Ο βροχερός καιρός σε συνδυασµό µε την αυξηµένη υγρασία και την πτώση τη θερµοκρασίας τις πρώτες µέρες του φθινοπώρου δηµιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του βακτηρίου που προκαλεί την ασθένεια της καρκίνωσης στα ελαιόδεντρα. Από όλες τις ποικιλίας ιδιαίτερα ευαίσθητη στην ασθένεια εµφανίζεται η Κορωνέικη ελιά. Σύµφωνα µε τους γεωπόνους του Περιφερειακού Κέντρου Προστασίας Φυτών Ναυπλίου, η µόλυνση γίνεται µέσω πρόσφατων πληγών που προκαλούνται κατά τη συλλογή του ελαιόκαρπου, µε το κλάδεµα, µε καλλιεργητικά εργαλεία, από χαλάζι και παγετό, καθώς και από µη καλά επουλωµένες ουλές που δηµιουργούνται µε την πτώση των φύλλων.
Η ασθένεια οφείλεται σε βακτήριο και το πιο χαρακτηριστικό σύµπτωµα της είναι ο σχηµατισµός υπερπλασιών (καρκινώµατα), κυρίως σε βλαστούς και κλάδους. Να σηµειωθεί ότι η αντιµετώπισή της κρίνεται εξαιρετικά δύσκολη, ωστόσο οι οδηγίες από τους γεωπόνους για την αποφυγή εξάπλωσης της καρκίνωσης, επικεντρώνονται στην αφαίρεση και το κάψιµο των προσβεβληµένων τµηµάτων των δέντρων.
Όταν η προσβολή εντοπίζεται στον κορµό και σε µεγάλους βραχίονες, συνιστάται αφαίρεση των όγκων µε κοφτερό µαχαίρι και επάλειψη της πληγής µε πυκνό βορδιγάλειο πολτό. Οι εργασίες αυτές πρέπει να γίνονται από τους καλλιεργητές οπωσδήποτε µε ξηρό καιρό.
Επιπλέον, οι ειδικοί επισηµαίνουν ότι αµέσως µετά τη συγκοµιδή, πρέπει να γίνει κλάδεµα ή καθάρισµα των δέντρων καθώς και µετά από παγετό ή χαλάζι, να γίνεται ψεκασµός µε χαλκούχο σκεύασµα, ενώ πρέπει να αποφεύγεται η συλλογή του καρπού µε ραβδισµό.
Να σηµειωθεί ότι τα βακτήρια παρουσιάζουν µια έµφυτη επιφυτική φάση στα φύλλα, αγγίζοντας το µέγιστο αριθµό τους τον Οκτώβρη, ενώ η µόλυνση σχετίζεται άµεσα µε τον αριθµό των τραυµάτων.
Η καταστροφή είναι µεγαλύτερη σε µέρη µε ανέµους, σε φυτώρια µε µικρό καρπό που συλλέγεται χτυπώντας τα δέντρα µε βέργες, ύστερα από ανεµοθύελλες και παγωνιά.