Του Νίκου Σπ. Ζέρβα
Πολιτικού Επιστήμονα Πανεπιστημίου ΑθηνώνΠριν από δέκα (10) μέρες ολοκληρώθηκε η συζήτηση για την ψήφιση του προϋπολογισμού του 2014. Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής επί ένα 5ήμερο γίναμε όλοι μας μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν την οικονομική κατάσταση της χώρας οι αντιπρόσωποί μας. Οι μεν βουλευτές της συμπολίτευσης, χρησιμοποιώντας μια ξύλινη γλώσσα, πλασμένη από τα γραφεία τύπου των δύο (2) κομμάτων, αρκέστηκαν να επισημάνουν τα ομολογουμένως θετικά μέχρι στιγμής βήματα του τελευταίου ενάμιση έτους. Οι δε της αντιπολίτευσης μ’ έναν καταγγελτικό, άνευ σοβαρών προτάσεων και επιχειρημάτων, λόγο απέδειξαν και πάλι την ανευθυνότητα, την εθελοτυφλία και εν τέλει την υποκρισία που χαρακτηρίζει τη μάχη τους για την κατάκτηση της εξουσίας.
Όσον αφορά τέλος τα κυβερνητικά στελέχη, αυτοί -πλην ορισμένων εξαιρέσεων που τόνισαν την αναγκαιότητα μιας πανεθνικής, πολιτικής και προπαντός κοινωνικής συναίνεσης για την αντιμετώπιση της κρισιμότητας των περιστάσεων-, περιορίστηκαν στον εκθειασμό των οικονομικών αποτελεσμάτων της Κυβέρνησης με κορωνίδα τους το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα.
Τι είναι όμως αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα;
Πλεόνασμα ή έλλειμμα κατά περίπτωση αποτελεί τη διαφορά μεταξύ των εσόδων και των εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Ενώ στην Ελλάδα, διαχρονικά, οι προϋπολογισμοί ήταν ελλειμματικοί, για πρώτη φορά το 2013 επήλθε ένα πλεόνασμα -το οποίο προβλέπεται και για το 2014-, μια μερική υπεροχή των εσόδων έναντι των εξόδων, την οποία ατυχώς διάφοροι κυβερνητικοί και όχι μόνο ’’παράγοντες’’ βιάστηκαν να μοιράσουν στις κοινωνικές ομάδες, τα εισοδήματα των οποίων έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση (χαμηλοσυνταξιούχους, στρατιωτικούς κλπ).
Προσοχή όμως! Ναι μεν το πλεόνασμα είναι ένα θετικό βήμα, καθώς περιορίζονται οι αμαρτωλές δημόσιες δαπάνες του παρελθόντος, που αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στην εξαγορά ψηφοφόρων, εξοικονομώντας μια σειρά από πόρους. Ωστόσο, το πλεόνασμα αφ’ ενός παραμένει πρωτογενές, καθώς δεν προσμετρούνται οι ληξιπρόθεσμες κρατικές οφειλές προηγούμενων ετών -ύψους 6 δισ. ευρώ- προς φορείς και επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα, αφ’ ετέρου δεν αφορά τις τρέχουσες συναλλαγές, αφού ούτε τα ελληνικά προϊόντα εξάγονται πιο εύκολα, παρά τον σημαντικό περιορισμό (βλ. κατώτατους μισθούς) του κόστους εργασίας, ούτε παρουσιάζεται κάποια σοβαρή άνθηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος προς την πατρίδα μας, με ημεδαπούς -αν έχουν την οικονομική δυνατότητα- και αλλοδαπούς επιχειρηματίες να στρέφουν αλλού, σε άλλες βαλκανικές ή μη χώρες, την εναπόθεση των κεφαλαίων τους. Κοντολογίς, παρά του πολυφορεμένου πια πρωτογενούς πλεονάσματος, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, βυθίζοντας την όλο και περισσότερο στην ύφεση και τη συρρίκνωση, και διογκώνοντας παράλληλα το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας. Επομένως, αντί για πανηγυρισμούς εκείνο που απαιτείται είναι μια υπεύθυνη πολιτική, προκειμένου η χώρα να οικοδομήσει έστω και την ύστατη στιγμή την ανταγωνιστικότητά της, ώστε να επανέλθει μια σταθερή, εγγυημένη και επ’ ουδενί στηριγμένη στα πήλινα πόδια των δανεικών ευημερία για το λαό της.
