης – Κατανάλωση
Το 16,4% του συνόλου των ανηλίκων εμφανίζεται να διαβιεί σε νοικοκυριά με «σοβαρή υλική αποστέρηση», ποσοστό που αντιστοιχεί σε 322.000 παιδιά, αριθμός αυξημένος κατά 89.000 άτομα ή ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 38,2%, μεταξύ 2010 και 2011. Η αντίστοιχη ποσοστιαία αύξηση μεταξύ 2010 και 2011 για την ηλικιακή ομάδα 6 έως 11 φθάνει το 46,7%.
Το 50,8% των νοικοκυριών με παιδιά δηλώνει αδυναμία πληρωμής μια εβδομάδας διακοπών. Το 37,2% δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, δόσεων πιστωτικών καρτών και δανείων, το 34,5% δηλώνει οικονομική αδυναμία αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών.
Τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν αναλογικά υψηλότερο ποσοστό των συνολικών τους δαπανών για παιδικά είδη ένδυσης, ωστόσο αυτή η κατανομή των δαπανών αναγκάζει τα φτωχότερα στρώματα να περιορίσουν άλλες ανάγκες των παιδιών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία. Παιδιά μετανάστες
Το 2011 χορηγήθηκαν συνολικά 549.604 άδειες παραμονής σε μετανάστες στην Ελλάδα, το 21% των περιπτώσεων αυτών (115.319 άτομα) αφορούσαν ανηλίκους κάτω των 14 ετών, με το 84,5% των παιδιών αυτών να προέρχονται από την Αλβανία.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αυξάνεται ένα μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Από το 2008 έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα 357.820 άτομα, από τα οποία 52.299 είναι έως 19 ετών και 36.466 έως 14 ετών, δηλαδή το 14,6% και το 10,2% αντίστοιχα.
Το 2011 υπολογίζονται περίπου σε 29.000 τα άτομα έως 19 χρονών και 21.000 τα παιδιά έως 14 χρονών που μετανάστευσαν προς και από την Ελλάδα, με τα πολύ μικρά παιδιά έως 4 ετών να αποτελούν το ένα τρίτο του συνόλου.
Οι συλληφθέντες ανήλικοι για παράνομη είσοδο και παραμονή στην Ελλάδα από το 2006 έως στο 2012 ανέρχονται σε 83.487, αριθμός που αναλογεί στο 10,6% του συνόλου των συλληφθέντων παρανόμων μεταναστών.
Οι αιτήσεις ασύλου των ανηλίκων εμφανίζουν σημαντική μείωση από το 2008 και ανέρχονταν για το 2012 σε 510. Το δικαίωμα των παιδιών στην ιθαγένεια
Η κατοχή ιθαγένειας αποτελεί κρίσιμο δικαίωμα για το παιδί, καθώς είναι προαπαιτούμενο για την άσκηση άλλων δικαιωμάτων ή για την απολαβή διαφόρων ευνοϊκών μέτρων, τόσο πριν όσο και μετά την ενηλικίωσή του. Η κρίση ως αντισυνταγματικού του Ν. 3838/2010, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα σε πολλά παιδιά που σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να ήταν ανιθαγενή να αποκτήσουν ιθαγένεια, και η αναμενόμενη τροποποίηση στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, έχει ως αποτέλεσμα να εκφράζονται προβληματισμοί σχετικά με την πραγμάτωση του αναφερόμενου δικαιώματος.
Ασφάλεια – Προστασία και Παραβατικότητα ανηλίκων
Τα παιδιά στην Ελλάδα εμφανίζονται περισσότερο εκτεθειμένα σε κινδύνους από ατυχήματα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο δείκτης θνησιμότητας από ατυχήματα που σχετίζονται με μεταφορές – μετακινήσεις για το 2010 στις ηλικίες 15-19 ετών ανερχόταν σε 17,8 ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. είναι 9,2.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων έχει αυξηθεί εντυπωσιακά κυρίως μεταξύ των ετών 2010 και 2011 κατά 53,4%, ενώ στους δράστες ηλικίας 9-13 ετών η αύξηση φθάνει το 58%.
