Του Νίκου Ζέρβα
Πολιτικού Επιστήμονα Πανεπιστημίου Αθηνών
Κάθε πολίτης, βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος, απολαμβάνει θεμελιώδεις ελευθερίες, οι οποίες αποτυπώνονται στα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά μας δικαιώματα. Τα μεν ατομικά, δομημένα πάνω στις αξίες της ζωής, της τιμής, της ασφάλειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αποτρέπουν το κράτος και κάθε άλλον πολίτη να παρεμβαίνουν στον ιδιωτικό βίο του καθενός μας. Τα δε κοινωνικά θεμελιώνουν τις αξιώσεις όλων απέναντι στην πολιτεία, στις πολιτικές και δημόσιες αρχές του τόπου μας, προκειμένου αυτές να μας παράσχουν καθετί που θα μας εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Τέλος, τα πολιτικά μας δικαιώματα επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων στα δημόσια δρώμενα της χώρας, καθώς απορρέουν από την καταστατική αρχή της φιλελεύθερης, πολυαρχικής και αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, εκείνη της λαϊκής κυριαρχίας.
Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο λίθο για τα πολιτικά μας δικαιώματα, τα δικαιώματα τόσο του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όσο και του διορισμού κάποιου σε μια δημόσια υπηρεσία, με θεμιτά πάντοτε μέσα και αξιοκρατικά κριτήρια. Γι’ αυτόν τον λόγο, η τρίτη κατηγορία των δικαιωμάτων που απολαμβάνουμε, διακρίνεται από έναν ενεργητικό χαρακτήρα, αφού η ενάσκησή τους παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να συμμετάσχει, αμέσως ή εμμέσως, στην πολιτική ζωή του τόπου. Αυτή είναι, άλλωστε, και η ουσιώδης διαφορά της λαϊκής κυριαρχίας, όπως αυτή αναδείχθηκε κατά τη Δεύτερη Γαλλική Επανάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα, εν συγκρίσει με την εθνική κυριαρχία της Αμερικανικής Επανάστασης, επτά (7) δεκαετίες νωρίτερα, όπου το Έθνος δεν το αντιπροσώπευε το σύνολο του λαού, αλλά μια μικρή ομάδα που εκπροσωπούσε τη βούλησή του, και με την ψήφο να χαρακτηρίζεται από αυστηρά τιμηματικά κριτήρια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές στην πατρίδα μας, ως απόρροια της ανωτέρω αρχής, διεξάγονται με άμεση, μυστική και προπαντός ελεύθερη και καθολική ψηφοφορία, και με σταυρό προτίμησης. Οι δε ευρωπαϊκές, ενώ παραδοσιακά διακρίνονταν από την «κλειστή λίστα» υποψηφίων, από τη σειρά προτίμησης δηλαδή στην οποία τοποθετούνται οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές από τα όργανα και τις ηγεσίες κάθε κόμματος, και αυτές τον προσεχή Μάιο θα πραγματοποιηθούν με σταυρό. Με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, κάθε Έλληνας πολίτης θα έχει στο εξής τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος εκείνους που επιθυμεί να τον εκπροσωπούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων συνυποψηφίων τους, με αποτέλεσμα να αποτυπώνεται πληρέστερα η λαϊκή βούληση, αλλά και να διευρύνεται περαιτέρω και η νομιμοποίηση των επόμενων αντιπροσώπων μας στις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, παρά τα ομολογουμένως θετικά προεκτεθέντα στοιχεία, σε συνδυασμό μάλιστα και με το υπέρτατο διακύβευμα των επερχόμενων ευρωεκλογών, σχετικό με τη μελλοντική πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η διαδικασία του σταυρού αμφισβητήθηκε και επικρίθηκε έντονα. Συγκεκριμένα, η πρώτη τάξει εν ενεργεία ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας -και αν όχι απολύτως επιτυχημένη, τουλάχιστον πρωτοπόρος στην μεταρρυθμιστική της προσπάθεια για την παιδεία της χώρας, πρώην υπουργός-, πριν από λίγες εβδομάδες εξέφρασε δημοσίως τις αντιρρήσεις, και συνάμα την πικρία της για την υιοθέτηση του σταυρού προτίμησης στις ευρωεκλογές. Για την υπεράσπιση των θέσεών της, τόνισε πως η λίστα των υποψηφίων εξακολουθεί να «αποτελεί την ορθότερη επιλογή, αφού οι κομματικοί σχηματισμοί γνωρίζουν τις ανάγκες που υπάρχουν», ενώ με τον πανελλαδικό σταυρό πρόσθεσε «θα επικρατήσουν είτε δημόσια πρόσωπα, είτε sui generis προσωπικότητες».
