Στα τέλη Αυγούστου του ΄44 ήταν πια κοινό μυστικό πως οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να φύγουν από το Άργος. Η αναχώρηση τους ήταν πλέον θέμα χρόνου. Αυτό όμως δεν τους έκανε λιγότερο επικίνδυνους. Και οι κάθε είδους προφυλάξεις ήσαν αναγκαίες. Οι αντάρτες ήσαν έτοιμοι να μπουν στην πόλη. Από την άλλη πλευρά και τα ΤΑ είχαν αξιόλογη δύναμη. Η Πολιτοφυλακή δεν είχε αναλάβει επιθετικές ως τότε επιχειρήσεις. Είχε περιορισθεί σε ενέργειες αυτοπροστασίας. Η δύναμη τέλος της Χωροφυλακής ήταν αμελητέα.
Στις 10.9.1944 ο Ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, ο οποίος έχει έλθει διαμέσου του Δημ. Ζερβού σε επαφή με τους αντάρτες, ειδοποιεί τους Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο, το βιομήχανο Γεώργιο Ρασσιά, τους δικηγόρους Στέφανο Μακρή και Μιχαήλ Στάμου, το φαρμακοποιό Νικόλαο Παναπανικολάου, και το συμβολαιογράφο Παν. Δασκαλόπουλο, ότι επελέγησαν σαν Επιτροπή αντιπροσωπευτική της πόλης του Άργους, προκειμένου να έλθουν σε συνεννόηση με τις ανταρτικές δυνάμεις για την αναίμακτη είσοδο τους στο Άργος. Φαίνεται ότι η επιλογή έγινε από τον Κουρκουλάκο, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τους Αργείτες, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των ανταρτών. Από ότι μπορεί να διαγνωσθεί ανάμεσα από τις γραμμές των δημοσιευομένων στη συνέχεια εγγράφων, ο Κουρκουλάκος με τη μετριοπάθεια του είχε το αναγκαίο κύρος για ένα τέτοιο εγχείρημα, και μάλιστα κάτω από τη “μύτη” του “εσχάτως αφιχθέντος” προϊσταμένου του από το Ναύπλιο, ανελαστικού Μοίραρχου Δημητρίου Παπανικολάου.
Η Επιτροπή στις 11.9.1944 μετέβη στη Μιδέα (Γκέρμπεσι), όπου συναντήθηκε με τους τοπικούς αντιπροσώπους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Οι ανωτέρω έδωσαν στην Επιτροπή έγγραφη διαβεβαίωση προς τους πολίτες του Άργους για τους όρους εισόδου τους στην πόλη, όρους που κανείς καλοπροαίρετος δε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει παράλογους. Η Επιτροπή επέστρεψε την επόμενη στο Άργος και στις 13.9.1944 – κάτω από τη μύτη των Γερμανών – γίνεται συγκέντρωση πολιτών και των επικεφαλής της Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Πολιτοφυλακής στον Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι επικεφαλής των ΤΑ, της Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακής ήσαν άκαμπτοι. Η απάντηση που δόθηκε στους αντάρτες – συντάχθηκε με ημερομηνία 14.9.1944 – έχει καθαρά “νομικίστικο” και παρελκυστικό χαρακτήρα. Στο μεταξύ το βράδυ, γύρω σας 21.OO’, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 φεύγουν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την πόλη. Η ένταση όμως που επικρατεί δεν επιτρέπει στο λαό να χαρεί.
Οι αντάρτες ανταπαντούν στις 15.9. 1944 με γλώσσα σκληρή, κάνοντας γνωστή την πρόθεση τους για βίαιη είσοδο στην πόλη και καλούν τον πληθυσμό ή να εξέλθει στα χωριά ή να κρυφτεί στα υπόγεια κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις για την εξ εφόδου κατάληψη της πόλης. Έτσι έγιναν άλλες δυο συναντήσεις στις 16.9. 1944 – μια στα Φίχτια και μια στο Άργος – χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Όλοι ήσαν άκαμπτοι. Τη λύση τελικά την έδωσε η αιματηρή μάχη του Αχλαδοκάμπου στις 18.9.1944 ανάμεσα στο 6° Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και τον εκεί Λόχο των ΤΑ. Ο Αχλαδόκαμπος κατελήφθη. Τα θύματα πολλά και από τις δύο πλευρές (52 Αχλαδοκαμπίτες νεκροί). Ευτυχώς η σύνεση του Ταγμ/ρχη Βαζαίου και του Πελοπίδα (Βασίλης Λάσκας από το Λουτράκι, 1915 – 1948) από τους πιο πιστούς Καπετάνιους του Άρη, περιόρισε το κακό.
Κάτω από το βάρος του αποτελέσματος της μάχης του Αχλαδοκάμπου, τα ΤΑ και η Χωροφυλακή εγκαταλείπουν εσπευσμένα το Άργος το πρωί της 19.9.1944 και συμπτύσσονται στο Ναύπλιο. Επειδή δεν έχουν μέσα επικοινωνίας με το Ναύπλιο χρησιμοποιούν προβολέα κινηματογράφου σαν ηλιογράφο και με σήματα Μορς ζητούν από τα εκεί ΤΑ να καλύψουν τη σύμπτυξη τους με βολές πυροβολικού στο λόφο της Τίρυνθας, τον οποίο κατείχαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Το μήνυμα λήφθηκε και παρασχέθηκε η αιτηθείσα κάλυψη. Μαζί με τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή μπήκαν στο Ναύπλιο και πολίτες -γυναικόπαιδα- που δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς στην πόλη του Άργους.
Οι αντάρτες εισήλθαν αμέσως πανηγυρικά στην πόλη. Την επόμενη έγινε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, ο οποίος στην ομιλία του έκαμε αυστηρές συστάσεις στις ανταρτικές δυνάμεις να μην προβούν σε αντεκδικήσεις. Ακολούθησαν ομιλίες και στο τέλος από τον εξώστη του καφενείου του Μήλια ο Καπετάν Γρίβας ανακοίνωσε τη σύνθεση της 25μελούς Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης (δηλ. Δημοτικό Συμβούλιο) με Πρόεδρο – και Δήμαρχο – τον έγκριτο και μετριοπαθή πολίτη οδοντογιατρό Κων/νο Δωροβίνη. Ο λαός έδωσε διά βοής την έγκριση του. Στον κατάλογο της 25μελούς Επιτροπής υπήρχε αρχικά και το όνομα του Αρχιμ. Χρυσόστομου. Επειδή όμως η ομιλία του δυσαρέστησε τους αντάρτες, αντικαταστάθηκε την τελευταία στιγμή από τον εφημέριο του Αγίου Πέτρου π. Δημήτριο Γεωργόπουλο. Ο Κων/νος Δωροβίνης, στενός συνεργάτης και φίλος του Αρχιμ. Χρυσόστομου, συνδύασε την αποδοχή του διορισμού του με την απελευθέρωση ομήρων.
Οι αντάρτες εγκατέστησαν τις δικές τους αρχές στην πόλη. Η Αστυνομία τους – η Εθνική Πολιτοφυλακή – με επικεφαλής το μετριοπαθή και διαλλακτικό Γιάννη Κότσιρα, εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γεωργίου Θωμόπουλου (Αγγελή Μπόμπου και Μουστακοπούλου). Στην οικία Σπύρου Μαρίκου (Β. Σοφίας αρ. 31) εγκαταστάθηκε η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) με τον Καπετάν Αύγουστο, ενώ στο σημερινό Δημαρχείο ο Καπετάν Σίσυφος ενεργούσε σαν υπεύθυνος πόλης.
Στην αρχή οι αντάρτες τήρησαν τις υποσχέσεις τους. Τα πράγματα όμως με τον καιρό άλλαξαν, ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά οπότε η Πολιτοφυλακή άρχισε τις ανακρίσεις και συλλήψεις. Η ΒΔ ισόγεια αίθουσα του “Δαναού” – στον οποίο είχε εγκατασταθεί το Εργατικό Κέντρο – μετατράπηκε σε κρατητήριο. Στο κέντρο της πόλης τα υπολείμματα της Πυροβολαρχίας Γκόνου.
Ο ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, προφανώς εσκεμμένα, δεν ακολούθησε την υπόλοιπη δύναμη χωροφυλακής κατά τη σύμπτυξη της στο Ναύπλιο. Αρχικά δεν ενοχλήθηκε από κανένα. Αργότερα όμως μετά από καταγγελία πρώην Ενωμοτάρχη του, που είχε πλέον ενταχθεί στην Πολιτοφυλακή, συνελήφθη. Με επέμβαση, όμως, των Άγγλων απελευθερώθηκε και αναχώρησε για την Αθήνα. Σε αυτό συνετέλεσε και η θετική κατάθεση του Πέτρου Μπλάτσιου για την προσφορά του Ανθυπομοίραρχου στον αγώνα της πατρίδας τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Συνελήφθησαν επίσης τα μέλη της Πολιτοφυλακής, τα οποία δεν ακολούθησαν τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή στη σύμπτυξη τους στο Ναύπλιο (Παν. Χιωτακάκος, κ.ά.). Καθ’ οδόν προς το Γυμνό έφθασε η είδηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας και δε χύθηκε άλλο αίμα… Μετά τη Βάρκιζα η πρώτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο περνούσε από τους Μύλους. Οι λιγοστές δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν μείνει στην πόλη – ο κύριος όγκος είχε προωθηθεί στην Αθήνα – απεχώρησαν δίνοντας τη θέση τους στις δυνάμεις της Εθνοφυλακής και των Άγγλων. Μια νέα εποχή άρχισε για τη χώρα και την πόλη μας…
Στις 10.9.1944 ο Ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, ο οποίος έχει έλθει διαμέσου του Δημ. Ζερβού σε επαφή με τους αντάρτες, ειδοποιεί τους Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Δεληγιαννόπουλο, το βιομήχανο Γεώργιο Ρασσιά, τους δικηγόρους Στέφανο Μακρή και Μιχαήλ Στάμου, το φαρμακοποιό Νικόλαο Παναπανικολάου, και το συμβολαιογράφο Παν. Δασκαλόπουλο, ότι επελέγησαν σαν Επιτροπή αντιπροσωπευτική της πόλης του Άργους, προκειμένου να έλθουν σε συνεννόηση με τις ανταρτικές δυνάμεις για την αναίμακτη είσοδο τους στο Άργος. Φαίνεται ότι η επιλογή έγινε από τον Κουρκουλάκο, ο οποίος είχε στενές σχέσεις με τους Αργείτες, με τη σύμφωνη όμως γνώμη των ανταρτών. Από ότι μπορεί να διαγνωσθεί ανάμεσα από τις γραμμές των δημοσιευομένων στη συνέχεια εγγράφων, ο Κουρκουλάκος με τη μετριοπάθεια του είχε το αναγκαίο κύρος για ένα τέτοιο εγχείρημα, και μάλιστα κάτω από τη “μύτη” του “εσχάτως αφιχθέντος” προϊσταμένου του από το Ναύπλιο, ανελαστικού Μοίραρχου Δημητρίου Παπανικολάου.
Η Επιτροπή στις 11.9.1944 μετέβη στη Μιδέα (Γκέρμπεσι), όπου συναντήθηκε με τους τοπικούς αντιπροσώπους του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΚΚΕ και της ΠΕΕΑ. Οι ανωτέρω έδωσαν στην Επιτροπή έγγραφη διαβεβαίωση προς τους πολίτες του Άργους για τους όρους εισόδου τους στην πόλη, όρους που κανείς καλοπροαίρετος δε θα μπορούσε να χαρακτηρίσει παράλογους. Η Επιτροπή επέστρεψε την επόμενη στο Άργος και στις 13.9.1944 – κάτω από τη μύτη των Γερμανών – γίνεται συγκέντρωση πολιτών και των επικεφαλής της Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Πολιτοφυλακής στον Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι επικεφαλής των ΤΑ, της Χωροφυλακής και της Πολιτοφυλακής ήσαν άκαμπτοι. Η απάντηση που δόθηκε στους αντάρτες – συντάχθηκε με ημερομηνία 14.9.1944 – έχει καθαρά “νομικίστικο” και παρελκυστικό χαρακτήρα. Στο μεταξύ το βράδυ, γύρω σας 21.OO’, της 14ης Σεπτεμβρίου 1994 φεύγουν και οι τελευταίοι Γερμανοί από την πόλη. Η ένταση όμως που επικρατεί δεν επιτρέπει στο λαό να χαρεί.
Οι αντάρτες ανταπαντούν στις 15.9. 1944 με γλώσσα σκληρή, κάνοντας γνωστή την πρόθεση τους για βίαιη είσοδο στην πόλη και καλούν τον πληθυσμό ή να εξέλθει στα χωριά ή να κρυφτεί στα υπόγεια κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχαν επαρκείς δυνάμεις για την εξ εφόδου κατάληψη της πόλης. Έτσι έγιναν άλλες δυο συναντήσεις στις 16.9. 1944 – μια στα Φίχτια και μια στο Άργος – χωρίς να καταλήξουν σε αποτέλεσμα. Όλοι ήσαν άκαμπτοι. Τη λύση τελικά την έδωσε η αιματηρή μάχη του Αχλαδοκάμπου στις 18.9.1944 ανάμεσα στο 6° Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και τον εκεί Λόχο των ΤΑ. Ο Αχλαδόκαμπος κατελήφθη. Τα θύματα πολλά και από τις δύο πλευρές (52 Αχλαδοκαμπίτες νεκροί). Ευτυχώς η σύνεση του Ταγμ/ρχη Βαζαίου και του Πελοπίδα (Βασίλης Λάσκας από το Λουτράκι, 1915 – 1948) από τους πιο πιστούς Καπετάνιους του Άρη, περιόρισε το κακό.
Κάτω από το βάρος του αποτελέσματος της μάχης του Αχλαδοκάμπου, τα ΤΑ και η Χωροφυλακή εγκαταλείπουν εσπευσμένα το Άργος το πρωί της 19.9.1944 και συμπτύσσονται στο Ναύπλιο. Επειδή δεν έχουν μέσα επικοινωνίας με το Ναύπλιο χρησιμοποιούν προβολέα κινηματογράφου σαν ηλιογράφο και με σήματα Μορς ζητούν από τα εκεί ΤΑ να καλύψουν τη σύμπτυξη τους με βολές πυροβολικού στο λόφο της Τίρυνθας, τον οποίο κατείχαν δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Το μήνυμα λήφθηκε και παρασχέθηκε η αιτηθείσα κάλυψη. Μαζί με τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή μπήκαν στο Ναύπλιο και πολίτες -γυναικόπαιδα- που δε θεωρούσαν τους εαυτούς τους ασφαλείς στην πόλη του Άργους.
Οι αντάρτες εισήλθαν αμέσως πανηγυρικά στην πόλη. Την επόμενη έγινε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, ο οποίος στην ομιλία του έκαμε αυστηρές συστάσεις στις ανταρτικές δυνάμεις να μην προβούν σε αντεκδικήσεις. Ακολούθησαν ομιλίες και στο τέλος από τον εξώστη του καφενείου του Μήλια ο Καπετάν Γρίβας ανακοίνωσε τη σύνθεση της 25μελούς Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης (δηλ. Δημοτικό Συμβούλιο) με Πρόεδρο – και Δήμαρχο – τον έγκριτο και μετριοπαθή πολίτη οδοντογιατρό Κων/νο Δωροβίνη. Ο λαός έδωσε διά βοής την έγκριση του. Στον κατάλογο της 25μελούς Επιτροπής υπήρχε αρχικά και το όνομα του Αρχιμ. Χρυσόστομου. Επειδή όμως η ομιλία του δυσαρέστησε τους αντάρτες, αντικαταστάθηκε την τελευταία στιγμή από τον εφημέριο του Αγίου Πέτρου π. Δημήτριο Γεωργόπουλο. Ο Κων/νος Δωροβίνης, στενός συνεργάτης και φίλος του Αρχιμ. Χρυσόστομου, συνδύασε την αποδοχή του διορισμού του με την απελευθέρωση ομήρων.
Οι αντάρτες εγκατέστησαν τις δικές τους αρχές στην πόλη. Η Αστυνομία τους – η Εθνική Πολιτοφυλακή – με επικεφαλής το μετριοπαθή και διαλλακτικό Γιάννη Κότσιρα, εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γεωργίου Θωμόπουλου (Αγγελή Μπόμπου και Μουστακοπούλου). Στην οικία Σπύρου Μαρίκου (Β. Σοφίας αρ. 31) εγκαταστάθηκε η Επιμελητεία του Αντάρτη (ΕΤΑ) με τον Καπετάν Αύγουστο, ενώ στο σημερινό Δημαρχείο ο Καπετάν Σίσυφος ενεργούσε σαν υπεύθυνος πόλης.
Στην αρχή οι αντάρτες τήρησαν τις υποσχέσεις τους. Τα πράγματα όμως με τον καιρό άλλαξαν, ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά οπότε η Πολιτοφυλακή άρχισε τις ανακρίσεις και συλλήψεις. Η ΒΔ ισόγεια αίθουσα του “Δαναού” – στον οποίο είχε εγκατασταθεί το Εργατικό Κέντρο – μετατράπηκε σε κρατητήριο. Στο κέντρο της πόλης τα υπολείμματα της Πυροβολαρχίας Γκόνου.
Ο ανθυπομοίραρχος Κουρκουλάκος, προφανώς εσκεμμένα, δεν ακολούθησε την υπόλοιπη δύναμη χωροφυλακής κατά τη σύμπτυξη της στο Ναύπλιο. Αρχικά δεν ενοχλήθηκε από κανένα. Αργότερα όμως μετά από καταγγελία πρώην Ενωμοτάρχη του, που είχε πλέον ενταχθεί στην Πολιτοφυλακή, συνελήφθη. Με επέμβαση, όμως, των Άγγλων απελευθερώθηκε και αναχώρησε για την Αθήνα. Σε αυτό συνετέλεσε και η θετική κατάθεση του Πέτρου Μπλάτσιου για την προσφορά του Ανθυπομοίραρχου στον αγώνα της πατρίδας τις δύσκολες εκείνες ώρες.
Συνελήφθησαν επίσης τα μέλη της Πολιτοφυλακής, τα οποία δεν ακολούθησαν τα ΤΑ και τη Χωροφυλακή στη σύμπτυξη τους στο Ναύπλιο (Παν. Χιωτακάκος, κ.ά.). Καθ’ οδόν προς το Γυμνό έφθασε η είδηση της Συμφωνίας της Βάρκιζας και δε χύθηκε άλλο αίμα… Μετά τη Βάρκιζα η πρώτη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο περνούσε από τους Μύλους. Οι λιγοστές δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν μείνει στην πόλη – ο κύριος όγκος είχε προωθηθεί στην Αθήνα – απεχώρησαν δίνοντας τη θέση τους στις δυνάμεις της Εθνοφυλακής και των Άγγλων. Μια νέα εποχή άρχισε για τη χώρα και την πόλη μας…