Οι περισσότεροι ανήλικοι παραβάτες είναι αγόρια (87,1%), ενώ τα 2/3 είναι ημεδαποί. Οι δράσεις τους, δε, αφορούν σε ποσοστό 72,2% κλοπές ή συναυτουργία σε αυτές. Περισσότερα καταγεγραμμένα περιστατικά παραβατικότητας ανηλίκων εντοπίζονται στην περιφέρεια παρά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το δικαίωμα των παιδιών στην ανάπτυξη
Στο δικαίωμα του παιδιού στην ανάπτυξη, ως φαινόμενο, θεωρείται ότι αναφέρονται όλα τα δικαιώματα που του παρέχουν τα εφόδια ώστε να φτάσει στην ενηλικότητα έχοντας τα μέγιστα δυνατά πλεονεκτήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για τα δικαιώματα που τονίζουν την αναπτυξιακή προοπτική του παιδιού, κυριότερα από τα οποία θεωρούνται η εκπαίδευση και η κατάρτιση των οποίων τα αποτελέσματα εκφράζονται με τη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας.
Το αυξανόμενο τα τελευταία έτη ποσοστό ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δε συνοδεύεται από την ομαλή μετάβασή τους στην αγορά εργασίας. Ο χρόνος μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, καθώς και τα ποσοστά απασχόλησης των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια/ μεταδευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε σχέση με τις χώρες της Ε.Ε.
Αξιοσημείωτα είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών (55,3% το 2012 και 64,2% τον Φεβρουάριο του 2013) και τα ακόμη υψηλότερα ποσοστά των παιδιών ηλικίας 15 έως 18 ετών (61,3% το 2012). Οι άνεργοι της ηλικιακής κατηγορίας 15 έως 18 ετών αυξήθηκαν κατά 73,2% (αύξηση κατά 35,1 ποσοστιαίες μονάδες). Σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι της αναφερόμενης ηλικιακής κατηγορίας από το 2011 και μετά αριθμητικά είναι λιγότεροι σε σχέση με τους ανέργους, ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε από 21.641 άτομα το 2007 σε 8.430 το 2012, δηλαδή σημειώθηκε μείωση κατά 61%.
Τα στοιχεία σχετικά με την ανεργία και τον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων και των δύο ηλικιακών κατηγοριών (15-18 και 15-24 ετών), σε συνδυασμό με τα μειωμένα και μικρότερα από αυτά του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε. ποσοστά πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση και την κατάρτιση των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών (11,4% το 2012 από 15,5% το 2006 έναντι 15,5% και 12,8% της Ε.Ε. αντίστοιχα), δείχνουν ότι οι περιορισμένες προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας κάνουν πιο ελκυστική την παραμονή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η υγεία των παιδιών
Το ποσοστό των νοικοκυριών με παιδιά κάτω από το όριο φτώχειας που δήλωνε αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας ανέρχεται σε 44,3% για το 2011, από 21,6% το 2010.
Τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά που δηλώνουν οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση έχουν αυξηθεί από 14,8% το 2010 σε 19,3% το 2011 και τα φτωχά νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά από 37,1% σε 39,7% τα αντίστοιχα έτη.
Το 25,4% των νοικοκυριών με παιδιά στην Ελλάδα είναι εκτεθειμένα σε περιβαλλοντικά προβλήματα, ρύπανση, μόλυνση κ.λπ., στην περιοχή διαμονής τους, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση στην Ε.Ε., δηλαδή αρκετά υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15%).
Οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν στο 6% του ΑΕΠ για το 2011 από το 7,4% το 2009, ενώ για τις νοσοκομειακές υπηρεσίες από το 3,6% σε 3% αντιστοίχως. Οι περιορισμοί αυτοί είναι δυνατό να επηρεάσουν ιδιαίτερα τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, εφόσον το 10,1%, για το 2011, δηλώνουν οικονομική αδυναμία για την κάλυψη ιατρικών εξετάσεων.
Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF παρουσίασε τη νέα Έκθεση «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2013» που συντάχθηκε για λογαριασμό της σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών και περιγράφει την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα σήμερα, καθώς και μεγάλη εκστρατεία και πρωτοβουλίες για τον εμβολιασμό των παιδιών στην Ελλάδα και τον κόσμο.
Την παρουσίαση έκαναν: ο Πρόεδρος της UNICEF κ. Λάμπρος Κανελλόπουλος, ο Γεν. Διευθυντής κ. Ηλίας Λυμπέρης, ο καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Δημοσθένης Δασκαλάκης, ο δημοσιογράφος κ. Γιώργος Κουβαράς που συντόνισε την εκδήλωση εκπροσωπώντας την ΕΡΤ, η εθελόντρια της UNICEF κα Φωτεινή Δάρρα και εκπρόσωποι των ιδιωτικών ραδιοσταθμών που στηρίζουν τον Ραδιομαραθώνιο.
