Του Δημήτρη Κρίγγου
Δημοτικού Συμβούλου Άργους-Μυκηνών
Στον ενδότερο πυρήνα της η σημερινή πολύπλευρη Ελληνική κρίση είναι βαθιά πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Είναι, δηλαδή, κατ’ αρχήν κρίση της ίδιας της αρχιτεκτονικής του πολιτικού μας συστήματος, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας με κυρίαρχα γνωρίσματα τον κρατικό υπερσυγκεντρωτισμό, την πελατειακή λειτουργία και την ανορθολογική υπερεπέκταση μιας θηριώδους γραφειοκρατίας, που απομυζούσε ακατάπαυστα πόρους και «φρενάριζε» κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια.
Στον ενδότερο πυρήνα της η σημερινή πολύπλευρη Ελληνική κρίση είναι βαθιά πολιτική, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Είναι, δηλαδή, κατ’ αρχήν κρίση της ίδιας της αρχιτεκτονικής του πολιτικού μας συστήματος, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας με κυρίαρχα γνωρίσματα τον κρατικό υπερσυγκεντρωτισμό, την πελατειακή λειτουργία και την ανορθολογική υπερεπέκταση μιας θηριώδους γραφειοκρατίας, που απομυζούσε ακατάπαυστα πόρους και «φρενάριζε» κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια.
Είναι κατά δεύτερον κρίση ιδίως της «ηθικής της πολιτικής», όπως αυτή εκφράστηκε και ασκήθηκε μέσα από την ακατάσχετη ροπή όλων σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων προς τη λαϊκιστική πλειοδοσία, την επιδίωξη της με κάθε κόστος κατοχής και νομής της εξουσίας, και την χωρίς αναστολές προσφυγή στην «παραφθορά» των δημοκρατικών θεσμών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κοντόφθαλμες μικροπολιτικές σκοπιμότητες και στενόμυαλες κομματικές ή προσωπικές επιδιώξεις.
Και είναι κατά τρίτον, κρίση του ιδιότυπου μοντέλου «πολιτικής» διαχείρισης της οικονομίας που επικράτησε όλα αυτά τα χρόνια, το οποίο βασιζόμενο στην κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, στην αχαλίνωτη δημοσιοϋπαλληλοποίηση ως υποκατάστατο της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης και στην ενθάρρυνση της διαφθοράς και της αδιαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, οδήγησε την πατρίδα μας στα σημερινά πολύμορφα αδιέξοδα.
Ακριβώς η αναγνώριση αυτού του βαθιά πολιτικού χαρακτήρα της σημερινής Ελληνικής κρίσης, πέραν από την αυταπόδεικτη διαπιστωτική χρησιμότητά της ως προς τα αίτια που την προκάλεσε και τους παράγοντες που συνετέλεσαν στην αναπαραγωγή της για περίπου τρεις δεκαετίες, έχει και μιαν επιπρόσθετη, εξίσου κρίσιμη σημασία. Αφού μπορεί να λειτουργήσει ως ο οδοδείκτης για τον καθορισμό του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να αναληφθεί επειγόντως η αναγκαία προσπάθεια που απαιτείται για την ταχεία υπέρβασή της, πριν η αρνητική δυναμική της καταστεί ανεξέλεγκτη στις καταστροφικές συνέπειές της. Με άλλα λόγια, η διάγνωση του βαθιά πολιτικού υποστρώματος της κρίσης, υπαγορεύει ξεκάθαρα πως κυρίως πολιτικές πρέπει να είναι οι λύσεις που θα αναζητηθούν και θα υιοθετηθούν για το συντομότερο δυνατό ξεπέρασμά της, και ακόμη περισσότερο για την κατά τρόπο οργανικό και βιώσιμο αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε και τον αναπροσανατολισμό της πατρίδας μας προς μια νέα ανορθωτική πορεία. Ώστε η Ελλάδα απαλλαγμένη πια από τα βάρη του απώτερου και του πρόσφατου παρελθόντος, τα οποία συσσωρευόμενα υπονόμευσαν την εθνική της προοπτική, αλλά και διδαγμένη από τα λάθη και τις παραλείψεις που την οδήγησαν από μια χώρα ισότιμο εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-παρία της διεθνούς κοινότητας, να βαδίσει προς το Αύριο, ανακτώντας την αναπτυξιακή της δυναμική και την εθνική αξιοπρέπειά της.