Πώς όμως θα πετύχουμε το μεγαλεπήβολο αυτό στόχο;
Εκείνο που προέχει σε κάθε μεταρρυθμιστικό πλάνο για την αντιμετώπιση του οποιουδήποτε προβλήματος ή την αλλαγή της οποιασδήποτε κατάστασης είναι ο εντοπισμός των αιτιών που την προκαλούν. Παράλληλα, είναι αναγκαία και η διάκρισή τους σε εκείνες που όντως, με ένα ρεαλιστικό σχέδιο, δύνανται να μεταβληθούν, και σ’ εκείνες που στηρίζονται σε πολλούς εξωγενείς παράγοντες, τις οποίες παρά την όποια βούληση αδυνατούμε να τις αποτρέψουμε. Για παράδειγμα στεκούμενοι στις δεύτερες, το μέγεθος της αγοράς της χώρας εξαιτίας του πληθυσμού της, πολλώ δε μάλλον του κλονισμού της καταναλωτικής κίνησης των τελευταίων ετών είναι εξαιρετικά μικρό, αποτελώντας έναν κυρίαρχο ανασταλτικό παράγοντα για τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Συνάμα μια σειρά από λόγους όπως η χαμηλή ανάπτυξη των γειτονικών χωρών, η απουσία δημοσιονομικής σταθερότητας, όπως και η μη διαμόρφωση βιομηχανικών ζωνών -στην έκλειψή τους τεράστιες ευθύνες επιμερίζονται και στο κρατικοδίαιτο συνδικαλιστικό κίνημα- συγκαταλέγονται μεταξύ των εμποδίων, τα οποία αδυνατεί να αγνοήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος επενδυτής.
Από την άλλη όμως, μεταξύ των αιτιών που στρέφουν προς άλλες πολιτείες το ενδιαφέρον υποψηφίων επενδυτών, περιλαμβάνονται και αμιγώς ελληνικές, οι οποίες θα μπορούσαν σταδιακά και προπάντων συνετά να παραμεριστούν. Αρκεί οι ταγοί της χώρας να επεδείκνυαν τη δέουσα πολιτική βούληση, συνεπικουρούμενοι και από μια κοινωνία που έχοντας πράξει την αυτοκριτική της, είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τα λάθη και τις κακοδαιμονίες του παρελθόντος. Εξηγούμεθα.
Κατ’ αρχάς, στη χώρα μας είναι κοινό τοις πάσι πλέον ότι υφίσταται ένα αυστηρό μεν, ασταθές δε φορολογικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζει η υψηλή φορολόγηση του οποιουδήποτε είδους κέρδους. Οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα, παρά την κρίση, την έλλειψη ρευστότητας και το συνεπακόλουθο μ’ αυτήν πάγωμα που επικρατεί στην αγορά, παίρνουν συνεχώς την ανιούσα, κυνηγώντας μοναχά αριθμούς και επ’ ουδενί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του πετρελαίου θέρμανσης, πολύ περισσότερο δε της αγοράς ακινήτων, που από κυρίαρχος οικονομικός πόλος έχει καταστεί έρμαιο του επιτελείου των Βρυξελλών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, ελέω υψηλής φορολόγησης αποθαρρύνεται και η όποια επενδυτική κίνηση, αποστερώντας τη χώρα από πολύτιμους πόρους που θα συνέβαλαν στην αναστολή του μείζονος προβλήματος της ανεργίας. Απουσιάζουν δε και φιλοεπενδυτικές πολιτικές, όπως επιδοτήσεις για την εργασία νέων κατά τους πρώτους 36 μήνες, φορολογικές ελαφρύνσεις -ακόμα και απαλλαγές- σε νεοσύστατες επιχειρήσεις, ή και μειώσεις του φόρου των επιχειρήσεων σε επίπεδα ΦΠΑ. Όλα αυτά υπό το φόβο των αντιδράσεων και της κατακραυγής από μια ομοφοβική Αριστερά που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να θεωρεί δαίμονά της το ’’Κεφάλαιο’’, αλλά και της δαμοκλείου σπάθης των υπαλλήλων της τρόικα.
Ωστόσο, ακόμη και αν οι τροϊκανοί συνεχίζουν να επιβάλλουν την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία θεωρείται και από εγχώριους πολιτικούς παράγοντες ’’Ευαγγέλιο’’, οι Έλληνες κυβερνώντες αποφεύγουν να ανταποκριθούν στις προτροπές των πρώτων για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η γραφειοκρατία συνεχίζει να βασιλεύει, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν είχε ούτε καν σχεδιασθεί, πόσο μάλλον πραγματοποιηθεί μια σοβαρή διοικητική μεταρρύθμιση. Σε πολλές υπηρεσίες το προσωπικό λιμνάζει, την ίδια στιγμή που άλλες, ελέω υποστελέχωσης, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ύψιστο καθήκον τους, στην εξυπηρέτηση του πολίτη. Μοναχά το τελευταίο χρονικό διάστημα διαπιστώνονται ορισμένες αισιόδοξες κινήσεις στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης και της Υγείας από δύο (2) ομολογουμένως σοβαρούς, αποφασιστικούς, και γιατί όχι πεισματάρηδες υπουργούς που τείνουν να αποδειχθούν σε πουλέν της Κυβέρνησης.
Οι προσπάθειές τους όμως, δυστυχώς, πέφτουν πάνω σε τείχη καλοβολεμένων υπαλλήλων, οι οποίοι ενώ για δεκαετίες δεν προσέφεραν σχεδόν τίποτα, συμβάλλοντας έτσι στη διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων, πλέον βρίσκονται στα κάγκελα για όποια τυχόν μεταρρυθμιστική κίνηση, όπως η κινητικότητα, που τείνει να τους ξεβολέψει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ, που παρόλο που αντιλαμβάνονται ότι τα έξοδα του Οργανισμού θα τριπλασιάζονται, εάν εξακολουθήσει να παραμένει και πάροχος, και όχι αποκλειστικά αγοραστής υπηρεσιών υγείας -όπως σε όλα τα σοβαρά ευρωπαϊκά κράτη- ωσάν μύωπες επιθυμούν τόσο την απόλαυση ενός σταθερού κρατικού μισθού, όσο και τις εισπράξεις από την ιδιωτική τους δραστηριότητα. Και το χειρότερο. Μαζί τους, όπως και με αντίστοιχους συντεχνιακούς-παλαιοκομματικούς φορείς, που φέρουν βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, συντάσσονται και επίδοξοι κυβερνήτες. Που δεν διστάζουν να υπόσχονται 100-150.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, την ώρα που ο κατακερματισμός του, μαζί με την πολυνομία και την κακονομία καθυστερούν την ολοκλήρωση των όποιων ιδιωτικών επιχειρηματικών σχεδίων για πάνω από δύο (2) έτη.