Τα βασικά σημεία της Έκθεσης «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2013» είναι τα εξής:
Οι πρόσφατες εξελίξεις στην εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού
Η υφιστάμενη χρηματοοικονομική κρίση αναγνωρίζεται από την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως ανασταλτικός παράγοντας για την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Δ.Σ.Δ.Π.) και για τον λόγο αυτό προτρέπει την Ελλάδα όχι μόνο να διατηρήσει τις κοινωνικές παροχές αλλά να τις επεκτείνει περαιτέρω και πολύ περισσότερο στα παιδιά. Αντίθετα, η τακτική που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια στην κατανομή των δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, δείχνει ότι τα επιδόματα για την κατηγορία οικογένεια/ παιδιά παρέμεναν σχεδόν σταθερά (από 1,68% του Α.Ε.Π. το 2000 στο 1,79% το 2010).
Εκφράζεται ανησυχία για την επίπτωση της χρηματοοικονομικής κρίσης στις δημόσιες δαπάνες και για το γεγονός ότι ο τρόπος κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό των πόρων που διατίθενται για την εφαρμογή της Δ.Σ.Δ.Π., κάτι το οποίο αποτελεί πάγιο αίτημα και της UNICEF.
Ένα σημαντικό στοιχείο κρίσιμης σημασίας για την αξιολόγηση εφαρμογής της Δ.Σ.Δ.Π. αποτελεί η έλλειψη συστηματικών και συγκεκριμένων στοιχείων.
Παρά τη θεσμοθέτηση τήρησης Εθνικού Μητρώου Παιδικής Προστασίας εκφράζονται προβληματισμοί σχετικά με το εύρος αναφοράς των στοιχείων αυτών, τον τρόπο τήρησής τους, ο οποίος πρέπει να βασίζεται σε δείκτες συμβατούς με τις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, την έλλειψη ύπαρξης μιας εθνικής κεντρικής βάσης όπου θα καταγράφονται όλα τα στοιχεία που αφορούν το σύνολο των δικαιωμάτων του παιδιού και ενός οργανωμένου κέντρου τεκμηρίωσης.
Το γεγονός ότι η συλλογή στοιχείων και ο συντονισμός των δράσεων πρόνοιας στον τομέα της παιδικής προστασίας έχουν ανατεθεί σε άλλο φορέα, παρότι αποτελούν ζητήματα στο πεδίο των ενδιαφερόντων του Εθνικού Παρατηρητηρίου για τα Δικαιώματα του Παιδιού το οποίο μάλιστα επιχειρήθηκε πρόσφατα να ανασυσταθεί, αφήνουν την εντύπωση ότι η εφαρμογή της Δ.Σ.Δ.Π. και η αξιολόγησή της χαρακτηρίζεται από σύγχυση και πολυδιάσπαση.
Για τον παραπάνω λόγο κρίνεται απαραίτητη η λειτουργία ενός κεντρικού ανεξάρτητου φορέα που θα έχει τον πρώτο και μοναδικό λόγο για τη μελέτη, το σχεδιασμό και την αξιολόγηση της εφαρμογής της Δ.Σ.Δ.Π., στις αρμοδιότητες του οποίου θα περιλαμβάνονται η σύνταξη των σχετικών Εκθέσεων και η κατάθεση ενός Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα η παιδική φτώχεια σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του 2011 παρουσιάζει πολύ μικρή αύξηση (0,7 μονάδες), ανέρχεται στο 23,7% ενώ τα φτωχά παιδιά ανέρχονται σε 465.000.
Ο δείκτης «φτώχεια ή κοινωνικός αποκλεισμός» για το 2011 αφορούσε 597.000 παιδιά δηλαδή ποσοστό 30,4%, που σημαίνει αύξηση κατά 9,1% από το 2010.
Τα παιδιά που διαβιούσαν σε «συνθήκες συσσώρευσης πολλαπλών μειονεξιών», δηλαδή σε νοικοκυριά που χαρακτηρίζονται (1) από φτώχεια (2) και από σοβαρή υλική αποστέρηση (3) και από χαμηλή ένταση εργασίας, το 2011 έφθασαν στο 3,5% και ο αριθμός τους εκτινάχτηκε στα 69.000 παιδιά από 12.000 παιδιά που ήταν το αντίστοιχο μέγεθος το 2010.
