Του Θοδωρή Γκόνη
Στην Επίδαυρο έχω παίξει τρεις φορές σαν ηθοποιός, δύο φορές με το Κ.Θ.Β.Ε. και μια με το θίασο Καρέζη-Καζάκου, όταν ήμουν μαθητής ακόμη, νέος ηθοποιός. Νομίζω ήταν «Οιδίπους Τύραννος», «Αίας», σε σκηνοθεσία του Βασίλη Παπαβασιλείου και «Βάκχες» στην περιβόητη παράσταση του Λάνγκχοφ.
Έπαιζα το ρόλο του εξάγγελου, πήγαινα με το άλογο τον Πενθέα, τον Νίκο Καραθάνο, στον Κιθαιρώνα και επέστρεφα χωρίς Καραθάνο, μόνος με το άλογο και κάτι ζαχαρίνες που του έδινα να τρώει για να είναι ήσυχο. Κι έτσι θυμάμαι τη γλώσσα του τη ζεστή στο χέρι μου, να μου παίρνει το τρακ και να μου δίνει κουράγιο να πω τα λόγια του εξάγγελου. Τα ματωμένα.
Αρκετά χρόνια μετά, ήταν η παράσταση που σκηνοθέτησα στη Μικρή Επίδαυρο με το Φεστιβάλ Αθηνών, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης». Το χάρηκα. Μου άρεσε πολύ γιατί σε αυτόν τον χώρο πήγαινα από μικρό παιδί με δικούς μου ανθρώπους, που δυστυχώς δεν ζούσαν όταν έκανα την παράσταση. Τότε ήταν ακόμα θαμμένος κάτω από τις αμυγδαλιές, σε μια αυλή σπιτιού. Ανέβαινα και καθόμουν με τις ώρες σε αυτήν την πέτρα που είναι και σήμερα μέσα στην ορχήστρα, χωρίς να ξέρω τότε τι ακριβώς ήταν. Μια οικογενειακή παράσταση, κάτι εις μνήμην. Όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι εκεί, παρόντες.
Έχω ένα μεγάλο παράπονο αλλά έχει την εξήγησή του την άγια και σοβαρή. Μεγάλωσα δυο βήματα μακριά από το αρχαίο θέατρο και μικρός δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση.
Εργαζόμουν στα εστιατόρια, στην «Πύλη της ξηράς» των αδελφών Τόσκα, στο Ξενία Ναυπλίου, και στον «Καραμαλή», το άλλο εστιατόριο στην παραλία του Ναυπλίου. Στα τρία αυτά είχα θητεία σοβαρή, καριέρα αξιοπρόσεκτη. Εξυπακούεται ότι την περίοδο που είχε παραστάσεις δεν μπορούσα να φεύγω. Εκείνη την εποχή είχαμε και εμείς τις δικές μας... παραστάσεις.
Τότε δεν υπήρχε ο δρόμος από τα Ίσθμια, από τα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, όλοι περνούσαν από το Ναύπλιο. Έφταναν πούλμαν από όλη την Πελοπόννησο, από την Αθήνα. ΚΤΕΛ Αρκαδίας, Ηλείας, Μεσσηνίας, τα έβλεπες να καταφτάνουν ορδές. Και φυσικά τα ΙΧ κι αυτά και πίσω έκλεινε η πομπή θριαμβευτικά με την τουριστική αστυνομία. Η αστυνομία και η χωροφυλακή τελευταίες. Παρά πολλοί χωροφύλακες με εκείνο το αντιπαθές κυπαρισσί ένδυμα.
Έκλεινε ο δρόμος από το Ναύπλιο έως την Επίδαυρο, τον μονοδρομούσαν, ήταν στενός. Οι στροφές, ειδικά εκεί πριν από το Λυγουριό, ήταν πολύ κλειστές και τα αυτοκίνητα πολλά. Απαγορευόταν η κυκλοφορία από Επίδαυρο, Λυγουριό προς Ναύπλιο, από τις 5:00 το απόγευμα μέχρι τις 9:00 που άρχιζε το θέατρο. Μετά αντιστρόφως, απαγορευόταν η κυκλοφορία από το Ναύπλιο προς τα μέρη αυτά, απ’ τις 11:00 μέχρι τη 1:00. Κι ήταν τροχονόμοι παντού.
Θυμάμαι, λοιπόν, ότι ήθελα πολύ να πηγαίνω στις παραστάσεις αυτές και δεν μπορούσα να πάω, και προσπαθούσα να καταλάβω από τα λόγια των θεατών που επιστρέφοντας σερβίριζα, τι ακριβώς παράσταση ήταν, ποιο έργο, ποιοι ηθοποιοί έπαιζαν, αν ξεχνούσε κάποιος ένα πρόγραμμα στο τραπέζι δεν του το επέστρεφα, έκανα το κορόιδο. Γιατί ήτανε κάτι που μπορούσα να το κρατήσω, μάζευα λοιπόν προγράμματα από παραστάσεις που δεν είχα παρακολουθήσει. Είχα γίνει συλλέκτης!
Αυτό που έχει γούστο είναι ότι έρχονταν ηθοποιοί, σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές, αργότερα, αναδρομικά κατάλαβα ποιοι ήταν, ειδικά στο Ξενία που πήγαιναν οι πιο επώνυμοι. Με μερικούς από αυτούς συναντήθηκα στο θέατρο αργότερα, όταν έμπλεξα, αλλά τι να έλεγα τότε, δεν μπορούσα. Μου έδιναν και φιλοδώρημα. Κάποιοι άφηναν και πουρμπουάρ, άλλοι όχι, ήταν σπαγκοραμμένοι, άλλοι γενναιόδωροι. Θυμάμαι παραξενιές, ιδιοτροπίες και ιδιαιτερότητες, αλλά το γνώριζα από τότε, ο σωστός σερβιτόρος πρέπει να είναι εχέμυθος.
Ξεκίνησα μικρός αυτό το ένδοξο επάγγελμα, «στο εστιατόριο που τρων τα συνεργεία», «τα παλιά γκαρσόνια», κι όλα αυτά τα τραγούδια, δεν μπορούσα να το φαντασθώ, ούτε καν το σκεφτόμουν τότε ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο, κάθε άλλο, ποτέ δεν είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Καμία σχέση. Μέχρι που ανέβηκα στην Αθήνα, δεκαοχτώ ετών, δεν είχα τέτοιες βλέψεις. Δηλαδή το κακό με βρήκε ξαφνικά. Δεν το προετοίμαζα.
Υπάρχει και μια πικρή ιστορία, στη σχέση μου με το αρχαίο θέατρο, τότε που παραλίγο να χάσω τη ζωή μου, όταν εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού. Στο εστιατόριο που δούλευα, στην «Πύλη της ξηράς», νομίζω στο τέλος μιας παράστασης είχαν έρθει αργά τη νύχτα, ή μπορεί να ήταν και μεσημέρι Κυριακής πριν πάνε στην Επίδαυρο, κι ήταν γεμάτο αστυνομικούς το εστιατόριο. Είχαν έρθει λοιπόν όλοι τους κι έτρωγαν, δηλαδή μπορεί και 50 αστυνομικοί. Με τα όπλα τους, τα καπέλα τους, εν πλήρη στολή και δόξη.
Εκπυρσοκρότησε το όπλο ενός αστυνομικού, θυμάμαι τη λάμψη, δηλαδή η σφαίρα πέρασε κυριολεκτικά δίπλα απ' το μάτι μου, τυφλώθηκα για λίγο. Θα είχα πάει «υπέρ θεάτρου», η σφαίρα εξοστρακίστηκε στο μαρμαρένιο περβάζι, χτύπησε εκεί, τρύπησε το τζάμι χαμηλά στη βάση και βγήκε έξω.
Η τρυπίτσα αυτή έχασκε εκεί για πολλά χρόνια, περνούσα αργότερα κι έβαζα το δάχτυλό μου το μικρό κοροϊδεύοντάς την.
Το γεγονός το καλύψανε, σα να έσπασε ένα ποτήρι. Ούτε καν, γιατί αν έσπαζα ένα ποτήρι μπορεί να μου βάζανε και λίγο πάγο. Θυμάμαι, ήταν σα να μην έγινε, το κουκουλώσανε σα να μην έγινε ποτέ. Εγώ έντρομος πήγα και κούρνιασα σε μια σκάλα που είχε εκεί, κι έκατσα, και όσο περνούσαν οι μέρες συνειδητοποιούσα τι είχε συμβεί. Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι θα πήγαινε ο τύπος αυτός. Δηλαδή εγώ.
Όμως το χειμώνα, έβγαζα το άχτι μου. Πηγαίναμε συχνά εκδρομές στο αρχαίο θέατρο με το γυμνάσιο. Έχω φωτογραφίες μέσα στην ορχήστρα, με συμμαθητές αγκαλιά, με τις μπάλες στα χέρια, δεν παίζαμε βέβαια μπάλα, παίζαμε κάτω εκεί που είναι το πάρκινγκ, γίνονταν φοβερά ματς. Όταν μας φώναζαν επάνω στο θέατρο, να μας μιλήσουν οι καθηγητές, εμείς βαριόμασταν, ποιος είχε όρεξη για τον Πολύκλειτο, τον Παυσανία και το Κοίλον. Το μόνο που κάναμε, το κόλπο με τη δεκάρα ή το ψιθυριστό «σ’ αγαπώ-μ’ αγαπάς» ή κάτι λεξούλες τολμηρές που ανακαλύπταμε σιγά-σιγά και τις δοκιμάζαμε στην ηχητική των αιώνων. Μέχρις εκεί. Τα άλλα δεν ήταν για μας.
Μου είχαν διηγηθεί αυτήν την πολύ νόστιμη ιστορία, ότι όταν τραγούδησε η Μαρία Κάλλας στην Επίδαυρο, είχα δει και φωτογραφίες στο Ναύπλιο, είχαν στείλει όλους τους στρατιώτες του μηχανικού, του ΚΕΜ Ναυπλίου, με καλάμια, να διώχνουν τα τζιτζίκια που τερέριζαν από τα πεύκα γύρω-γύρω για να τραγουδήσει, γιατί την ενοχλούσαν στις πρόβες. Τα καλάμια, τα τζιτζίκια και η Μαρία Κάλλας. Ποιος θα έχει το πάνω χέρι. Ο Άνθρωπος ή ο Θεός.
Μου είχε κάνει εντύπωση, το διηγούνταν τόσο ωραία ένας ηλικιωμένος σερβιτόρος, και άλλα πολλά έλεγε, είχαν ταλέντο στις διηγήσεις οι σερβιτόροι, μου έμαθαν πολλά. Δεν τα κράτησα, πού να ήξερα τι με περίμενε στη στροφή του δρόμου. Μπορεί να γλίτωσα τη σφαίρα αλλά το βόλι με βρήκε αργότερα στο δόξα πατρί.
Τώρα που μπορώ και κατεβαίνω συχνά στο αρχαίο θέατρο, όταν κάθομαι στις κερκίδες για να παρακολουθήσω μια παράσταση, ή όταν συμμετέχω, σκέφτομαι τους δικούς μου ανθρώπους πολύ έντονα εκεί. Γιατί ήταν άνθρωποι που φτερούγιζαν γύρω-γύρω από αυτόν το χώρο. Δούλευαν στους ελαιώνες, μάζευαν τις ελιές, βλέπω τις ελιές και ξέρω ότι αυτές είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Κάθομαι στην κερκίδα επάνω ψηλά και βλέπω το κτήμα απέναντι, σκέφτομαι τον παππού μου, τη μητέρα μου, σκυμμένους, ανεβασμένους στο δέντρο με τα καλάθια, τα τσουβάλια, τα ζώα -ίσως γι’ αυτό να το έφερε η μοίρα και μπήκα και εγώ με άλογο στο θέατρο- τους σκέφτομαι εκείνη την ώρα και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στους ηθοποιούς, κι αν η παράσταση είναι βαρετή, παίρνω το μάτι μου και φεύγω, ανεβαίνω στο όρος Αραχναίον, εκεί που στεκόταν ο τελευταίος φύλακας όταν ειδοποίησε την Κλυταιμνήστρα ότι έπεσε η Τροία. Σκέφτομαι τον φρουρό αυτόν, τι θα έκανε εκεί, στο όρος Αραχναίον.
Υ.Γ.: Πρώτη δημοσίευση -με κάποιες αναγκαίες περικοπές και διαφορετικό τίτλο- εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 5\7