Πέραν όμως από τον παράγοντα της γραφειοκρατίας, η δύσμοιρη Ελλάδα στερείται και θα στερείται από μια σαφή αναπτυξιακή πολιτική, αφού απουσιάζουν κρίσιμες επιμέρους πολιτικές για να πάρει επιτέλους μπρος -όπως συνηθίζει να διακηρύσσει ο σημερινός πρωθυπουργός- η οικονομία μας. Απουσιάζει κατ’ αρχάς μια πολιτική ενημέρωσης προσέλκυσης κεφαλαίων. Το ελληνικό κράτος δεν δημιούργησε ποτέ του μηχανισμούς προσαρμογής, απαραίτητους στην εποχή της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης. Για παράδειγμα το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ το παγκόσμιο οικονομικό ενδιαφέρον στρέφεται προς Ανατολάς, δεν διαθέτει ’’κινεζολόγους’’, ειδικούς για την Ινδία, την Ιαπωνία, ή τη Βραζιλία, ενώ έχει πολύ λίγους ρωσομαθείς. Επιπλέον, εκείνο που εντοπίζεται σε καθημερινή βάση είναι η έλλειψη ενός εξαγωγικού προσανατολισμού, της οποίας οι ρίζες της ακουμπούν σε πολιτικό, αλλά και σε αμιγώς κοινωνικό έδαφος. Αφ’ ενός, δεν υπάρχει κάποια αρμόδια υπηρεσία είτε σε επίπεδο υπουργείου Ανάπτυξης, είτε σε αντίστοιχο Αγροτικής Ανάπτυξης που να κατατοπίζει και να κατευθύνει τους Έλληνες παραγωγούς σχετικά με νέες, επικερδείς μεθόδους καλλιέργειας, αλλά και με τον τρόπο που θα καταφέρουν να εξαγάγουν τα αγαθά τους. Αφ’ ετέρου, από τους ίδιους τους παραγωγούς εκλείπουν οι κινητήριοι μοχλοί που σαφώς και θα βελτίωναν τη διάθεση των προϊόντων τους. Διότι ενώ τα αγροτικά αγαθά δεν στερούνται ποιότητας, χάνουν ένα μεγάλο μέρος της αξίας τους, αφού οι ίδιοι οι παραγωγοί για χρόνια, αντί να επενδύουν οργανωμένα και συνεταιριστικά στον μεταποιητικό κλάδο, εναπέθεταν το εισόδημά τους σε κέντρα διασκεδάσεως και Cayenne. Παρά τις εξαιρέσεις που κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στους σημερινούς σφικτούς οικονομικούς καιρούς, η πλειονότητα των γεωργικών συνεταιριστικών προσπαθειών έχει πέσει στο κενό, αφού ο συγκεκριμένος τομέας δεν κατάφερε να ξεφύγει από τις ’’σειρήνες’’ της διαφθοράς, με συνέπεια πέραν από την αλόγιστη και αισχρή κατανομή των κοινοτικών πόρων στην εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και στην προώθηση της κατανάλωσης, οι αγροτοσυνεταιρισμοί έφθασαν στο σημείο να υπερασπίζονται και να υπηρετούν το συμφέρον του εμπόρου και όχι του παραγωγού.
Επομένως, ε τα προεκτεθέντα δεδομένα είναι ανέφικτο να επέλθει η πολυπόθητη για όλους μας ανάκαμψη. Όχι όμως και παντελώς αδύνατο! Σε καμία περίπτωση δεν θα είναι αδύνατο εάν οργανωθεί μια πανεθνική προσπάθεια, ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης όλων των παρελθουσών στρεβλώσεων. Εάν εξασφαλιστεί μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση και σταθερότητα, παραμερίζοντας όλες τις κομματικές, ιδεολογικές, επιφανειακές διαφορές και προτάσσοντας το συμφέρον της πατρίδας. Εάν εμείς οι ίδιοι σαν κοινωνία πραγματοποιήσουμε μια ειλικρινή αυτοκριτική, διδαχθούμε από τα λάθη μας και πορευτούμε κοινά και υπομονετικά προς ένα πιο ευοίωνο μέλλον. Διότι οι αλλαγές δεν θα επέλθουν από τη μια μέρα στην άλλη. Ο Κομφούκιος άλλωστε, μας διδάσκει, πως όταν ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το βουνό συναντήσει ένα βράχο, πάει γύρω-γύρω από αυτόν και συνεχίζει την πορεία του προς τη θάλασσα. Ύστερα από πολλά χρόνια όμως το νερό θα φάει το βράχο και θα κυλά ανεμπόδιστα προς τα κάτω. Κοντολογίς, με επιμονή και υπομονή ακόμα και τα σκληρότερα εμπόδια μπορούν να διαλυθούν. Αρκεί αυτές οι δύο (2) αρετές να συνοδεύονται από την κατάλληλη πολιτική. Και το θέτει πολύ ωραία ο πρώην πρόεδρος της Τσεχίας και διάσημος συγγραφέας Βάκλαβ Χάβελ : «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, ιδίως εάν αυτό σημαίνει την τέχνη του καιροσκοπισμού, των υπολογισμών, της ίντριγκας, των μυστικών συμφωνιών και ελιγμών, αλλά η τέχνη του αδύνατου. Η τέχνη του να κάνουμε τόσο τους εαυτούς μας, όσο και τον κόσμο μας καλύτερους (*1). Καλή μας χρονιά.
