Ναύπλιο. Δρομόσκαλα στην Παλιά Πόλη. Δημοσιεύεται στο Γ. Ρούβαλης, Οι Πέτρες και οι Άνθρωποι. Μικροϊστορία του Ναυπλίου.
Τα καταφύγια του Ναυπλίου το 1940 – Ο βομβαρδισμός των συμμαχικών πλοίων στην περιοχή Καραθώνας – Αληθινές πολεμικές ιστορίες – Η μάχη της Κρήτης δια μέσω του Ναυπλίου – Κατοχή, Χριστούγεννα στο Ναύπλιο – Η απελευθέρωση του Ναυπλίου την 14η Σεπτεμβρίου 1944 - Η είσοδος του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο.
Τα καταφύγια του Ναυπλίου το 1940
Παρότι έχουν περάσει έξι περίπου δεκαετίες πιστεύω πως ήσαν πρόσφατα. Ήμουν παιδί στην τετάρτη Δημοτικού στην Πρόνοια. Δεν πέρναγε από το μυαλό μου ότι η Ελλάδα πήγαινε για πόλεμο. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για επιστρατεύσεις συγγενών και άλλα, που τα διάβαζαν οι γονείς μας. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Δευτέρα στις 8 το πρωί που πήγαμε στο σχολείο, η διευθύντρια κ. Ιωάννα Βαρκάντζα μας ανακοίνωσε κλαίγοντας πως δεν θα κάναμε μάθημα για λίγες μέρες, γιατί μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο. Αρχίσαμε εμείς τα μικρά παιδιά των 10 και 12 χρονών να ζητωκραυγάζουμε. Οι καμπάνες χτυπούσαν στις εκκλησίες της Αγίας Τριάδας, της Ευαγγελίστριας και της πόλης του Ναυπλίου. Ο λαός έβαλε τις εθνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Όλοι το έλεγαν «η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο».
Την ίδια μέρα έφθασαν οι επίστρατοι στο Ναύπλιο, επίστρατοι από όλη την Πελοπόννησο. Εδώ ήταν η έδρα του 8ου Συντάγματος Πεζικού. Διοικητής ήταν ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Μπασακίδης. Από εδώ που παρουσιάστηκαν έφυγαν για το Αλβανικό μέτωπο. Το Ναύπλιο γέμισε με νέους άντρες 25 έως και 45 χρονών. Οι κάτοικοι του Ναυπλίου βοηθούσαν πρόθυμα αυτούς που παρουσιάζονταν, όλα τα σημεία της πόλης είχαν γίνει κέντρα παρουσίασης. Όπως οι αποθήκες του Καταγά και το παλαιό γυμναστήριο, που είχε κάτι ξύλινες αποθήκες για αποδυτήρια. Στον σιδηροδρομικό σταθμό μεγάλη κίνηση. Ο σταθμός ήταν στις δόξες του. Κάθε ώρα έφευγε μια αμαξοστοιχία για την Αθήνα και κατόπιν προς βορράν.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς κράτησε πέντε μήνες. Για μας τους Έλληνες ήταν νικηφόρος. Στη περιοχή της Βορείου Ηπείρου ο στρατός μας έγραψε ιστορικές σελίδες δόξας και όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος. Αλλά τον Απρίλιο του 1941 ενεπλάκησαν στον πόλεμο οι Γερμανοί κατά της Ελλάδος. Τότε κατέλαβαν οι Γερμανοί την Ελλάδα, μετά από σθεναρή αντίσταση του στρατού μας και άρχισε η Κατοχή της Ελλάδας από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, με όλα τα φοβερά δεινά που προκάλεσε. Η Ελλάδα έπαιξε κύριο και αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Στις πρώτες μέρες, μετά την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, στην πόλη μας, όπως και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, ετέθη σε εφαρμογή το σχέδιο πολιτικής αεράμυνας. Δηλαδή της προφύλαξης του πληθυσμού κάθε πόλης από πιθανούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που δεν ήταν και λίγοι, όπως σε μεγάλες πόλεις, Πάτρα, Πειραιάς, Κέρκυρα και άλλες.
Για τον λόγο αυτό στο Ναύπλιο ετοποθετήθη σειρήνα στην ταράτσα τουΔικαστικού Μεγάρου και καθορίστηκαν τα εξής καταφύγια: Προϋπήρχαν το καταφύγιο στον Αγιάννη, στη σπηλιά της κυρά-Καλλιόπης, όπως ξέραμε. Καταφύγιο στο υπόγειο της Εθνικής Τράπεζας. Στην ντάπια της Αρβανιτιάς στην υπόγεια σήραγγα, με είσοδο στη γωνία της στροφής του δρόμου προς την Ακροναυπλία, όπου είναι και σήμερα ορατή η είσοδος και έξοδος στο παλαιό γυμναστήριο, όπου τώρα το πάρκο του Σταϊκοπούλου. Και ως το τέλος Δεκεμβρίου 1940 έγινε και άλλη έξοδος, έργο εξόδου προς την οδό Συγγρού και τη Ζυγομαλά, στα παλιά χασάπικα. Επίσης για καταφύγιο εχρησιμοποιούντο η καμάρα στο δρόμο της Αρβανιτιάς, η σπηλιά κάτω από το βράχο του Παλαμηδιού, η σπηλιά στην Παναΐτσα, στη σπηλιά στο ύψωμα Ευαγγελιστρίας, τα λαγούμια όπως ξέρουμε. Επίσης ένα μεγάλο καταφύγιο φυσικό ήταν στον Προφήτη Ηλία.
Με πρωτοβουλία της Στρατιωτικής διοίκησης Ναυπλίου σκάφτηκαν χαρακώματα στα Πέντε Αδέλφια, στον Ψαρομαχαλά, βάθους ενάμισυ μέτρου και πλάτους ενός μέτρου. Στην πλατεία Συντάγματος σκάφτηκαν χαρακώματα κατά τρόπον τριγωνικό από την οδό Κωλέτη μέχρι την οικία Ρούσσου, στην επάνω γωνία της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τον αυτό τρόπο έγιναν και στην πλατεία Τριών Ναυάρχων μπροστά στα σχολεία και στην πλατεία Εθνοσυνελεύσεως, στην Πρόνοια. Επίσης και στην πλατεία Αγίου Νικολάου είχε ανασκαφεί υπερυψωμένο παρόμοιο καταφύγιο. Για καταφύγια επίσης χρησιμοποιούντο και σπίτια στους πρόποδες του Παλαμηδιού, όπου με το άκουσμα της σειρήνας γέμιζαν από κόσμο, των πιο κάτω συνοικιών.
Όπως είπαμε, στην ταράτσα του Δικαστικού μεγάρου είχε τοποθετηθεί μεγάλη σειρήνα, ύψους τριών μέτρων, σε βάση με σιδερένια πλαίσια, όπου με το άκουσμά της έτρεχε ο κόσμος στα προαναφερθέντα καταφύγια. Στο πολεμικό μουσείο Ναυπλίου σε μια αίθουσα, που έχει ειδικά διαμορφωθεί, υπάρχουν το ονόματα των Ναυπλιωτών, που έπεσαν ηρωικά κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπως και ο χρόνος αλλά και ο τόπος που πέθαναν.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Τα Νέα της Αργολίδας», Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2001)
Ο βομβαρδισμός των συμμαχικών πλοίων στην περιοχή Καραθώνας
Μετά την εμπλοκή των Γερμανών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την κατάρρευση της αντίστασης των ελληνικών δυνάμεων, άρχισε η ραγδαία προέλαση των Γερμανών προς όλη την Ελληνική επικράτεια, καταλαμβάνοντας τη μια πόλη μετά την άλλη, από τη βόρεια Ελλάδα προς το νότο. Στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, βρίσκονταν πολλές συμμαχικές δυνάμεις, Άγγλοι, Νεοζηλανδοί κ.ά. με την εντολή να συγκεντρωθούν στο Ναύπλιο, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για τη Μέση Ανατολή και την Κρήτη, για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Μετά τις 25 Απριλίου 1942, κατέπλευσαν στο Ναύπλιο, τρία μεγάλα συμμαχικά οπλιταγωγά, που αγκυροβόλησαν στ’ ανοικτά του Ναυπλιακού κόλπου προς την Καραθώνα, όπου μάλιστα το ένα κόλλησε στα αβαθή νερά της περιοχής.
