Στην πυγμαχία, η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο ελληνικός λαός ονομάζεται «γκρογκί». Είναι η κατάσταση εκείνη όπου ο πυγμάχος έχει φάει τόσες πολλές δυνατές γροθιές όλων των ειδών, τόσα άπερκατ, τόσα ντιρέκτ και τόσα κροσέ, που έχει γίνει πια μαύρος στο ξύλο, αλλά απλώς δεν έχει χάσει ακόμα τις αισθήσεις του και κλινικά, δηλαδή με επίσημη ιατρική γνωμάτευση, ώστε να διακοπεί ο αγώνας. Κλεισμένος πια στα σχοινιά, το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει πλέον μες το θολωμένο του μυαλό είναι ή να αγκαλιάσει τον αντίπαλο για να τον λυπηθεί ο διαιτητής, ή να χτυπήσει το καμπανάκι που θα σημάνει τη λήξη του γύρου.
Σε χτυπητή αντίθεση με το συμβατικό μποξ, ο πυγμάχος μας έχει απέναντί του έναν αντίπαλο, που ισχυρίζεται ότι τον δέρνει για το καλό του, ενώ μέχρι να χτυπήσει το καμπανάκι υποβάλλεται και σε μια πρόσθετη δοκιμασία: καθώς συνεχίζει να τρώει κι άλλες απανωτές, καλείται την ίδια ώρα να απαντήσει και σε ένα ανελέητο ερωτηματολόγιο πολύ σοβαρών ερωτήσεων και διλημμάτων. Όπως είναι, π.χ., τα εξής: Ευρώ ή Δραχμή; Έχει δικαίωμα ένας βουλευτής της Αριστεράς με παχυλές καταθέσεις να δηλώνει ότι τον νοιάζεται ή όχι; Είναι μια τέτοια Αριστερά γνήσια ή όχι; Ποιος φταίει που τον έχουν κάνει του αλατιού; Υπάρχει διαιτητής; Κι αν υπάρχει, βλέπει; Δουλεύει άραγε το ρημάδι το καμπανάκι; Υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Δυσεπίλυτα ερωτήματα, όπως αντιλαμβάνεσθε, και πρακτικώς αδύνατον να απαντηθούν από άνθρωπο που βρίσκεται στην κατάσταση που περιγράψαμε.
Ζητείται λίγο έλεος. Τίποτε άλλο. Έως ότου φθάσει το ασθενοφόρο. Να, να, έρχεται. Στη γωνία είναι. Αλλιώς, παιδιά, θα πεθάνει. Δεν το βλέπετε;