Του Δημήτρη Κρίγγου
υπ.Δημοτικού Συμβούλου
Δήμου Άργους Μυκηνών
Ο αείμνηστος Παναγιώτης Φωτέας (ένας από τους σημαντικότερους, αλλά δυστυχώς άγνωστους στο ευρύ κοινό, στοχαστές του σύγχρονου Ελληνισμού), αναφερόμενος στην Ελληνική κοινοτική παράδοση, τη χαρακτήριζε ως την ιστορική απόδειξη της «επιβιωτικής ιδιοφυΐας» του έθνους. Με αυτήν την καίρια στην «πυκνότητά» της διατύπωση, συνόψιζε στην ουσία κατά τρόπο επιγραμματικό ένα από τα πολυτιμότερα διδάγματα της πολυαίωνης Ελληνικής ιστορίας. Ότι, δηλαδή, η Ελληνική πολιτική παράδοση είναι κατ’ εξοχήν κοινοτική και ότι ο κοινοτικός θεσμός απετέλεσε για τον Ελληνισμό τον ακρογωνιαίο λίθο πάνω στον οποίο οικοδομήθηκαν μεγάλα ιστορικά επιτεύγματα, αλλά και επί του οποίου βασίστηκε η σωτηρία της πατρίδας μας σε δύσκολες εποχές και χαλεπούς καιρούς.
Πρόκειται για μια μείζονος σημασία διαπίστωση, που αναδύεται ανάγλυφα, ακόμη και από μια στοιχειώδη αναδρομή στην ιστορική πορεία του έθνους μας ανά τους αιώνες. Από την οποία αβίαστα προκύπτει, ότι με αυτή τη θεσμική μορφή αναπτύχθηκαν και διέπρεψαν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη κατά την αρχαιότητα και επιβίωσε ο Ελληνισμός τόσο κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, όσο και κατά την εποχή της Οθωμανικής υποδούλωσης. Και ότι με αυτήν τη θεσμική μορφή, επίσης, αναπτύχθηκαν οι Ελληνικές παροικίες της διασποράς, επιτυγχάνοντας λαμπρές επιδόσεις οικονομικής ευμάρειας, κοινωνικής επιρροής και πολιτιστικής ακτινοβολίας, σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Ρουμανία, και σε πόλεις όπως η Βιέννη και η Βουδαπέστη.
Ακριβώς αυτός ο θεμελιώδης ρόλος της κοινότητας στη διαχρονική διαδρομή του Ελληνισμού, ως ένας θεσμός πολλαπλών δραστηριοτήτων ενταγμένος σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο, επισημαίνεται εμφατικά και τεκμηριώνεται με αδιάσειστα στοιχεία ιστορικά, από τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαο Πανταζόπουλο. Ο οποίος, στο έργο του «Ο Ελληνικός Κοινοτισμός και η Νεοελληνική Κοινοτική Παράδοση», υπογραμμίζει ότι οι αρχές του Ελληνικού Κοινοτισμού, δηλαδή η ισότητα, η αυτάρκεια, η καλή πίστη, η αλληλεγγύη, η διαιτησία, η επιείκεια, και το κοινό συμφέρον, που βρίσκονται σε οργανική σχέση μεταξύ τους και επιδιώκουν διά μέσου της αυτονομίας τη διασφάλιση της ελευθερίας, αποτέλεσαν το αξιακό υπόβαθρο από το οποίο ο Ελληνισμός άντλησε τη δύναμη να μείνει όρθιος μέσα στις αλληλοδιάδοχες ιστορικές θύελλες από τις οποίες διήλθε.
Εν τούτοις, το «Ελληνικό παράδοξο», συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η κοινοτική παράδοση παρά την αποδεδειγμένα σωστική για τον Ελληνισμό επίδρασή της, δεν υποχώρησε εξ αιτίας κάποιας ξένης κατάκτησης, αλλά μέσα από πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν και αποφάσεις που λήφθηκαν μετά την ανεξαρτησία, από το ίδιο το Ελληνικό κράτος. Έτσι, αυτό που δεν κατάφεραν οι ρωμαίοι κυρίαρχοι ή οι οθωμανοί κατακτητές, το επέβαλλαν και το πέτυχαν οι Ελληνικές μετεπαναστατικές διοικήσεις, μετά την εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας στη χώρα. Συγκεκριμένα, με το νόμο περί Δήμων της 27/12/1833, επί Βαυαροκρατίας, αποφασίστηκε η διάλυση των κοινοτήτων και οι νέες διοικητικές μονάδες που τις αντικατέστησαν τέθηκαν κάτω από την εξουσία του κράτους, το οποίο πλέον διόριζε τους ως τότε αιρετούς άρχοντες. Επρόκειτο για μια ρήξη ιστορικών διαστάσεων, η οποία στην πραγματικότητα μετέφερε την ευθύνη για τον έλεγχο των τοπικών ζητημάτων από «τα κάτω» προς «τα επάνω». Και η οποία, ακόμη χειρότερα, έθραυε βίαια τον ως τότε – παρά τις όποιες δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες – ακατάλυτο βαθιά ηθικό δεσμό του Έλληνα με την κοιτότητά του, διαστρέφοντάς τον σ’ έναν ιδιότυπο συντεχνιακό ή οικογενειοκρατικό ατομισμό ως υποκατάστατό του.
Οι πολύπλευρες αρνητικές επιδράσεις αυτής της αυταρχικής ανατροπής της κοινοτικής παράδοσης έγιναν σύντομα ορατές, και προκάλεσαν πολύμορφες στρεβλώσεις στην Ελληνική κοινωνία, αλλά και στη συγκρότηση του νεοπαγούς τότε Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική κοινωνία χάνοντας σταδιακά τους εσωτερικούς συνεκτικούς δεσμούς της κοινότητας, άρχισε να μετατρέπεται σε ένα πεδίο ανταγωνιζόμενων συντεχνιών και αλληλοσυγκρουόμενων ατομικών ή οικογενειακών μικροϋπολογισμών, με έντονη ροπή προς το φατριασμό και τις κάθε είδους περιχαρακώσεις επιμέρους συμφερόντων. Το Ελληνικό κράτος από την άλλη, αρθρωμένο πια σε συγκεντρωτικές δομές, εμφάνισε έντονες τάσεις επεμβατισμού σε κάθε έκφανση της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, ανέπτυξε μηχανισμούς επιβολής ασφυκτικού κεντρικού ελέγχου κάθε δραστηριότητας και σε πολλές περιπτώσεις στράφηκε σε απολυταρχικού χαρακτήρα πρακτικές και συμπεριφορές απέναντι σε κάθε απόπειρα διεκδίκησης αιτημάτων αποκέντρωσης στο περιφερειακό επίπεδο, ή χειραφέτησης και αυτονομίας στο κοινωνικό πεδίο.
Διαβλέποντας έγκαιρα αυτές τις παρενέργειες της «από τα πάνω» κατάλυσης της κοινοτικής παράδοσης στην περαιτέρω θεσμική εξέλιξη και πολιτική-κοινωνική ανάπτυξη της Ελληνικής κοινωνίας, διορατικοί πολιτικοί και διανοούμενοι, όπως ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) και ο Κωνσταντίνος Καραβίδας (1890-1973), με δημόσιες τοποθετήσεις και παρεμβάσεις τους άσκησαν οξεία κριτική στους «εισαγόμενους» θεσμούς που μετά την ανεξαρτησία μεταφυτεύθηκαν στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, και εισηγήθηκαν την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα επανασυνέδεαν την πορεία του τόπου με τη βάναυσα διακοπείσα κοινοτική παράδοση. Ο Ίων Δραγούμης, θεωρώντας την κοινότητα ως βασικό κύτταρο της πολιτειακής οργάνωσης, πρότεινε τη δημιουργία ενός μείζονος Ελληνικού Οργανισμού, στο πλαίσιο του οποίου η κοινότητα θα είχε αποφασιστικές δυνατότητες και αυξημένες αρμοδιότητες για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων της συλλογικής ζωής και της καθημερινότητας του πολίτη. Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας από τη δική του πλευρά, θεωρώντας την κοινότητα ως ένα οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο αντίστοιχο προς την ιδιομορφία του Ελλαδικού χώρου, πρότεινε την εγκαθίδρυση κοινοτικών θεσμών, που με βάση τη συνεργασία θα διασφάλιζαν την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, και θα επέτρεπαν τη διαμόρφωση ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος στηριγμένου σε μια συμμετοχική οργάνωση.
Οι απόψεις αυτές, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μπορεί να έχει κανείς προς βασικές παραδοχές τους ή επιμέρους πτυχές τους, συγκροτούν έναν ενδιαφέροντα αντίλογο εν σχέση προς τις παραμορφώσεις και τις δυσπλασίες που επέφερε στη θεσμική και κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της χώρας η άκριτη και χωρίς προσεχτική επεξεργασία εναλλακτικών λύσεων κατάλυση της κοινοτικής παράδοσης. Όταν, μάλιστα, πρωτοδιατυπώθηκαν γονιμοποίησαν έναν ευρύτατο δημόσιο διάλογο, που οδήγησε μέσα από το νόμο ΔΝΖ/1912, της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια απόπειρα αποκατάστασης της κοινότητας ως διοικητικής μονάδας του Ελληνικού κράτους. Ωστόσο, το ρήγμα που είχε προηγηθεί στην κοινοτική παράδοση αποδείχθηκε στην πράξη ανεπανόρθωτο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Ελληνικού κράτους όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά γιγαντώθηκε. Η κοινοτική παράδοση περιθωριοποιήθηκε και οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί ατρόφησαν και μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε ιμάντες επιβολής στην περιφέρεια της «σιδηράς βούλησης» του συγκεντρωτικού κεντρικού κράτους.
Σήμερα, ωστόσο, που η πατρίδα μας βρίσκεται στη δίνη μιας από κάθε πλευράς σαρωτικής κρίσης, αναζητώντας λύσεις σε πιεστικά προβλήματα και επείγοντα ζητήματα, η αναστροφή με την Ελληνική κοινοτική παράδοση και τις αξίες του Ελληνικού κοινοτισμού, μπορεί να αποδειχθεί από πολλές απόψεις εποικοδομητική. Η εξάντληση των ορίων του κρατισμού, όπως διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε στη χώρα μας, οι διαπιστωμένες αδυναμίες της συγκεντρωτικά δομημένης κρατικής διοίκησης να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και η κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης του πολιτικού μας συστήματος, που διαρκώς επιτείνεται σε ολοένα και αυξανόμενα στρώματα της κοινωνίας μας, εγείρουν θέματα για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των οποίων κάθε συνεισφορά ιδεών θα πρέπει να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Και η κοινοτική παράδοση, καθώς και οι αξίες του Ελληνικού κοινοτισμού, μπορούν στην κατεύθυνση αυτή να αποδειχθούν πολύτιμες για την άντληση χρήσιμων υποδειγμάτων.
Από μια τέτοια διαδικασία, ιδιαίτερα ωφελημένη μπορεί να εξέλθει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η οποία μπορεί να βρει μέσα από τον πλούτο της κοινοτικής μας παράδοσης και τις αρχές του Ελληνικού κοινοτισμού, στέρεα σημεία αναφοράς πάνω στα οποία να οικοδομήσει τη δική της ανάδειξη σε έναν από τους βασικούς πυλώνες της αναγκαίας δημοκρατικής ανασυγκρότησης της πατρίδας μας μετά την κρίση. Η χειραφέτηση και η αυτονομία, συστατικά στοιχεία της κοινοτικής μας παράδοσης, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την ανάδειξη των Δήμων στο σύγχρονο θεσμικό περιβάλλον της μεταβιομηχανικής εποχής, σε – απαλλαγμένους από παραλυτικές εξαρτήσεις από το κεντρικό κράτος – πόλους προώθησης της πολύπλευρης ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας. Ο ενεργά συμμετοχικός χαρακτήρας των κοινοτικών διαδικασιών, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει «πυξίδα» ενθάρρυνσης της συμμετοχής του πολίτη-δημότη στις διεργασίες λήψης των αποφάσεων που τον αφορούν. Η εν ευρεία εννοία πολιτιστική λειτουργία της κοινότητας, είναι ένα πολύτιμο παράδειγμα για το πώς ο Δήμος μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό συντελεστή της πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής αρμοδιότητάς του. Και η έμπρακτη αλληλεγγύη, που συνιστά αναπόσπαστο γνώρισμα της Ελληνικής κοινότητας, είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα ιστορικά επιτυχημένο μοντέλο στο οποίο μπορούν να χτίσουν οι Δήμοι ένα σύγχρονο Κοινωνικό Ιστό Ασφάλειας όσων έχουν ανάγκη στήριξης και προστασίας.
Μια τέτοια εποικοδομητική προσέγγιση της κοινοτικής μας παράδοσης και των αξιών του Ελληνικού κοινοτισμού, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προβληματισμού για το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη συνολικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης της πατρίδας μας μετά την κρίση, δεν αποτελεί ένα κήρυγμα άγονου «επιστροφισμού» σε δομές και αξίες του παρελθόντος. Αποτελεί, αντίθετα, ένα δημιουργικό «ερέθισμα» διαλόγου με επιτυχώς δοκιμασμένες «απαντήσεις» που δόθηκαν σε προηγούμενες προκλήσεις, για την άντληση από αυτές όχι προκατασκευασμένων συνταγών, αλλά χρήσιμων διδαγμάτων. Που με τον κατάλληλο εμπλουτισμό και την αναγκαία επικαιροποίηση μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση των ζωτικά επειγουσών σύγχρονων λύσεων για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας μας. Ώστε η Ελλάδα, μετά την κρίση, να είναι πραγματικά μια χώρα συμφιλιωμένη με το παρελθόν της και γεμάτη αυτοπεποίθηση για το μέλλον της. Με σεβασμό στην παράδοσή της και αισιοδοξία για την προοπτική της.
Πρόκειται για μια μείζονος σημασία διαπίστωση, που αναδύεται ανάγλυφα, ακόμη και από μια στοιχειώδη αναδρομή στην ιστορική πορεία του έθνους μας ανά τους αιώνες. Από την οποία αβίαστα προκύπτει, ότι με αυτή τη θεσμική μορφή αναπτύχθηκαν και διέπρεψαν οι Ελληνικές πόλεις-κράτη κατά την αρχαιότητα και επιβίωσε ο Ελληνισμός τόσο κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, όσο και κατά την εποχή της Οθωμανικής υποδούλωσης. Και ότι με αυτήν τη θεσμική μορφή, επίσης, αναπτύχθηκαν οι Ελληνικές παροικίες της διασποράς, επιτυγχάνοντας λαμπρές επιδόσεις οικονομικής ευμάρειας, κοινωνικής επιρροής και πολιτιστικής ακτινοβολίας, σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Ρουμανία, και σε πόλεις όπως η Βιέννη και η Βουδαπέστη.
Ακριβώς αυτός ο θεμελιώδης ρόλος της κοινότητας στη διαχρονική διαδρομή του Ελληνισμού, ως ένας θεσμός πολλαπλών δραστηριοτήτων ενταγμένος σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο, επισημαίνεται εμφατικά και τεκμηριώνεται με αδιάσειστα στοιχεία ιστορικά, από τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαο Πανταζόπουλο. Ο οποίος, στο έργο του «Ο Ελληνικός Κοινοτισμός και η Νεοελληνική Κοινοτική Παράδοση», υπογραμμίζει ότι οι αρχές του Ελληνικού Κοινοτισμού, δηλαδή η ισότητα, η αυτάρκεια, η καλή πίστη, η αλληλεγγύη, η διαιτησία, η επιείκεια, και το κοινό συμφέρον, που βρίσκονται σε οργανική σχέση μεταξύ τους και επιδιώκουν διά μέσου της αυτονομίας τη διασφάλιση της ελευθερίας, αποτέλεσαν το αξιακό υπόβαθρο από το οποίο ο Ελληνισμός άντλησε τη δύναμη να μείνει όρθιος μέσα στις αλληλοδιάδοχες ιστορικές θύελλες από τις οποίες διήλθε.
Εν τούτοις, το «Ελληνικό παράδοξο», συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η κοινοτική παράδοση παρά την αποδεδειγμένα σωστική για τον Ελληνισμό επίδρασή της, δεν υποχώρησε εξ αιτίας κάποιας ξένης κατάκτησης, αλλά μέσα από πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν και αποφάσεις που λήφθηκαν μετά την ανεξαρτησία, από το ίδιο το Ελληνικό κράτος. Έτσι, αυτό που δεν κατάφεραν οι ρωμαίοι κυρίαρχοι ή οι οθωμανοί κατακτητές, το επέβαλλαν και το πέτυχαν οι Ελληνικές μετεπαναστατικές διοικήσεις, μετά την εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας στη χώρα. Συγκεκριμένα, με το νόμο περί Δήμων της 27/12/1833, επί Βαυαροκρατίας, αποφασίστηκε η διάλυση των κοινοτήτων και οι νέες διοικητικές μονάδες που τις αντικατέστησαν τέθηκαν κάτω από την εξουσία του κράτους, το οποίο πλέον διόριζε τους ως τότε αιρετούς άρχοντες. Επρόκειτο για μια ρήξη ιστορικών διαστάσεων, η οποία στην πραγματικότητα μετέφερε την ευθύνη για τον έλεγχο των τοπικών ζητημάτων από «τα κάτω» προς «τα επάνω». Και η οποία, ακόμη χειρότερα, έθραυε βίαια τον ως τότε – παρά τις όποιες δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες – ακατάλυτο βαθιά ηθικό δεσμό του Έλληνα με την κοιτότητά του, διαστρέφοντάς τον σ’ έναν ιδιότυπο συντεχνιακό ή οικογενειοκρατικό ατομισμό ως υποκατάστατό του.
Οι πολύπλευρες αρνητικές επιδράσεις αυτής της αυταρχικής ανατροπής της κοινοτικής παράδοσης έγιναν σύντομα ορατές, και προκάλεσαν πολύμορφες στρεβλώσεις στην Ελληνική κοινωνία, αλλά και στη συγκρότηση του νεοπαγούς τότε Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική κοινωνία χάνοντας σταδιακά τους εσωτερικούς συνεκτικούς δεσμούς της κοινότητας, άρχισε να μετατρέπεται σε ένα πεδίο ανταγωνιζόμενων συντεχνιών και αλληλοσυγκρουόμενων ατομικών ή οικογενειακών μικροϋπολογισμών, με έντονη ροπή προς το φατριασμό και τις κάθε είδους περιχαρακώσεις επιμέρους συμφερόντων. Το Ελληνικό κράτος από την άλλη, αρθρωμένο πια σε συγκεντρωτικές δομές, εμφάνισε έντονες τάσεις επεμβατισμού σε κάθε έκφανση της δημόσιας και κοινωνικής ζωής, ανέπτυξε μηχανισμούς επιβολής ασφυκτικού κεντρικού ελέγχου κάθε δραστηριότητας και σε πολλές περιπτώσεις στράφηκε σε απολυταρχικού χαρακτήρα πρακτικές και συμπεριφορές απέναντι σε κάθε απόπειρα διεκδίκησης αιτημάτων αποκέντρωσης στο περιφερειακό επίπεδο, ή χειραφέτησης και αυτονομίας στο κοινωνικό πεδίο.
Διαβλέποντας έγκαιρα αυτές τις παρενέργειες της «από τα πάνω» κατάλυσης της κοινοτικής παράδοσης στην περαιτέρω θεσμική εξέλιξη και πολιτική-κοινωνική ανάπτυξη της Ελληνικής κοινωνίας, διορατικοί πολιτικοί και διανοούμενοι, όπως ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) και ο Κωνσταντίνος Καραβίδας (1890-1973), με δημόσιες τοποθετήσεις και παρεμβάσεις τους άσκησαν οξεία κριτική στους «εισαγόμενους» θεσμούς που μετά την ανεξαρτησία μεταφυτεύθηκαν στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, και εισηγήθηκαν την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα επανασυνέδεαν την πορεία του τόπου με τη βάναυσα διακοπείσα κοινοτική παράδοση. Ο Ίων Δραγούμης, θεωρώντας την κοινότητα ως βασικό κύτταρο της πολιτειακής οργάνωσης, πρότεινε τη δημιουργία ενός μείζονος Ελληνικού Οργανισμού, στο πλαίσιο του οποίου η κοινότητα θα είχε αποφασιστικές δυνατότητες και αυξημένες αρμοδιότητες για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων της συλλογικής ζωής και της καθημερινότητας του πολίτη. Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας από τη δική του πλευρά, θεωρώντας την κοινότητα ως ένα οικονομικό και κοινωνικό πρότυπο αντίστοιχο προς την ιδιομορφία του Ελλαδικού χώρου, πρότεινε την εγκαθίδρυση κοινοτικών θεσμών, που με βάση τη συνεργασία θα διασφάλιζαν την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, και θα επέτρεπαν τη διαμόρφωση ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος στηριγμένου σε μια συμμετοχική οργάνωση.
Οι απόψεις αυτές, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις μπορεί να έχει κανείς προς βασικές παραδοχές τους ή επιμέρους πτυχές τους, συγκροτούν έναν ενδιαφέροντα αντίλογο εν σχέση προς τις παραμορφώσεις και τις δυσπλασίες που επέφερε στη θεσμική και κοινωνικοπολιτική εξέλιξη της χώρας η άκριτη και χωρίς προσεχτική επεξεργασία εναλλακτικών λύσεων κατάλυση της κοινοτικής παράδοσης. Όταν, μάλιστα, πρωτοδιατυπώθηκαν γονιμοποίησαν έναν ευρύτατο δημόσιο διάλογο, που οδήγησε μέσα από το νόμο ΔΝΖ/1912, της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, σε μια απόπειρα αποκατάστασης της κοινότητας ως διοικητικής μονάδας του Ελληνικού κράτους. Ωστόσο, το ρήγμα που είχε προηγηθεί στην κοινοτική παράδοση αποδείχθηκε στην πράξη ανεπανόρθωτο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Ελληνικού κράτους όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά γιγαντώθηκε. Η κοινοτική παράδοση περιθωριοποιήθηκε και οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί ατρόφησαν και μετασχηματίστηκαν σταδιακά σε ιμάντες επιβολής στην περιφέρεια της «σιδηράς βούλησης» του συγκεντρωτικού κεντρικού κράτους.
Σήμερα, ωστόσο, που η πατρίδα μας βρίσκεται στη δίνη μιας από κάθε πλευράς σαρωτικής κρίσης, αναζητώντας λύσεις σε πιεστικά προβλήματα και επείγοντα ζητήματα, η αναστροφή με την Ελληνική κοινοτική παράδοση και τις αξίες του Ελληνικού κοινοτισμού, μπορεί να αποδειχθεί από πολλές απόψεις εποικοδομητική. Η εξάντληση των ορίων του κρατισμού, όπως διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε στη χώρα μας, οι διαπιστωμένες αδυναμίες της συγκεντρωτικά δομημένης κρατικής διοίκησης να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς στις υποχρεώσεις μιας σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και η κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης του πολιτικού μας συστήματος, που διαρκώς επιτείνεται σε ολοένα και αυξανόμενα στρώματα της κοινωνίας μας, εγείρουν θέματα για την ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των οποίων κάθε συνεισφορά ιδεών θα πρέπει να αξιοποιηθεί δημιουργικά. Και η κοινοτική παράδοση, καθώς και οι αξίες του Ελληνικού κοινοτισμού, μπορούν στην κατεύθυνση αυτή να αποδειχθούν πολύτιμες για την άντληση χρήσιμων υποδειγμάτων.
Από μια τέτοια διαδικασία, ιδιαίτερα ωφελημένη μπορεί να εξέλθει η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Η οποία μπορεί να βρει μέσα από τον πλούτο της κοινοτικής μας παράδοσης και τις αρχές του Ελληνικού κοινοτισμού, στέρεα σημεία αναφοράς πάνω στα οποία να οικοδομήσει τη δική της ανάδειξη σε έναν από τους βασικούς πυλώνες της αναγκαίας δημοκρατικής ανασυγκρότησης της πατρίδας μας μετά την κρίση. Η χειραφέτηση και η αυτονομία, συστατικά στοιχεία της κοινοτικής μας παράδοσης, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για την ανάδειξη των Δήμων στο σύγχρονο θεσμικό περιβάλλον της μεταβιομηχανικής εποχής, σε – απαλλαγμένους από παραλυτικές εξαρτήσεις από το κεντρικό κράτος – πόλους προώθησης της πολύπλευρης ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας. Ο ενεργά συμμετοχικός χαρακτήρας των κοινοτικών διαδικασιών, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει «πυξίδα» ενθάρρυνσης της συμμετοχής του πολίτη-δημότη στις διεργασίες λήψης των αποφάσεων που τον αφορούν. Η εν ευρεία εννοία πολιτιστική λειτουργία της κοινότητας, είναι ένα πολύτιμο παράδειγμα για το πώς ο Δήμος μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό συντελεστή της πολιτιστικής ανάπτυξης της περιοχής αρμοδιότητάς του. Και η έμπρακτη αλληλεγγύη, που συνιστά αναπόσπαστο γνώρισμα της Ελληνικής κοινότητας, είναι δυνατόν να αποτελέσει ένα ιστορικά επιτυχημένο μοντέλο στο οποίο μπορούν να χτίσουν οι Δήμοι ένα σύγχρονο Κοινωνικό Ιστό Ασφάλειας όσων έχουν ανάγκη στήριξης και προστασίας.
Μια τέτοια εποικοδομητική προσέγγιση της κοινοτικής μας παράδοσης και των αξιών του Ελληνικού κοινοτισμού, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου προβληματισμού για το ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στη συνολικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης της πατρίδας μας μετά την κρίση, δεν αποτελεί ένα κήρυγμα άγονου «επιστροφισμού» σε δομές και αξίες του παρελθόντος. Αποτελεί, αντίθετα, ένα δημιουργικό «ερέθισμα» διαλόγου με επιτυχώς δοκιμασμένες «απαντήσεις» που δόθηκαν σε προηγούμενες προκλήσεις, για την άντληση από αυτές όχι προκατασκευασμένων συνταγών, αλλά χρήσιμων διδαγμάτων. Που με τον κατάλληλο εμπλουτισμό και την αναγκαία επικαιροποίηση μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση των ζωτικά επειγουσών σύγχρονων λύσεων για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας μας. Ώστε η Ελλάδα, μετά την κρίση, να είναι πραγματικά μια χώρα συμφιλιωμένη με το παρελθόν της και γεμάτη αυτοπεποίθηση για το μέλλον της. Με σεβασμό στην παράδοσή της και αισιοδοξία για την προοπτική της.