Του Γεωργίου Στείρη,
Επίκουρου καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επίκουρου καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το 2013 συμπληρώθηκαν 500 χρόνια από τη συγγραφή του Ηγεμόνα, του πλέον γνωστού έργου του Νικολό Μακιαβέλι. Στο 15ο κεφάλαιο του Ηγεμόνα ο Μακιαβέλι προειδοποιεί τους πολιτικούς, επισημαίνοντας ότι εκείνος που λησμονεί αυτό που συμβαίνει για χάρη εκείνου που θα έπρεπε να συμβαίνει, προετοιμάζει την καταστροφή του και όχι τη σωτηρία του. Μια φράση που συνοψίζει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μεγάλο μέρος του ελλαδικού πολιτικού φάσματος.
Έχω την αίσθηση ότι όποιος έχει εποπτεία του κοινωνικού σώματος, συζητά δηλαδή με ανθρώπους εκτός του στενού του περιβάλλοντος, ανθρώπους με τους οποίους δεν τον συνδέουν κοινές πεποιθήσεις, αντιλήψεις και επιδιώξεις, διαπιστώνει ότι βρίσκεται anteportasμια πολιτική κρίση, της οποίας οι διαστάσεις ενδέχεται να κλονίσουν τη χώρα περισσότερο και από την οικονομική κρίση. Η ψήφος στις επερχόμενες Ευρωεκλογές μοιάζει να επισείει τον κίνδυνο καταστροφής.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν χρειάζεται περιγραφή. Όλοι έχουν άμεση ή έμμεση εμπειρία των πλέον δυσάρεστων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Όλοι συζητούν για τις συνέπειες της κρίσης στα κόμματα, συνήθως υπό το πρίσμα των μικροκομματικών κερδών και απωλειών. Εκείνο που έχει υποτιμηθεί είναι οι πολιτικές διαστάσεις της κρίσης, οι οποίες αρχίζουν και γίνονται ορατές στον ορίζοντα των Ευρωεκλογών. Ψιθυρίζεται ήδη από δημοσκόπους και γίνεται εμφανέστατο στην καθημερινότητα ότι τα αστικά κόμματα κινδυνεύουν να υποστούν μια άνευ ιστορικού προηγουμένου συντριβή, την οποία εντείνει η παραδοσιακά χαλαρή ψήφος στις Ευρωεκλογές. Μια συντριβή με πολιτικές και ευρύτερα πολιτειακές επιπτώσεις.
Παρά τις προσδοκίες των κυβερνητικών παραγόντων και τα όποια θετικά αποτελέσματα έχει αποδώσει ή φαίνεται να αποδίδει η ασκούμενη πολιτική, το εκλογικό σώμα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Οι λόγοι για τους οποίους βυθίζεται το ΠΑΣΟΚ είναι χιλιοειπωμένοι και χιλιογραμμένοι. Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να φαντάζεται ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα υποστεί τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκλογικού σώματος. Η Νέα Δημοκρατία όμως μοιάζει να προσδοκά θετικό αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές, επειδή το εκλογικό σώμα θα την προτιμήσει είτε ως κόμμα που ακολουθεί υπεύθυνη πολιτική είτε υπό το φόβο του επελαύνοντος ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς, λησμονώντας αυτό που συμβαίνει για χάρη εκείνου που θα έπρεπε να συμβαίνει, οι κυβερνητικοί προετοιμάζουν την καταστροφή και όχι τη σωτηρία. Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων ψήφισε τη Νέα Δημοκρατία ως ανάχωμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Μεσοαστοί και μεγαλοαστοί, φιλελεύθεροι, κεντρώοι, μετριοπαθείς δεξιοί και διάφοροι άλλοι έφτασαν τη Νέα Δημοκρατία από το 18,85% στο 29,66%. Δεν την ψήφισαν με χαρά, με πάθος ή επειδή επιδοκίμασαν το πρόγραμμά της. Δεν μπορούσαν να δεχτούν το ενδεχόμενο κυβέρνησης της αριστεράς, είτε για λόγους συναισθηματικούς, είτε γιατί δεν έβρισκαν κοινότητα συμφερόντων με τις διακηρυγμένες επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ακόμα και σήμερα παραμένουν ομιχλώδεις. Αντίθετα, φοβούνταν δικαιολογημένα ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα τους έβλαπτε ανεπανόρθωτα. Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία θεώρησε ότι ακουμπούσε στέρεα σε ένα μέρος της κοινωνίας.
Σε διάστημα ενάμιση έτους η οικονομική πολιτική που προκρίθηκε και υποστηρίχθηκε, με κύριες όψεις της το νέο φόρο ακινήτων, την εξοντωτική φορολόγηση των συνήθως συνεπών φορολογουμένων και το ψύχος στις πολυκατοικίες από τη σολομώντεια μέθοδο αντιμετώπισης του λαθρεμπορίου καυσίμων που επιλέχθηκε, διέρρηξε τους δεσμούς της Νέας Δημοκρατίας με τους ανθρώπους που την στήριξαν εσχάτως. Να προσθέσω και τη δυσφορία στο λεγόμενο «μεσαίο χώρο» από την πλεονάζουσα αυταρχική ρητορική και πολιτική πρακτική της κυβέρνησης, εξόχως των όψιμων πραιτοριανών της. Για ένα σημαντικό μέρος των πολιτών σημασία δεν έχει μόνο το αποτέλεσμα, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά και τα μέσα που επιλέγονται για την επίτευξή του. Η Νέα Δημοκρατία, για να παραφράσω τον ευαγγελιστή Ματθαίο, θέλησε να κερδίσει τον κόσμο –να σώσει τη χώρα- χάνοντας την ψυχή της, εξαιτίας των πολιτικών που ακολούθησε. Έγινε μια παρωχημένη δεξιά, μικρή και φοβική, που ελπίζει να ανακάμψει υποσχόμενη ότι θα μοιράσει σημαντικό μέρος του πλεονάσματος στα σώματα ασφαλείας, όπως θα έκανε και ο Παπάγος πριν από μισό αιώνα, και αφήνει ουσιαστικά αφορολόγητη τη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, όπως θα ήθελε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στην παρούσα ιστορική και οικονομική συγκυρία ένα αστικό κόμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στα κατεστραμμένα από την κρίση στρώματα, αλλά να ελπίζει να κρατήσει κάποιο μέρος τους. Αυτά τα στρώματα αποτελούν προνομιακή πελατεία κομμάτων διαμαρτυρίας και υποσχέσεων, αλλά και πολιτικών - διασκεδαστών. Χάνοντας όμως και τους αστούς και τους φιλελεύθερους πολίτες, ένα αστικό κόμμα δεν έχει σε τίποτα να ελπίζει.
Δεν είναι πια μακρινό το ενδεχόμενο να δούμε τη Χρυσή Αυγή τόσο ενισχυμένη, σε βαθμό που κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα ήθελε καν να εκστομίσει, εξαιτίας κυρίως της αποδυνάμωσης του αστικού χώρου και της χαλαρής ή δικαιολογημένα τιμωρητικής διάθεσης των εκλογέων σε μη εθνικές εκλογές. Και μην βιαστεί κανείς να σκεφθεί ότι η Χρυσή Αυγή τελείωσε μετά τα όσα συνέβησαν το περασμένο φθινόπωρο. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής τα κατεστημένα κόμματα και μέσα ενημέρωσης πίστεψαν ότι δεν χρειάζεται μια συστηματική πολιτική καταπολέμησης των πολιτικών ακροτήτων, αλλά αρκεί η εφαρμογή δρακόντειων μέτρων. Βλέποντας τα πάντα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής επικοινωνίας, θεώρησαν ότι αυτό που θα δώσει τη λύση είναι ο εντυπωσιασμός. Δυστυχώς, όταν κάποιος δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, η εύκολη λύση είναι η υιοθέτηση άτεγκτων μέτρων απλά και μόνο για να έχει το επιχείρημα ότι έπραξε το μέγιστο. Σαν τα κράτη που, μην έχοντας πολιτική καταπολέμησης του εμπορίου και της χρήσης ναρκωτικών, θεσπίζουν τη θανατική ποινή, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι κάνουν τα πάντα, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το ρήγμα που έχει επέλθει μεταξύ των αστών, όλου του φάσματος, ψηφοφόρων και των παραδοσιακών κομμάτων του αστικού χώρου είναι τόσο βαθύ και τα πολιτικά εργαλεία τόσο λίγα και ισχνά, που στο προσεχές διάστημα δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί. Επίσης, ο χρόνος που απομένει έως τον Μάιο μάλλον δεν επαρκεί για τη συγκρότηση πειστικών εναλλακτικών πολιτικών φορέων, που θα μπορέσουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Κινήσεις που παλεύουν βιαστικά και πρόχειρα να σταθούν, βασιζόμενες σε γνωστά, και συνήθως φθαρμένα, πρόσωπα δεν αποτελούν λύσεις. Χρειάζονται νέες πολιτικές και νέες συλλογικότητες. Αν αυτό που προοιωνίζεται τον Μάιο έφτανε κάποτε να μεταφραστεί σε αποτέλεσμα εθνικών εκλογών, η Βουλή της Βαϊμάρης θα έμοιαζε παιδική χαρά, ένθεν κακείθεν. Ας μην ξεχάσουμε ότι η ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει πως οι μεγάλες καταστροφές δεν συνέβησαν στην αρχή, αλλά στο τέλος των πολιτικών και οικονομικών κρίσεων.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν χρειάζεται περιγραφή. Όλοι έχουν άμεση ή έμμεση εμπειρία των πλέον δυσάρεστων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης. Όλοι συζητούν για τις συνέπειες της κρίσης στα κόμματα, συνήθως υπό το πρίσμα των μικροκομματικών κερδών και απωλειών. Εκείνο που έχει υποτιμηθεί είναι οι πολιτικές διαστάσεις της κρίσης, οι οποίες αρχίζουν και γίνονται ορατές στον ορίζοντα των Ευρωεκλογών. Ψιθυρίζεται ήδη από δημοσκόπους και γίνεται εμφανέστατο στην καθημερινότητα ότι τα αστικά κόμματα κινδυνεύουν να υποστούν μια άνευ ιστορικού προηγουμένου συντριβή, την οποία εντείνει η παραδοσιακά χαλαρή ψήφος στις Ευρωεκλογές. Μια συντριβή με πολιτικές και ευρύτερα πολιτειακές επιπτώσεις.
Παρά τις προσδοκίες των κυβερνητικών παραγόντων και τα όποια θετικά αποτελέσματα έχει αποδώσει ή φαίνεται να αποδίδει η ασκούμενη πολιτική, το εκλογικό σώμα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον κυβερνητικό συνασπισμό. Οι λόγοι για τους οποίους βυθίζεται το ΠΑΣΟΚ είναι χιλιοειπωμένοι και χιλιογραμμένοι. Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να φαντάζεται ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα υποστεί τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκλογικού σώματος. Η Νέα Δημοκρατία όμως μοιάζει να προσδοκά θετικό αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές, επειδή το εκλογικό σώμα θα την προτιμήσει είτε ως κόμμα που ακολουθεί υπεύθυνη πολιτική είτε υπό το φόβο του επελαύνοντος ΣΥΡΙΖΑ.
Δυστυχώς, λησμονώντας αυτό που συμβαίνει για χάρη εκείνου που θα έπρεπε να συμβαίνει, οι κυβερνητικοί προετοιμάζουν την καταστροφή και όχι τη σωτηρία. Στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012 ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων ψήφισε τη Νέα Δημοκρατία ως ανάχωμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Μεσοαστοί και μεγαλοαστοί, φιλελεύθεροι, κεντρώοι, μετριοπαθείς δεξιοί και διάφοροι άλλοι έφτασαν τη Νέα Δημοκρατία από το 18,85% στο 29,66%. Δεν την ψήφισαν με χαρά, με πάθος ή επειδή επιδοκίμασαν το πρόγραμμά της. Δεν μπορούσαν να δεχτούν το ενδεχόμενο κυβέρνησης της αριστεράς, είτε για λόγους συναισθηματικούς, είτε γιατί δεν έβρισκαν κοινότητα συμφερόντων με τις διακηρυγμένες επιδιώξεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ακόμα και σήμερα παραμένουν ομιχλώδεις. Αντίθετα, φοβούνταν δικαιολογημένα ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα τους έβλαπτε ανεπανόρθωτα. Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία θεώρησε ότι ακουμπούσε στέρεα σε ένα μέρος της κοινωνίας.