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της αναζήτησης των αναγκαίων πολιτικών λύσεων για την υπέρβαση της σημερινής Ελληνικής κρίσης, το πρώτο και καθοριστικό βήμα που απαιτείται είναι η τολμηρή θεσμική αναζωογόνηση του πολιτικού μας συστήματος. Ο ουσιαστικός επανεκδημοκρατισμός των δομών του, ο ριζικός εκσυγχρονισμός των λειτουργιών του, αλλά και η ηθική επαναθεμελίωσή του πάνω στην αντίληψη της πολιτικής ως αποστολής για την προώθηση του δημόσιου συμφέροντος και ως διαδικασίας που ενθαρρύνει τη συμμετοχή του πολίτη στη λήψη των αποφάσεων που τον αφορούν, καθώς και στον έλεγχο από μέρους του της υλοποίησής τους από τους εντεταλμένους αντιπροσώπους του. Η μεγάλη θεσμική ευκαιρία για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου πλέγματος βαθιών ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών τομών, είναι η επικείμενη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης, που πρόκειται σύντομα να δρομολογηθεί. Και η οποία πρέπει στο έπακρο να αξιοποιηθεί, όχι πια για να επέλθουν μικροδιευθετήσεις με βραχυχρόνιες στοχεύσεις και κοντόφθαλμες επιδιώξεις, αλλά, αντίθετα, για να συντελεστούν όλες εκείνες οι αναγκαίες αλλαγές μακράς πνοής στην ίδια τη θεσμική αρχιτεκτονική του πολιτικού μας συστήματος που θα του επιτρέψουν, ανακτώντας τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά του και κερδίζοντας ξανά τη δημοκρατική νομιμοποίησή του στη συνείδηση των πολιτών, να αναδειχθεί και πάλι στο
στέρεο πλαίσιο εκτύλιξης της εθνικής μας ζωής και ανάπτυξης της δημιουργικότητας της Ελληνικής κοινωνίας.
Στην κατεύθυνση μιας τέτοιας ολοκληρωμένης και ριζοσπαστικής προσέγγισης του περιεχομένου της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης, σημείο-κλειδί οφείλει να αποτελέσει το ζήτημα της επαναοριοθέτησης του ρόλου της αποκέντρωσης και προπάντων της αποστολής της Αυτοδιοίκησης στη θεσμική αρχιτεκτονική της Ελλάδας της «επόμενης ημέρας». Με αφετηρία την κοινή διαπίστωση ότι στην πατρίδα μας ο υπερσυγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας υπήρξε διαχρονικά ένας από τους κυριότερους παράγοντες στρεβλώσεων του δημοκρατικού μας πολιτικού συστήματος και καθήλωσης της Ελληνικής κοινωνίας στην οικονομική και κοινωνική υπανάπτυξη, αλλά και το γεγονός ότι οι κατά καιρούς απόπειρες διεύρυνσης της αποκέντρωσης και ενίσχυσης της Αυτοδιοίκησης στην πράξη αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, αφού δεν συνοδεύτηκαν από τα ανάλογα θεσμικά εργαλεία και τους αναγκαίους πόρους, είναι τώρα η κατάλληλη ώρα για μια κριτική αποτίμηση των όσων συνέβησαν και για έναν δημιουργικό αναστοχασμό για τις διορθωτικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν. Έτσι ώστε η αποκέντρωση, αλλά προπάντων η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα της μεταμνημονιακής εποχής να αναδειχθούν σε μοχλούς στήριξης της εθνικής αναπτυξιακής προσπάθειας και σε θεσμικούς πολλαπλασιαστές του ολόπλευρου πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της Ελληνικής κοινωνίας.