Για να είμεθα ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, τα επιχειρήματά της είναι βάσιμα. Όντως η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών αγνοεί το ρόλο που διαδραματίζει το Ευρωκοινοβούλιο στο κοινοτικό γίγνεσθαι, τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ειδικά μετά το 2009, από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, καθώς και την αποκλειστική αρμοδιότητα της εκλογής του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γι’ αυτό και διαχρονικά οι ευρωεκλογές στη χώρα μας διακρίνονται από τα σύνδρομα της χαλαρής ψήφου και της αποχής. Παράλληλα, η επιρροή προβεβλημένων από τα ΜΜΕ προσωπικοτήτων στη συνείδηση του λαού μας είναι τεράστια, κάτι που αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι στα ευρωψηφοδέλτια των πολιτικών κομμάτων, μεταξύ άλλων καταλαμβάνουν θέσεις πρωταθλητές, παρουσιαστές, λαϊκοί αοιδοί, συγγραφείς και μια νέα κατηγορία, ’’αντιμνημονιακοί’’ ως επί το πλείστον καθηγητές, που αντί για τα αμφιθέατρα, ολημερίς και ολονυκτίως πιάνουν στασίδι σε πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών.
Πάντως, παρά την ορθότητα των επιχειρημάτων της, η εν λόγω ευρωβουλευτής παραλείπει να αναφέρει την μέχρι σήμερα διαδικασία κατάρτισης των συνδυασμών. Ενώ στα καταστατικά των περισσοτέρων κοινοβουλευτικών κομμάτων προβλέπονται ανοικτές διαδικασίες και συλλογικές αποφάσεις, οι υποψήφιοι για τις εκάστοτε εκλογές, της κεντρικής πολιτικής σκηνής ή και περιφερειακές, επιλέγονται αποκλειστικά από τον αρχηγό και τους στενούς του συνεργάτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είτε για την έναρξη ή συνέχιση της πολιτικής καριέρας κάποιων -έχοντας πρωταγωνιστική παρουσία στις κομματικές νεολαίες-, είτε για την αποκατάσταση ενδοκομματικών ισορροπιών, στις Βρυξέλλες μας αντιπροσωπεύουν, κατά κύριο λόγο, άνθρωποι της αυλής του εκάστοτε προέδρου, δίχως να διακρίνονται από τα απαραίτητα προσόντα, αλλά και τις αξίες για την κατάληψη του συγκεκριμένου αξιώματος.
Όσον αφορά δε τον κίνδυνο εκλογής από τους ίδιους τους ψηφοφόρους αντίστοιχες προσωπικότητες, μόνο και μόνο εξαιτίας της τηλεοπτικής τους προβολής, ας εμπιστευθούμε τουλάχιστον την κρίση των Ελλήνων πολιτών, που έχοντας αντιμετωπίσει, ως επί το πλείστον, με ψυχραιμία την τρέχουσα δημοσιονομική συγκυρία, και διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος, μπορούν να επιλέξουν τους «αρίστους», εκείνους που με τις εμπειρίες και τις γνώσεις, τη συνέπεια και τη φερεγγυότητά τους θα μας εκπροσωπήσουν επάξια από το ύψιστο αυτό αξίωμα.