(*1) Μακρυδημήτρης Αντ., Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ένα παράδειγμα πολιτικής ηγεσίας., εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2007, σελ. 153
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών
Τι είναι όμως αυτό το πρωτογενές πλεόνασμα;
Πλεόνασμα ή έλλειμμα κατά περίπτωση αποτελεί τη διαφορά μεταξύ των εσόδων και των εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Ενώ στην Ελλάδα, διαχρονικά, οι προϋπολογισμοί ήταν ελλειμματικοί, για πρώτη φορά το 2013 επήλθε ένα πλεόνασμα -το οποίο προβλέπεται και για το 2014-, μια μερική υπεροχή των εσόδων έναντι των εξόδων, την οποία ατυχώς διάφοροι κυβερνητικοί και όχι μόνο ’’παράγοντες’’ βιάστηκαν να μοιράσουν στις κοινωνικές ομάδες, τα εισοδήματα των οποίων έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση (χαμηλοσυνταξιούχους, στρατιωτικούς κλπ).
Προσοχή όμως! Ναι μεν το πλεόνασμα είναι ένα θετικό βήμα, καθώς περιορίζονται οι αμαρτωλές δημόσιες δαπάνες του παρελθόντος, που αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στην εξαγορά ψηφοφόρων, εξοικονομώντας μια σειρά από πόρους. Ωστόσο, το πλεόνασμα αφ’ ενός παραμένει πρωτογενές, καθώς δεν προσμετρούνται οι ληξιπρόθεσμες κρατικές οφειλές προηγούμενων ετών -ύψους 6 δισ. ευρώ- προς φορείς και επαγγελματίες του ιδιωτικού τομέα, αφ’ ετέρου δεν αφορά τις τρέχουσες συναλλαγές, αφού ούτε τα ελληνικά προϊόντα εξάγονται πιο εύκολα, παρά τον σημαντικό περιορισμό (βλ. κατώτατους μισθούς) του κόστους εργασίας, ούτε παρουσιάζεται κάποια σοβαρή άνθηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος προς την πατρίδα μας, με ημεδαπούς -αν έχουν την οικονομική δυνατότητα- και αλλοδαπούς επιχειρηματίες να στρέφουν αλλού, σε άλλες βαλκανικές ή μη χώρες, την εναπόθεση των κεφαλαίων τους. Κοντολογίς, παρά του πολυφορεμένου πια πρωτογενούς πλεονάσματος, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, βυθίζοντας την όλο και περισσότερο στην ύφεση και τη συρρίκνωση, και διογκώνοντας παράλληλα το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας. Επομένως, αντί για πανηγυρισμούς εκείνο που απαιτείται είναι μια υπεύθυνη πολιτική, προκειμένου η χώρα να οικοδομήσει έστω και την ύστατη στιγμή την ανταγωνιστικότητά της, ώστε να επανέλθει μια σταθερή, εγγυημένη και επ’ ουδενί στηριγμένη στα πήλινα πόδια των δανεικών ευημερία για το λαό της.
