Εν μέσω θερινής ραστώνης, η κυβέρνηση βλέποντας την ημερομηνία λήξης της επιχειρεί, με το ολοκληρωτικό ξεπούλημα της ΔΕΗ, την κορύφωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της. Ας σταθούμε στα επιχειρήματά της για το ξεπούλημα μιας κερδοφόρας και στρατηγικής σημασίας δημόσιας επιχείρησης, που δρομολογείται μέσω του διαβόητου πλέον ΤΑΙΠΕΔ.
Το πρώτο επιχείρημα αφορά στην ανάγκη επενδύσεων, που δεν μπορεί να κάνει σήμερα το κράτος και που θα αναλάβουν ιδιώτες. Η πραγματικότητα διαψεύδει κατηγορηματικά αυτό το επιχείρημα. Π.χ. το νερό ιδιωτικοποιήθηκε το 1989 στην Αγγλία-Ουαλία, αλλά όχι στη Σκοτία, όπου το κοινοβούλιο την καταψήφισε. Στην πρώτη περίπτωση, η τιμή του νερού αυξήθηκε περίπου 50% και οι επενδύσεις μειώθηκαν. Στην δεύτερη περίπτωση, η αύξηση περιορίστηκε στο 20% και οι επενδύσεις αυξήθηκαν. Παράξενο; Όχι, απολύτως λογικό! Οι «επενδυτές» της εποχής του χρηματιστηριακού νεοφιλελευθερισμού, ενδιαφέρονται μόνο για την άμεση μεγιστοποίηση του κέρδους και μάλιστα χωρίς ρίσκο. Οι επενδύσεις σε βιομηχανικές υποδομές αποσβαίνονται σε βάθος δεκαετιών. Η στάση του ιδιώτη, που θα αγοράσει τη ΔΕΗ, είναι προδιαγραμμένη. Θα αυξήσει τις τιμές με κάθε πρόσχημα, θα αποφύγει επιμελώς να ρισκάρει οποιοδήποτε σημαντικό κεφάλαιο, θα «ξεζουμίσει» την επιχείρηση και, όταν τα πράγματα δυσκολέψουν, θα την εγκαταλείψει πίσω στο Δημόσιο, με την προσδοκία ότι θα βρεθεί ακόμα μια κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, που θα την διαχωρίσει με το γνωστό σενάριο σε «καλή-κακή ΔΕΗ», και θα χρεώσει τις ζημιές στον φορολογούμενο.
Επιπλέον, για τη ΔΕΗ, το επιχείρημα των επενδύσεων είναι προσχηματικό. Η ΔΕΗ καλύπτει σήμερα όλες τις ανάγκες της χώρας και έχει δυνατότητα να καλύψει ακόμα 30% περισσότερη ζήτηση. Το κόστος παραγωγής ρεύματος από τη ΔΕΗ είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Συνεπώς η ανάγκη επενδύσεων δεν έχει σήμερα για την Ελλάδα κανέναν πιεστικό χαρακτήρα στον συγκεκριμένο τομέα.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι η ιδιωτικοποίηση θα φέρει μείωση των τιμών. Ας το πούμε απλά: πρόκειται για ένα κατάφορο και ξεδιάντροπο ψέμα! Πουθενά δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Συστηματικά συμβαίνει το αντίθετο: ιδιωτικοποίηση σημαίνει αύξηση τιμών για τον καταναλωτή. Το λέει και ο κ. Ζερβός, πρόεδρος της ΔΕΗ, ο οποίος μάλλον δεν είναι αριστερός ακτιβιστής αλλά σίγουρα είναι γνώστης του θέματος: «Δεν έχουμε δει σε καμία χώρα μείωση τιμών μετά από ιδιωτικοποίηση. Σε όλες τις χώρες, με την απελευθέρωση, έχουμε δει αύξηση τιμολογίων. Άρα, αναμένεται αύξηση των τιμολογίων και στη χώρα μας, μέσα από αυτή τη διαδικασία». Ο κ. Ζερβός έχει απόλυτα δίκιο. Οι ιδιωτικοποιήσεις έφεραν αύξηση 63% στη Δανία, 84% στην Ιρλανδία, 89% στη Νορβηγία κοκ.
Το τρίτο επιχείρημα είναι ότι το ξεπούλημα γίνεται στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των αγορών με σκοπό την ενεργοποίηση του ανταγωνισμού και την προσέλκυση επενδύσεων. Πρόκειται και εδώ για εμπαιγμό. Θετικό βέβαια είναι καθετί που μπορεί να φέρει επενδύσεις. Επένδυση όμως υφίσταται όταν κάποιος χτίζει και δημιουργεί πλούτο. Μακάρι να έρθουν επενδυτές και να χτίσουν νέες μονάδες παραγωγής! Οι οποίες θα λειτουργούν στο πλαίσιο ενός έντιμου ανταγωνισμού με τις υπάρχουσες του δημοσίου. Ανταγωνισμός όμως δεν είναι το ξεπούλημα των υπαρχόντων μονάδων με δώρο επιπλέον τα κοιτάσματα λιγνίτη της χώρας! Διότι απλά αυτό δεν δημιουργεί πρόσθετο πλούτο. Ξέρουμε καλά πως αυτό καταλήγει στη δημιουργία ιδιωτικών καρτέλ, που δεν θα έχουν κανέναν λόγο εξάλλου να κάνουν επενδύσεις, εφόσον θα ελέγχουν έτσι και αλλιώς την αγορά.
Εύλογα συμπεραίνουμε ότι η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ στερείται κάθε θεμιτού επιχειρήματος. Και για το λόγο αυτό εξάλλου η κυβέρνηση επιλέγει να φέρει το νομοσχέδιο στη βουλή μέσα στο καλοκαίρι, παρουσία μόνο 100 από τους 300 βουλευτές. Πώς να εξηγήσουμε όμως αυτή τη στάση;
Η εξήγηση είναι απλή. Έχει όνομα «νεοφιλελεύθερο δόγμα». Αυτό που επιβάλλει πειραματικά η Τρόικα στην Ελλάδα και εφαρμόζει πιστά η κυβέρνηση. Τι προτάσσει αυτό το δόγμα; Ας ακούσουμε τι λέει ο Γκουρού του νεοφιλελευθερισμού, ο Μίλτον Φρίντμαν: «η κρατική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στην προστασία της ελευθερίας, στην διατήρηση του νόμου και της τάξης, στην εγγύηση των ιδιωτικών συμβολαίων και στην εξασφάλιση πλήρους ανταγωνισμού στις αγορές. Η φιλοσοφία του κράτους πρόνοιας, δηλαδή το να κάνει καλό με τα χρήματα άλλων ανθρώπων είναι μια φιλοσοφία βίας και εξαναγκασμού, που αντιτίθεται στην έννοια της ελευθερίας».
Ας το καταλάβουμε λοιπόν: η «ελευθερία» του κ. Φρίντμαν, της Τρόικα, των κκ Σαμαρά-Βενιζέλου, είναι η ελευθερία της ζούγκλας. Και το κράτος πρόνοιας είναι βία των μη-προνομιούχων κατά των κατεχόντων.
Υπό το φως αυτό, όλα εξηγούνται και κάθε περαιτέρω σχόλιο περιττεύει.
Οδυσσέας Βουδούρης
Βουλευτής Β’ Αθήνας, «Κοινωνία Πρώτα»