Του Μανώλη Χωριανόπουλου
Μια είδηση πέρασε στα ψιλά αυτές τις μέρες, που βρίσκονται σε εξέλιξη τα περίφημα «μπάνια του λαού». Μια είδηση από αυτές, που αποδεικνύουν ότι μπορεί να «δώσαμε τα φώτα στην ανθρωπότητα, όταν οι άλλοι ήταν στα δέντρα», αλλά στη συνέχεια ανεβήκαμε στα δέντρα και δεν ξανακατεβήκαμε πότε. Μείναμε εκεί, να αναπολούμε το φοβερό μας παρελθόν, αφού το παρόν από όπου και αν το πιάσεις, βρωμάει και ζέχνει.
Στη Νέα Μάκρη, λουόμενοι εμπόδισαν την τοποθέτηση ενός συστήματος, που επιτρέπει σε άτομα με ειδικές ανάγκες να απολαμβάνουν τη θάλασσα.
Μπορεί να αντέδρασαν, επειδή η εταιρεία δεν είχε ίσως άδεια, επειδή απλώς δεν ήθελαν να «χαλάσουν» οι όμορφες στιγμές τους και το τοπίο ή επειδή όπως είπαν κάποιοι εξ αυτών, το σύστημα «είναι άχρηστο», αφού δεν έχουν δει κάποιο ΑμΕα να το χρησιμοποιεί (δεν είδαν κάποιον να το χρησιμοποιεί, ενώ δεν υπήρχε. Υπαρκτός σουρεαλισμός).
Το εύκολο είναι να μιλήσουμε για αυτούς που αντέδρασαν εκείνη τη στιγμή. Περήφανα γαϊδούρια, που ξεχνούν ότι όταν δεν φέρεσαι ανθρώπινα στους γύρω σου, ίσως δεν βρεις ανθρώπους, όταν χρειαστείς και ο ίδιος βοήθεια. Δανεικά είναι αυτά.
Επίσης εύκολο είναι να σκεφθούμε ότι ίσως η εταιρεία που τοποθετεί αυτά τα συστήματα, θέλει να κάνει ντόρο στο όνομα των ΑμΕα.
Άλλα όμως είναι τα ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν. Έχουν όλες οι ελληνικές παραλίες τέτοιου είδους συστήματα πρόσβασης; Υπάρχει κάποιο σχέδιο από το δημόσιο με τη συνεργασία ιδιωτών ή χωρίς τους ιδιώτες για να τοποθετηθούν;
Και το ερώτημα του 1.000.000$ (δεν βάζω ευρώ γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται). Πώς θα αντιδρούσε ο νεοέλληνας την ώρα που απολάμβανε το μπάνιο του, αν υπήρχαν τέτοια συστήματα δίπλα του. Δεν μιλάω για την ώρα της εργασίας και της τοποθέτησης. Μιλώ για μετά.
Για τα βλέμματα αποστροφής και λύπης. Για τον φόβο στα μάτια, «μήπως χαλάσει η διασκέδασή μου;», «τι θα γινόταν αν το πάθαινα και εγώ;», «Γιατί την ώρα που ‘περνάμε καλά’, να μου δημιουργούνται δυσάρεστες σκέψεις;».
Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου, μέχρι την καθημερινότητα της νεοελληνικής πραγματικότητας, καλλιεργείται όχι μόνο ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό, αλλά και ο ρατσισμός απέναντι σε όποιον αντιμετωπίζει μια δυσκολία.
Αποστροφή για το άτομο με ειδικές ανάγκες, αποστροφή για τον ηλικιωμένο, οργή για τον τοξικομανή, απέχθεια για τον φτωχό, μίσος για τον ξένο. Κάθε στιγμή, σε κάθε χώρο με ελάχιστες εξαιρέσεις και με τη βούλα του χρεοκοπημένου μας κράτους.
Παντρέψτε αυτή τη συμπεριφορά με το «περνάμε καλά» του νεοέλληνα, το 5 μέρες στη δουλειά για μια νύχτα γκλαμουριά και άλλα δόγματα της Μεταπολίτευσης και βγάλτε συμπέρασμα, αν το παραπάνω περιστατικό «φουσκωμένο» ή μη, είναι απλώς η εξαίρεση ή ο κανόνας.
Και αν το θεωρείτε εξαίρεση, δείτε τι συμβαίνει με το παρκάρισμα σε θέσεις αναπήρων, με τα γαϊδούρια, που παρκάρουν σε ράμπες, με τους χώρους διασκέδασης, που είναι απαγορευμένοι για ανθρώπους με κινητικές δυσκολίες.
Εθισμένοι στη γαϊδουριά, ζούμε μια χαρά χωρίς να σκεφτόμαστε στιγμή ότι δεν επιτρέπουμε σε κάποιον να απολαύσει τη ζωή, επειδή απλώς είχε μια ατυχία στη ζωή του ή επειδή αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Το ιδανικό θα ήταν, όχι να «επιτρέπουμε», αλλά να παλεύουμε γι’ αυτό.
Αν κάποια μέρα, είτε οι πολλοί άλλαζαν συμπεριφορά, είτε ακόμα και η Πολιτεία επέβαλε στην πράξη και όχι στα λόγια, οργανωμένα και όχι με δήθεν «σωτήριες παρεμβάσεις υπουργών» , τον σεβασμό στους ασθενέστερους, θα ήταν ένας λόγος για να είμαστε εθνικά υπερήφανοι.
Δεν μιλάμε για κάτι επαναστατικό, αλλά για ό,τι ισχύει στις περισσότερες χώρες της Δύσης και για αυτό που έχει περάσει στις συνήθειες των Ευρωπαίων εδώ και χρόνια.