Σε διάστημα ενάμιση έτους η οικονομική πολιτική που προκρίθηκε και υποστηρίχθηκε, με κύριες όψεις της το νέο φόρο ακινήτων, την εξοντωτική φορολόγηση των συνήθως συνεπών φορολογουμένων και το ψύχος στις πολυκατοικίες από τη σολομώντεια μέθοδο αντιμετώπισης του λαθρεμπορίου καυσίμων που επιλέχθηκε, διέρρηξε τους δεσμούς της Νέας Δημοκρατίας με τους ανθρώπους που την στήριξαν εσχάτως. Να προσθέσω και τη δυσφορία στο λεγόμενο «μεσαίο χώρο» από την πλεονάζουσα αυταρχική ρητορική και πολιτική πρακτική της κυβέρνησης, εξόχως των όψιμων πραιτοριανών της. Για ένα σημαντικό μέρος των πολιτών σημασία δεν έχει μόνο το αποτέλεσμα, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά και τα μέσα που επιλέγονται για την επίτευξή του. Η Νέα Δημοκρατία, για να παραφράσω τον ευαγγελιστή Ματθαίο, θέλησε να κερδίσει τον κόσμο –να σώσει τη χώρα- χάνοντας την ψυχή της, εξαιτίας των πολιτικών που ακολούθησε. Έγινε μια παρωχημένη δεξιά, μικρή και φοβική, που ελπίζει να ανακάμψει υποσχόμενη ότι θα μοιράσει σημαντικό μέρος του πλεονάσματος στα σώματα ασφαλείας, όπως θα έκανε και ο Παπάγος πριν από μισό αιώνα, και αφήνει ουσιαστικά αφορολόγητη τη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, όπως θα ήθελε και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στην παρούσα ιστορική και οικονομική συγκυρία ένα αστικό κόμμα δεν μπορεί να στηριχθεί στα κατεστραμμένα από την κρίση στρώματα, αλλά να ελπίζει να κρατήσει κάποιο μέρος τους. Αυτά τα στρώματα αποτελούν προνομιακή πελατεία κομμάτων διαμαρτυρίας και υποσχέσεων, αλλά και πολιτικών - διασκεδαστών. Χάνοντας όμως και τους αστούς και τους φιλελεύθερους πολίτες, ένα αστικό κόμμα δεν έχει σε τίποτα να ελπίζει.
Δεν είναι πια μακρινό το ενδεχόμενο να δούμε τη Χρυσή Αυγή τόσο ενισχυμένη, σε βαθμό που κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν θα ήθελε καν να εκστομίσει, εξαιτίας κυρίως της αποδυνάμωσης του αστικού χώρου και της χαλαρής ή δικαιολογημένα τιμωρητικής διάθεσης των εκλογέων σε μη εθνικές εκλογές. Και μην βιαστεί κανείς να σκεφθεί ότι η Χρυσή Αυγή τελείωσε μετά τα όσα συνέβησαν το περασμένο φθινόπωρο. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής τα κατεστημένα κόμματα και μέσα ενημέρωσης πίστεψαν ότι δεν χρειάζεται μια συστηματική πολιτική καταπολέμησης των πολιτικών ακροτήτων, αλλά αρκεί η εφαρμογή δρακόντειων μέτρων. Βλέποντας τα πάντα μέσα από το πρίσμα της πολιτικής επικοινωνίας, θεώρησαν ότι αυτό που θα δώσει τη λύση είναι ο εντυπωσιασμός. Δυστυχώς, όταν κάποιος δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, η εύκολη λύση είναι η υιοθέτηση άτεγκτων μέτρων απλά και μόνο για να έχει το επιχείρημα ότι έπραξε το μέγιστο. Σαν τα κράτη που, μην έχοντας πολιτική καταπολέμησης του εμπορίου και της χρήσης ναρκωτικών, θεσπίζουν τη θανατική ποινή, ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι κάνουν τα πάντα, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το ρήγμα που έχει επέλθει μεταξύ των αστών, όλου του φάσματος, ψηφοφόρων και των παραδοσιακών κομμάτων του αστικού χώρου είναι τόσο βαθύ και τα πολιτικά εργαλεία τόσο λίγα και ισχνά, που στο προσεχές διάστημα δύσκολα μπορεί να γεφυρωθεί. Επίσης, ο χρόνος που απομένει έως τον Μάιο μάλλον δεν επαρκεί για τη συγκρότηση πειστικών εναλλακτικών πολιτικών φορέων, που θα μπορέσουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Κινήσεις που παλεύουν βιαστικά και πρόχειρα να σταθούν, βασιζόμενες σε γνωστά, και συνήθως φθαρμένα, πρόσωπα δεν αποτελούν λύσεις. Χρειάζονται νέες πολιτικές και νέες συλλογικότητες. Αν αυτό που προοιωνίζεται τον Μάιο έφτανε κάποτε να μεταφραστεί σε αποτέλεσμα εθνικών εκλογών, η Βουλή της Βαϊμάρης θα έμοιαζε παιδική χαρά, ένθεν κακείθεν. Ας μην ξεχάσουμε ότι η ιστορική εμπειρία έχει αποδείξει πως οι μεγάλες καταστροφές δεν συνέβησαν στην αρχή, αλλά στο τέλος των πολιτικών και οικονομικών κρίσεων.