Της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΠΟΥΡΝΑΡΑ
«Μα βρε μπουμπούνα, σε φωτογραφίζουν. Κοίτα τον φακό!». Μάταια η Ιωάννα Παπαντωνίου προσπαθούσε να τιθασεύσει τον μεγαλόσωμο γάτο της, που ήθελε να ακουμπήσει το μουσούδι του στο μάγουλό της, στρέφοντας περιφρονητικά τα νώτα του στον φωτογράφο μας της «Κ». «Αυτός είναι ο Σωθείς μου. Ετσι είναι το όνομά του» μας λέει. Σωθείς; «Από το διασωθείς, βεβαίως. Τραβήξαμε πολλά για να τον κρατήσουμε στη ζωή». Το σπίτι στο Μετς, τακτικό και οργανωμένο: «Χωρίς τάξη, δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, ούτε καν να κουβεντιάσω» τονίζει. Και η αλήθεια είναι ότι μας διηγήθηκε τη ζωή της με ρυθμό και ροή. Με στάσεις, σε μεγάλα κεφάλαια και μικρά περιστατικά, αλλά ποτέ χωρίς χάρη, χιούμορ και ειλικρίνεια.
Εδώ που τα λέμε, η ίδια η Παπαντωνίου είναι ένα κεφάλαιο από μόνη της. Πολύτιμο για την Ελλάδα όχι μόνον για την ενδυματολογία αλλά για το ήθος της. Δώρισε την περιουσία της στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα (ΠΛΙ), αφιέρωσε τη ζωή της στην καταγραφή και ανάδειξη ενός τμήματος της ζώσας παράδοσης, άφησε το στίγμα της στο ελληνικό θέατρο, έκανε φιλίες με ιερά τέρατα όπως ο Κουν, ο Μινωτής και η Παξινού. Βγήκε από ένα παλαιάς κοπής αστικό καλούπι, το οποίο δυστυχώς τείνει να εκλείψει, εξαφανίζοντας τις αξίες που προδιέγραψαν τη δική της πορεία: συναίσθηση του χρέους της κοινωνικής της τάξης προς τον τόπο και την ιστορία του, αγάπη για την ευθύνη, ντομπροσύνη και σεμνότητα.
Αφορμή για τη συνέντευξη είναι η έκθεση με τα νυφικά στο Μουσείο Μπενάκη, αλλά και ένα αφιέρωμα που διοργανώνει η ίδια στο Λονδίνο, αυτή την περίοδο, κατά την οποία παλεύει με νύχια και με δόντια να κρατήσει στη ζωή το ΠΛΙ στο Ναύπλιο, που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Πιάνουμε από την αρχή το νήμα που ύφανε μια ενδιαφέρουσα ζωή. «Tότε, ν’ αρχίσουμε από τον Ηλία Παπαντωνίου, αδελφό του πατέρα μου» προτείνει. «Λάτρευε την όπερα και με έπαιρνε μαζί του στη Λυρική Σκηνή. Ημουν δύο χρόνων όταν είδα την Εύθυμη Χήρα. Στο τέλος της παράστασης, ρώταγα τον θείο ποιοι ήταν αυτοί που έβγαιναν στη σκηνή για χειροκρότημα μετά τους ηθοποιούς. Μου εξηγούσε ο καημένος υπομονετικά, ότι ο ένας ήταν ο μαέστρος, ο άλλος έκανε τα σκηνικά, ο άλλος τα κοστούμια. Αυτό ήταν! Δήλωσα τότε ότι όταν μεγαλώσω θα κάνω ρούχα.
Η μητέρα μου ήταν το γένος Ηλιοπούλου, οικογένεια επιχειρηματική. Ο πατέρας μου ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ανωνύμου Εταιρείας Κονσερβών “Κύκνος”. Μας βρήκε ο Πόλεμος στην Αθήνα, σε ένα σπίτι της Πλατείας Βικτωρίας. Θυμάμαι τον πατέρα μου να βάζει ξόβεργες για να πιάνει σπουργίτια να φάμε. Κι εγώ με τη μάνα μου κλαίγαμε που τα σκότωνε και δεν τα αγγίζαμε. Η χειρότερη περίοδος ήταν όταν οι αντάρτες σκότωσαν τον πατέρα μου στον Εμφύλιο. Κάποιος διέδωσε ότι είχαμε κρυμμένες λίρες στο σπίτι. Ηρθαν οι Αριστεροί ξηλώσαν τις ταπετσαρίες, έβγαλαν τα πατώματα, διέλυσαν τη σόμπα. Δεν βρήκαν τίποτα και τον πήραν μαζί τους. Τον βασάνισαν και τον σκότωσαν. Η μάνα μου τον έψαχνε σε όλα τα στρατόπεδα. Μας τον γύρισαν μέσα σε ένα φέρετρο. Η ψυχική της υγεία κλονίστηκε. Η στάση της προς εμένα έγινε τόσο υπερπροστατευτική που από τότε νομίζω ότι απέκτησα μια δυσανεξία στις έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις. Παρά το βίωμα αυτό πάντως, δεν παθιάστηκα ποτέ με τα πολιτικά. Ούτε καν ψηφίζω. Από την άλλη απέκτησα απέχθεια για τα χρήματα, πήρα νωρίς την απόφαση να δωρίσω όλη μου την περιουσία σε ένα ίδρυμα που θα φέρει το όνομά του και να ζήσω με ελάχιστα μέσα».
Κάνουμε μια μικρή παύση, με κερνάει ένα γλυκό. «Στα 18 μου, η μάνα μου με έστειλε στην Αγγλία, σε ένα Finishing School που σε μάθαινε πώς να γίνεις κυρία και καλή σύζυγος. Σαχλαμάρες δηλαδή: ιππασία, τένις, πώς να πίνεις τσάι και να στρώνεις το τραπέζι. Μόλις γύρισα στην Ελλάδα, μου έκαναν συνεχώς προξενιά. Παντρεύτηκα έναν καλό άνθρωπο αλλά δεν ταιριάξαμε. Ετσι, στα 30 μου βρέθηκα χωρισμένη και απελευθερωμένη να κάνω επιτέλους αυτό που ήθελα. Ξαναγύρισα στην Αγγλία και σπούδασα σκηνογράφος. Αρίστευσα. Εζησα στο υπέροχο Swinging London της δεκαετίας του ’60».
Η πρώτη γυναίκα σκηνογράφος σε Εθνικό - Επίδαυρο
Η Παπαντωνίου επιστρέφει στην Αθήνα με στόχο να κάνει το Ιδρυμα στο Ναύπλιο αλλά και να δουλέψει στο θέατρο. Την εμπιστεύτηκε ο Αλέξης Σολομός στον «Κοριό» του Μαγιακόφσκι. «Με το ντεμπούτο, άνοιξαν όλες οι πόρτες. Ημουν η πρώτη γυναίκα σκηνογράφος στο Εθνικό και η πρώτη που πήγα στην Επίδαυρο. Γνώρισα από κοντά όλους τους μεγάλους, την Παξινού, τον Μινωτή, τον Κουν.
Και αν μου επιτρέπεται να πω κάτι, είναι ότι επιβλήθηκα στον χώρο με πολύ σκληρή δουλειά. Το ένδυμα στο θέατρο είναι το παν: η ατμόσφαιρα του συγγραφέα, το πετσί του ρόλου, η εποχή. Οταν με κάλεσαν να διδάξω ενδυματολογία στο ελληνικό πανεπιστήμιο, είχα φοιτητές που δεν ενδιαφέρονταν και είχαν εισαχθεί διότι ήταν μια σχολή με χαμηλή βάση. Αποκαλούσαν τη σκηνή πίστα, λες και μιλούσαμε για μπουζούκια. Κάποια στιγμή, δεν άντεξα. Παραιτήθηκα...».
Το ΠΛΙ είναι μια κιβωτός που στέγασε τη γνώση που συσσώρευσε η Παπαντωνίου με επιτόπιες επισκέψεις σε όλη την επικράτεια. Με το Λύκειο των Ελληνίδων πήγαν σε δεκάδες χωριά από το 1956 ώς το 1974. «Μα τι υπέροχη χώρα ήταν! Και με ανθρώπους καταπληκτικούς, μέσα στη στέρηση αλλά και την ανθρωπιά. Οπως έλεγε και ο Τσαρούχης, όταν συνειδητοποίησε τι χάθηκε με τα χρόνια “Ζω με την ανάμνηση της Ελλάδας”. Νομίζω ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ολέθριος, παγιώνοντας νέα καταστροφικά ήθη» λέει.
Κίνδυνος να μη τα βγάλουμε πέρα
«Εβαλα την ψυχή μου και την περιουσία μου στο Ιδρυμα, το οποίο στήσαμε με τον Στέλιο Παπαδόπουλο. Σήμερα, κινδυνεύουμε να μην τα βγάλουμε πέρα». Τολμάω να την ρωτήσω για τη συγγένειά της με τη Γεωργία Σαμαρά, τη σύζυγο του πρωθυπουργού. «Είναι η αγαπημένη μου ανιψιά, ένα πλάσμα καταπληκτικό αλλά προς Θεού, δεν θέλω να ανακατεύεται ο πρωθυπουργός στις υποθέσεις μου. Του το απαγόρευσα.
Κάπως έτσι την “πάτησε” και το Μουσείο Μπενάκη με τον Παύλο Γερουλάνο, που όλοι νόμιζαν ότι θα το ευνοούσε, ενώ τελικά το Μπενάκη βρέθηκε σε μια δίνη οικονομικών προβλημάτων. Αντιθέτως, με στενοχωρεί που η ίδια η κοινωνία του Ναυπλίου δεν το έχει στηρίξει τόσο όσο θα έπρεπε. Αυτή είναι και η πικρία μου. Ούτε εθελοντές δεν μπορούμε να βρούμε, ας μη μιλήσουμε για χρηματοδότες. Το χειρότερο ξέρετε ποιο είναι; Οτι αυτή η σημερινή ανασφάλεια δεν με αφήνει να παραιτηθώ από το μουσείο. Και έχει φτάσει η ώρα μου να φύγω. Πρέπει να ξέρεις πότε αποχωρείς...».
Η έκθεση «Νύφες. Παράδοση και Μόδα στην Ελλάδα» θα διαρκέσει έως τις 13 Μαρτίου, στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς).
Επίσης, η έκθεση «Patters of Magnificence» στο Hellenic Centre του Λονδίνου ξεκίνησε στις 4 Φεβρουαρίου και θα διαρκέσει έως τις 2 Μαρτίου.