Είναι το ριζικό αυτής της πατρίδας, είναι οι άνθρωποί της, είναι η αντίληψη των κρατούντων; Κυρίως αυτοί πάντα είχαν μια τάση να μη σέβονται την Ιστορία αυτού του τόπου. Ήταν και η ξενοκρατία που ποτέ δεν σταμάτησε να επηρεάζει την πολιτική και οικονομική ζωή του τόπου από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που επιχειρήθηκε να πουληθούν τα «ασημικά» με διάφορες δικαιολογίες....
Η περίπτωση που παρουσιάζουμε σήμερα είναι βέβαια από τις σπάνιες, αλλά θυμίζει λίγο και τα σημερινά, τη σημερινή αντίληψη που θέλει ό,τι βρεθεί μπροστά στους κρατούντες να ξεπουλιέται… Η δικαιολογία, η ίδια με τη σημερινή, για να πουληθεί δημοσία γη και μάλιστα με διαδικασίες «fast track», τής τότε εποχής φυσικά. Το νεοσύστατο κράτος δεν είχε λεφτά. Δεν είχε λεφτάνα πληρώσει τους υπαλλήλους, δεν είχε λεφτά να πληρώσει τη φρουρά!!!
Ήταν το φθινόπωρο του 1832. Από τις ξένες δυνάμεις είχε ήδη επιλεγεί ο Όθωνας, είχε οριστεί το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας, οι πράξεις είχαν δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Βαυαρικής Κυβερνήσεως και η νέα κατάσταση αναμενόταν στην Ελλάδα.
Οι οικονομικές συνθήκες στο Ναύπλιο ήταν δραματικές. Οι υπάλληλοι ήταν απλήρωτοι από τον Απρίλιο και δεν υπήρχαν χρήματα για να τροφοδοτηθεί η φρουρά. Κανένα σχέδιο του Καποδίστρια δεν προχωρούσε. Στα σπάργανα αλλά ανίκανο το ελληνικό κράτος να εισπράξει φόρους από τους έχοντες. Τηρουμένων των αναλογιών κάπως όπως και σήμερα, παρ’ ότι έχουν περάσει 180 ολόκληρα χρόνια…
Από τις επαρχίες έφθαναν παράπονα για ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις και κύριος αποδέκτης ήταν ο Γραμματεύς (Υπουργός) Οικονομικών Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Καθημερινά σημειώνονταν αντιδράσεις από ιδιοκτήτες γης οι οποίοι δεν είχαν αποζημιωθεί για τη γη που είχε απαλλοτριωθεί για την εφαρμογή του σχεδίου πόλεως.
Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, αποφασίστηκε να πωληθεί «το παράλιον της πόλεως Ναυπλίας», δηλαδή της προσωρινής πρωτεύουσας! Δηλαδή σχεδόν ολόκληρη η πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους.
Σύμφωνα με την προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα, η παραλία του Ναυπλίου διαιρέθηκε σε τεμάχια – οκτώ με δέκα πήχεις πλάτος – και όποιος ήθελε να αγοράσει, θα κατέθετε το ένα όγδοο της αξίας εντός 48 ωρών.
Στην ευχέρεια των αγοραστών ήταν στη συνέχεια να διαλέξουν σε ποιον λογαριασμό θα πλήρωναν τα υπόλοιπα, σε βάθος οκταετίας. Είχαν δημιουργηθεί λογαριασμοί για τους μισθούς, την αγορά σιταριού, τις φρουρές, τα δάνεια κ.ά.
Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των αγοραστών ήταν να οικοδομήσουν εντός διετίας διώροφες λίθινες οικοδομές, ομοιόμορφες εξωτερικά. Οι ίδιοι αναλάμβαναν να φτιάξουν το τμήμα του μόλου που αντιστοιχούσε στην ιδιοκτησία τους. Τα υλικά για την οικοδόμηση θα τα μετέφεραν «αι εθνικαί άμαξαι» από τις γύρω περιοχές, για να μην ξοδευτούν προφανώς οι αγοραστές…
Αναρωτιέστε αν λύθηκε κανένα πρόβλημα από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν; Δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια… Το σίγουρο είναι ότι κάποιοι βολεύτηκαν με φθηνές αγοραπωλησίες στην παραλία του Ναυπλίου…
Πουλήθηκε και Το τείχος των Αθηνών!!!
