Του Θοδωρή Ζέρβα
τελειόφοιτου Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Μέσα στον μετεκλογικό παροξυσμό και τις αναλύσεις των αποτελεσμάτων την περασμένη εβδομάδα μεταδόθηκε ένα θλιβερό αλλά, δυστυχώς, όχι πρωτοφανές γεγονός. Ένας 18χρονος μαθητής στα Γιαννιτσά αυτοκτόνησε πηδώντας στο κενό από τον 6ο όροφο, καθώς δεν άντεξε το βάρος των πανελλαδικών εξετάσεων. Για να ακολουθήσει, ένα 24ωρο αργότερα, η διόρθωση της είδησης: το παιδί δεν αυτοκτόνησε εξαιτίας του άγχους, αλλά λόγω σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που του είχε προκαλέσει η επί χρόνια άσκηση σε βάρος του ενδοσχολικής βίας από τους συμμαθητές του.
Η ενδοσχολική βία ( “bullying”) είναι φαινόμενο της εποχής μας. Ο «κοντός», ο «γυαλάκιας», η «χοντρή», το «φυτό», η «αδερφή» είναι συνήθεις χαρακτηρισμοί-στίγματα, συχνά συνοδευόμενοι από ανάλογες πράξεις, με το ποσοστό των θυμάτων να αγγίζει στην Ελλάδα το 10% των μαθητών από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού. Τι γίνεται, όμως, όταν αυτό το φαινομενικά ακίνδυνο «πείραγμα» έχει τραγικές συνέπειες; Τι γίνεται όταν ένας ανήλικος οδηγείται στο να δώσει τέλος στη ζωή του; Υπάρχουν ένοχοι και, αν ναι, πώς πρέπει να τιμωρούνται;
Οι μεγάλες διαστάσεις που έχει πάρει το φαινόμενο “bullying” σε διεθνές επίπεδο έχουν κινητοποιήσει πολλούς φορείς και είναι αλήθεια ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα όσον αφορά την ψυχολογική-παιδαγωγική προσέγγιση του ζητήματος. Η ποινική, ωστόσο, αντιμετώπισή του χωλαίνει, κυρίως διότι το ποινικό μας σύστημα δεν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία. Θεμελιώδης στο ποινικό δίκαιο είναι η έννοια της αξιόποινης πράξης. Για να στοιχειοθετηθεί μια αξιόποινη πράξη, ένα έγκλημα, απαιτείται «πράξη», η οποία πρέπει να προέρχεται από «άνθρωπο» και να προσβάλει κάποιο «έννομο αγαθό». Το έννομο αγαθό (π.χ. ζωή, περιουσία) πρέπει να είναι «ξένο» προς το δράστη, άλλως δεν υπάρχει έγκλημα. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση αποτελεί τη δικαιολογητική βάση του ατιμώρητου της αυτοκτονίας, που είναι κοινός τόπος σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Βεβαίως, η παραπάνω επιλογή του νομοθέτη οφείλεται και σε πρακτικούς λόγους. Δεν είναι μόνο το παράδοξο του να μιλάμε για δίωξη ενός ανθρώπου που δεν βρίσκεται πια εν ζωή. Για σκεφτείτε την περίπτωση που κάποιος επιχείρησε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει να διώκεται, μέσα και στην ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, για «απόπειρα αυτοκτονίας»! Είναι κάτι που θα έβαινε πέραν του κοινωνικώς αποδεκτού και απαιτητού. Ορθώς, λοιπόν, ο αυτόχειρας δεν διώκεται.Πρέπει, όμως, να σταματά εκεί η εξέταση του ζητήματος; Ικανοποιείται έτσι ο πόνος της οικογένειας, αλλά και το κοινό αίσθημα, ιδίως όταν πρόκειται για τη ζωή ενός παιδιού;
Αναμφίβολα, το να ανοίξει τη δεδομένη στιγμή( με τις αυτοκτονίες στην Ελλάδα να έχουν αυξηθεί κατά 40% περίπου σε σχέση με το 2010 λόγω της οικονομικής κρίσης) μια συζήτηση σχετικά με την αναζήτηση των υπευθύνων και την απαγγελία κατηγοριών σε βάρος τους, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Τα αίτια μιας αυτοκτονίας είναι πολλά, συνήθως βρίσκουν πρόσφορο έδαφος πάνω στην ήδη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του αυτόχειρα και η σύνδεσή τους με συγκεκριμένα πρόσωπα θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Ωστόσο, η αυτοκτονία ως συνέπεια του “bullying” αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση που ξεφεύγει από την παραπάνω γενική προβληματική. Εδώ οι «δράστες» είναι εύκολα προσδιορίσιμοι. Πρόκειται για άτομα από το ίδιο σχολικό περιβάλλον, που αποδεδειγμένα παρενοχλούσαν τον αυτόχειρα, τις περισσότερες δε φορές και άλλους συμμαθητές τους. Εξάλλου, το ίδιο το “bullying” συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες είναι αυτές καθ’ αυτές αξιόποινες, όπως είναι η εξύβριση (άρθρο 361 Π.Κ.), η απειλή (άρθρο 333 Π.Κ.) και οι σωματικές βλάβες (άρθρα 308-310 Π.Κ.). Υπάρχει, δηλαδή, ένα «υπόβαθρο παρανομίας», πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί μια προσπάθεια ποινικοποίησης του αποτελέσματος αυτών των συμπεριφορών.
