Δεν θα υποπτευόμασταν ποτέ ότι ο σιωπηρός χώρος μιας βιβλιοθήκης θα μπορούσε να μεταβληθεί στο ιδανικό σκηνικό για να μεταγγιστεί το ρίγος της ποίησης του Γιώργου Βέλτσου.Το «Σχέδιο για Ιφιγένεια» μαζί με το «Σχέδιο για Ηλέκτρα», η ποιητική, αιρετική, προβοκατόρικη προσέγγιση του μύθου από τον Βέλτσο την περασμένη Παρασκευή στη Βιβλιοθήκη Ανθός του Φουγάρου στο Ναύπλιο έγιναν κτήμα κοινό, χάρη στην καίρια σκηνοθετική παρέμβαση του Γιάννη Λεοντάρη και στους συμμάχους του ηθοποιούς: την Ηλέκτρα Νικολούζου, τον Κώστα Βασαρδάνη και την Αιμιλία Βάλβη. «Ολα τα κείμενα είναι ανολοκλήρωτα κείμενα», ήταν το καλοσώρισμα του σκηνοθέτη. «Δείτε όμως τι μπορεί να πάθει ένα τυπωμένο κείμενο από τρεις ηθοποιούς», μας ενθάρρυνε ο Λεοντάρης δείχνοντάς μας σε προβολή μια «κακοποιημένη» σελίδα από το κείμενο του Βέλτσου την περίοδο των προβών, γεμάτη σημειώσεις, μουντζούρες, υπογραμμίσεις.
Αφού μας κέρασαν ένα ρακί, ενώ ο Κ. Βασαρδάνης με μια κιμωλία διέγραφε σκυμμένος το περίγραμμα του σώματός του στο δάπεδο -όπως θα το «σημάδευαν» μετά από πιθανή δολοφονία του- ο σκηνοθέτης εξέφρασε την απορία «πώς αντέχουν οι συγγραφείς να βλέπουν μέσα στο χρόνο τα κείμενά τους -όντας ανολοκλήρωτα- τυπωμένα», διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι «το θεατρικό συμβάν εξ ορισμού αλλάζει δέρμα διαρκώς». Την ίδια στιγμή μάς ενημέρωνε ότι «το συμβάν έχει ήδη ξεκινήσει στη βιβλιοθήκη αυτή. Και τώρα εμείς πρέπει να σας απαντήσουμε». Ναι, ο σκηνοθέτης με το σχόλιό του εισχωρεί στο παραστατικό γεγονός -έκπληξη, που ξεκινά με το Σχέδιο για την Ηλέκτρα και το «Υποφέρω από μια νοσταλγία τού τίποτα. Φέρω επάνω μου ό,τι δεν θέλει να θέλει», το οποίο αποδίδει η συνταρακτική Ηλέκτρα Νικολούζου.
Χωρίς να επιδιώκει το πρώτο ναυπλιώτικο σχεδίασμα του Λεοντάρη να αποδοθούν στο ακέραιο και τα δύο έργα, μέσα από την καίρια σταχυολόγηση χωρίων τους απέδειξε την ακραία θεατρικότητά τους. Επιζητούν την προφορικότητα και ανασαίνουν, ζουν μόνο επάνω στη σκηνή. Πάνω σ' αυτή -ακόμη και αν είναι τα ελάχιστα τετραγωνικά μιας βιβλιοθήκης- τα δυο Σχέδια εγγράφηκαν ακόμα και στον θεατή που δεν είχε προηγουμένως άλλη επαφή μαζί τους. Είναι χαρακτηριστικό το ότι όταν αργά τη νύχτα της πρεμιέρας μια ομάδα νεαρών θεατών συνάντησε τον Βέλτσο και τον θίασο, άρχισε να τους θέτει ασταμάτητα ερωτήματα που γέννησαν τα δύο έργα για τη φράση («Φέρω επάνω μου ό,τι δεν θέλει να θέλει»).