Αυτοδιοίκηση και αποκέντρωση είναι, στην ουσία τους, δύο διαφορετικοί αλλά παράλληλοι τρόποι διασποράς των εξουσιών και ενδυνάμωσης της πολλαπλότητας των κέντρων αποφάσεων και ελέγχου, που ουσιαστικοποιούν τη δημοκρατία και ενισχύουν τη λαϊκή κυριαρχία. Ιδιαίτερα η Αυτοδιοίκηση, θεσμός αυτοφυής στη μακραίωνη Ελληνική παράδοση, που όπως σημειώνει ο Γιώργος Θεοτοκάς («Πολιτικά Κείμενα», έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 1976, σελ. 171), αναφερόμενος στο Δήμο, «είναι το πρώτο κύτταρο της Δημοκρατίας, η αρχική πηγή, η αμεσώτερη έκφρασή της», προσφέρεται από κάθε άποψη για να αναδειχθεί σε πυλώνα της εθνικής ανορθωτικής προσπάθειας. Και να καταστεί ο καθοριστικός συντελεστής τόσο για τον επανεκδημοκρατισμό της πολιτικής μας ζωής σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων και σε όλες τις βαθμίδες εξουσίας, όσο και για την ολοκληρωμένη τοπική ανάπτυξη, που οφείλει να αποτελέσει το υπόβαθρο κάθε ολοκληρωμένου σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, που θα φιλοδοξούσε να διακρίνεται από στοιχειώδεις προοπτικές βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας.
Για να μπορέσει, ωστόσο, η Αυτοδιοίκηση να επιτελέσει αυτήν την κρίσιμη αποστολή της και να αναδειχθεί ο νέος της ρόλος, εκείνο το οποίο απαιτείται πρωτίστως είναι να τεθεί τέλος στην αρνητική παράδοση που την ήθελε χειραγωγημένη και ελεγχόμενη από το αθηναιοκεντρικό κράτος. Που συντηρούσε και αναπαρήγαγε την παραρτηματοποίησή της από τη βούληση της κεντρικής εξουσίας, τροχοπεδούσε και ακύρωνε κάθε πρωτοβουλία της και, μέσα από την οικονομική εξάρτηση, ουσιαστικά της υπαγόρευε αποφάσεις που την κρατούσαν αιχμάλωτη κομματικών και μικροπολιτικών σχεδιασμών. Η μεγάλη ευκαιρία για αυτήν ακριβώς την χειραφέτηση και την απεξάρτηση της Αυτοδιοίκησης παρέχεται με την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση. Στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να αποτολμηθούν εκείνες οι τομές και οι ρήξεις που θα δώσουν στην Αυτοδιοίκηση τα θεσμικά εχέγγυα τα οποία θα την καταστήσουν το νέο δυναμικό πεδίο για την πολιτική ανασύνταξη και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, μέσα από την κινητοποίηση και την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Από την άποψη, λοιπόν, αυτή, η αναθεώρηση του άρθρου 102 του Συντάγματος (που ακριβώς αναφέρεται στην Αυτοδιοίκηση), θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο μακρόπνοο, ολοκληρωμένο και ριζοσπαστικό. Που να υπηρετεί και να εξειδικεύει ένα συνολικότερο όραμα για την Ελλάδα του Αύριο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, χωρίς να υποκύπτει σε πολιτικούς μικροϋπολογισμούς, εφήμερες σκοπιμότητες και παραλυτικούς συμβιβασμούς. Έτσι ώστε να δώσει στην Αυτοδιοίκηση την εδραία θεσμική βάση που θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της, την πολιτική και διοικητική αυτοτέλειά της και την οικονομική ανεξαρτησία της. Χωρίς οι φορείς της, και ιδιαίτερα οι Δήμοι, να χρειάζονται πια την «εύνοια» κανενός για να επιτελέσουν το πολυσήμαντο έργο τους. Που δεν είναι άλλο από το να υπηρετούν την τοπική κοινωνία στην οποία αναφέρονται, από την οποία εκλέγονται και στην οποία λογοδοτούν. Στην κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, θα πρέπει κατά την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση:
1. Να θεσπιστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση η αποκλειστική αρμοδιότητα της (πρωτοβάθμιας ιδίως) Αυτοδιοίκησης για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και να αποσαφηνιστεί επακριβώς η έννοια των τοπικών υποθέσεων.
2. Να θεσμοθετηθεί (ενδεχομένως με την πρόβλεψη μιας εύλογης μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή της) η δυνατότητα Τοπικής Φορολογίας, όχι ως «παράθυρο» επιβολής νέων επιπρόσθετων φόρων στους πολίτες, αλλά στο πλαίσιο μιας συνολικότερης ρηξικέλευθης αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, όπου θα είναι απολύτως διακριτοί οι φόροι του κεντρικού κράτους και οι φόροι της Αυτοδιοίκησης.
3. Να καταστεί ακόμη επιτακτικότερη η διάταξη που επιβάλει τη μεταφορά πόρων παράλληλα με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κράτος στην Αυτοδιοίκηση, με την υποχρέωση η συγκεκριμένη πρόβλεψη να ενσωματώνεται στο νομοθέτημα που ρυθμίζει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπό την αίρεση ακυρότητάς τους σε διαφορετική περίπτωση ή σε περίπτωση καθυστέρησης υλοποίησης της σχετικής δέσμευσης.
4. Να καθιερωθεί και στο Σύνταγμα η πραγματοποίηση τοπικών δημοψηφισμάτων για μείζονος σημασίας τοπικά θέματα, με πρωτοβουλία είτε αυξημένης πλειοψηφίας του Δημοτικού (ή Περιφερειακού) Συμβουλίου, είτε του 1/3 του εκλογικού σώματος του οικείου ΟΤΑ, με την παράλληλη πρόβλεψη ασφαλιστικής δικλείδας πραγματοποίησής τους λ.χ. ένα ανά έτος, ώστε να αποφευχθούν υπερβολές και καταχρήσεις.
5. Να προβλεφθεί διαδικασία ανάκλησης εντολής του Δημάρχου (και του Περιφερειάρχη) και της πλειοψηφίας του Δημοτικού (και του Περιφερειακού) Συμβουλίου, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης υπογεγραμμένης από αριθμό πολιτών που να αντιστοιχεί στο 50 + 1 % του εκλογικού σώματος και διενέργειας σχετικού δημοψηφίσματος, ώστε να αντιμετωπίζονται ριζικά φαινόμενα ακραίας αθέτησης προεκλογικών δεσμεύσεων ή σκανδαλώδους διαχείρισης των οικονομικών του Δήμου (ή της Περιφέρειας).
Μετά την τραυματική εμπειρία που βίωσε η χώρα από την αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος και τη διάλυση του οικονομικού και κοινωνικού της ιστού που επέφερε η κρίση (η οποία προέκυψε ακριβώς εξ αιτίας της προηγηθείσας μεθοδικής κακοποίησης θεσμών, κανόνων και αξιακών κωδίκων κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν του ξεσπάσματός της), μόνον μέσα από μια τέτοια τολμηρή και ριζοσπαστική μεταρρύθμιση μπορεί να σηματοδοτηθεί η αναγκαία αλλαγή πορείας προς την εθνική ανόρθωση. Και το πεδίο της Αυτοδιοίκησης, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που το συνθέτουν, μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί μέσα σε μια τέτοια προοπτική ως η «λυδία λίθος», το «δοκιμαστήριο», επί του οποίου θα κριθεί αν πράγματι υπάρχει πρόθεση η χώρα να βαδίσει δυναμικά μπροστά με νέους θεσμούς και νέα νοοτροπία, ή αν απλώς θα μείνει κολλημένη στο παρελθόν κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή από έναν νέο γύρο υποτροπής της κρίσης. Περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία πρέπει να είναι από εδώ και πέρα η απάντησή μας στην πρόκληση της κρίσης. Και όπως υπογράμμιζε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος («Υποθήκες προς τη φιλελεύθερη παράταξη», περ. «Πολιτικά Θέματα», 9/10/1987), «κατά το μέτρο που έχουμε περισσότερη αυτοδιοίκηση, έχουμε και περισσότερη δημοκρατία».