Η εμμονή της φτώχειας στα παιδιά αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση είναι πλέον ιδιαίτερα αισθητή στις εισοδηματικά φτωχότερες ομάδες και υπολογίζεται στο 21,4% με βάση το 60% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το ποσοστό των παιδιών που ζει σε νοικοκυριά στα οποία κανείς δεν εργάζεται έφθανε στο 9,2% το 2011 και έχει αυξηθεί κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2010 και 2011. Συνθήκες διαβίωσης – Κατανάλωση
Το 16,4% του συνόλου των ανηλίκων εμφανίζεται να διαβιεί σε νοικοκυριά με «σοβαρή υλική αποστέρηση», ποσοστό που αντιστοιχεί σε 322.000 παιδιά, αριθμός αυξημένος κατά 89.000 άτομα ή ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 38,2%, μεταξύ 2010 και 2011. Η αντίστοιχη ποσοστιαία αύξηση μεταξύ 2010 και 2011 για την ηλικιακή ομάδα 6 έως 11 φθάνει το 46,7%.
Το 50,8% των νοικοκυριών με παιδιά δηλώνει αδυναμία πληρωμής μια εβδομάδας διακοπών. Το 37,2% δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών, δόσεων πιστωτικών καρτών και δανείων, το 34,5% δηλώνει οικονομική αδυναμία αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών.
Τα φτωχότερα νοικοκυριά δαπανούν αναλογικά υψηλότερο ποσοστό των συνολικών τους δαπανών για παιδικά είδη ένδυσης, ωστόσο αυτή η κατανομή των δαπανών αναγκάζει τα φτωχότερα στρώματα να περιορίσουν άλλες ανάγκες των παιδιών που σχετίζονται με την εκπαιδευτική διαδικασία. Παιδιά μετανάστες
Το 2011 χορηγήθηκαν συνολικά 549.604 άδειες παραμονής σε μετανάστες στην Ελλάδα, το 21% των περιπτώσεων αυτών (115.319 άτομα) αφορούσαν ανηλίκους κάτω των 14 ετών, με το 84,5% των παιδιών αυτών να προέρχονται από την Αλβανία.
Τα τελευταία χρόνια άρχισε να αυξάνεται ένα μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς το εξωτερικό. Από το 2008 έχουν μεταναστεύσει από τη χώρα 357.820 άτομα, από τα οποία 52.299 είναι έως 19 ετών και 36.466 έως 14 ετών, δηλαδή το 14,6% και το 10,2% αντίστοιχα.
Το 2011 υπολογίζονται περίπου σε 29.000 τα άτομα έως 19 χρονών και 21.000 τα παιδιά έως 14 χρονών που μετανάστευσαν προς και από την Ελλάδα, με τα πολύ μικρά παιδιά έως 4 ετών να αποτελούν το ένα τρίτο του συνόλου.
Οι συλληφθέντες ανήλικοι για παράνομη είσοδο και παραμονή στην Ελλάδα από το 2006 έως στο 2012 ανέρχονται σε 83.487, αριθμός που αναλογεί στο 10,6% του συνόλου των συλληφθέντων παρανόμων μεταναστών.
Οι αιτήσεις ασύλου των ανηλίκων εμφανίζουν σημαντική μείωση από το 2008 και ανέρχονταν για το 2012 σε 510. Το δικαίωμα των παιδιών στην ιθαγένεια
Η κατοχή ιθαγένειας αποτελεί κρίσιμο δικαίωμα για το παιδί, καθώς είναι προαπαιτούμενο για την άσκηση άλλων δικαιωμάτων ή για την απολαβή διαφόρων ευνοϊκών μέτρων, τόσο πριν όσο και μετά την ενηλικίωσή του. Η κρίση ως αντισυνταγματικού του Ν. 3838/2010, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα σε πολλά παιδιά που σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να ήταν ανιθαγενή να αποκτήσουν ιθαγένεια, και η αναμενόμενη τροποποίηση στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, έχει ως αποτέλεσμα να εκφράζονται προβληματισμοί σχετικά με την πραγμάτωση του αναφερόμενου δικαιώματος.
Ασφάλεια – Προστασία και Παραβατικότητα ανηλίκων
Τα παιδιά στην Ελλάδα εμφανίζονται περισσότερο εκτεθειμένα σε κινδύνους από ατυχήματα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο δείκτης θνησιμότητας από ατυχήματα που σχετίζονται με μεταφορές – μετακινήσεις για το 2010 στις ηλικίες 15-19 ετών ανερχόταν σε 17,8 ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. είναι 9,2.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων έχει αυξηθεί εντυπωσιακά κυρίως μεταξύ των ετών 2010 και 2011 κατά 53,4%, ενώ στους δράστες ηλικίας 9-13 ετών η αύξηση φθάνει το 58%.