Ξέρετε, αυτών των κουτόφραγκων, που όταν εμείς ήμασταν πολιτισμένοι, ήταν ακόμα στα δέντρα.
*Ο Μάνος Χωριανόπουλος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Στη Νέα Μάκρη, λουόμενοι εμπόδισαν την τοποθέτηση ενός συστήματος, που επιτρέπει σε άτομα με ειδικές ανάγκες να απολαμβάνουν τη θάλασσα.
Μπορεί να αντέδρασαν, επειδή η εταιρεία δεν είχε ίσως άδεια, επειδή απλώς δεν ήθελαν να «χαλάσουν» οι όμορφες στιγμές τους και το τοπίο ή επειδή όπως είπαν κάποιοι εξ αυτών, το σύστημα «είναι άχρηστο», αφού δεν έχουν δει κάποιο ΑμΕα να το χρησιμοποιεί (δεν είδαν κάποιον να το χρησιμοποιεί, ενώ δεν υπήρχε. Υπαρκτός σουρεαλισμός).
Το εύκολο είναι να μιλήσουμε για αυτούς που αντέδρασαν εκείνη τη στιγμή. Περήφανα γαϊδούρια, που ξεχνούν ότι όταν δεν φέρεσαι ανθρώπινα στους γύρω σου, ίσως δεν βρεις ανθρώπους, όταν χρειαστείς και ο ίδιος βοήθεια. Δανεικά είναι αυτά.
Επίσης εύκολο είναι να σκεφθούμε ότι ίσως η εταιρεία που τοποθετεί αυτά τα συστήματα, θέλει να κάνει ντόρο στο όνομα των ΑμΕα.
Άλλα όμως είναι τα ερωτήματα, που πρέπει να απαντηθούν. Έχουν όλες οι ελληνικές παραλίες τέτοιου είδους συστήματα πρόσβασης; Υπάρχει κάποιο σχέδιο από το δημόσιο με τη συνεργασία ιδιωτών ή χωρίς τους ιδιώτες για να τοποθετηθούν;
Και το ερώτημα του 1.000.000$ (δεν βάζω ευρώ γιατί δεν ξέρεις τι γίνεται). Πώς θα αντιδρούσε ο νεοέλληνας την ώρα που απολάμβανε το μπάνιο του, αν υπήρχαν τέτοια συστήματα δίπλα του. Δεν μιλάω για την ώρα της εργασίας και της τοποθέτησης. Μιλώ για μετά.
Για τα βλέμματα αποστροφής και λύπης. Για τον φόβο στα μάτια, «μήπως χαλάσει η διασκέδασή μου;», «τι θα γινόταν αν το πάθαινα και εγώ;», «Γιατί την ώρα που ‘περνάμε καλά’, να μου δημιουργούνται δυσάρεστες σκέψεις;».
Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου, μέχρι την καθημερινότητα της νεοελληνικής πραγματικότητας, καλλιεργείται όχι μόνο ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό, αλλά και ο ρατσισμός απέναντι σε όποιον αντιμετωπίζει μια δυσκολία.
Αποστροφή για το άτομο με ειδικές ανάγκες, αποστροφή για τον ηλικιωμένο, οργή για τον τοξικομανή, απέχθεια για τον φτωχό, μίσος για τον ξένο. Κάθε στιγμή, σε κάθε χώρο με ελάχιστες εξαιρέσεις και με τη βούλα του χρεοκοπημένου μας κράτους.
Παντρέψτε αυτή τη συμπεριφορά με το «περνάμε καλά» του νεοέλληνα, το 5 μέρες στη δουλειά για μια νύχτα γκλαμουριά και άλλα δόγματα της Μεταπολίτευσης και βγάλτε συμπέρασμα, αν το παραπάνω περιστατικό «φουσκωμένο» ή μη, είναι απλώς η εξαίρεση ή ο κανόνας.
Και αν το θεωρείτε εξαίρεση, δείτε τι συμβαίνει με το παρκάρισμα σε θέσεις αναπήρων, με τα γαϊδούρια, που παρκάρουν σε ράμπες, με τους χώρους διασκέδασης, που είναι απαγορευμένοι για ανθρώπους με κινητικές δυσκολίες.
Εθισμένοι στη γαϊδουριά, ζούμε μια χαρά χωρίς να σκεφτόμαστε στιγμή ότι δεν επιτρέπουμε σε κάποιον να απολαύσει τη ζωή, επειδή απλώς είχε μια ατυχία στη ζωή του ή επειδή αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Το ιδανικό θα ήταν, όχι να «επιτρέπουμε», αλλά να παλεύουμε γι’ αυτό.
Αν κάποια μέρα, είτε οι πολλοί άλλαζαν συμπεριφορά, είτε ακόμα και η Πολιτεία επέβαλε στην πράξη και όχι στα λόγια, οργανωμένα και όχι με δήθεν «σωτήριες παρεμβάσεις υπουργών» , τον σεβασμό στους ασθενέστερους, θα ήταν ένας λόγος για να είμαστε εθνικά υπερήφανοι.
Δεν μιλάμε για κάτι επαναστατικό, αλλά για ό,τι ισχύει στις περισσότερες χώρες της Δύσης και για αυτό που έχει περάσει στις συνήθειες των Ευρωπαίων εδώ και χρόνια.
Ξέρετε, αυτών των κουτόφραγκων, που όταν εμείς ήμασταν πολιτισμένοι, ήταν ακόμα στα δέντρα.
*Ο Μάνος Χωριανόπουλος είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.