Ακριβώς η αναγνώριση αυτού του βαθιά πολιτικού χαρακτήρα της σημερινής Ελληνικής κρίσης, πέραν από την αυταπόδεικτη διαπιστωτική χρησιμότητά της ως προς τα αίτια που την προκάλεσε και τους παράγοντες που συνετέλεσαν στην αναπαραγωγή της για περίπου τρεις δεκαετίες, έχει και μιαν επιπρόσθετη, εξίσου κρίσιμη σημασία. Αφού μπορεί να λειτουργήσει ως ο οδοδείκτης για τον καθορισμό του δρόμου που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να αναληφθεί επειγόντως η αναγκαία προσπάθεια που απαιτείται για την ταχεία υπέρβασή της, πριν η αρνητική δυναμική της καταστεί ανεξέλεγκτη στις καταστροφικές συνέπειές της. Με άλλα λόγια, η διάγνωση του βαθιά πολιτικού υποστρώματος της κρίσης, υπαγορεύει ξεκάθαρα πως κυρίως πολιτικές πρέπει να είναι οι λύσεις που θα αναζητηθούν και θα υιοθετηθούν για το συντομότερο δυνατό ξεπέρασμά της, και ακόμη περισσότερο για την κατά τρόπο οργανικό και βιώσιμο αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκάλεσε και τον αναπροσανατολισμό της πατρίδας μας προς μια νέα ανορθωτική πορεία. Ώστε η Ελλάδα απαλλαγμένη πια από τα βάρη του απώτερου και του πρόσφατου παρελθόντος, τα οποία συσσωρευόμενα υπονόμευσαν την εθνική της προοπτική, αλλά και διδαγμένη από τα λάθη και τις παραλείψεις που την οδήγησαν από μια χώρα ισότιμο εταίρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε κράτος-παρία της διεθνούς κοινότητας, να βαδίσει προς το Αύριο, ανακτώντας την αναπτυξιακή της δυναμική και την εθνική αξιοπρέπειά της.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της αναζήτησης των αναγκαίων πολιτικών λύσεων για την υπέρβαση της σημερινής Ελληνικής κρίσης, το πρώτο και καθοριστικό βήμα που απαιτείται είναι η τολμηρή θεσμική αναζωογόνηση του πολιτικού μας συστήματος. Ο ουσιαστικός επανεκδημοκρατισμός των δομών του, ο ριζικός εκσυγχρονισμός των λειτουργιών του, αλλά και η ηθική επαναθεμελίωσή του πάνω στην αντίληψη της πολιτικής ως αποστολής για την προώθηση του δημόσιου συμφέροντος και ως διαδικασίας που ενθαρρύνει τη συμμετοχή του πολίτη στη λήψη των αποφάσεων που τον αφορούν, καθώς και στον έλεγχο από μέρους του της υλοποίησής τους από τους εντεταλμένους αντιπροσώπους του. Η μεγάλη θεσμική ευκαιρία για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου πλέγματος βαθιών ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών τομών, είναι η επικείμενη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης, που πρόκειται σύντομα να δρομολογηθεί. Και η οποία πρέπει στο έπακρο να αξιοποιηθεί, όχι πια για να επέλθουν μικροδιευθετήσεις με βραχυχρόνιες στοχεύσεις και κοντόφθαλμες επιδιώξεις, αλλά, αντίθετα, για να συντελεστούν όλες εκείνες οι αναγκαίες αλλαγές μακράς πνοής στην ίδια τη θεσμική αρχιτεκτονική του πολιτικού μας συστήματος που θα του επιτρέψουν, ανακτώντας τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά του και κερδίζοντας ξανά τη δημοκρατική νομιμοποίησή του στη συνείδηση των πολιτών, να αναδειχθεί και πάλι στο
στέρεο πλαίσιο εκτύλιξης της εθνικής μας ζωής και ανάπτυξης της δημιουργικότητας της Ελληνικής κοινωνίας.
Στην κατεύθυνση μιας τέτοιας ολοκληρωμένης και ριζοσπαστικής προσέγγισης του περιεχομένου της επικείμενης Συνταγματικής Αναθεώρησης, σημείο-κλειδί οφείλει να αποτελέσει το ζήτημα της επαναοριοθέτησης του ρόλου της αποκέντρωσης και προπάντων της αποστολής της Αυτοδιοίκησης στη θεσμική αρχιτεκτονική της Ελλάδας της «επόμενης ημέρας». Με αφετηρία την κοινή διαπίστωση ότι στην πατρίδα μας ο υπερσυγκεντρωτισμός της κεντρικής εξουσίας υπήρξε διαχρονικά ένας από τους κυριότερους παράγοντες στρεβλώσεων του δημοκρατικού μας πολιτικού συστήματος και καθήλωσης της Ελληνικής κοινωνίας στην οικονομική και κοινωνική υπανάπτυξη, αλλά και το γεγονός ότι οι κατά καιρούς απόπειρες διεύρυνσης της αποκέντρωσης και ενίσχυσης της Αυτοδιοίκησης στην πράξη αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, αφού δεν συνοδεύτηκαν από τα ανάλογα θεσμικά εργαλεία και τους αναγκαίους πόρους, είναι τώρα η κατάλληλη ώρα για μια κριτική αποτίμηση των όσων συνέβησαν και για έναν δημιουργικό αναστοχασμό για τις διορθωτικές παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν. Έτσι ώστε η αποκέντρωση, αλλά προπάντων η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα της μεταμνημονιακής εποχής να αναδειχθούν σε μοχλούς στήριξης της εθνικής αναπτυξιακής προσπάθειας και σε θεσμικούς πολλαπλασιαστές του ολόπλευρου πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού της Ελληνικής κοινωνίας.