Οι Γερμανικές υπηρεσίεςέμαθαν τις προθέσεις των συμμάχων και από τις 26 του μηνός κιόλας άρχισαν σφοδρές επιθέσεις με «Στούκας» προκειμένου να ματαιώσουν την αναχώρηση των συμμάχων. Τις μέρες εκείνες, πολλές ναυπλιώτικες οικογένειες κατέφυγαν στην Καραθώνα, όπου έζησαν στιγμές αγωνίας και είδαν το χάρο με τα μάτια τους. Θυμάμαι την οικογένεια του Βαγ. Χαραλάμπους ή Κουτσομύτη, του Σπυρ. Νίκα, Γεωρ. Μακρή και άλλων πολλών από την Πρόνοια. Στις 27 Απριλίου, ολοκληρώθηκαν οι βομβαρδισμοί και καταστράφηκαν τα τρία πλοία, αφού όμως πρώτα έπληξαν ένα γερμανικό «στούκας», που έπεσε στην περιοχή του Προφήτη Ηλία. Τις μέρες αυτές, στο Ναύπλιο είχαν συγκεντρωθεί Άγγλοι στρατιώτες, συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγ. Παρασκευής, που μας εντυπωσίασαν με την ψυχραιμία που αντιμετώπιζαν τα γεγονότα.
Στο τέλος, για να μην πάρουν οι Γερμανοί λάφυρα τα πολλά στρατιωτικά αυτοκίνητα, έβαζαν μπροστά τις μηχανές και τα έριχναν από το ύψος της στροφής του Παλαμηδίου στο γκρεμό προς την Καραθώνα, και έτσι τα κατέστρεψαν. Μετά τον βομβαρδισμό των πλοίων, άρχισαν να βγαίνουν στην αμμουδιά της Καραθώνας άλογα άριστης ράτσας του Αγγλικού ιππικού και ανηφόριζαν προς τα βουνά. Πολλοί φτωχοί κάτοικοι συνέλεξαν κάποια απ’ αυτά, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός. Στις γύρω αμμουδιές, από τον Αγ. Κωνσταντίνο μέχρι το τέλος, στο μώλο, είχαν εκβρασθεί πτώματα Άγγλων και Νεοζηλανδών στρατιωτών, που είχαν σκοτωθεί κατά τους βομβαρδισμούς. Δυστυχώς αυτό το μακάβριο και φριχτό θέαμα το έζησαν όσοι είχαν καταφύγει στην Καραθώνα και μαζί μ’ αυτούς και η οικογένειά μου.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 27-28 Απριλίου 1996)
Αληθινές πολεμικές ιστορίες
Αντίκρυ στην 28η Οκτωβρίου 1940 πυργώθηκε η 6η Απριλίου 1941, όταν η μεγάλη σύμμαχος των ηττημένων εχθρών μας εισέβαλε στην Ελλάδα για να τους σώσει. Είναι πεπρωμένο ο μαρτυρικός αυτός τόπος να γίνεται, όταν οι ώρες είναι κοσμοϊστορικές, οργισμένοι οι καιροί της Ιστορίας, δοξασμένος Γολγοθάς και μαζί ο Ιερός Φάρος για τη διάλυση του πνιγηρού σκότους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μετά λοιπόν την εμπλοκή των Γερμανών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στις αρχές Απριλίου 1941 και την καταφανή υπεροχή τους, ο ελληνικός στρατός αμυνόταν «επί πατρίου εδάφους» κατά τρόπο ηρωικό στην περιοχή του όρους Μπέλες, όπου βρίσκονταν τα περιβόητα οχυρά Μεταξά. Δόθηκαν σκληρές μάχες με σοβαρές απώλειες και από τις δυο πλευρές, τον ηρωισμό όμως των Ελλήνων παραδέχτηκαν οι Γερμανοί, αφού είχαν εμποδιστεί από τους ήρωες Έλληνες στρατιώτες.
Στην προέλασή τους προς νότο, οι Γερμανοί κατέλαβαν πολλές πόλεις της Β. Ελλάδας, οδεύοντας προς την Αθήνα χωρίς σχεδόν καμιά αντίσταση απέναντι στη διαμορφούμενη κατάσταση. Η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Εμ. Τσουδερό τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας αναχώρησαν στην Κρήτη, παίρνοντας μαζί και τον χρυσό από τα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας, που φορτώθηκε σε αντιτορπιλικό, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Οι Γερμανοί έφθασαν στην Αθήνα στις 26 Απριλίου, όπου όρκισαν κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, που υπέγραφε ανακωχή με τους κατακτητές, προς μεγάλη απογοήτευση των Ελλήνων μαχητών.
Στο μεταξύ, οι πρώτες φήμες για κατάληψη της Αθήνας, κατόπιν των Μεγάρων και της Κορίνθου, αιφνιδίασαν τους κατοίκους του Ναυπλίου, αφού ήταν βέβαιο ότι σε δυο-τρεις μέρες θα ερχόταν και η σειρά της. Όπως σε άλλο κείμενο έχει σημειωθεί, ικανός αριθμός Άγγλων, Νεοζηλανδών, Καναδών στρατιωτών, είχε συγκεντρωθεί στην περιοχή με την ελπίδα μέσω θαλάσσης ν’ αναχωρήσουν από Ναύπλιο ή Τολό για Κρήτη και Αίγυπτο. Η επιχείρηση αυτή ματαιώθηκε, αφού τρία μεγάλα μεταγωγικά πλοία που ήταν ανοιχτά του λιμανιού επλήγησαν από γερμανικά «Στούκας».
Στο Ναύπλιο εισέβαλαν οι Γερμανοί το απόγευμα της 28ης Απριλίου 1941. Στην είσοδο της πόλης, στη «Γλυκειά», υποδέχτηκαν αυτούς ομάδα συμπολιτών που απαρτιζόταν: από τον τότε νομάρχη Αργολιδοκορινθίας Αντ. Λεμπέση, τον ελληνογερμανό διερμηνέα Νικ. Λειβαδίτη, τον τότε διοικητή Χωροφυλακής Ζαμβράκη και τον γερμανόφιλο στρατιωτικό διοικητή Ραζή, τον οποίο αργότερα οι Γερμανοί προώθησαν σε στρατιωτικό διοικητή Αθηνών. Ο τότε δήμαρχος Γ. Μηναίος δεν παρευρέθηκε, τον οποίον έπαυσαν αμέσως για τη στάση του.
Εισερχόμενοι στη νεκρή πόλη με επικεφαλής μοτοσικλετιστές, ακολουθούμενοι από καμιόνια και τανκς, σταμάτησαν στο Δικαστικό Μέγαρο. Τότε ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, κοιτάζοντας τα σκαλιά του Παλαμηδιού, έδωσε σε ομάδα στρατιωτών τη Γερμανική σημαία και αυτοί ύψωσαν τη σβάστικα στον ιστό του ιστορικού φρουρίου. Κατόπιν, κατευθύνθηκαν στην παραλία, στα ξενοδοχεία Μ. Βρετανία και Νέον, Μπούρτζι και στο αρχοντικό του Μ. Μανουσάκη, που τα επίταξαν, μαζί με άλλα αξιόλογα κτίρια της πόλης μας. Αυτά όλα είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση ενός κλίματος φοβίας και τρόμου απέναντι στους βάρβαρους κατακτητές. Άλλαξε ο τρόπος ζωής, η καθημερινότητα του Ναυπλίου, αφού οι Γερμανοί επέβαλλαν τους παρακάτω περιοριστικούς όρους: απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6:00 το βράδυ ως τις 7:00 το πρωί, απαγόρευση συγκέντρωσης ομάδων πολιτών πάνω των δυο ατόμων και ποινή τουφεκισμού για όσους πολίτες έκρυβαν Άγγλους στρατιώτες. Κατάσχεση οχημάτων, κατάληψη του Τηλεγραφείου στην Πλ. Συντάγματος, του Σιδηροδρομικού Σταθμού, κλπ. Έτσι περίπου έχει η κατάληψη του Ναυπλίου από τον στρατό κατοχής, που κράτησε ως το τέλος του πολέμου, 1200 μέρες περίπου.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 7 Μαΐου 1997)
Η μάχη της Κρήτης δια μέσω του Ναυπλίου
Για τη μάχη της Κρήτης, που άρχισε με τη Γερμανική αεροπορική επίθεση εναντίον του νησιού και υπήρξε ορόσημο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, τις 20 Μαΐου 1941 έχουν γραφεί πολλά, έχουν εκδοθεί βιβλία, από ανθρώπους που είχαν λάβει μέρος στην όλη αυτή επιχείρηση, Γερμανούς, Άγγλους, Έλληνες, Νεοζηλανδούς κ.ά. και έχουν αναφερθεί λεπτομερώς στην καταγραφή των γεγονότων, τις μεγάλες απώλειες που είχαν οι Γερμανοί σε στρατό και αεροπλάνα, ως και οι συμμαχικές και ελληνικές δυνάμεις, όπως και μαχητές της Κρήτης. Για τη σπουδαιότητα που είχε για τον Χίτλερ η κατάκτηση της Κρήτης, αφού για το σκοπό αυτό έστειλε εκεί να πολεμήσουν, τους θαυμάσια εκπαιδευμένους και αφοσιωμένους αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Γερμανικής Μεραρχίας, το Άνθος της Γερμανικής Νεολαίας, όπως την έλεγαν. Για τους διακριθέντες λοιπόν και πεσόντες κατά τη μάχη της Κρήτης ο Χίτλερ καθιέρωσε το ανώτατο παράσημο Ανδρείας με την επωνυμία «ΚΡΗΤΗ».