Πώς όμως θα πετύχουμε το μεγαλεπήβολο αυτό στόχο;
Εκείνο που προέχει σε κάθε μεταρρυθμιστικό πλάνο για την αντιμετώπιση του οποιουδήποτε προβλήματος ή την αλλαγή της οποιασδήποτε κατάστασης είναι ο εντοπισμός των αιτιών που την προκαλούν. Παράλληλα, είναι αναγκαία και η διάκρισή τους σε εκείνες που όντως, με ένα ρεαλιστικό σχέδιο, δύνανται να μεταβληθούν, και σ’ εκείνες που στηρίζονται σε πολλούς εξωγενείς παράγοντες, τις οποίες παρά την όποια βούληση αδυνατούμε να τις αποτρέψουμε. Για παράδειγμα στεκούμενοι στις δεύτερες, το μέγεθος της αγοράς της χώρας εξαιτίας του πληθυσμού της, πολλώ δε μάλλον του κλονισμού της καταναλωτικής κίνησης των τελευταίων ετών είναι εξαιρετικά μικρό, αποτελώντας έναν κυρίαρχο ανασταλτικό παράγοντα για τις ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα. Συνάμα μια σειρά από λόγους όπως η χαμηλή ανάπτυξη των γειτονικών χωρών, η απουσία δημοσιονομικής σταθερότητας, όπως και η μη διαμόρφωση βιομηχανικών ζωνών -στην έκλειψή τους τεράστιες ευθύνες επιμερίζονται και στο κρατικοδίαιτο συνδικαλιστικό κίνημα- συγκαταλέγονται μεταξύ των εμποδίων, τα οποία αδυνατεί να αγνοήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος επενδυτής.
Από την άλλη όμως, μεταξύ των αιτιών που στρέφουν προς άλλες πολιτείες το ενδιαφέρον υποψηφίων επενδυτών, περιλαμβάνονται και αμιγώς ελληνικές, οι οποίες θα μπορούσαν σταδιακά και προπάντων συνετά να παραμεριστούν. Αρκεί οι ταγοί της χώρας να επεδείκνυαν τη δέουσα πολιτική βούληση, συνεπικουρούμενοι και από μια κοινωνία που έχοντας πράξει την αυτοκριτική της, είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τα λάθη και τις κακοδαιμονίες του παρελθόντος. Εξηγούμεθα.
Κατ’ αρχάς, στη χώρα μας είναι κοινό τοις πάσι πλέον ότι υφίσταται ένα αυστηρό μεν, ασταθές δε φορολογικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζει η υψηλή φορολόγηση του οποιουδήποτε είδους κέρδους. Οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα, παρά την κρίση, την έλλειψη ρευστότητας και το συνεπακόλουθο μ’ αυτήν πάγωμα που επικρατεί στην αγορά, παίρνουν συνεχώς την ανιούσα, κυνηγώντας μοναχά αριθμούς και επ’ ουδενί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες. Χαρακτηριστικά τα παραδείγματα του πετρελαίου θέρμανσης, πολύ περισσότερο δε της αγοράς ακινήτων, που από κυρίαρχος οικονομικός πόλος έχει καταστεί έρμαιο του επιτελείου των Βρυξελλών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, ελέω υψηλής φορολόγησης αποθαρρύνεται και η όποια επενδυτική κίνηση, αποστερώντας τη χώρα από πολύτιμους πόρους που θα συνέβαλαν στην αναστολή του μείζονος προβλήματος της ανεργίας. Απουσιάζουν δε και φιλοεπενδυτικές πολιτικές, όπως επιδοτήσεις για την εργασία νέων κατά τους πρώτους 36 μήνες, φορολογικές ελαφρύνσεις -ακόμα και απαλλαγές- σε νεοσύστατες επιχειρήσεις, ή και μειώσεις του φόρου των επιχειρήσεων σε επίπεδα ΦΠΑ. Όλα αυτά υπό το φόβο των αντιδράσεων και της κατακραυγής από μια ομοφοβική Αριστερά που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να θεωρεί δαίμονά της το ’’Κεφάλαιο’’, αλλά και της δαμοκλείου σπάθης των υπαλλήλων της τρόικα.
Ωστόσο, ακόμη και αν οι τροϊκανοί συνεχίζουν να επιβάλλουν την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, η οποία θεωρείται και από εγχώριους πολιτικούς παράγοντες ’’Ευαγγέλιο’’, οι Έλληνες κυβερνώντες αποφεύγουν να ανταποκριθούν στις προτροπές των πρώτων για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Η γραφειοκρατία συνεχίζει να βασιλεύει, καθώς μέχρι πρόσφατα δεν είχε ούτε καν σχεδιασθεί, πόσο μάλλον πραγματοποιηθεί μια σοβαρή διοικητική μεταρρύθμιση. Σε πολλές υπηρεσίες το προσωπικό λιμνάζει, την ίδια στιγμή που άλλες, ελέω υποστελέχωσης, αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ύψιστο καθήκον τους, στην εξυπηρέτηση του πολίτη. Μοναχά το τελευταίο χρονικό διάστημα διαπιστώνονται ορισμένες αισιόδοξες κινήσεις στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης και της Υγείας από δύο (2) ομολογουμένως σοβαρούς, αποφασιστικούς, και γιατί όχι πεισματάρηδες υπουργούς που τείνουν να αποδειχθούν σε πουλέν της Κυβέρνησης.
Οι προσπάθειές τους όμως, δυστυχώς, πέφτουν πάνω σε τείχη καλοβολεμένων υπαλλήλων, οι οποίοι ενώ για δεκαετίες δεν προσέφεραν σχεδόν τίποτα, συμβάλλοντας έτσι στη διόγκωση των δημοσίων ελλειμμάτων, πλέον βρίσκονται στα κάγκελα για όποια τυχόν μεταρρυθμιστική κίνηση, όπως η κινητικότητα, που τείνει να τους ξεβολέψει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι γιατροί του ΕΟΠΥΥ, που παρόλο που αντιλαμβάνονται ότι τα έξοδα του Οργανισμού θα τριπλασιάζονται, εάν εξακολουθήσει να παραμένει και πάροχος, και όχι αποκλειστικά αγοραστής υπηρεσιών υγείας -όπως σε όλα τα σοβαρά ευρωπαϊκά κράτη- ωσάν μύωπες επιθυμούν τόσο την απόλαυση ενός σταθερού κρατικού μισθού, όσο και τις εισπράξεις από την ιδιωτική τους δραστηριότητα. Και το χειρότερο. Μαζί τους, όπως και με αντίστοιχους συντεχνιακούς-παλαιοκομματικούς φορείς, που φέρουν βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση της χώρας, συντάσσονται και επίδοξοι κυβερνήτες. Που δεν διστάζουν να υπόσχονται 100-150.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, την ώρα που ο κατακερματισμός του, μαζί με την πολυνομία και την κακονομία καθυστερούν την ολοκλήρωση των όποιων ιδιωτικών επιχειρηματικών σχεδίων για πάνω από δύο (2) έτη.
Πέραν όμως από τον παράγοντα της γραφειοκρατίας, η δύσμοιρη Ελλάδα στερείται και θα στερείται από μια σαφή αναπτυξιακή πολιτική, αφού απουσιάζουν κρίσιμες επιμέρους πολιτικές για να πάρει επιτέλους μπρος -όπως συνηθίζει να διακηρύσσει ο σημερινός πρωθυπουργός- η οικονομία μας. Απουσιάζει κατ’ αρχάς μια πολιτική ενημέρωσης προσέλκυσης κεφαλαίων. Το ελληνικό κράτος δεν δημιούργησε ποτέ του μηχανισμούς προσαρμογής, απαραίτητους στην εποχή της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης. Για παράδειγμα το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ το παγκόσμιο οικονομικό ενδιαφέρον στρέφεται προς Ανατολάς, δεν διαθέτει ’’κινεζολόγους’’, ειδικούς για την Ινδία, την Ιαπωνία, ή τη Βραζιλία, ενώ έχει πολύ λίγους ρωσομαθείς. Επιπλέον, εκείνο που εντοπίζεται σε καθημερινή βάση είναι η έλλειψη ενός εξαγωγικού προσανατολισμού, της οποίας οι ρίζες της ακουμπούν σε πολιτικό, αλλά και σε αμιγώς κοινωνικό έδαφος. Αφ’ ενός, δεν υπάρχει κάποια αρμόδια υπηρεσία είτε σε επίπεδο υπουργείου Ανάπτυξης, είτε σε αντίστοιχο Αγροτικής Ανάπτυξης που να κατατοπίζει και να κατευθύνει τους Έλληνες παραγωγούς σχετικά με νέες, επικερδείς μεθόδους καλλιέργειας, αλλά και με τον τρόπο που θα καταφέρουν να εξαγάγουν τα αγαθά τους. Αφ’ ετέρου, από τους ίδιους τους παραγωγούς εκλείπουν οι κινητήριοι μοχλοί που σαφώς και θα βελτίωναν τη διάθεση των προϊόντων τους. Διότι ενώ τα αγροτικά αγαθά δεν στερούνται ποιότητας, χάνουν ένα μεγάλο μέρος της αξίας τους, αφού οι ίδιοι οι παραγωγοί για χρόνια, αντί να επενδύουν οργανωμένα και συνεταιριστικά στον μεταποιητικό κλάδο, εναπέθεταν το εισόδημά τους σε κέντρα διασκεδάσεως και Cayenne. Παρά τις εξαιρέσεις που κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στους σημερινούς σφικτούς οικονομικούς καιρούς, η πλειονότητα των γεωργικών συνεταιριστικών προσπαθειών έχει πέσει στο κενό, αφού ο συγκεκριμένος τομέας δεν κατάφερε να ξεφύγει από τις ’’σειρήνες’’ της διαφθοράς, με συνέπεια πέραν από την αλόγιστη και αισχρή κατανομή των κοινοτικών πόρων στην εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων και στην προώθηση της κατανάλωσης, οι αγροτοσυνεταιρισμοί έφθασαν στο σημείο να υπερασπίζονται και να υπηρετούν το συμφέρον του εμπόρου και όχι του παραγωγού.
Επομένως, ε τα προεκτεθέντα δεδομένα είναι ανέφικτο να επέλθει η πολυπόθητη για όλους μας ανάκαμψη. Όχι όμως και παντελώς αδύνατο! Σε καμία περίπτωση δεν θα είναι αδύνατο εάν οργανωθεί μια πανεθνική προσπάθεια, ένα εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης όλων των παρελθουσών στρεβλώσεων. Εάν εξασφαλιστεί μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση και σταθερότητα, παραμερίζοντας όλες τις κομματικές, ιδεολογικές, επιφανειακές διαφορές και προτάσσοντας το συμφέρον της πατρίδας. Εάν εμείς οι ίδιοι σαν κοινωνία πραγματοποιήσουμε μια ειλικρινή αυτοκριτική, διδαχθούμε από τα λάθη μας και πορευτούμε κοινά και υπομονετικά προς ένα πιο ευοίωνο μέλλον. Διότι οι αλλαγές δεν θα επέλθουν από τη μια μέρα στην άλλη. Ο Κομφούκιος άλλωστε, μας διδάσκει, πως όταν ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το βουνό συναντήσει ένα βράχο, πάει γύρω-γύρω από αυτόν και συνεχίζει την πορεία του προς τη θάλασσα. Ύστερα από πολλά χρόνια όμως το νερό θα φάει το βράχο και θα κυλά ανεμπόδιστα προς τα κάτω. Κοντολογίς, με επιμονή και υπομονή ακόμα και τα σκληρότερα εμπόδια μπορούν να διαλυθούν. Αρκεί αυτές οι δύο (2) αρετές να συνοδεύονται από την κατάλληλη πολιτική. Και το θέτει πολύ ωραία ο πρώην πρόεδρος της Τσεχίας και διάσημος συγγραφέας Βάκλαβ Χάβελ : «η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού, ιδίως εάν αυτό σημαίνει την τέχνη του καιροσκοπισμού, των υπολογισμών, της ίντριγκας, των μυστικών συμφωνιών και ελιγμών, αλλά η τέχνη του αδύνατου. Η τέχνη του να κάνουμε τόσο τους εαυτούς μας, όσο και τον κόσμο μας καλύτερους (*1). Καλή μας χρονιά.
(*1) Μακρυδημήτρης Αντ., Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ένα παράδειγμα πολιτικής ηγεσίας., εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2007, σελ. 153
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών