Στο βιβλίο του ο Βρετανός περιηγητής Μπίκφορντ-Σμιθ "Η Ελλάδα την εποχή του Γεωργίου του Α'", εφοδιασμένος με γνώσεις που απεκόμισε είτε από την Αγγλική Σχολή Αθηνών, όπου φαίνεται ότι παρακολούθησε κάποια μαθήματα, είτε από τη μελέτη διαφόρων περιηγητικών, αρχαιολογικών ή άλλων έργων για την Ελλάδα, καταγράφει τις εντυπώσεις του απ' όσα είδε, άκουσε και διάβασε τα δυο χρόνια που περιόδευσε τη χώρα.
Ο Βρετανός περιηγητής Μπίκφορντ-Σμιθ αναφέρει για την καπνοκαλλιέργεια στην Ελλάδα: «Το 1860 η καπνοκαλλιέργεια στην Ελλάδα κατελάμβανε 25.000 στρέμματα, το 1875 έφτασε τις 42.204 και το 1887 υπήρξε μια μείωση σε 38.967. Η καταγραφή των στρεμμάτων που καταλαμβάνει η καπνοκαλλιέργεια έχει γίνει αναγκαστικά, δεδομένου ότι ο καπνός βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό κάτω από την εποπτεία της Κυβέρνησης (το 1892 αποτελεί κρατικό μονοπώλιο)».
Σύμφωνα με τον Μπίκφορντ-Σμιθ, η αξία των εξαγωγών σε δραχμές παρουσίαζε την πιο σταθερή αύξηση σε σύγκριση με τα περισσότερα ελληνικά αγροτικά προϊόντα:
1871: 719.583
1882: 1.581.916
1887: 2.317.837
1889: 2.800.239
1890: 3.975.723
Ο Βρετανός δικηγόρος έριξε και τις μπηχτές του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για την παράνομη εκμετάλλευση των ελληνικών καπνών: «Η Τουρκία και η Αίγυπτος απορροφούν περίπου τα ¾ των εξαγωγών και κατασκευάζουν τσιγάρα ή πακέτα καπνού, τα οποία καταστολίζουν με μισοφέγγαρα και τουρκικά γράμματα και παρακινούν τους Βρετανούς δανδήδες να τα αγοράζουν στην τιμή της μιας πένας το ένα. Η Ολλανδία, η Γαλλία, η Αγγλία, η Αυστρία και η Ρωσία (κατά σειρά ανάλογη με την ποσότητα που εισάγουν) αγοράζουν επίσης».
«Ο μέσος Ελληνας, αστός ή χωριάτης, έχει πάντα ένα τσιγάρο στα χείλη του», σχολιάζει ο Μπίκφορντ-Σμιθ και προσθέτει: «Στους κλειστούς χώρους και ιδίως στα επαρχιακά καφενεία καπνίζει συχνά ναργιλέ, ο καπνός του οποίου υφίσταται ειδική επεξεργασία και πιστεύω ότι έρχεται από την Περσία. Ο ελληνικός καπνός είναι πολύ ξηρός για πίπα η οποία, παρεπιπτόντως, δεν συνηθίζεται, παρά μόνο στον βαθμό που χαρακτηρίζει κάποιον γενικά σαν Εγγλέζο και επομένως σαν ''λόρδο''. Στην Ελλάδα δεν κατασκευάζονται πούρα. Αυτά μπορεί να τα βρει κανείς στην Αθήνα, αλλά είτε είναι πανάκριβα είτε πολύ κακής ποιότητας».
Σύμφωνα με τον Μπίκφορντ-Σμιθ, η αξία των εξαγωγών σε δραχμές παρουσίαζε την πιο σταθερή αύξηση σε σύγκριση με τα περισσότερα ελληνικά αγροτικά προϊόντα:
1871: 719.583
1882: 1.581.916
1887: 2.317.837
1889: 2.800.239
1890: 3.975.723
Ο Βρετανός δικηγόρος έριξε και τις μπηχτές του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για την παράνομη εκμετάλλευση των ελληνικών καπνών: «Η Τουρκία και η Αίγυπτος απορροφούν περίπου τα ¾ των εξαγωγών και κατασκευάζουν τσιγάρα ή πακέτα καπνού, τα οποία καταστολίζουν με μισοφέγγαρα και τουρκικά γράμματα και παρακινούν τους Βρετανούς δανδήδες να τα αγοράζουν στην τιμή της μιας πένας το ένα. Η Ολλανδία, η Γαλλία, η Αγγλία, η Αυστρία και η Ρωσία (κατά σειρά ανάλογη με την ποσότητα που εισάγουν) αγοράζουν επίσης».
Σύμφωνα με τον Μπίκφορντ-Σμιθ, το Μεσολόγγι έβγαζε τα καλύτερα καπνά μετά από εκείνα του Παρνασσού, της Λαμίας και της Λακωνίας, ενώ ο Γερμανός περιηγητής Βέρλαγκ Καρλ Μπέντεκερ αναφέρει και τα καπνά της Τριχωνίας και προσθέτει ότι η ετήσια κατανάλωσή είναι περίπου 4 λίβρες το άτομο.
Οι επαρχίες που καλλιεργούσαν τότε καπνά ήταν (κατά σειρά ανάλογη με την ποσότητα που παρήγαγαν) η Αιτωλοακαρνανία, η Αργολίδα-Κορινθία, η Φθιώτιδα-Φωκίδα, τα Τρίκαλα και η Λάρισα.
«Ο μέσος Ελληνας, αστός ή χωριάτης, έχει πάντα ένα τσιγάρο στα χείλη του», σχολιάζει ο Μπίκφορντ-Σμιθ και προσθέτει: «Στους κλειστούς χώρους και ιδίως στα επαρχιακά καφενεία καπνίζει συχνά ναργιλέ, ο καπνός του οποίου υφίσταται ειδική επεξεργασία και πιστεύω ότι έρχεται από την Περσία. Ο ελληνικός καπνός είναι πολύ ξηρός για πίπα η οποία, παρεπιπτόντως, δεν συνηθίζεται, παρά μόνο στον βαθμό που χαρακτηρίζει κάποιον γενικά σαν Εγγλέζο και επομένως σαν ''λόρδο''. Στην Ελλάδα δεν κατασκευάζονται πούρα. Αυτά μπορεί να τα βρει κανείς στην Αθήνα, αλλά είτε είναι πανάκριβα είτε πολύ κακής ποιότητας».