«Το ότι μπορείς να ανέβεις στην ψηλότερη κορφή ισοδυναμεί με την πραγμάτωση οποιουδήποτε στόχου, όσο υψηλός κι αν είναι…». Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος μπορεί να γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι ρίζες του είναι μεσσηνιακές και συγκεκριμένα από τον Κάμπο Αβίας. Είναι μέλος του Ορειβατικού Συλλόγου Καλαμάτας, εκπαιδευτής χειμερινού βουνού και είναι από τους ανθρώπους που τα έχουν κάνει σχεδόν όλα. Ασχολείται με ορειβασία και αναρριχήσεις σε μεγάλα υψόμετρα, υπερμαραθώνιες αποστάσεις σε ξηρά, θάλασσα και κάθε είδους πεδίο.
Έχει ανέβει στο Έβερεστ, στις Άνδεις, στις Άλπεις, αλλά και σε δεκάδες άλλες ορεινές κορυφές του κόσμου. Επιπλέον, έχει πέντε συμμετοχές στο ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ, τέσσερις αγώνες 100 χιλιομέτρων, δύο 80 χιλιομέτρων, 17 Μαραθώνιους, δέκα κολυμβητικούς διάπλους Τορωναίου κόλπου, 26 χιλιομέτρων, τρεις Μεσσηνιακού 33 χιλιομέτρων και ένα διάπλου Νείλου 18 χιλιομέτρων. Πρόσφατα μίλησε για την εμπειρία του στο Έβερεστ.
Στην κορυφή του κόσμου
Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος μαζί με μια εννεαμελή ομάδα Ελλήνων ορειβατών πετούν από το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για το Νέο Δελχί και από εκεί για το Νεπάλ. Ύστερα από πολλές ώρες πτήσης φτάνουν στην Κατμαντού με διάθεση για περιπέτεια. Η ομάδα θα χωριστεί σε υποομάδες δύο ή τριών ατόμων και η ιστορία της ανάβασης θα ξεκινήσει.
Σε περίπου 60 ημέρες ο Μεσσήνιος ορειβάτης βρίσκεται κυριολεκτικά μια ανάσα από την κορυφή του κόσμου. «Την τελευταία ημέρα περπατούσα αποκαμωμένος. Η παγωνιά μού είχε περονιάσει το σώμα, αλλά το αίμα μου έβραζε καθώς έβλεπα την κορυφή. Το προηγούμενο βράδυ είχα αραιώσει ένα σακουλάκι σκόνης βοδινού μέσα σε νερό, είχα μιλήσει στη γυναίκα μου που βρισκόταν στην κατασκήνωση βάσης, στους πρόποδες του βουνού, και είχα φέρει στο νου μου την οικογένειά μου.
Είχα ανάψει κεράκι στην Παναγία φεύγοντας και ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρω. Έκανα τα τελευταία μέτρα κουρασμένος. Τα πόδια μου, λόγω ατμοσφαιρικής διαφοράς, ίσα-ίσα που πήγαιναν. Το να κάνεις έστω και ένα βήμα στα 8.000 μέτρα υψόμετρο είναι σαν να περπατάς χιλιόμετρα. Πήρα μια μικρή ανάσα και συνέχισα… Όταν έφτασα στην κορυφή, αισθάνθηκα ότι βρέθηκα στη στέγη του Κόσμου. Έβγαλα την ελληνική σημαία και την κάρφωσα στο χιόνι. Έπειτα πήρα τη φωτογραφία του ανθρώπου που με ενέπνευσε για το εγχείρημα αυτό και ο οποίος χάθηκε σε κάποια από τις αναβάσεις προετοιμασίας και την τοποθέτησα δίπλα στη σημαία. Ένιωσα μια απέραντη συγκίνηση και αισθάνθηκα την ανάγκη να κοιτάξω κάτω. Έβγαλα τα γυαλιά και ένιωσα δέος…».