Οι περισσότεροι ανήλικοι παραβάτες είναι αγόρια (87,1%), ενώ τα 2/3 είναι ημεδαποί. Οι δράσεις τους, δε, αφορούν σε ποσοστό 72,2% κλοπές ή συναυτουργία σε αυτές. Περισσότερα καταγεγραμμένα περιστατικά παραβατικότητας ανηλίκων εντοπίζονται στην περιφέρεια παρά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το δικαίωμα των παιδιών στην ανάπτυξη
Στο δικαίωμα του παιδιού στην ανάπτυξη, ως φαινόμενο, θεωρείται ότι αναφέρονται όλα τα δικαιώματα που του παρέχουν τα εφόδια ώστε να φτάσει στην ενηλικότητα έχοντας τα μέγιστα δυνατά πλεονεκτήματα. Πρόκειται, δηλαδή, για τα δικαιώματα που τονίζουν την αναπτυξιακή προοπτική του παιδιού, κυριότερα από τα οποία θεωρούνται η εκπαίδευση και η κατάρτιση των οποίων τα αποτελέσματα εκφράζονται με τη δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας.
Το αυξανόμενο τα τελευταία έτη ποσοστό ατόμων που έχουν ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δε συνοδεύεται από την ομαλή μετάβασή τους στην αγορά εργασίας. Ο χρόνος μετάβασης από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας, καθώς και τα ποσοστά απασχόλησης των ατόμων που έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια/ μεταδευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση σε σχέση με τις χώρες της Ε.Ε.
Αξιοσημείωτα είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών (55,3% το 2012 και 64,2% τον Φεβρουάριο του 2013) και τα ακόμη υψηλότερα ποσοστά των παιδιών ηλικίας 15 έως 18 ετών (61,3% το 2012). Οι άνεργοι της ηλικιακής κατηγορίας 15 έως 18 ετών αυξήθηκαν κατά 73,2% (αύξηση κατά 35,1 ποσοστιαίες μονάδες). Σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι οι απασχολούμενοι της αναφερόμενης ηλικιακής κατηγορίας από το 2011 και μετά αριθμητικά είναι λιγότεροι σε σχέση με τους ανέργους, ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε από 21.641 άτομα το 2007 σε 8.430 το 2012, δηλαδή σημειώθηκε μείωση κατά 61%.
Τα στοιχεία σχετικά με την ανεργία και τον αριθμό των απασχολούμενων ατόμων και των δύο ηλικιακών κατηγοριών (15-18 και 15-24 ετών), σε συνδυασμό με τα μειωμένα και μικρότερα από αυτά του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε. ποσοστά πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση και την κατάρτιση των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών (11,4% το 2012 από 15,5% το 2006 έναντι 15,5% και 12,8% της Ε.Ε. αντίστοιχα), δείχνουν ότι οι περιορισμένες προοπτικές ένταξης στην αγορά εργασίας κάνουν πιο ελκυστική την παραμονή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η υγεία των παιδιών
Το ποσοστό των νοικοκυριών με παιδιά κάτω από το όριο φτώχειας που δήλωνε αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας ανέρχεται σε 44,3% για το 2011, από 21,6% το 2010.
Τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά που δηλώνουν οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση έχουν αυξηθεί από 14,8% το 2010 σε 19,3% το 2011 και τα φτωχά νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά από 37,1% σε 39,7% τα αντίστοιχα έτη.
Το 25,4% των νοικοκυριών με παιδιά στην Ελλάδα είναι εκτεθειμένα σε περιβαλλοντικά προβλήματα, ρύπανση, μόλυνση κ.λπ., στην περιοχή διαμονής τους, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη δεύτερη θέση στην Ε.Ε., δηλαδή αρκετά υψηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15%).
Οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν στο 6% του ΑΕΠ για το 2011 από το 7,4% το 2009, ενώ για τις νοσοκομειακές υπηρεσίες από το 3,6% σε 3% αντιστοίχως. Οι περιορισμοί αυτοί είναι δυνατό να επηρεάσουν ιδιαίτερα τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, εφόσον το 10,1%, για το 2011, δηλώνουν οικονομική αδυναμία για την κάλυψη ιατρικών εξετάσεων.