«Είναι εγκεφαλικά τα κείμενα του Βέλτσου;», αναρωτιόταν ο σκηνοθέτης. Για να απαντήσει: «Απολύτως. Και ο εγκέφαλος είναι ένα από τα νευραλγικά σημεία του σώματος. Αρα, τα κείμενά του είναι απολύτως σωματικά. Εγκεφαλικά έως ποιήσεως. Η ποίηση μετατοπίζει το νόημα από τον φλεγόμενο εγκέφαλο στις φλέβες. Επί σκηνής, τρία σώματα βαρύνονται με φόνους. Στο όνομα του δικαίου ή της τελετής. Οι Ερινύες, κατά τον Βέλτσο, είναι σωματικό αποτέλεσμα».
Εξ ου και η διδασκαλία του Λεοντάρη στηρίχθηκε στα σώματα, που σπάραζαν ή συσπώνταν από υστερία, μετάνοια, αμφιθυμία ή ενοχή. Ο Ορέστης κουβαριάζεται στο έδαφος, η Ηλέκτρα «παλεύει» μαζί του και η μεταμορφωμένη σε ανατολίτισσα με τατουάζ Ιφιγένεια (η πιο σωματική ενδεχομένως μέχρι στιγμής ερμηνεία της εξαίρετης Αιμιλίας Βάλβη) κάνει ασκήσεις με ανοικτά τα σκέλια έτοιμη να δεχτεί το ξόανο-ξύλινο φαλλό που «χρειάζεται ο εγωισμός» της. Ακόμα και όταν ο Ορέστης σκέπτεται δεν αδρανεί σωματικά: εκδηλώνει τις νοητικές διεργασίες του εκτοξεύοντας βιβλία.
Τι συμβαίνει στους ανθρώπους που κάποτε πάτησαν τη σκανδάλη; μας ρωτά ο Λεοντάρης, ο οποίος περιγράφει την παράσταση-σχεδίασμα ως «μια περφόρμανς για τη γλώσσα εκείνων που έχουν τραβήξει τη σκανδάλη». Στην προβολή πίσω από τα σώματα των τριών ηθοποιών του η απειλητική σκιά ενός όπλου εναλλάσσεται με τα ανθρώπινα κορμιά από μαθήματα ανατομίας, ένα δαχτυλικό αποτύπωμα αλλά και χωρία από το κείμενο που ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να λέγονται αλλά να παραμένουν ένα οπτικό ερέθισμα. «Πες μου, τι γίνεται εκεί κάτω;», ρωτά η Ιφιγένεια. Κι ο Ορέστης-Βασαρδάνης απαντά: «Τη ρήμαξαν την πόλη μας. Ενας ανέβηκε στο στύλο της ΔΕΗ και κάηκε. Αλλος έσπρωξε τη γριά μάνα απ' την ταράτσα κι έπεσε. Αλλος γκρεμίστηκε από τον Παρθενώνα». «Τι περιμένουν;». Η απάντηση του Ορέστη, η οποία κλείνει το μάτι σαρκαστικά στην ασφυκτική ελληνική συγκυρία, δεν λέγεται. Παραμένει για λίγα λεπτά «παγωμένη» στον προτζέκτορα: «Μια εξέγερση. Θα έπρεπε όλα να ξεπατωθούν: νόμοι, ενδιάμεσοι, δημαγωγοί, Το πλήθος χρειάζεται νέους ταγούς και ψαλιδάκια...».
Προφητικό, ποιητικό, αγρίως υπαρξιακό και μεταφυσικό το έργο του Βέλτσου, όπως απέδειξε η σκηνική μεταγραφή του Λεοντάρη, αναζητά εναγωνιώς το δρόμο για τη σκηνή βάζοντας τους ερμηνευτές του σε μια καθόλου συνηθισμένη διαδικασία αυτοαναφορικότητας. Οπως εξομολογείται ο έξοχος Ορέστης-Βασαρδάνης, τα έργα του Βέλτσου «σου δίνουν την ευκαιρία να προσπαθείς να τα καταλάβεις ακόμα και όταν βρίσκεται επί σκηνής, άρα να κρατιέσαι ζωντανός».
Η παράσταση, που θα επαναληφθεί στο Φουγάρο την Παρασκευή και το Σαββατοκύριακο, πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει και μέχρι την Αθήνα.
enet.gr