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι η νέα μέθοδος ανάδειξης των ευρω-αντιπροσώπων μας, όπως και κάθε άλλη καινοτόμα κίνηση που επιτάσσουν οι καιροί μας, θα συνεχίσει να προκαλεί αντιδράσεις της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης. Η ανωτέρω δεν είναι η μόνη στην παρέα των αντιδρώντων. Τουλάχιστον εξέφρασε τον προβληματισμό της με σαφή επιχειρήματα. Άλλοι δυστυχώς, αντί να γίνουν μέτοχοι και συμπαραστάτες της προσπάθειας για ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση και συνεννόηση, διαρρηγνύουν δια του τύπου τα ιμάτιά τους, διότι τάχα «η Νέα Δημοκρατία εγκατέλειψε την Πελοπόννησο», επειδή απολύτως ορθά -και μαθαίνοντας και η ηγεσία της από τα λάθη του παρελθόντος- αποφάσισε να στηρίξει στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές τον πλέον επιτυχημένο, αφοσιωμένο στο έργο του και συνεχιστή του οράματος για μια «Νέα Πελοπόννησο», τον νυν Περιφερειάρχη. Τα ίδια και στο Άργος, όπου η ’’καρεκλολαγνεία’’ τέως δημοτικών αρχόντων και ηττημένων σε δύο (2) και τρεις (3) αναμετρήσεις πολιτευτών, τους οδηγεί στο αντάρτικο, έναντι του σημερινού, εξαιρετικά αποτελεσματικού στα καθήκοντά του, δημάρχου.
Επειδή τα επιπλέον λόγια είναι περιττά, ας συνεχίσουν να διαμαρτύρονται, αφού δυσκολεύονται να συμμεριστούν πως το πλήρωμα του χρόνου φέρνει και την πολιτική συνταξιοδότηση. Τουλάχιστον όμως, ας γνωρίσουν αυτά που διδάσκει ο σπουδαίος Γερμανός πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος, Max Weber, πως ο πολιτικός οφείλει να ζει για την πολιτική, να έχει δηλαδή η ζωή του νόημα όταν υπηρετεί με ελευθερία πνεύματος, με τη δέουσα σοβαρότητα και με ειλικρινή αφοσίωση μια υπόθεση, εκπροσωπώντας το λαό του, και επ’ ουδενί να ζει από την πολιτική, αντιλαμβανόμενός την ως μια μόνιμη πηγή φήμης, δόξας και χρήματος (*1).
(*1) Weber Max, Η πολιτική ως επάγγελμα, β’ έκδοση, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1987, σελ. 105
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών
Κάθε πολίτης, βάσει του Συντάγματος της Ελλάδος, απολαμβάνει θεμελιώδεις ελευθερίες, οι οποίες αποτυπώνονται στα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά μας δικαιώματα. Τα μεν ατομικά, δομημένα πάνω στις αξίες της ζωής, της τιμής, της ασφάλειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, αποτρέπουν το κράτος και κάθε άλλον πολίτη να παρεμβαίνουν στον ιδιωτικό βίο του καθενός μας. Τα δε κοινωνικά θεμελιώνουν τις αξιώσεις όλων απέναντι στην πολιτεία, στις πολιτικές και δημόσιες αρχές του τόπου μας, προκειμένου αυτές να μας παράσχουν καθετί που θα μας εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Τέλος, τα πολιτικά μας δικαιώματα επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων στα δημόσια δρώμενα της χώρας, καθώς απορρέουν από την καταστατική αρχή της φιλελεύθερης, πολυαρχικής και αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, εκείνη της λαϊκής κυριαρχίας.
Η λαϊκή κυριαρχία αποτελεί το θεμέλιο λίθο για τα πολιτικά μας δικαιώματα, τα δικαιώματα τόσο του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όσο και του διορισμού κάποιου σε μια δημόσια υπηρεσία, με θεμιτά πάντοτε μέσα και αξιοκρατικά κριτήρια. Γι’ αυτόν τον λόγο, η τρίτη κατηγορία των δικαιωμάτων που απολαμβάνουμε, διακρίνεται από έναν ενεργητικό χαρακτήρα, αφού η ενάσκησή τους παρέχει τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να συμμετάσχει, αμέσως ή εμμέσως, στην πολιτική ζωή του τόπου. Αυτή είναι, άλλωστε, και η ουσιώδης διαφορά της λαϊκής κυριαρχίας, όπως αυτή αναδείχθηκε κατά τη Δεύτερη Γαλλική Επανάσταση στα μέσα του 19ου αιώνα, εν συγκρίσει με την εθνική κυριαρχία της Αμερικανικής Επανάστασης, επτά (7) δεκαετίες νωρίτερα, όπου το Έθνος δεν το αντιπροσώπευε το σύνολο του λαού, αλλά μια μικρή ομάδα που εκπροσωπούσε τη βούλησή του, και με την ψήφο να χαρακτηρίζεται από αυστηρά τιμηματικά κριτήρια.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογές στην πατρίδα μας, ως απόρροια της ανωτέρω αρχής, διεξάγονται με άμεση, μυστική και προπαντός ελεύθερη και καθολική ψηφοφορία, και με σταυρό προτίμησης. Οι δε ευρωπαϊκές, ενώ παραδοσιακά διακρίνονταν από την «κλειστή λίστα» υποψηφίων, από τη σειρά προτίμησης δηλαδή στην οποία τοποθετούνται οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές από τα όργανα και τις ηγεσίες κάθε κόμματος, και αυτές τον προσεχή Μάιο θα πραγματοποιηθούν με σταυρό. Με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, κάθε Έλληνας πολίτης θα έχει στο εξής τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος εκείνους που επιθυμεί να τον εκπροσωπούν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μεταξύ άλλων συνυποψηφίων τους, με αποτέλεσμα να αποτυπώνεται πληρέστερα η λαϊκή βούληση, αλλά και να διευρύνεται περαιτέρω και η νομιμοποίηση των επόμενων αντιπροσώπων μας στις Βρυξέλλες.
Ωστόσο, παρά τα ομολογουμένως θετικά προεκτεθέντα στοιχεία, σε συνδυασμό μάλιστα και με το υπέρτατο διακύβευμα των επερχόμενων ευρωεκλογών, σχετικό με τη μελλοντική πορεία του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η διαδικασία του σταυρού αμφισβητήθηκε και επικρίθηκε έντονα. Συγκεκριμένα, η πρώτη τάξει εν ενεργεία ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας -και αν όχι απολύτως επιτυχημένη, τουλάχιστον πρωτοπόρος στην μεταρρυθμιστική της προσπάθεια για την παιδεία της χώρας, πρώην υπουργός-, πριν από λίγες εβδομάδες εξέφρασε δημοσίως τις αντιρρήσεις, και συνάμα την πικρία της για την υιοθέτηση του σταυρού προτίμησης στις ευρωεκλογές. Για την υπεράσπιση των θέσεών της, τόνισε πως η λίστα των υποψηφίων εξακολουθεί να «αποτελεί την ορθότερη επιλογή, αφού οι κομματικοί σχηματισμοί γνωρίζουν τις ανάγκες που υπάρχουν», ενώ με τον πανελλαδικό σταυρό πρόσθεσε «θα επικρατήσουν είτε δημόσια πρόσωπα, είτε sui generis προσωπικότητες».
Για να είμεθα ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, τα επιχειρήματά της είναι βάσιμα. Όντως η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών αγνοεί το ρόλο που διαδραματίζει το Ευρωκοινοβούλιο στο κοινοτικό γίγνεσθαι, τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και τον κοινοτικό προϋπολογισμό, ειδικά μετά το 2009, από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, καθώς και την αποκλειστική αρμοδιότητα της εκλογής του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γι’ αυτό και διαχρονικά οι ευρωεκλογές στη χώρα μας διακρίνονται από τα σύνδρομα της χαλαρής ψήφου και της αποχής. Παράλληλα, η επιρροή προβεβλημένων από τα ΜΜΕ προσωπικοτήτων στη συνείδηση του λαού μας είναι τεράστια, κάτι που αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι στα ευρωψηφοδέλτια των πολιτικών κομμάτων, μεταξύ άλλων καταλαμβάνουν θέσεις πρωταθλητές, παρουσιαστές, λαϊκοί αοιδοί, συγγραφείς και μια νέα κατηγορία, ’’αντιμνημονιακοί’’ ως επί το πλείστον καθηγητές, που αντί για τα αμφιθέατρα, ολημερίς και ολονυκτίως πιάνουν στασίδι σε πάνελ τηλεοπτικών εκπομπών.