Τώρα ως προς τη συμμετοχή του Ναυπλίου στην όλη αυτή επιχείρηση, είμαι σε θέση να σας γνωρίσω τα πιο κάτω αναφερόμενα: Ως γνωστό αεροδρόμια από τα οποία απογειώνονταν τα μεταγωγικά Γιούνκερς με τους αλεξιπτωτιστές και μαχητικά Στούκας που βομβάρδιζαν, ήταν τα αεροδρόμια Ελευσίνας, Μεγάρων, Χασανίου και του Άργους. Φυσικά όλη η ηπειρωτική Ελλάδα είχε καταληφθεί από τις 26 Απριλίου, από τους Γερμανούς, όπως και το Ναύπλιο στις 28 Απριλίου, όπου τμήματα αυτών έμειναν στα Ξενοδοχεία Μ. Βρετανίας, Νέον και άλλα παραδοσιακά κτίρια της πόλης μας. Οι Γερμανοί πιλότοι των αεροπλάνων που ήταν στο αεροδρόμιο Άργους, όλοι τους επίλεκτοι αξιωματικοί της Γερμανικής Αεροπορίας, έμεναν στο ξενοδοχείο τότε Μπούρτζι και κάθε πρωί ξεκινούσαν με στρατιωτικά καμιόνια για το Άργος προκειμένου να ριχτούν στην κατά της Κρήτης μάχη.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 5-6 Ιουνίου 1999)
Κατοχή, Χριστούγεννα στο Ναύπλιο
Τα Χριστούγεννα του 1941 στο Ναύπλιο ήταν τα πρώτα που έγιναν υπό την κατοχή των Γερμανών. Έχουν περάσει πέντε μήνες από την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα δριμύς, είχε πέσει και χιόνι. Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή τα πράγματα ήταν ελαφρώς καλύτερα από άλλες περιοχές της χώρας σ’ ότι αφορά την διαβίωση.
Στα χωριά της Ναυπλίας όλο και υπήρχε κάποια γαλοπούλα ή κοτόπουλο ή αρνάκι βοσκής. Επίσης στις παρυφές της πόλης, στη Πρόνοια στους πρόποδες του Παλαμηδίου, την Ευαγγελίστρια, Αγία Παρασκευή, Πολύγωνο, σ’ όλες αυτές τις γειτονιές συνήθιζαν να έχουν κάποιες κότες ή γαλοπούλες. Θέλω να πω ότι οι συμπολίτες μας αυτοί ήταν από τους τυχερούς που είχαν ένα φαγητό για να χαρούν τα Χριστούγεννα. Στα μαγαζιά του Ναυπλίου δεν υπήρχαν τρόφιμα παρά ελάχιστα. Στα κρεοπωλεία αντί για κρέατα τις παραμονές των Χριστουγέννων έβλεπες να κρέμονται λαχανίδες. Τα κρεοπωλεία της Πρόνοιας ήταν γεμάτα από αυτές. Στου Ηλία Ξυλά, Αναστάσιου Κούτρη και Βαγγέλη Μπουρέκα γεμάτα λαχανίδες.
Αν είχαν κανένα χοντρό κρέας, αυτό πουλιόταν στη μαύρη αγορά, όπως συνηθιζόταν τότε. Στα μπακάλικα της πόλης η ίδια κατάσταση. Άδεια ράφια. Ούτε ζάχαρη, ούτε αλεύρι, τίποτα. Ευτυχώς που υπήρχε ο Ερυθρός Σταυρός, που είχε πάρει τουλάχιστον μέτρα για τους απόρους. Στη Μητρόπολη λειτουργούσε υπηρεσία που τους βοηθούσε, με λίγο γάλα και ζάχαρη.
Στο παντοπωλείο του Κουλουρίδη στον Άγιο Σπυρίδωνα μοίραζαν με δελτίο από 100 δράμια ζάχαρη, μισή οκά αλεύρι, 100 δράμια μέλι για κάθε άπορη οικογένεια, ενώ στον Δανιγγέλη στην Πρόνοια μοίραζαν 100 δράμια ρετσίνα. Στη παραλία, δίπλα στο τελωνείο, λειτουργούσαν συσσίτια για τους απόρους. Το μενού ήταν φασόλια χωρίς λάδι, ρεβύθια, φακές, μπουλουγούρι. Και εδώ την οργάνωση είχαν αναλάβει οι κυρίες του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίες εκτελούσαν έργο θεάρεστο. Μερικών δε θυμάμαι και σήμερα τα ονόματα. Ήταν οι κυρίες Κατίνα Κωστούρου, Πόπη Παπαδάκη, Ολυμπίου, Παπαντωνίου, Χαρμαντά, Δέσποινα Κατσίκα. Μαγείρισσες ήταν η Λουκία Μπόμπου, η Φρόσω Καράγιωργα και η Ελένη Ρόζη από την Πρόνοια. Το θρησκευτικό αίσθημα των Ναυπλιωτών πάντως ήταν ακμαίο. Την Παραμονή των Χριστουγέννων κατά ομάδες ή μεμονωμένα έψαλλαν τα κάλαντα σ’ όλη την πόλη. Οι εκκλησίες ήταν από νωρίς το πρωί κατάμεστες από κόσμο.
Η απελευθέρωση του Ναυπλίου την 14η Σεπτεμβρίου 1944
Ύστερα από την προώθηση των Γερμανικών Στρατιών στο ρωσικό μέτωπο οι μέρες παραμονής των κατακτητών στην Ελλάδα ήταν μετρημένες. Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία ήταν η «χαριστική βολή» για τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να αποσύρουν το στρατό τους από τα κράτη που είχαν καταλάβει, κατά τη διάρκεια του επεκτατικού τους πολέμου. Από την Ελλάδα άρχισαν να φεύγουν μετά από τέσσαρα χρόνια τριπλής κατοχής – αφού είχαν συμμάχους τους, τους Βουλγάρους και Ιταλούς – τα πιο τραγικά ύστερα από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Η χώρα ήταν εξαθλιωμένη και οι φρικτές επιπτώσεις της Κατοχής θα έμεναν για πολλά χρόνια ανεξίτηλα τυπωμένες στις μνήμες όσων τις έζησαν: πείνα, στερήσεις, κακουχίες, βομβαρδισμοί, συλλήψεις, εκτελέσεις πατριωτών.
Στην περιφέρειά μας, ήταν ευρύτατα αισθητή η παρουσία του στρατού κατοχής, όπως από τις αρχές του 1944 διαφαινόταν πολύ έντονα η τάση φυγής των Γερμανών από την Ελλάδα. Αυτό άλλωστε επαληθευόταν από την αισθητή μείωση του αριθμού των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Ειδικά στην πόλη μας, οι Γερμανοί φαίνεται πως ήθελαν να αφήσουν φεύγοντας τα σημάδια της τυρρανικής παρουσίας τους: είχαν λοιπόν αρχίσει από τον Ιούνιο δήθεν οχυρωματικά έργα, σ’ όλο το μήκος της παραλίας από τον τότε βάλτο – κοντά στο σημερινό γήπεδο – μέχρι το φανάρι. Το έργο είχε ανατεθεί στον πολιτικό μηχανικό Δ. Ρουμελιώτη και το προσωπικό που θα απασχολιόταν εκεί ήταν Έλληνες εργάτες, υπό την επίβλεψη του τελευταίου τότε στρατιωτικού διοικητή Α. Μύλλερ.
Το έργο βέβαια αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα σατανικό σχέδιο δολιοφθοράς: δηλαδή, τοποθέτηση υπόγειων καλωδίων και εκρηκτικών υλών προκειμένου φεύγοντας οι Γερμανοί να ανατινάξουν μέρος του λιμανιού της πόλης.
Οι συμμετέχοντες τότε στο έργο Έλληνες, με επικεφαλής τον εργολάβο σκέφτηκαν πατριωτικά: θα εκτελούσαν το έργο κατά ένα μέρος όμως. Δε θα έβαζαν δηλαδή την απαιτούμενη εκρηκτική ύλη για την καταστροφή του λιμανιού. Το σχέδιο του Γερμανού διοικητή το έμαθαν οι τότε τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι με γρήγορη παρέμβασή τους προσπάθησαν να περισώσουν ότι μπορούσαν. Έτσι λοιπόν, χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου, ημέρας του Τιμίου Σταυρού, ακούστηκαν εκκωφαντικοί κρότοι από τις ανατινάξεις. Μια από αυτές έγινε και στο ιστορικό ρολόι της πόλης μας, στην Ακροναυπλία. Βέβαια στο λιμάνι, οι εκρήξεις ήταν απανωτές, ανά 15-20 μέτρα, ευτυχώς όχι με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στην έκταση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των Γερμανών.
Από την 6η πρωινή, οι κατακτητές άρχισαν να αναχωρούν οδικώς μέσω Άργους και Κορίνθου προς την Αθήνα, αφού πρώτα υπέστειλαν την Γερμανική Σημαία από το Παλαμήδι και το Μπούρτζι. Ο τελευταίος Γερμανός αξιωματικός παρέδωσε την πόλη στον εκπρόσωπο του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπλίου ισόβαθμο του τότε ανθυπασπιστή Παναγιώτη Κολιόπουλο. Οι κάτοικοι του Ναυπλίου, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης για τις καταστροφές γιόρτασαν το γεγονός της αναχώρησης. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα και ο ήχος τους διέσχιζε πέρα ως πέρα τον ελεύθερο πλέον Ναυπλιώτικο ουρανό. Έγινε δοξολογία στον Άγιο Γεώργιο, τα σπίτια σημαιοστολίστηκαν και οι κάτοικοι χαμογελούσαν με ανακούφιση. Μ’ αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η ιστορία της παραμονής του Γερμανικού Στρατού κατοχής στο Ναύπλιο.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997)
Η είσοδος του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από το Ναύπλιο περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του ’44, ύστερα από την διαγραφομένη συντριβή τους υπό των συμμάχων, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ώσπου να ορκιστεί η πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας υπό τον Γ. Παπανδρέου, όπως σε όλη την Ελλάδα έτσι και στο Ναύπλιο επικρατούσε αβεβαιότητα, αναταραχή, ως προς το ποιος θα διοικεί αυτήν την πόλη.
Σ’ όλη την ορεινή Αργολίδα, απ’ το 1942 είχε φουντώσει το Αντάρτικο. Στη Μηδέα, Κέρμπεσι, Κουρτάκι, Μάνεσι, κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ. Αριθμούσε μερικές χιλιάδες άνδρες υπαγόμενους στο 8ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με έδρα την Γκούρα Κορινθίας. Στο Ναύπλιο, την τήρηση της τάξεως, είχε αναλάβει ολιγομελής δύναμη χωροφυλακής υπό τον μοίραρχο Ορφανό, και δυο λόχοι ταγματασφαλιτών υπό τον ταγματάρχη Δημ. Μουστακόπουλο.
Στο διάστημα αυτό από την αποχώρηση των Γερμανών και την είσοδο του ΕΛΑΣ δεν είχαμε σοβαρές αδελφοκτόνες συγκρούσεις εκτός από μερικές αψιμαχίες στην είσοδο της πόλης απ’ τη μεριά της Αρετούς, με εξαίρεση μια πρωινή συμπλοκή, αρχές Νοεμβρίου, μεταξύ τσολιάδων και ανταρτών, προερχομένων μάλιστα απ’ τα απέναντι του Ναυπλίου παράλια της Κυνουρίας, όπου έφτασαν εδώ με καΐκια του ΕΛΑΝ. Οι συγκρούσεις άρχισαν στα στενά της παραλίας Ναυπλίου, όπου εφονεύθησαν ο παντοπώλης Δ. Μόρφης έχων κατάστημα στην οδό Κωτσονοπούλου, με τον αδερφό του Γιάννη. Ο Μόρφης εφονεύθη από αδέσποτη σφαίρα, όπως διεδόθη, καθώς και δυο αθίγγανοι. Οι συμπλοκές έφτασαν ως την Πλατεία Συντάγματος, όπου τραυματίστηκε και η υπηρέτρια της οικίας Μελισινού.
Το ότι δεν υπήρξαν σοβαρές συγκρούσεις οφείλετε στην σωφροσύνη των αντιπάλων αρχηγών, κατά τα λεγόμενα της εποχής. Μετά από μακροήμερες και επίπονες συνεννοήσεις του ΕΛΑΣ που υπερτερούσαν αριθμητικά, επήλθε συμφωνία ν’ αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες δυνάμεις των ταγμάτων ασφαλείας και χωροφυλακής (έφυγαν προς τις Σπέτσες με πλωτά μέσα). Αμέσως τις επόμενες μέρες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εισήλθαν πανηγυρικά στο Ναύπλιο, με επικεφαλής έφιππο τον στρατηγό Π. Λούρη απ’ το Άργος, με επίσης έφιππους τους ταγματάρχες Σεφερλή και Καρατζαφέρη. Ακολούθησαν οι καπεταναίοι και άνδρες του ΕΛΑΣ με σταυρωτές αρμάδες και βαριά οπλισμένοι με Γερμανικά, Αγγλικά και Ιταλικά όπλα τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι του ΕΛΑΣ «στ’ άρματα, στ’ άρματα». Μεταξύ αυτών και οι συμπολίτες Κ. Χαύτας, Δ. Ξύδης, Ν. Βαλασάκης, Χ. Σπυρόπουλος ή καπετάν Άνεμος και πολλοί άλλοι απ’ τα γύρω χωριά. Στην είσοδο της πόλης τους έγινε επίσημη υποδοχή από επιτροπή κατοίκων της πόλης με επικεφαλή τον τότε μεγαλέμπορο του Ναυπλίου Μ. Λάμπρου, τον γιο του οποίου Νίκο, είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί στο Μ. Πεύκο, μαζί με άλλους πατριώτες, και ο οποίος μέχρι την συμφωνία της Βάρκιζας ήταν δήμαρχος του Ναυπλίου (ο επονομαζόμενος τότε δήμαρχος ΕΑΜ).
Πλαισιωμένος και από άλλους, όπως το γιατρό απ’ την Άρεια Γ. Οικονομόπουλο, τη δασκάλα I. Βαρκάτζα, τους δασκάλους I. Ζευγολατάκο, Παν. Ξύδη, τους δικηγόρους Δ. Μανιάτη, Σ. Θεοδωρόπουλο, τους αρχηγούς της ΕΠΟΝ, με επικεφαλής τον φοιτητή Σπ. Δημόπουλο, την αδερφή του Άννα, την Α. Ξύδη (κόρη του δασκάλου) και πολλούς άλλους επονίτες Πρόνοιας και Ναυπλίου. Μετά την προσφώνηση απ’ τον Μ. Λάμπρου, η φάλαγγα κατευθύνθει στην Πλατεία Συντάγματος, όπου ο στρατηγός Λούρης, απ’ το μπαλκόνι της Εθνικής Τράπεζας, ανέπτυξε την δράση του ΕΛΑΣ κατά την περίοδο της Κατοχής και την συμβολή αυτού στην απελευθέρωση της πατρίδας. Επίσης, πύρινους λόγους για την αντίσταση εκφώνησε ο Σπ. Δημόπουλος, η αδελφή του Άννα και η Α. Ξύδη.
Μετά την τελετή της υποδοχής με πρώτο τον στρατηγό Λούρη, όλοι έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο. Κάπως έτσι τελείωσε η εορτή της εισόδου του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο, ενώ οι κάτοικοι του Ναυπλίου αμήχανοι παρακολουθούσαν τα γενόμενα. Αργότερα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκαν εκεί όπου ήταν η Αστυνομία, στο κτίριο της Οδού Βύρωνος, στα σκαλιά της Φραγκοκλησιάς, όπου ήταν η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Πελοποννήσου, στις αποθήκες του Καταγά στην παραλία, όπου ήταν ιταλικοί καταυλισμοί και σε άλλα κτίρια της πόλης μας. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έμειναν στην πόλη μόνο μέχρι την συμφωνία της Βάρκιζας, όταν ορκίσθηκε η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου. Τις όλες εικόνες της υποδοχής αποθανάτισε ο τότε φωτογράφος Κ. Καραχάλιος, μερικές απ’ τις οποίες υπάρχουν στα γραφεία της πρωτοβάθμιας Δημ. Εκπαίδευσης Αργολίδας.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Νοέμβρης 1995)
http://argolikivivliothiki.gr
Παρότι έχουν περάσει έξι περίπου δεκαετίες πιστεύω πως ήσαν πρόσφατα. Ήμουν παιδί στην τετάρτη Δημοτικού στην Πρόνοια. Δεν πέρναγε από το μυαλό μου ότι η Ελλάδα πήγαινε για πόλεμο. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν για επιστρατεύσεις συγγενών και άλλα, που τα διάβαζαν οι γονείς μας. Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Δευτέρα στις 8 το πρωί που πήγαμε στο σχολείο, η διευθύντρια κ. Ιωάννα Βαρκάντζα μας ανακοίνωσε κλαίγοντας πως δεν θα κάναμε μάθημα για λίγες μέρες, γιατί μας κήρυξαν οι Ιταλοί τον πόλεμο. Αρχίσαμε εμείς τα μικρά παιδιά των 10 και 12 χρονών να ζητωκραυγάζουμε. Οι καμπάνες χτυπούσαν στις εκκλησίες της Αγίας Τριάδας, της Ευαγγελίστριας και της πόλης του Ναυπλίου. Ο λαός έβαλε τις εθνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Όλοι το έλεγαν «η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο».
Την ίδια μέρα έφθασαν οι επίστρατοι στο Ναύπλιο, επίστρατοι από όλη την Πελοπόννησο. Εδώ ήταν η έδρα του 8ου Συντάγματος Πεζικού. Διοικητής ήταν ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Μπασακίδης. Από εδώ που παρουσιάστηκαν έφυγαν για το Αλβανικό μέτωπο. Το Ναύπλιο γέμισε με νέους άντρες 25 έως και 45 χρονών. Οι κάτοικοι του Ναυπλίου βοηθούσαν πρόθυμα αυτούς που παρουσιάζονταν, όλα τα σημεία της πόλης είχαν γίνει κέντρα παρουσίασης. Όπως οι αποθήκες του Καταγά και το παλαιό γυμναστήριο, που είχε κάτι ξύλινες αποθήκες για αποδυτήρια. Στον σιδηροδρομικό σταθμό μεγάλη κίνηση. Ο σταθμός ήταν στις δόξες του. Κάθε ώρα έφευγε μια αμαξοστοιχία για την Αθήνα και κατόπιν προς βορράν.
Ο πόλεμος με τους Ιταλούς κράτησε πέντε μήνες. Για μας τους Έλληνες ήταν νικηφόρος. Στη περιοχή της Βορείου Ηπείρου ο στρατός μας έγραψε ιστορικές σελίδες δόξας και όλος ο κόσμος έμεινε έκπληκτος. Αλλά τον Απρίλιο του 1941 ενεπλάκησαν στον πόλεμο οι Γερμανοί κατά της Ελλάδος. Τότε κατέλαβαν οι Γερμανοί την Ελλάδα, μετά από σθεναρή αντίσταση του στρατού μας και άρχισε η Κατοχή της Ελλάδας από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, με όλα τα φοβερά δεινά που προκάλεσε. Η Ελλάδα έπαιξε κύριο και αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Στις πρώτες μέρες, μετά την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, στην πόλη μας, όπως και σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, ετέθη σε εφαρμογή το σχέδιο πολιτικής αεράμυνας. Δηλαδή της προφύλαξης του πληθυσμού κάθε πόλης από πιθανούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, που δεν ήταν και λίγοι, όπως σε μεγάλες πόλεις, Πάτρα, Πειραιάς, Κέρκυρα και άλλες.
Για τον λόγο αυτό στο Ναύπλιο ετοποθετήθη σειρήνα στην ταράτσα τουΔικαστικού Μεγάρου και καθορίστηκαν τα εξής καταφύγια: Προϋπήρχαν το καταφύγιο στον Αγιάννη, στη σπηλιά της κυρά-Καλλιόπης, όπως ξέραμε. Καταφύγιο στο υπόγειο της Εθνικής Τράπεζας. Στην ντάπια της Αρβανιτιάς στην υπόγεια σήραγγα, με είσοδο στη γωνία της στροφής του δρόμου προς την Ακροναυπλία, όπου είναι και σήμερα ορατή η είσοδος και έξοδος στο παλαιό γυμναστήριο, όπου τώρα το πάρκο του Σταϊκοπούλου. Και ως το τέλος Δεκεμβρίου 1940 έγινε και άλλη έξοδος, έργο εξόδου προς την οδό Συγγρού και τη Ζυγομαλά, στα παλιά χασάπικα. Επίσης για καταφύγιο εχρησιμοποιούντο η καμάρα στο δρόμο της Αρβανιτιάς, η σπηλιά κάτω από το βράχο του Παλαμηδιού, η σπηλιά στην Παναΐτσα, στη σπηλιά στο ύψωμα Ευαγγελιστρίας, τα λαγούμια όπως ξέρουμε. Επίσης ένα μεγάλο καταφύγιο φυσικό ήταν στον Προφήτη Ηλία.
Με πρωτοβουλία της Στρατιωτικής διοίκησης Ναυπλίου σκάφτηκαν χαρακώματα στα Πέντε Αδέλφια, στον Ψαρομαχαλά, βάθους ενάμισυ μέτρου και πλάτους ενός μέτρου. Στην πλατεία Συντάγματος σκάφτηκαν χαρακώματα κατά τρόπον τριγωνικό από την οδό Κωλέτη μέχρι την οικία Ρούσσου, στην επάνω γωνία της Εθνικής Τράπεζας. Κατά τον αυτό τρόπο έγιναν και στην πλατεία Τριών Ναυάρχων μπροστά στα σχολεία και στην πλατεία Εθνοσυνελεύσεως, στην Πρόνοια. Επίσης και στην πλατεία Αγίου Νικολάου είχε ανασκαφεί υπερυψωμένο παρόμοιο καταφύγιο. Για καταφύγια επίσης χρησιμοποιούντο και σπίτια στους πρόποδες του Παλαμηδιού, όπου με το άκουσμα της σειρήνας γέμιζαν από κόσμο, των πιο κάτω συνοικιών.
Όπως είπαμε, στην ταράτσα του Δικαστικού μεγάρου είχε τοποθετηθεί μεγάλη σειρήνα, ύψους τριών μέτρων, σε βάση με σιδερένια πλαίσια, όπου με το άκουσμά της έτρεχε ο κόσμος στα προαναφερθέντα καταφύγια. Στο πολεμικό μουσείο Ναυπλίου σε μια αίθουσα, που έχει ειδικά διαμορφωθεί, υπάρχουν το ονόματα των Ναυπλιωτών, που έπεσαν ηρωικά κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, όπως και ο χρόνος αλλά και ο τόπος που πέθαναν.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Τα Νέα της Αργολίδας», Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2001)
Ο βομβαρδισμός των συμμαχικών πλοίων στην περιοχή Καραθώνας
Μετά την εμπλοκή των Γερμανών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την κατάρρευση της αντίστασης των ελληνικών δυνάμεων, άρχισε η ραγδαία προέλαση των Γερμανών προς όλη την Ελληνική επικράτεια, καταλαμβάνοντας τη μια πόλη μετά την άλλη, από τη βόρεια Ελλάδα προς το νότο. Στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, βρίσκονταν πολλές συμμαχικές δυνάμεις, Άγγλοι, Νεοζηλανδοί κ.ά. με την εντολή να συγκεντρωθούν στο Ναύπλιο, προκειμένου ν’ αναχωρήσουν για τη Μέση Ανατολή και την Κρήτη, για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Μετά τις 25 Απριλίου 1942, κατέπλευσαν στο Ναύπλιο, τρία μεγάλα συμμαχικά οπλιταγωγά, που αγκυροβόλησαν στ’ ανοικτά του Ναυπλιακού κόλπου προς την Καραθώνα, όπου μάλιστα το ένα κόλλησε στα αβαθή νερά της περιοχής.
«Ulster Prince», τον Απρίλιο του 1941, βυθίστηκε στον κόλπο του Ναυπλίου.
Οι Γερμανικές υπηρεσίεςέμαθαν τις προθέσεις των συμμάχων και από τις 26 του μηνός κιόλας άρχισαν σφοδρές επιθέσεις με «Στούκας» προκειμένου να ματαιώσουν την αναχώρηση των συμμάχων. Τις μέρες εκείνες, πολλές ναυπλιώτικες οικογένειες κατέφυγαν στην Καραθώνα, όπου έζησαν στιγμές αγωνίας και είδαν το χάρο με τα μάτια τους. Θυμάμαι την οικογένεια του Βαγ. Χαραλάμπους ή Κουτσομύτη, του Σπυρ. Νίκα, Γεωρ. Μακρή και άλλων πολλών από την Πρόνοια. Στις 27 Απριλίου, ολοκληρώθηκαν οι βομβαρδισμοί και καταστράφηκαν τα τρία πλοία, αφού όμως πρώτα έπληξαν ένα γερμανικό «στούκας», που έπεσε στην περιοχή του Προφήτη Ηλία. Τις μέρες αυτές, στο Ναύπλιο είχαν συγκεντρωθεί Άγγλοι στρατιώτες, συγκεκριμένα στην περιοχή της Αγ. Παρασκευής, που μας εντυπωσίασαν με την ψυχραιμία που αντιμετώπιζαν τα γεγονότα.
