Του Νίκου Σπ. Ζέρβα
Πολιτικού Επιστήμονα Πανεπιστημίου ΑθηνώνΚάθε ελεύθερος επαγγελματίας, κάθε επιχειρηματίας, αλλά και κάθε σοβαρό κράτος δρουν και λειτουργούν με βάση μία αδιαμφισβήτητη αρχή, εκείνη της αποδοτικότητας. Η αρχή της αποδοτικότητας αντιπροσωπεύει τη σχέση μεταξύ των εισροών και των εκροών κάθε διενεργούμενου εγχειρήματος, τους πόρους δηλαδή που τοποθετούνται από μια επένδυση μέχρι ακόμα και σ’ έναν τομέα δημόσιας πολιτικής και τα αποτελέσματα που αυτοί παράγουν. Μεταξύ των πόρων περιλαμβάνονται α. οι υλικοί, όπως το χρήμα-κεφάλαιο, ο χώρος, ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός και β. οι ανθρώπινοι, το προσωπικό δηλαδή που απασχολείται κάπου, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της μεταξύ τους συνεργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και ο τομέας της υγείας διακρίνεται και πρέπει οπωσδήποτε να οργανώνεται βάσει της αρχής της αποδοτικότητας.
Ωστόσο, η αποδοτικότητα του ελληνικού συστήματος υγείας δεν αποτελεί μια αυθαίρετη έννοια, ούτε στηρίζεται μοναχά στους πόρους που διατίθενται. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, όπως αυτό συνεστήθη το 1983 κατά τα πρότυπα του βρετανικού συστήματος Beveridge, οφείλει εξαιτίας της πλήρους και αποκλειστικής χρηματοδοτήσεώς του από το κράτος να καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού, και προπαντός να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους πολίτες. Μ’ άλλα λόγια, υπηρετεί μία ακόμα καθοριστική για την κοινωνική συνοχή αρχή, εκείνη της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Παράλληλα η αποδοτικότητά του, πλην των επιχορηγήσεων του προϋπολογισμού και του διαθεσίμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση και με την κλινική αποτελεσματικότητα, το βαθμό δηλαδή της επίτευξης των στόχων που τίθενται από την παραγωγική αξιοποίηση και παραγωγική χρήση των κλινικών και όχι μόνο πόρων του. Εάν για παράδειγμα οι τελευταίοι συμβάλλουν στη βελτίωση της υγείας του ασθενούς και όχι στην περαιτέρω επιβάρυνσή της.
Συνεπώς, αποδοτικότητα, κλινική αποτελεσματικότητα και ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας για κάθε εθνικό σύστημα υγείας. Ένα τρίπτυχο που αφ’ ενός διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του, αφ’ ετέρου επιφέρει την ομόνοια μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Και ευτυχώς οι πολιτικές της σημερινής ηγεσίας του υπουργείου Υγείας κινούνται πάνω στους άξονες του συγκεκριμένου τριπτύχου, παρόλες τις αντιδράσεις που αυτές προκαλούν, φθάνοντας στα όρια της υποκρισίας. Διότι δεν είναι δυνατόν να επιχειρείται μια υψίστης σημασίας μεταρρύθμιση για τον κλάδο της υγείας μας και την ίδια στιγμή διάφοροι επιτήδειοι, ανεύθυνοι εκπρόσωποι ενός πολιτικάντικου συνδικαλισμού να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για τις αναγκαίες αλλαγές στον ΕΟΠΥΥ.
Κατ’ αρχάς, ας κατανοήσουμε ότι ο ΕΟΠΥΥ είναι ένας ασφαλιστικός οργανισμός. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2011 από τη συγχώνευση των κλάδων υγείας μιας σειράς ασφαλιστικών ταμείων με κορωνίδα εξ’ αυτών το ΙΚΑ. Στα τρία (3) χρόνια της λειτουργίας του, εξαιτίας της εσφαλμένης, αν όχι πρόχειρης, αρχικής του σχεδίασης είχε έναν πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα διφυή χαρακτήρα, όντας τόσο πάροχος, όσο και αγοραστής υπηρεσιών υγείας. Γι’ αυτό και λίαν συντόμως χρεοκόπησε. Τα ελλείμματά του εκτοξεύθηκαν στα ύψη, καθώς τα έξοδά του για την παροχή υπηρεσιών από τα Κέντρα Υγείας και τα πολυϊατρεία, υπήρξαν τριπλάσια από εκείνα που κατατίθεντο στους συμβεβλημένους μ’ αυτόν ιδιώτες γιατρούς, ενώ τα ιδιωτικά εξεταστήρια και διαγνωστικά κέντρα υπερκοστολογούσαν -δίχως καμία διοικητική, πολιτική, κυβερνητική αντίδραση- τις εκ μέρους τους υπηρεσίες, αυξάνοντας συνεχώς τις δαπάνες του Οργανισμού.