Πάντως, παρά την ορθότητα των επιχειρημάτων της, η εν λόγω ευρωβουλευτής παραλείπει να αναφέρει την μέχρι σήμερα διαδικασία κατάρτισης των συνδυασμών. Ενώ στα καταστατικά των περισσοτέρων κοινοβουλευτικών κομμάτων προβλέπονται ανοικτές διαδικασίες και συλλογικές αποφάσεις, οι υποψήφιοι για τις εκάστοτε εκλογές, της κεντρικής πολιτικής σκηνής ή και περιφερειακές, επιλέγονται αποκλειστικά από τον αρχηγό και τους στενούς του συνεργάτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, είτε για την έναρξη ή συνέχιση της πολιτικής καριέρας κάποιων -έχοντας πρωταγωνιστική παρουσία στις κομματικές νεολαίες-, είτε για την αποκατάσταση ενδοκομματικών ισορροπιών, στις Βρυξέλλες μας αντιπροσωπεύουν, κατά κύριο λόγο, άνθρωποι της αυλής του εκάστοτε προέδρου, δίχως να διακρίνονται από τα απαραίτητα προσόντα, αλλά και τις αξίες για την κατάληψη του συγκεκριμένου αξιώματος.
Όσον αφορά δε τον κίνδυνο εκλογής από τους ίδιους τους ψηφοφόρους αντίστοιχες προσωπικότητες, μόνο και μόνο εξαιτίας της τηλεοπτικής τους προβολής, ας εμπιστευθούμε τουλάχιστον την κρίση των Ελλήνων πολιτών, που έχοντας αντιμετωπίσει, ως επί το πλείστον, με ψυχραιμία την τρέχουσα δημοσιονομική συγκυρία, και διδασκόμενοι από τα λάθη του παρελθόντος, μπορούν να επιλέξουν τους «αρίστους», εκείνους που με τις εμπειρίες και τις γνώσεις, τη συνέπεια και τη φερεγγυότητά τους θα μας εκπροσωπήσουν επάξια από το ύψιστο αυτό αξίωμα.
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι η νέα μέθοδος ανάδειξης των ευρω-αντιπροσώπων μας, όπως και κάθε άλλη καινοτόμα κίνηση που επιτάσσουν οι καιροί μας, θα συνεχίσει να προκαλεί αντιδράσεις της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης. Η ανωτέρω δεν είναι η μόνη στην παρέα των αντιδρώντων. Τουλάχιστον εξέφρασε τον προβληματισμό της με σαφή επιχειρήματα. Άλλοι δυστυχώς, αντί να γίνουν μέτοχοι και συμπαραστάτες της προσπάθειας για ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συναίνεση και συνεννόηση, διαρρηγνύουν δια του τύπου τα ιμάτιά τους, διότι τάχα «η Νέα Δημοκρατία εγκατέλειψε την Πελοπόννησο», επειδή απολύτως ορθά -και μαθαίνοντας και η ηγεσία της από τα λάθη του παρελθόντος- αποφάσισε να στηρίξει στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές τον πλέον επιτυχημένο, αφοσιωμένο στο έργο του και συνεχιστή του οράματος για μια «Νέα Πελοπόννησο», τον νυν Περιφερειάρχη. Τα ίδια και στο Άργος, όπου η ’’καρεκλολαγνεία’’ τέως δημοτικών αρχόντων και ηττημένων σε δύο (2) και τρεις (3) αναμετρήσεις πολιτευτών, τους οδηγεί στο αντάρτικο, έναντι του σημερινού, εξαιρετικά αποτελεσματικού στα καθήκοντά του, δημάρχου.
Επειδή τα επιπλέον λόγια είναι περιττά, ας συνεχίσουν να διαμαρτύρονται, αφού δυσκολεύονται να συμμεριστούν πως το πλήρωμα του χρόνου φέρνει και την πολιτική συνταξιοδότηση. Τουλάχιστον όμως, ας γνωρίσουν αυτά που διδάσκει ο σπουδαίος Γερμανός πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος, Max Weber, πως ο πολιτικός οφείλει να ζει για την πολιτική, να έχει δηλαδή η ζωή του νόημα όταν υπηρετεί με ελευθερία πνεύματος, με τη δέουσα σοβαρότητα και με ειλικρινή αφοσίωση μια υπόθεση, εκπροσωπώντας το λαό του, και επ’ ουδενί να ζει από την πολιτική, αντιλαμβανόμενός την ως μια μόνιμη πηγή φήμης, δόξας και χρήματος (*1).
(*1) Weber Max, Η πολιτική ως επάγγελμα, β’ έκδοση, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1987, σελ. 105
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών