Για να φτάσει ένας καλλιτέχνης στην επιτυχία και την αναγνώριση, εκτός από το ταλέντο του, χρειάζεται και τύχη. Όταν αυτά τα δύο καταφέρνουν και συνδιάζονται, τότε αποτέλεσμα είναι να γεννιούνται καλλιτέχνες όπως η Κατίνα Παξινού, που φέτος συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από το θάνατο της. Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 1900 στον Πειραιά μέσα σε μία μεγαλοαστική οικογένεια με καταγωγή από το Άργος. Ο πατέρας της Βασίλης Κωνσταντόπουλος ήταν αλευροβιομήχανος και μαζί με τον θείο της Ηλία προμήθευαν με άλευρα το Άργος αλλά και ολόκληρη την Πελοπόννησο διατηρώντας αντίστοιχο εργοστάσιο στον Πειραιά.
Οι σπουδές της ξεκίνησαν στη Σχολή Χιλλ για να ακολουθήσει η Σχολή Καλογραιών στην Τήνο και να καταλήξει εσώκλειστη σε σχολείο της Ελβετίας λόγω του έντονου χαρακτήρας της και της δυναμικής της προσωπικότητας που ακόμα και εκείνα τα άγουρα χρόνια έκαναν αισθητά την παρουσία τους.
Η μουσική αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη και ανυπέρβλητη αγάπη της Παξινού και το όνειρό της ήταν να ασχοληθεί αρχικά με το τραγούδι. Σπούδασε στη Γενεύη, - κατ’ εξαίρεση, καθώς ήταν μόλις 11 ετών -στο Βερολίνο και τη Βιέννη τελειοποιώντας αυτό που ήξερε πως πάντα ήθελα να κάνει και αποφοιτώντας το 1917 με τιμητικές διακρίσεις. Ο χαρακτήρας της ωστόσο θα την κάνει να παντρευτεί σε νεαρή ηλικία τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό με τον οποίο θα αποκτήσει δύο κόρες αλλά ο γάμος τους δεν θα κρατήσει περισσότερο από τρία χρόνια.
Η πρώτη της εμφάνιση γίνεται το 1920 στο ρόλο της Βεατρίκης στην ομώνυμη όπερα Αδελφή Βεατρίκη την οποία έγραψε ο Δημήτρης Μητρόπουλος ειδικά για εκείνη και η καριέρα της συνεχίστηκε μέχρι το 1926 ως λυρική καλλιτέχνης. Ακόμα το θέατρο δεν έχει μπει για τα καλά στη ζωή της.
Μια συγκλονιστική Παξινού, οπωσδήποτε στη μέση του βίντεο δείτε την να μιλάει για ποιο λόγο έχουμε έρθει σε αυτή τη γη. ΜΟΝΑΔΙΚΗ!
Η γνωριμία της με τον Αλέξη Μινωτή γίνεται το 1928 στο καμαρίνι της, και η επίδρασή του επάνω της θα γεννήσει μία άλλη μεγάλη αγάπη που θα κρατούσε μέχρι το τέλος της ζωής της. Ο Μινωτής ξεκλειδώνει το υποκριτικό ταλέντο της και η Παξινού επιστρέφει οριστικά από το Βερολίνο όπου συνέχιζε αδιάκοπα τις σπουδές της. Μάλιστα, ο ίδιος είχε αναφέρει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του ότι όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Βερολίνο δεν πήγε να μαζέψει ούτε τα πράγματά της.
Η εμφάνισή της στην πρόζα γίνεται το 1929 στο θέατρο Κοτοπούλη με το έργο ‘Γυμνή Γυναίκα’ του Ανρί Μπατάιγ με μεγάλη επιτυχία, όπου η Παξινού καθιερώνεται ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων και όχι άδικα. Οι σπουδές της επάνω στη μουσική και ο λυρισμός της αναδεικνύουν ένα πραγματικό ηφαίστειο επάνω στο σανίδι του θεάτρου που μπορεί να συναρπάσει το κοινό της και να μεταμορφωθεί αναλόγως. Τιποτα δεν γίνεται πια τυχαία.
Το 1931 θα συνεργαστεί με τον Αιμίλιο Βεάκη και λίγο αργότερα θα σχηματίσουν θίασο μαζί με τον Μινωτή όπου θα ανεβάσουν έργα όπως το ‘Πόθοι κάτω από τις λεύκες’ και ‘Ο πατέρας’ του Στρίντμπεργκ.
"Για ποιον χτυπά η καμπάνα", η ταινία που της χάρισε το Όσκαρ!
Η καριέρα της θα απογειωθεί με τη συνεργασία του ζευγαριού με το Εθνικό θέατρο με το οποίο θα ταξιδέψουν σε όλη την Ευρώπη, ενώ θα είναι εκείνοι που θα αναβιώσουν τις μεγάλες παραστάσεις στο ιστορικό θέατρο της Επιδαύρου. Μεγάλες ερμηνείες περιμένουν την Παξινού. Ρόλοι της όπως η Ηλέκτρα του Σοφοκλή, η Γερτρούδη στον Άμλετ, η Κυρία Άλβινγκ θα μείνουν αξέχαστοι σε κοινό και κριτικούς.
Μέχρι το 1940 τα πράγματα θα πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο. Η σχέση της με τον Μινωτή ολοκληρώνεται και τυπικά το 1940 με τον γάμο τους, η ευτυχία όμως δεν θα κρατήσει πολύ καθώς ξεσπά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Αλλά και όσες ταινίες έκανε η Παξινού στις ΗΠΑ πάντα ξεχώριζαν γιατί είχε γνώμονα πάντα την ποιότητα. Ποιος θα ξεχάσει τις ερμηνείες της στις ταινίες ‘Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα’ με την οποία απέσπασε και το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπίαριτς ή τον ‘Ρόκο και τα αδέρφια του’ του Βισκόντι.
Η Παξινού όμως και ο Μινωτής λάτρευαν την Ελλάδα, δεν ήταν η διεθνής αναγνώριση που θα κατάφερνε να τους κρατήσει μακρυά από τα πάτρια εδάφη. Το 1955 θα επιστρέψουν μόνιμα στην Ελλάδα και στη σκηνή του Εθνικού. Η Παξινού θα ερμηνεύσει αξεπέραστα μεγάλους ρόλους από την αρχαία τραγωδία, όπως την Εκάβη και τη Μήδεια ενώ αριστοτεχνικές θα είναι και οι ερμηνείες της σε έργα όπως η Τρελή του Σαγιώ και ο Μάκβεθ. Από το 1968, η Παξινού και ο Μινωτής θα συγκροτήσουν δικό τους θίασο και θα χαράξουν τη δική τους θεατρική πορεία με έργα όπως Η Ήρα και το Παγώνι, Οι Παλαιστές, οι Βρικόλακες, ο Ματωμένος Γάμος. Τελευταία της παράσταση ήταν το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ ‘Μάνα Κουράγιο’ που ανέβηκε στο θέατρο Πάνθεον με τεράστια επιτυχία.
Λίγο καιρό μετά η Παξινού θα άφηνε την τελευταία της πνοή στις 22 Φεβρουαρίου του 1973 και μαζί της ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού θεάτρου θα σιωπούσε για πάντα.
Μια ηθοποιός διαφορετική σε κάθε της κίνηση σε κάθε ρόλο, με μοναδικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερες εκφραστικές δυνατότητες θα έγραφε την δική της ιστορία που θα ενέπνεε πλήθος νέων καλλιτεχνών. Αν μπορεί κανείς να της αποδώσει ένα επίθετο για το σύνολο της προσωπικότητάς της τότε αναμφίβολα θα την χαρακτήριζαν παθιασμένη.
Παθιασμένη για την ζωή, για το θέατρο για την μουσική που λάτρευε ακόμα και για την μαγειρική που περίτεχνα την έδενε μέσα σε αυτή τη χειμαρρώδη προσωπικότητα όχι για να αποδείξει ότι ακόμα και εκεί μπορεί να τα καταφέρει εξαιρετικά αλλά γιατί ήταν ο πιο άμεσος τρόπος να δείξει σε όσους αγαπούσε το μέγεθος των συναισθημάτων της.
Ακόμα και σήμερα η Κατίνα Παξινού αποτελεί μία ηθοποιό θρύλο του ελληνικού θεάτρου που κατάφερε να σπάσει τα περιορισμένα ελληνικά σύνορα και να αναδείξει το μεγαλείο μιας πραγματικά προικισμένης καλλιτεχνικής μορφής σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι ερμηνείες της σε κλασσικά έργα παραμένουν όχι μόνο αξεπέραστες αλλά και υποδείγματα υποκριτικής δεινότητας ακόμα και μετά το θάνατό της.