Τα πράγματα δεν άλλαξαν και πολύ… όταν έγινε στη νέα πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους, την Αθήνα, μία ακόμη πιο εντυπωσιακή πώληση από την πλευρά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους!!! Πουλήθηκε ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της πόλης των Αθηνών με συνοπτικές διαδικασίες, και μάλιστα για οικοδομικά υλικά!!!
Πολλοί αναρωτιούνται τι απέγιναν τα τείχη των Αθηνών, τα τμήματα που διασώθηκαν μετά το πέρας της Επανάστασης του 1821, η οποία άφησε πίσω της μόνο ερείπια. Τι ακριβώς έγινε και εξαφανίστηκε στην κυριολεξία ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της πόλης της Αθήνας;
Αυτή η καταστροφή συνέβη όταν είχε ήδη έλθει στην Ελλάδα ο βασιλιάς Όθων και η βαυαρική αντιβασιλεία, τους οποίους ήταν σαφές ότι το τελευταίο που απασχολούσε ήταν η διατήρηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης. Ήταν τις πρώτες ημέρες της εγκα-τάστασής τους στην πόλη των Αθηνών, η οποία πλέον ονομαζόταν Πρωτεύουσα της Ελλάδος και Καθέδρα του Ελληνικού Βασιλείου.
Τον Δεκέμβριο λοιπόν του 1834 θα δει το φως της δημοσιότητας η διακήρυξη, η οποία εκδόθηκε από τον Γενικό Έφορο του Νομού Αττικής και Βοιωτίας και με την οποία δημοπρατήθηκε «το περί την πόλιν των Αθηνών τείχος»!
Ήταν η εποχή που οι επίσημες αρχές αναζητούσαν στέγη για να στεγάσουν τις υπηρεσίες τους, οι διπλωμάτες, τα μέλη της κυβέρνησης, οι υπάλληλοι, οι επιχειρηματίες και οι έμποροι για να κατοικήσουν και να εργαστούν. Το ζήτημα της στέγης αναδείχθηκε στο πλέον φλέγον θέμα και οι πρώτες ύλες το ακριβότερο αγαθό.
Οι δήθεν «ρεαλιστές» κρατούντες Έλληνες και ξένοι, που δυστυχώς ταλαιπωρούν τη χώρα180 χρόνια τώρα, σκέφτηκαν ότι τα τείχη έπρεπε να πουληθούν. Αποφάσισαν με παντελή έλλειψη σεβασμού στην Ιστορία της πόλης των Αθηνών, όπως ακριβώς και οι παρόμοιοί τους στη μέχρι σήμερα διαδρομή της, να τα γκρεμίσουν και να τα πουλήσουν.
Τα τείχη, όπως ισχυρίστηκαν, εμπόδιζαν την άμεση ανοικοδόμηση της πόλης και τη διάνοιξη των οδών και έτσι η εκποίησή τους έγινε σε τέσσερα τεμάχια, με θαυμαστή για το ελληνικό κράτος ακρίβεια. Οι εργολάβοι αποκτούσαν το σπουδαιότερο οικοδομικό υλικό της εποχής, δηλαδή τις πέτρες και τα μάρμαρα των τειχών, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και πλήθος αρχαίων τεμαχίων.
Τα δύο πρώτα τμήματα, τα πιο κεντρικά, έπρεπε να γκρεμιστούν και να έχει καθαριστεί ο τόπος εντός τεσσάρων εβδομάδων και τα υπόλοιπα δύο εντός τριών μηνών. Ο εργολάβος είχε το δικαίωμα «να ανασκάψει και τα θεμέλια» του τείχους που συμπεριλαμβανόταν στο τεμάχιό του. Απλώς έπρεπε στη συνέχεια να καλύψει τους λάκκους…
Πάντως, προφανώς για τα μάτια του κόσμου, στη διακήρυξη υπήρχε όρος που προέβλεπε πως «όσαι αρχαιότητες ευρεθώσι τυχόν εις την ανασκαφήν του τείχους ανήκουν εις το Δημόσιον»!
Αναρωτιέστε αν έχει μείνει τίποτε από τα αρχαία τείχη της πόλης των Αθηνών… Κάτι έχει μείνει… μόνο που αν χρειαστεί να το δείτε… θα το βρείτε στα υπόγεια διαφόρων δημοσίων κτηρίων της Αθήνας αλλά και στα υπόγεια μεγάλων ξενοδοχείων… Να πιστέψουμε ότι όλα αυτά, όπως και διάφορα σήμερα, έγιναν και γίνονται τυχαία;
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ»,