Στο τέλος, για να μην πάρουν οι Γερμανοί λάφυρα τα πολλά στρατιωτικά αυτοκίνητα, έβαζαν μπροστά τις μηχανές και τα έριχναν από το ύψος της στροφής του Παλαμηδίου στο γκρεμό προς την Καραθώνα, και έτσι τα κατέστρεψαν. Μετά τον βομβαρδισμό των πλοίων, άρχισαν να βγαίνουν στην αμμουδιά της Καραθώνας άλογα άριστης ράτσας του Αγγλικού ιππικού και ανηφόριζαν προς τα βουνά. Πολλοί φτωχοί κάτοικοι συνέλεξαν κάποια απ’ αυτά, μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός. Στις γύρω αμμουδιές, από τον Αγ. Κωνσταντίνο μέχρι το τέλος, στο μώλο, είχαν εκβρασθεί πτώματα Άγγλων και Νεοζηλανδών στρατιωτών, που είχαν σκοτωθεί κατά τους βομβαρδισμούς. Δυστυχώς αυτό το μακάβριο και φριχτό θέαμα το έζησαν όσοι είχαν καταφύγει στην Καραθώνα και μαζί μ’ αυτούς και η οικογένειά μου.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 27-28 Απριλίου 1996)
Αληθινές πολεμικές ιστορίες
Αντίκρυ στην 28η Οκτωβρίου 1940 πυργώθηκε η 6η Απριλίου 1941, όταν η μεγάλη σύμμαχος των ηττημένων εχθρών μας εισέβαλε στην Ελλάδα για να τους σώσει. Είναι πεπρωμένο ο μαρτυρικός αυτός τόπος να γίνεται, όταν οι ώρες είναι κοσμοϊστορικές, οργισμένοι οι καιροί της Ιστορίας, δοξασμένος Γολγοθάς και μαζί ο Ιερός Φάρος για τη διάλυση του πνιγηρού σκότους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Μετά λοιπόν την εμπλοκή των Γερμανών στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στις αρχές Απριλίου 1941 και την καταφανή υπεροχή τους, ο ελληνικός στρατός αμυνόταν «επί πατρίου εδάφους» κατά τρόπο ηρωικό στην περιοχή του όρους Μπέλες, όπου βρίσκονταν τα περιβόητα οχυρά Μεταξά. Δόθηκαν σκληρές μάχες με σοβαρές απώλειες και από τις δυο πλευρές, τον ηρωισμό όμως των Ελλήνων παραδέχτηκαν οι Γερμανοί, αφού είχαν εμποδιστεί από τους ήρωες Έλληνες στρατιώτες.
Προέλαση των Γερμανικών στρατευμάτων προς το νότο. Φωτογραφία: Γερμανικό Ομοσπονδιακό Αρχείο Bundesarchiv.
Στην προέλασή τους προς νότο, οι Γερμανοί κατέλαβαν πολλές πόλεις της Β. Ελλάδας, οδεύοντας προς την Αθήνα χωρίς σχεδόν καμιά αντίσταση απέναντι στη διαμορφούμενη κατάσταση. Η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Εμ. Τσουδερό τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος και τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας αναχώρησαν στην Κρήτη, παίρνοντας μαζί και τον χρυσό από τα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας, που φορτώθηκε σε αντιτορπιλικό, για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Οι Γερμανοί έφθασαν στην Αθήνα στις 26 Απριλίου, όπου όρκισαν κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Τσολάκογλου, που υπέγραφε ανακωχή με τους κατακτητές, προς μεγάλη απογοήτευση των Ελλήνων μαχητών.
Στο μεταξύ, οι πρώτες φήμες για κατάληψη της Αθήνας, κατόπιν των Μεγάρων και της Κορίνθου, αιφνιδίασαν τους κατοίκους του Ναυπλίου, αφού ήταν βέβαιο ότι σε δυο-τρεις μέρες θα ερχόταν και η σειρά της. Όπως σε άλλο κείμενο έχει σημειωθεί, ικανός αριθμός Άγγλων, Νεοζηλανδών, Καναδών στρατιωτών, είχε συγκεντρωθεί στην περιοχή με την ελπίδα μέσω θαλάσσης ν’ αναχωρήσουν από Ναύπλιο ή Τολό για Κρήτη και Αίγυπτο. Η επιχείρηση αυτή ματαιώθηκε, αφού τρία μεγάλα μεταγωγικά πλοία που ήταν ανοιχτά του λιμανιού επλήγησαν από γερμανικά «Στούκας».
Στο Ναύπλιο εισέβαλαν οι Γερμανοί το απόγευμα της 28ης Απριλίου 1941. Στην είσοδο της πόλης, στη «Γλυκειά», υποδέχτηκαν αυτούς ομάδα συμπολιτών που απαρτιζόταν: από τον τότε νομάρχη Αργολιδοκορινθίας Αντ. Λεμπέση, τον ελληνογερμανό διερμηνέα Νικ. Λειβαδίτη, τον τότε διοικητή Χωροφυλακής Ζαμβράκη και τον γερμανόφιλο στρατιωτικό διοικητή Ραζή, τον οποίο αργότερα οι Γερμανοί προώθησαν σε στρατιωτικό διοικητή Αθηνών. Ο τότε δήμαρχος Γ. Μηναίος δεν παρευρέθηκε, τον οποίον έπαυσαν αμέσως για τη στάση του.
Ναύπλιο. Το ξενοδοχείο «Νέον», δεκαετία 1930. Δημοσιεύεται στο Γ. Ρούβαλης, Ναύπλιον, Σπηλιάδου 1.
Εισερχόμενοι στη νεκρή πόλη με επικεφαλής μοτοσικλετιστές, ακολουθούμενοι από καμιόνια και τανκς, σταμάτησαν στο Δικαστικό Μέγαρο. Τότε ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, κοιτάζοντας τα σκαλιά του Παλαμηδιού, έδωσε σε ομάδα στρατιωτών τη Γερμανική σημαία και αυτοί ύψωσαν τη σβάστικα στον ιστό του ιστορικού φρουρίου. Κατόπιν, κατευθύνθηκαν στην παραλία, στα ξενοδοχεία Μ. Βρετανία και Νέον, Μπούρτζι και στο αρχοντικό του Μ. Μανουσάκη, που τα επίταξαν, μαζί με άλλα αξιόλογα κτίρια της πόλης μας. Αυτά όλα είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση ενός κλίματος φοβίας και τρόμου απέναντι στους βάρβαρους κατακτητές. Άλλαξε ο τρόπος ζωής, η καθημερινότητα του Ναυπλίου, αφού οι Γερμανοί επέβαλλαν τους παρακάτω περιοριστικούς όρους: απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 6:00 το βράδυ ως τις 7:00 το πρωί, απαγόρευση συγκέντρωσης ομάδων πολιτών πάνω των δυο ατόμων και ποινή τουφεκισμού για όσους πολίτες έκρυβαν Άγγλους στρατιώτες. Κατάσχεση οχημάτων, κατάληψη του Τηλεγραφείου στην Πλ. Συντάγματος, του Σιδηροδρομικού Σταθμού, κλπ. Έτσι περίπου έχει η κατάληψη του Ναυπλίου από τον στρατό κατοχής, που κράτησε ως το τέλος του πολέμου, 1200 μέρες περίπου.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 7 Μαΐου 1997)
Η μάχη της Κρήτης δια μέσω του Ναυπλίου
Για τη μάχη της Κρήτης, που άρχισε με τη Γερμανική αεροπορική επίθεση εναντίον του νησιού και υπήρξε ορόσημο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, τις 20 Μαΐου 1941 έχουν γραφεί πολλά, έχουν εκδοθεί βιβλία, από ανθρώπους που είχαν λάβει μέρος στην όλη αυτή επιχείρηση, Γερμανούς, Άγγλους, Έλληνες, Νεοζηλανδούς κ.ά. και έχουν αναφερθεί λεπτομερώς στην καταγραφή των γεγονότων, τις μεγάλες απώλειες που είχαν οι Γερμανοί σε στρατό και αεροπλάνα, ως και οι συμμαχικές και ελληνικές δυνάμεις, όπως και μαχητές της Κρήτης. Για τη σπουδαιότητα που είχε για τον Χίτλερ η κατάκτηση της Κρήτης, αφού για το σκοπό αυτό έστειλε εκεί να πολεμήσουν, τους θαυμάσια εκπαιδευμένους και αφοσιωμένους αλεξιπτωτιστές της 7ης Αερομεταφερόμενης Γερμανικής Μεραρχίας, το Άνθος της Γερμανικής Νεολαίας, όπως την έλεγαν. Για τους διακριθέντες λοιπόν και πεσόντες κατά τη μάχη της Κρήτης ο Χίτλερ καθιέρωσε το ανώτατο παράσημο Ανδρείας με την επωνυμία «ΚΡΗΤΗ».
Τώρα ως προς τη συμμετοχή του Ναυπλίου στην όλη αυτή επιχείρηση, είμαι σε θέση να σας γνωρίσω τα πιο κάτω αναφερόμενα: Ως γνωστό αεροδρόμια από τα οποία απογειώνονταν τα μεταγωγικά Γιούνκερς με τους αλεξιπτωτιστές και μαχητικά Στούκας που βομβάρδιζαν, ήταν τα αεροδρόμια Ελευσίνας, Μεγάρων, Χασανίου και του Άργους. Φυσικά όλη η ηπειρωτική Ελλάδα είχε καταληφθεί από τις 26 Απριλίου, από τους Γερμανούς, όπως και το Ναύπλιο στις 28 Απριλίου, όπου τμήματα αυτών έμειναν στα Ξενοδοχεία Μ. Βρετανίας, Νέον και άλλα παραδοσιακά κτίρια της πόλης μας. Οι Γερμανοί πιλότοι των αεροπλάνων που ήταν στο αεροδρόμιο Άργους, όλοι τους επίλεκτοι αξιωματικοί της Γερμανικής Αεροπορίας, έμεναν στο ξενοδοχείο τότε Μπούρτζι και κάθε πρωί ξεκινούσαν με στρατιωτικά καμιόνια για το Άργος προκειμένου να ριχτούν στην κατά της Κρήτης μάχη.
Ναύπλιο, Μπούρτζι.
Τα βράδια που έμεναν στο Μπούρτζι οι Γερμανοί πιλότοι αξιωματικοί, επιδίδονταν σε χορευτικές βραδιές, τραγουδώντας το θρυλικό «Λιλή Μαρλέν» πίνοντας μπύρες, και άλλα ποτά, ώσπου την άλλη μέρα πετώντας από το Άργος για την Κρήτη περνούσαν σύριζα πάνω από το Μπούρτζι περνώντας την Ακροναυπλία και χάνονταν στο πέλαγος. Η παρέα λοιπόν των Γερμανών πιλότων αρχικά ήταν περίπου 30 άτομα, κάθε μέρα όμως γινόντουσαν λιγότεροι λόγω των μεγάλων απωλειών που είχαν στο Νησί. Κάθε βράδυ στο Μπούρτζι αναρωτιώντουσαν που είναι ο Χάνς, ο Πίτερ, ο Φρίτς κ.λπ., ώσπου ως το τέλος Μαΐου που ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Κρήτης, στην παρέα των επίλεκτων αυτών Γερμανών πιλότων είχαν μείνει καμία δεκαριά. Τα πιο πάνω σχετικά με το «Μπούρτζι» μου τα είχε διηγηθεί ο αείμνηστος Καπετάν Πάνος Βασιλείου ή Μπεντζένης, που ήταν από το 1938 έως το 1970 πλοηγός του καϊκιού μεταξύ Μπούρτζι και λιμανιού…( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», 5-6 Ιουνίου 1999)
Κατοχή, Χριστούγεννα στο Ναύπλιο
Τα Χριστούγεννα του 1941 στο Ναύπλιο ήταν τα πρώτα που έγιναν υπό την κατοχή των Γερμανών. Έχουν περάσει πέντε μήνες από την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και ο χειμώνας ήταν ιδιαίτερα δριμύς, είχε πέσει και χιόνι. Στο Ναύπλιο και την ευρύτερη περιοχή τα πράγματα ήταν ελαφρώς καλύτερα από άλλες περιοχές της χώρας σ’ ότι αφορά την διαβίωση.
Στα χωριά της Ναυπλίας όλο και υπήρχε κάποια γαλοπούλα ή κοτόπουλο ή αρνάκι βοσκής. Επίσης στις παρυφές της πόλης, στη Πρόνοια στους πρόποδες του Παλαμηδίου, την Ευαγγελίστρια, Αγία Παρασκευή, Πολύγωνο, σ’ όλες αυτές τις γειτονιές συνήθιζαν να έχουν κάποιες κότες ή γαλοπούλες. Θέλω να πω ότι οι συμπολίτες μας αυτοί ήταν από τους τυχερούς που είχαν ένα φαγητό για να χαρούν τα Χριστούγεννα. Στα μαγαζιά του Ναυπλίου δεν υπήρχαν τρόφιμα παρά ελάχιστα. Στα κρεοπωλεία αντί για κρέατα τις παραμονές των Χριστουγέννων έβλεπες να κρέμονται λαχανίδες. Τα κρεοπωλεία της Πρόνοιας ήταν γεμάτα από αυτές. Στου Ηλία Ξυλά, Αναστάσιου Κούτρη και Βαγγέλη Μπουρέκα γεμάτα λαχανίδες.
Αν είχαν κανένα χοντρό κρέας, αυτό πουλιόταν στη μαύρη αγορά, όπως συνηθιζόταν τότε. Στα μπακάλικα της πόλης η ίδια κατάσταση. Άδεια ράφια. Ούτε ζάχαρη, ούτε αλεύρι, τίποτα. Ευτυχώς που υπήρχε ο Ερυθρός Σταυρός, που είχε πάρει τουλάχιστον μέτρα για τους απόρους. Στη Μητρόπολη λειτουργούσε υπηρεσία που τους βοηθούσε, με λίγο γάλα και ζάχαρη.
Στο παντοπωλείο του Κουλουρίδη στον Άγιο Σπυρίδωνα μοίραζαν με δελτίο από 100 δράμια ζάχαρη, μισή οκά αλεύρι, 100 δράμια μέλι για κάθε άπορη οικογένεια, ενώ στον Δανιγγέλη στην Πρόνοια μοίραζαν 100 δράμια ρετσίνα. Στη παραλία, δίπλα στο τελωνείο, λειτουργούσαν συσσίτια για τους απόρους. Το μενού ήταν φασόλια χωρίς λάδι, ρεβύθια, φακές, μπουλουγούρι. Και εδώ την οργάνωση είχαν αναλάβει οι κυρίες του Ερυθρού Σταυρού, οι οποίες εκτελούσαν έργο θεάρεστο. Μερικών δε θυμάμαι και σήμερα τα ονόματα. Ήταν οι κυρίες Κατίνα Κωστούρου, Πόπη Παπαδάκη, Ολυμπίου, Παπαντωνίου, Χαρμαντά, Δέσποινα Κατσίκα. Μαγείρισσες ήταν η Λουκία Μπόμπου, η Φρόσω Καράγιωργα και η Ελένη Ρόζη από την Πρόνοια. Το θρησκευτικό αίσθημα των Ναυπλιωτών πάντως ήταν ακμαίο. Την Παραμονή των Χριστουγέννων κατά ομάδες ή μεμονωμένα έψαλλαν τα κάλαντα σ’ όλη την πόλη. Οι εκκλησίες ήταν από νωρίς το πρωί κατάμεστες από κόσμο.
Η απελευθέρωση του Ναυπλίου την 14η Σεπτεμβρίου 1944
Ύστερα από την προώθηση των Γερμανικών Στρατιών στο ρωσικό μέτωπο οι μέρες παραμονής των κατακτητών στην Ελλάδα ήταν μετρημένες. Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία ήταν η «χαριστική βολή» για τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν σιγά-σιγά να αποσύρουν το στρατό τους από τα κράτη που είχαν καταλάβει, κατά τη διάρκεια του επεκτατικού τους πολέμου. Από την Ελλάδα άρχισαν να φεύγουν μετά από τέσσαρα χρόνια τριπλής κατοχής – αφού είχαν συμμάχους τους, τους Βουλγάρους και Ιταλούς – τα πιο τραγικά ύστερα από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους. Η χώρα ήταν εξαθλιωμένη και οι φρικτές επιπτώσεις της Κατοχής θα έμεναν για πολλά χρόνια ανεξίτηλα τυπωμένες στις μνήμες όσων τις έζησαν: πείνα, στερήσεις, κακουχίες, βομβαρδισμοί, συλλήψεις, εκτελέσεις πατριωτών.
Στην περιφέρειά μας, ήταν ευρύτατα αισθητή η παρουσία του στρατού κατοχής, όπως από τις αρχές του 1944 διαφαινόταν πολύ έντονα η τάση φυγής των Γερμανών από την Ελλάδα. Αυτό άλλωστε επαληθευόταν από την αισθητή μείωση του αριθμού των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Ειδικά στην πόλη μας, οι Γερμανοί φαίνεται πως ήθελαν να αφήσουν φεύγοντας τα σημάδια της τυρρανικής παρουσίας τους: είχαν λοιπόν αρχίσει από τον Ιούνιο δήθεν οχυρωματικά έργα, σ’ όλο το μήκος της παραλίας από τον τότε βάλτο – κοντά στο σημερινό γήπεδο – μέχρι το φανάρι. Το έργο είχε ανατεθεί στον πολιτικό μηχανικό Δ. Ρουμελιώτη και το προσωπικό που θα απασχολιόταν εκεί ήταν Έλληνες εργάτες, υπό την επίβλεψη του τελευταίου τότε στρατιωτικού διοικητή Α. Μύλλερ.
Το έργο βέβαια αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένα σατανικό σχέδιο δολιοφθοράς: δηλαδή, τοποθέτηση υπόγειων καλωδίων και εκρηκτικών υλών προκειμένου φεύγοντας οι Γερμανοί να ανατινάξουν μέρος του λιμανιού της πόλης.
Οι συμμετέχοντες τότε στο έργο Έλληνες, με επικεφαλής τον εργολάβο σκέφτηκαν πατριωτικά: θα εκτελούσαν το έργο κατά ένα μέρος όμως. Δε θα έβαζαν δηλαδή την απαιτούμενη εκρηκτική ύλη για την καταστροφή του λιμανιού. Το σχέδιο του Γερμανού διοικητή το έμαθαν οι τότε τοπικοί παράγοντες, οι οποίοι με γρήγορη παρέμβασή τους προσπάθησαν να περισώσουν ότι μπορούσαν. Έτσι λοιπόν, χαράματα της 14ης Σεπτεμβρίου, ημέρας του Τιμίου Σταυρού, ακούστηκαν εκκωφαντικοί κρότοι από τις ανατινάξεις. Μια από αυτές έγινε και στο ιστορικό ρολόι της πόλης μας, στην Ακροναυπλία. Βέβαια στο λιμάνι, οι εκρήξεις ήταν απανωτές, ανά 15-20 μέτρα, ευτυχώς όχι με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα στην έκταση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των Γερμανών.
Από την 6η πρωινή, οι κατακτητές άρχισαν να αναχωρούν οδικώς μέσω Άργους και Κορίνθου προς την Αθήνα, αφού πρώτα υπέστειλαν την Γερμανική Σημαία από το Παλαμήδι και το Μπούρτζι. Ο τελευταίος Γερμανός αξιωματικός παρέδωσε την πόλη στον εκπρόσωπο του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπλίου ισόβαθμο του τότε ανθυπασπιστή Παναγιώτη Κολιόπουλο. Οι κάτοικοι του Ναυπλίου, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης για τις καταστροφές γιόρτασαν το γεγονός της αναχώρησης. Οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα και ο ήχος τους διέσχιζε πέρα ως πέρα τον ελεύθερο πλέον Ναυπλιώτικο ουρανό. Έγινε δοξολογία στον Άγιο Γεώργιο, τα σπίτια σημαιοστολίστηκαν και οι κάτοικοι χαμογελούσαν με ανακούφιση. Μ’ αυτό τον τρόπο έλαβε τέλος η ιστορία της παραμονής του Γερμανικού Στρατού κατοχής στο Ναύπλιο.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 1997)
Η είσοδος του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από το Ναύπλιο περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του ’44, ύστερα από την διαγραφομένη συντριβή τους υπό των συμμάχων, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ώσπου να ορκιστεί η πρώτη Ελληνική Κυβέρνηση μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας υπό τον Γ. Παπανδρέου, όπως σε όλη την Ελλάδα έτσι και στο Ναύπλιο επικρατούσε αβεβαιότητα, αναταραχή, ως προς το ποιος θα διοικεί αυτήν την πόλη.
Σ’ όλη την ορεινή Αργολίδα, απ’ το 1942 είχε φουντώσει το Αντάρτικο. Στη Μηδέα, Κέρμπεσι, Κουρτάκι, Μάνεσι, κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ. Αριθμούσε μερικές χιλιάδες άνδρες υπαγόμενους στο 8ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με έδρα την Γκούρα Κορινθίας. Στο Ναύπλιο, την τήρηση της τάξεως, είχε αναλάβει ολιγομελής δύναμη χωροφυλακής υπό τον μοίραρχο Ορφανό, και δυο λόχοι ταγματασφαλιτών υπό τον ταγματάρχη Δημ. Μουστακόπουλο.
Στο διάστημα αυτό από την αποχώρηση των Γερμανών και την είσοδο του ΕΛΑΣ δεν είχαμε σοβαρές αδελφοκτόνες συγκρούσεις εκτός από μερικές αψιμαχίες στην είσοδο της πόλης απ’ τη μεριά της Αρετούς, με εξαίρεση μια πρωινή συμπλοκή, αρχές Νοεμβρίου, μεταξύ τσολιάδων και ανταρτών, προερχομένων μάλιστα απ’ τα απέναντι του Ναυπλίου παράλια της Κυνουρίας, όπου έφτασαν εδώ με καΐκια του ΕΛΑΝ. Οι συγκρούσεις άρχισαν στα στενά της παραλίας Ναυπλίου, όπου εφονεύθησαν ο παντοπώλης Δ. Μόρφης έχων κατάστημα στην οδό Κωτσονοπούλου, με τον αδερφό του Γιάννη. Ο Μόρφης εφονεύθη από αδέσποτη σφαίρα, όπως διεδόθη, καθώς και δυο αθίγγανοι. Οι συμπλοκές έφτασαν ως την Πλατεία Συντάγματος, όπου τραυματίστηκε και η υπηρέτρια της οικίας Μελισινού.
Ναύπλιο. Μεγάλος Δρόμος, 1922. Δημοσιεύεται στο Γ. Ρούβαλης, Ναύπλιον, Σπηλιάδου 1.
Το ότι δεν υπήρξαν σοβαρές συγκρούσεις οφείλετε στην σωφροσύνη των αντιπάλων αρχηγών, κατά τα λεγόμενα της εποχής. Μετά από μακροήμερες και επίπονες συνεννοήσεις του ΕΛΑΣ που υπερτερούσαν αριθμητικά, επήλθε συμφωνία ν’ αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες δυνάμεις των ταγμάτων ασφαλείας και χωροφυλακής (έφυγαν προς τις Σπέτσες με πλωτά μέσα). Αμέσως τις επόμενες μέρες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εισήλθαν πανηγυρικά στο Ναύπλιο, με επικεφαλής έφιππο τον στρατηγό Π. Λούρη απ’ το Άργος, με επίσης έφιππους τους ταγματάρχες Σεφερλή και Καρατζαφέρη. Ακολούθησαν οι καπεταναίοι και άνδρες του ΕΛΑΣ με σταυρωτές αρμάδες και βαριά οπλισμένοι με Γερμανικά, Αγγλικά και Ιταλικά όπλα τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι του ΕΛΑΣ «στ’ άρματα, στ’ άρματα». Μεταξύ αυτών και οι συμπολίτες Κ. Χαύτας, Δ. Ξύδης, Ν. Βαλασάκης, Χ. Σπυρόπουλος ή καπετάν Άνεμος και πολλοί άλλοι απ’ τα γύρω χωριά. Στην είσοδο της πόλης τους έγινε επίσημη υποδοχή από επιτροπή κατοίκων της πόλης με επικεφαλή τον τότε μεγαλέμπορο του Ναυπλίου Μ. Λάμπρου, τον γιο του οποίου Νίκο, είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί στο Μ. Πεύκο, μαζί με άλλους πατριώτες, και ο οποίος μέχρι την συμφωνία της Βάρκιζας ήταν δήμαρχος του Ναυπλίου (ο επονομαζόμενος τότε δήμαρχος ΕΑΜ).
Πλαισιωμένος και από άλλους, όπως το γιατρό απ’ την Άρεια Γ. Οικονομόπουλο, τη δασκάλα I. Βαρκάτζα, τους δασκάλους I. Ζευγολατάκο, Παν. Ξύδη, τους δικηγόρους Δ. Μανιάτη, Σ. Θεοδωρόπουλο, τους αρχηγούς της ΕΠΟΝ, με επικεφαλής τον φοιτητή Σπ. Δημόπουλο, την αδερφή του Άννα, την Α. Ξύδη (κόρη του δασκάλου) και πολλούς άλλους επονίτες Πρόνοιας και Ναυπλίου. Μετά την προσφώνηση απ’ τον Μ. Λάμπρου, η φάλαγγα κατευθύνθει στην Πλατεία Συντάγματος, όπου ο στρατηγός Λούρης, απ’ το μπαλκόνι της Εθνικής Τράπεζας, ανέπτυξε την δράση του ΕΛΑΣ κατά την περίοδο της Κατοχής και την συμβολή αυτού στην απελευθέρωση της πατρίδας. Επίσης, πύρινους λόγους για την αντίσταση εκφώνησε ο Σπ. Δημόπουλος, η αδελφή του Άννα και η Α. Ξύδη.
Μετά την τελετή της υποδοχής με πρώτο τον στρατηγό Λούρη, όλοι έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο. Κάπως έτσι τελείωσε η εορτή της εισόδου του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο, ενώ οι κάτοικοι του Ναυπλίου αμήχανοι παρακολουθούσαν τα γενόμενα. Αργότερα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκαν εκεί όπου ήταν η Αστυνομία, στο κτίριο της Οδού Βύρωνος, στα σκαλιά της Φραγκοκλησιάς, όπου ήταν η Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Πελοποννήσου, στις αποθήκες του Καταγά στην παραλία, όπου ήταν ιταλικοί καταυλισμοί και σε άλλα κτίρια της πόλης μας. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έμειναν στην πόλη μόνο μέχρι την συμφωνία της Βάρκιζας, όταν ορκίσθηκε η πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση υπό τον Γ. Παπανδρέου. Τις όλες εικόνες της υποδοχής αποθανάτισε ο τότε φωτογράφος Κ. Καραχάλιος, μερικές απ’ τις οποίες υπάρχουν στα γραφεία της πρωτοβάθμιας Δημ. Εκπαίδευσης Αργολίδας.
( Ιωάννης Μ. Κουτσουμπός. Εφημερίδα, «Ειδήσεις», Νοέμβρης 1995)
http://argolikivivliothiki.gr