Αυτοδιοίκηση και αποκέντρωση είναι, στην ουσία τους, δύο διαφορετικοί αλλά παράλληλοι τρόποι διασποράς των εξουσιών και ενδυνάμωσης της πολλαπλότητας των κέντρων αποφάσεων και ελέγχου, που ουσιαστικοποιούν τη δημοκρατία και ενισχύουν τη λαϊκή κυριαρχία. Ιδιαίτερα η Αυτοδιοίκηση, θεσμός αυτοφυής στη μακραίωνη Ελληνική παράδοση, που όπως σημειώνει ο Γιώργος Θεοτοκάς («Πολιτικά Κείμενα», έκδ. «Ίκαρος», Αθήνα, 1976, σελ. 171), αναφερόμενος στο Δήμο, «είναι το πρώτο κύτταρο της Δημοκρατίας, η αρχική πηγή, η αμεσώτερη έκφρασή της», προσφέρεται από κάθε άποψη για να αναδειχθεί σε πυλώνα της εθνικής ανορθωτικής προσπάθειας. Και να καταστεί ο καθοριστικός συντελεστής τόσο για τον επανεκδημοκρατισμό της πολιτικής μας ζωής σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων και σε όλες τις βαθμίδες εξουσίας, όσο και για την ολοκληρωμένη τοπική ανάπτυξη, που οφείλει να αποτελέσει το υπόβαθρο κάθε ολοκληρωμένου σχεδίου εθνικής ανασυγκρότησης, που θα φιλοδοξούσε να διακρίνεται από στοιχειώδεις προοπτικές βιωσιμότητας και αποτελεσματικότητας.
Για να μπορέσει, ωστόσο, η Αυτοδιοίκηση να επιτελέσει αυτήν την κρίσιμη αποστολή της και να αναδειχθεί ο νέος της ρόλος, εκείνο το οποίο απαιτείται πρωτίστως είναι να τεθεί τέλος στην αρνητική παράδοση που την ήθελε χειραγωγημένη και ελεγχόμενη από το αθηναιοκεντρικό κράτος. Που συντηρούσε και αναπαρήγαγε την παραρτηματοποίησή της από τη βούληση της κεντρικής εξουσίας, τροχοπεδούσε και ακύρωνε κάθε πρωτοβουλία της και, μέσα από την οικονομική εξάρτηση, ουσιαστικά της υπαγόρευε αποφάσεις που την κρατούσαν αιχμάλωτη κομματικών και μικροπολιτικών σχεδιασμών. Η μεγάλη ευκαιρία για αυτήν ακριβώς την χειραφέτηση και την απεξάρτηση της Αυτοδιοίκησης παρέχεται με την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση. Στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει να αποτολμηθούν εκείνες οι τομές και οι ρήξεις που θα δώσουν στην Αυτοδιοίκηση τα θεσμικά εχέγγυα τα οποία θα την καταστήσουν το νέο δυναμικό πεδίο για την πολιτική ανασύνταξη και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της Ελλάδας, μέσα από την κινητοποίηση και την ενεργό συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Από την άποψη, λοιπόν, αυτή, η αναθεώρηση του άρθρου 102 του Συντάγματος (που ακριβώς αναφέρεται στην Αυτοδιοίκηση), θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο μακρόπνοο, ολοκληρωμένο και ριζοσπαστικό. Που να υπηρετεί και να εξειδικεύει ένα συνολικότερο όραμα για την Ελλάδα του Αύριο στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, χωρίς να υποκύπτει σε πολιτικούς μικροϋπολογισμούς, εφήμερες σκοπιμότητες και παραλυτικούς συμβιβασμούς. Έτσι ώστε να δώσει στην Αυτοδιοίκηση την εδραία θεσμική βάση που θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της, την πολιτική και διοικητική αυτοτέλειά της και την οικονομική ανεξαρτησία της. Χωρίς οι φορείς της, και ιδιαίτερα οι Δήμοι, να χρειάζονται πια την «εύνοια» κανενός για να επιτελέσουν το πολυσήμαντο έργο τους. Που δεν είναι άλλο από το να υπηρετούν την τοπική κοινωνία στην οποία αναφέρονται, από την οποία εκλέγονται και στην οποία λογοδοτούν. Στην κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, θα πρέπει κατά την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση:
1. Να θεσπιστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση η αποκλειστική αρμοδιότητα της (πρωτοβάθμιας ιδίως) Αυτοδιοίκησης για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων και να αποσαφηνιστεί επακριβώς η έννοια των τοπικών υποθέσεων.