Σε αυτό το σημείο ανακύπτει το πρόβλημα της έλλειψης εργαλείων. Ο νόμος, αμήχανα κοιτώντας, θα αφήσει ατιμώρητους τους υπαιτίους της πρόσφατης τραγωδίας που, κατά την άποψη του γράφοντος, δεν διαφέρουν ουσιωδώς από τους δολοφόνους του μικρού Άλεξ, σε μια υπόθεση που είχε συνταράξει το πανελλήνιο πριν από περίπου μια δεκαετία. Η έννοια της «ηθικής αυτουργίας» δεν μπορεί να χρησιμεύσει, καθώς λόγω του παρακολουθηματικού της χαρακτήρα προϋποθέτει την ύπαρξη φυσικού αυτουργού. Με άλλα λόγια, ηθικός αυτουργός είναι εκείνος που δίνει εντολή ή παρακινεί κάποιον να τελέσει ένα έγκλημα, για αυτό και δε νοείται ηθική αυτουργία σε αυτοκτονία( αφού αυτή δεν είναι έγκλημα). Αλλά ούτε και στο πραγματικό κάποιου άλλου κανόνα δικαίου εμπίπτει η εξεταζόμενη περίπτωση.
Υπάρχει, επομένως, ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης. Με μία πρώτη ματιά, δύο πιθανές επιλογές παρουσιάζονται ως περισσότερο πρόσφορες. Η μία είναι να εμπλουτιστούν τα προαναφερθέντα πλημμελήματα που συνιστούν την ενδοσχολική βία με μία «εξ αποτελέσματος επιβάρυνσή τους», όταν αποδεδειγμένα και με αιτιώδη σύνδεσμο οδηγούν στην αυτοκτονία του θύματος, οπότε και θα μεταβάλλονται σε κακουργήματα με αύξηση του πλαισίου της ποινής. Αυτό δε θα ήταν κάτι άγνωστο στην ποινική επιστήμη. Το άρθρο 340 Π.Κ., για παράδειγμα, προβλέπει ότι ο βιασμός τιμωρείται με ισόβια αντί για πρόσκαιρη κάθειρξη, όταν έχει ως συνέπεια το θάνατο του θύματος. Η δεύτερη, πιο ρηξικέλευθη, αλλά συστηματικά πιο απλή επιλογή, είναι η πρόβλεψη στο νόμο ενός νέου, ιδιώνυμου εγκλήματος που να καλύπτει τα υπό εξέταση περιστατικά. Σε κάθε περίπτωση, δύο σημεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής: αφενός, το θέμα της αιτιώδους συνάφειας, καθώς πρέπει πράγματι η αυτοκτονία να είναι συνέπεια του “bullying” και να μην οφείλεται σε άλλους παράγοντες∙ αφετέρου, η ειδική ποινική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο νόμος στους ανηλίκους με διάφορες εγγυήσεις προστασίας, οι οποίες πρέπει άνευ ετέρου να εξασφαλίζονται.
Για να συμβούν τα παραπάνω απαιτείται μία υπέρβαση. Μία βούληση για αναθεώρηση βασικών αξιωμάτων του ποινικού μας συστήματος, η οποία φυσικά δεν μπορεί να γίνει στο εθνικό πλαίσιο αλλά, πρωτίστως, σε κοινοτικό επίπεδο. Τη στιγμή που οι αρμόδιοι φορείς ολιγωρούν 18.000.000 παιδιά σε όλο τον κόσμο γίνονται θύματα ενδοσχολικής βίας. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά θα σκεφτεί την αυτοκτονία. Κάποια θα την επιχειρήσουν. Πόσες ακόμα παιδικές ζωές είμαστε πρόθυμοι να θρηνήσουμε;
Θοδωρής Σπ. Ζέρβας,
τελειόφοιτος Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών