Της Μελίνας Σιδηροπούλου
Το θρυλικό μπαρ της Ναυπλίου επανεφευρίσκει τον εαυτό του και μας καλεί από το νέο του χώρο για ένα vintage fruit punch, μια φρέσκια λεμονάδα ή ένα mohito στη σκιά του Κολοκοτρώνη.Το «Λάθος» είναι συνώνυμο του Ναυπλίου. Για περισσότερα από 20 χρόνια στεκόταν κοντά στη κεντρική πλατεία της πόλης και σε ρουφούσε στον δικό του κόσμο, αν τύχαινε να περάσεις από μπροστά του στον Μεγάλο Δρόμο. Αν ήσουν περίεργος δηλαδή, αν σε κέντριζαν οι urban jazz μελωδίες και εκείνες οι παράδοξες κατασκευές που κρεμόντουσαν από τους τοίχους, τα παράθυρα, το ταβάνι.
Εναέρια αγγελάκια ή πουλιά που πέταγαν πάνω από το κεφάλι σου έως τον σχετικά πρόσφατο auto bartender κατασκευασμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και soft-touch οθόνη που μπορούσε να εκτελεί μόνος του 6 βασικά κοκτέιλ. Η είσοδος στο «Λάθος» ισοδυναμούσε με εισιτήριο σ΄ ένα σουρεάλ λούνα παρκ, που δεν ήταν άλλο από snapshots κλεμμένα από το υποσυνείδητο του ιδιοκτήτη Τάσου Γκολέμη, ενός ιδιοκτήτη-μπάρμαν-εφευρέτη, που μαζί με τον αδερφό του, DJ Theo, γράφουν εδώ και 20 χρόνια τη δική τους ιστορία.
Χρόνια στο Ναύπλιο, χρόνια στο Λάθος. Ήταν όμως έναν Αύγουστο που το ερωτεύτηκα. Γιατί εκεί, μες τον πανικό, με τον κόσμο να ξεχειλίζει από το μαγαζί ακούω μια φωνή πίσω από το μπαρ να φωνάζει: «παιδιά, πάω να κάνω διάλλειμα για 15’. Θα κάνω ένα τσιγάρο και θα σας ξανασερβίρω ποτά σε λίγο» κονιορτοποιώντας κάθε κανόνα μάρκετινγκ. Ήταν ο Τάσος. Και βέβαια κανείς δεν είχε πρόβλημα. Από τότε έγινα τακτική και υποβλήθηκα σε όλα τα τεστ που κατά καιρούς εμφανιζόντουσαν μπροστά μου. Όπως μια μηχανή που μετρούσε αν ήμουν ένοχη ή αθώα. Ένα άλλο βράδυ άφησα το ποτό μου πάνω σε ένα τραπεζάκι για να το δω ξαφνικά να απομακρύνεται, αφού το τραπεζάκι το έβαζε στα πόδια όταν το αποφάσιζαν πίσω από το μπαρ πατώντας κρυφά το τηλεχειριστήριο. Μέχρι που πέρσι, ξαφνικά το μπαρ έκλεισε, γιατί ο ιδιοκτήτης του ήθελε τον χώρο. Έτσι, ψυχρά, το Ναύπλιο έχασε ένα μαγαζί- αναφορά.
Φέτος, όμως το Λάθος επανήλθε. Πριν σχεδόν 15 μέρες άνοιξε τις νέες πύλες του στον δρόμο πίσω από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Στο μεγάλο πεζοδρόμιο που απλώνεται μπροστά του θυμίζοντας κάτι από Βαρκελώνη, υπάρχουν πολύχρωμες καρέκλες σαν εκείνες που είχαν παλιά τα σινεμά. Μέσα βλέπεις το μαγαζί να είναι πλέον πολύ πιο λιτό και άνετο. Ασφαλώς και υπάρχουν αναφορές. Υπάρχει το πράσινο ψυγείο που γεμίζει με φρούτα από τη πλούσια λαϊκή της πόλης για να γίνουν τα περίφημα fruit punch του Λάθους.
Υπάρχουν πολύπριζα κολλημένα στο… ταβάνι. Υπάρχει ένα αυτοσχέδιο τηλεοπτικό στούντιο που αν είσαι αρκετά πυροβολημένος μπορείς να σταθείς μπροστά στη κάμερα, να κάνεις ερωτήσεις στους θαμώνες και να δεις επιτέλους τον εαυτό σου σε μια οθόνη. Πιο δίπλα είναι το «υπομονόμετρο», μια νέα κατασκευή που σε καλεί να κρατάς ένα κουμπί πατημένο για να ανέβει σιγά- σιγά μια ένδειξη, που δεν ανεβαίνει ποτέ και σου έρχεται να τα σπάσεις όλα μες στο μαγαζί, αλλά και το μηχάνημα που διαβάζει την αύρα του χεριού σου για να σου δώσει ένα μήνυμα από το σύμπαν (το δικό μου ήταν: we wish you would pay, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό).
Το εντυπωσιακό όμως είναι πως ο ι ιδιοκτήτες δεν κινήθηκαν εκ του ασφαλούς μεταφέροντας απλώς το Λάθος σε άλλο σημείο, αλλά αποφάσισαν να παρουσιάσουν ένα νέο concept, που έχει βέβαια αναφορές στο παλιό. «Το Λάθος στο στιλ που ήταν, στον χώρο που ήταν διέγραψε έναν πρώτο κύκλο. Εδώ, θέλαμε να υλοποιήσουμε μια άλλη ιδέα» θα μας πει ο Τάσος Γκολέμης. Κι όντως κάτω από τις υπερμεγέθεις πικροδάφνες, τη δροσιά και την άπλα που προσφέρει το πεζοδρόμιο και εσύ θέλεις να ρίξεις τους ρυθμούς, να χαλαρώσεις, να κουβεντιάσεις περισσότερο, να απολαύσεις τη μουσική του Theo –κάτι που μπορείς πλέον και από τον διαδικτυακό σταθμό του bar (http://lathoscafe.listen2mymusic.com/).
«Είχα πειρατικό σταθμό από τα 14 μου χρόνια» θυμάται ο Τάσος «τότε παρακολουθούσαμε παθιασμένα ό,τι συνέβαινε στα ερτζιανά». Η κουβέντα θα έρθει στις θρυλικές εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη, αλλά και σ’ όλους τους γνωστούς που έχουν παρελάσει από το Λάθος. Για να φτάσουμε στον Λουκιανό Κηλαηδόνη που κάποτε είχε εκφράσει την επιθυμία να ερμηνεύσει δύο τραγούδια του Τάσου (βλ «Τα Πινέλα» και «Ήθελα κάτι να σου πω»).
«Η μουσική είναι η αδυναμία μας. Μάλιστα, μέσα στο μαγαζί, σε μια γωνία έχουμε στήσει ένα μικρό στούντιο για να έρχονται οι πιτσιρικάδες αν θέλουν με τους φίλους και τα συγκροτήματά τους να τζαμάρουν εδώ, ελεύθερα από να τους κατσαδιάζουν οι γείτονες. Και να τους κόβουμε και ένα cd αν θέλουν. Είμαστε ανοιχτοί σε ιδέες τόσο για πράγματα που μπορούν να διοργανωθούν στο μαγαζί αλλά και για τον σταθμό». Στον σταθμό τους, τον οποίο μπορείς να ακούσεις στο ραδιόφωνο όσο είσαι στο Ναύπλιο, θα πετύχεις τρελά διαφημιστικά σποτάκια με τη μορφή γρίφων, ή άλλα άσχετα, όπως μια συνέντευξη στα Γερμανικά. Μα καλά τι είναι αυτή η συνέντευξη; τον ρωτάμε. «Α, δεν έχω ιδέα. Θα πρέπει να ξέφυγε κανένα αρχείο από τον υπολογιστή. Λάθος.»