2. Να θεσμοθετηθεί (ενδεχομένως με την πρόβλεψη μιας εύλογης μεταβατικής περιόδου για την εφαρμογή της) η δυνατότητα Τοπικής Φορολογίας, όχι ως «παράθυρο» επιβολής νέων επιπρόσθετων φόρων στους πολίτες, αλλά στο πλαίσιο μιας συνολικότερης ρηξικέλευθης αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, όπου θα είναι απολύτως διακριτοί οι φόροι του κεντρικού κράτους και οι φόροι της Αυτοδιοίκησης.
3. Να καταστεί ακόμη επιτακτικότερη η διάταξη που επιβάλει τη μεταφορά πόρων παράλληλα με τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κράτος στην Αυτοδιοίκηση, με την υποχρέωση η συγκεκριμένη πρόβλεψη να ενσωματώνεται στο νομοθέτημα που ρυθμίζει τη μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπό την αίρεση ακυρότητάς τους σε διαφορετική περίπτωση ή σε περίπτωση καθυστέρησης υλοποίησης της σχετικής δέσμευσης.
4. Να καθιερωθεί και στο Σύνταγμα η πραγματοποίηση τοπικών δημοψηφισμάτων για μείζονος σημασίας τοπικά θέματα, με πρωτοβουλία είτε αυξημένης πλειοψηφίας του Δημοτικού (ή Περιφερειακού) Συμβουλίου, είτε του 1/3 του εκλογικού σώματος του οικείου ΟΤΑ, με την παράλληλη πρόβλεψη ασφαλιστικής δικλείδας πραγματοποίησής τους λ.χ. ένα ανά έτος, ώστε να αποφευχθούν υπερβολές και καταχρήσεις.
5. Να προβλεφθεί διαδικασία ανάκλησης εντολής του Δημάρχου (και του Περιφερειάρχη) και της πλειοψηφίας του Δημοτικού (και του Περιφερειακού) Συμβουλίου, κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης υπογεγραμμένης από αριθμό πολιτών που να αντιστοιχεί στο 50 + 1 % του εκλογικού σώματος και διενέργειας σχετικού δημοψηφίσματος, ώστε να αντιμετωπίζονται ριζικά φαινόμενα ακραίας αθέτησης προεκλογικών δεσμεύσεων ή σκανδαλώδους διαχείρισης των οικονομικών του Δήμου (ή της Περιφέρειας).
Μετά την τραυματική εμπειρία που βίωσε η χώρα από την αποσάθρωση του πολιτικού συστήματος και τη διάλυση του οικονομικού και κοινωνικού της ιστού που επέφερε η κρίση (η οποία προέκυψε ακριβώς εξ αιτίας της προηγηθείσας μεθοδικής κακοποίησης θεσμών, κανόνων και αξιακών κωδίκων κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν του ξεσπάσματός της), μόνον μέσα από μια τέτοια τολμηρή και ριζοσπαστική μεταρρύθμιση μπορεί να σηματοδοτηθεί η αναγκαία αλλαγή πορείας προς την εθνική ανόρθωση. Και το πεδίο της Αυτοδιοίκησης, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που το συνθέτουν, μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί μέσα σε μια τέτοια προοπτική ως η «λυδία λίθος», το «δοκιμαστήριο», επί του οποίου θα κριθεί αν πράγματι υπάρχει πρόθεση η χώρα να βαδίσει δυναμικά μπροστά με νέους θεσμούς και νέα νοοτροπία, ή αν απλώς θα μείνει κολλημένη στο παρελθόν κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή από έναν νέο γύρο υποτροπής της κρίσης. Περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία πρέπει να είναι από εδώ και πέρα η απάντησή μας στην πρόκληση της κρίσης. Και όπως υπογράμμιζε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος («Υποθήκες προς τη φιλελεύθερη παράταξη», περ. «Πολιτικά Θέματα», 9/10/1987), «κατά το μέτρο που έχουμε περισσότερη αυτοδιοίκηση, έχουμε και περισσότερη δημοκρατία».