Τί έπραξε όμως, ερχόμενος αντιμέτωπος μ’ αυτήν την κατάσταση, ο σημερινός υπουργός Υγείας;
Πρώτον, υιοθέτησε ένα γνωστό σε κάθε σοβαρό ευρωπαϊκό κράτος, το claw back. Μέσω αυτού του αυτόματου μηχανισμού επιστροφών, όταν θα διαπιστώνεται υπέρβαση της δαπάνης, ιδιωτικές κλινικές, εξεταστήρια και διαγνωστικά κέντρα θα οφείλουν εντός 6μήνου να επιστρέφουν τα επιπλέον -πέραν του λογικού επιπέδου- κέρδη τους, ή αυτά θα συμψηφίζονται με τις τυχόν ισόποσες οφειλές του ΕΟΠΥΥ προς αυτά. Παράλληλα, για την άρση της άσκοπης και συνάμα ανίερης συνταγογράφησης φαρμάκων που συνεπιφέρει την ενθυλάκωση ποσοστών από διεφθαρμένους γιατρούς -η οποία βασιλεύει παρά την ηλεκτρονική συνταγογράφηση-, μέχρι τον προσεχή Ιούνιο θα έχει εισαγάγει θεραπευτικά πρωτόκολλα για δέκα (10) τουλάχιστον σοβαρές παθήσεις που αγγίζουν το 90% της φαρμακευτικής δαπάνης του ΕΟΠΥΥ. Ενώ η προωθούμενη αλλαγή του χαρακτήρος σε αποκλειστικά πάροχο υπηρεσιών υγείας, πλην του δεδομένου οικονομικού οφέλους, θα επιφέρει και την ενίσχυση του ΕΣΥ, καθώς οι γιατροί των πρώην ιατρείων του Οργανισμού, εάν βεβαίως το επιθυμούν, θα ενισχύσουν το σύστημα υγείας μας, και ιδίως τις Υγειονομικές εκείνες Περιφέρειες, στις οποίες διαπιστώνονται ελλείψεις ιατρικού προσωπικού, προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας! Επομένως, με την αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα που επιδεικνύει ο σημερινός υπουργός και τις πολιτικές που προάγει, συντάσσεται πλήρως με το τρίπτυχο της επιτυχίας. Αποδοτικότητα, κλινική αποτελεσματικότητα, ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη.
Όσο για τις αντιδράσεις; Πέραν του υποβόσκοντος παλαιοκομματικού συνδικαλισμού, που τον εντοπίσαμε στους τελευταίους μήνες στους γιατρούς του ΕΟΠΥΥ, κυριαρχεί δυστυχώς, ακόμα και εάν φθάσαμε ως χώρα στο έσχατο σημείο, ο λαϊκισμός. Λαϊκισμός τόσο από αντιπολιτευόμενους, όσο και από συμπολιτευόμενους. Οι μεν πρώτοι τον επέδειξαν περίτρανα στην προσπάθεια μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης, που τάχα θα ευνοούσε τους φαρμακευτικούς κολοσσούς, λειτουργώντας εις βάρος των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών. Έτσι όμως επήλθε και η αυτοαναίρεσή τους, αφού αντί για το κοινωνικό, όπως διαμηνύουν, υπερασπίστηκαν για μία ακόμη φορά το κομματικό τους συμφέρον. Οι δε δεύτεροι ανέβηκαν στα κάγκελα εξαιτίας των 25 ευρώ για κάθε ημέρα νοσηλείας. Δίχως να αναλογιστούν, έστω και στο ελάχιστο, και να παραδεχθούν ότι το κλειστό νοσήλιο εισήγαγε στο σύστημα ο πολιτικός τους μέντορας τη γκρίζα δεκαετία του 80’, δίχως να λαμβάνεται υπ’ όψιν το είδος, η μορφή της ασθένειας και εν τέλει το πραγματικό κόστος νοσηλείας, καθιστώντας τα νοσοκομειακά ιδρύματα πλήρως εξαρτώμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Είμεθα σίγουροι ότι ο σημερινός υπουργός θα δώσει λύση και σ’ αυτό το πρόβλημα. Αρκεί να τον αφήσουμε να κάνει καλά τη δουλειά του, όπως ο ίδιος μόνο ξέρει.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών