Όταν ο βασιλέας Οθωνας συναίνεσε στην ψήφιση Συντάγματος, μετά την επανάσταση του 1843, εγκαινιάστηκε για τη χώρα μας η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας. Ανάμεσα στους «κερδισμένους» αυτής της πολιτειακής μεταβολής ήταν, αναμφίβολα, τα λεγόμενα «ξενικά» κόμματα, αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό, διότι διευρύνθηκαν οι αρμοδιότητές τους και έγινε πιο δραστήρια η παρουσία τους στην πολιτική ζωή.
Ο Οθωνας φαινομενικά ήταν ο «χαμένος» μετά την επισημοποίηση του Συντάγματος στις 18 Μαρτίου του 1844, όμως στην πραγματικότητα, κι αυτός και τα κόμματα είχαν την ευκαιρία να διορθώσουν τα λάθη του παρελθόντος και να συμμορφωθούν με τα αιτήματα των καιρών. Μολαταύτα, ούτε τα κόμματα ούτε ο Οθωνας ευθυγραμμίστηκαν με τις επιταγές της λεγόμενης «νέας γενιάς» των πολιτικών και των πολιτών. Αναπόφευκτα, τα ξενικά κόμματα παραγκωνίστηκαν από τις μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις, ενώ ο Οθωνας έχασε το θρόνο του με συνοπτικές διαδικασίες.
Το δις εξαμαρτείν...
Ο Οθωνας δεν εκμεταλλεύθηκε τη δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε μετά την επανάσταση του 1843 και συνέχισε να παρεμβαίνει στη διακυβέρνηση της χώρας σε πέρα από τον επιτρεπτό βαθμό και κατά παράβαση του θεσμικού του ρόλου. Μόλις ο Ιωάννης Κωλέττης ανέλαβε καθήκοντα ως πρώτος εκλεγμένος πρωθυπουργός της χώρας, ο Οθωνας συνεργάστηκε μαζί του με σκοπό να του επιτραπεί η παρέμβαση στη διακυβέρνηση της χώρας, καταργώντας επί της ουσίας τον κοινοβουλευτισμό. Το αντάλλαγμα για τη συνεργασία του Κωλέττη ήταν η στήριξη που προσέφερε ο Οθωνας στους υποψηφίους του Κωλέττη κατά τις εκλογές, μια αθέμιτη συμπεριφορά που προκάλεσε την αγανάκτηση των αντιπάλων του Ηπειρώτη πολιτικού, δηλαδή του ρωσικού και του αγγλικού κόμματος.
Επιπλέον, οι ταπεινώσεις σε διεθνές επίπεδο δεν έλειψαν όλο αυτό το διάστημα, με αποκορύφωμα τον αποκλεισμό και την κατοχή του Πειραιά από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, το 1854, με αφορμή τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την εξέγερση που αυτός πυροδότησε στην Ηπειρο και στη Θεσσαλία. Μέχρι το 1857, όταν αποχώρησαν οι ξένες δυνάμεις κατοχής, εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν από τις στερήσεις και την επιδημία χολέρας που προκάλεσε η ξενόφερτη κατοχή.
Η στάση του Οθωνα και της Αμαλίας απέναντι στις προκλήσεις των στρατευμάτων κατοχής ανέβασε τις μετοχές του βασιλικού ζεύγους, σε συνδυασμό με τους εορτασμούς για τη συμπλήρωση 25 ετών του βασιλικού ζεύγους στο θρόνο της Ελλάδος. Ομως τα σοβαρά προβλήματα, όπως η εξυπηρέτηση των εξωτερικών χρεών, δεν αντιμετωπίζονταν με εορτασμούς. Ο Οθωνας, για παράδειγμα, κατά την προσφιλή του συνήθεια, υποστήριξε την κυβέρνηση Αθανασίου Μιαούλη ώστε να ανανεώνει τη θητεία της, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση του ισχυρού Υδραίου πολιτικού Δημητρίου Βούλγαρη.
Ενα άλλο ζήτημα για το οποίο σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και των πολιτικών εγκαλούσαν τον Οθωνα, ήταν οι χειρισμοί του στο ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας. Γενικά, ο Οθωνας θεωρήθηκε άτολμος και ανίκανος να πραγματοποιήσει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Οταν το 1859 δεν κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αφορμή τα γεγονότα του Risorgimento (Αναβίωση) που οδήγησαν στην ενοποίηση της Ιταλίας, προκάλεσε έντονη δυσφορία στην κοινή γνώμη, η οποία υποστήριζε τις ιδέες του Γκαριμπάλντι. Το αποτέλεσμα ήταν να εκδηλωθούν έντονες αντιδράσεις, πολλές φορές με τραγελαφικό τρόπο, όπως έγινε με τα γεγονότα των «Σκιαδικών» τον Μάιο του 1859. Τότε, οι φοιτητές του πανεπιστημίου ήλθαν σε σύγκρουση με τις αρχές, με αφορμή την προτίμησή τους στα ελληνικής κατασκευής καπέλα (σκιάδια) από τη Σίφνο, τα οποία φορούσαν ως ένδειξη φιλοπατρίας. Ο Βαυαρός γαλαζοαίματος, ύστερα από ένα σύντομο διάλειμμα, είδε τη δημοτικότητά του να πέφτει ξανά.
Το «αγκάθι» της διαδοχής
Αναντίλεκτα, οι Βαυαροί ποτέ δεν κέρδισαν τις καρδιές των Ελλήνων, μολονότι ο Οθωνας και η (καταγόμενη από το Ολντενμπουργκ) βασίλισσά του Αμαλία αποτελούσαν, σε γενικές γραμμές, εξαίρεση. Βέβαια, οι οπαδοί του ρωσικού κόμματος, διάπυροι προστάτες της Ορθοδοξίας, δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με το γεγονός ότι ο βασιλέας της Ελλάδας δεν ήταν χριστιανός ορθόδοξος. Το ζήτημα του θρησκεύματος σχετιζόταν και με το διάδοχο του Οθωνα, ο οποίος έπρεπε να ασπαστεί την Ορθοδοξία αν δεν ήταν ήδη πιστός αυτού του θρησκεύματος. Αυτό όριζε η συμφωνία του 1852 μεταξύ Βαυαρίας - Ελλάδας και προστάτιδων δυνάμεων.
Ο Οθωνας δεν είχε απογόνους, ούτε κάποιος άλλος Βαυαρός πρίγκιπας είχε ασπαστεί την Ορθοδοξία. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 39 του Συντάγματος του 1844 όριζε ότι ο διάδοχος θα οριζόταν από το βασιλέα με τη σύμφωνη γνώμη των δύο τρίτων της Βουλής και της Γερουσίας.
Μετά τα γεγονότα του Risorgimento το 1861, το αντιδυναστικό κίνημα στην Ελλάδα αναζωπυρώθηκε, με τη «βοήθεια» του Οθωνα, ο οποίος κωλυσιεργούσε στο ζήτημα του ορισμού του διαδόχου του. Οι Δυνάμεις πίεσαν τον Οθωνα να τακτοποιήσει το ζήτημα της διαδοχής και αυτός ταξίδεψε έως τη Βαυαρία για να βρει λύση στο πρόβλημα. Στο διάστημα της απουσίας του η Αμαλία εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα.
Εν τω μεταξύ, ακόμη και η Φύση είχε στραφεί εναντίον του βασιλικού ζεύγους. Το 1861 καταστροφικοί σεισμοί συνέβησαν στην Πελοπόννησο και στη Στερεά σε συνδυασμό με θεομηνίες που έπληξαν την αγροτική παραγωγή. Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον της Αμαλίας τον Σεπτέμβριο του 1861 θεωρήθηκε από ορισμένους ως ακόμη μία ένδειξη της λαϊκής οργής, αν και αποδείχθηκε η απόπειρα ότι δεν προήλθε από οργανωμένη συνωμοσία, ούτε είχε πολιτικά κίνητρα.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν είχε οργανωθεί αντιπολίτευση εναντίον του Οθωνα. Ριζοσπάστες νέοι πολιτικοί, όπως ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, άρθρωναν επαναστατικό λόγο, ενώ πολλές αντιπολιτευόμενες παρατάξεις συμφωνούσαν στη χάραξη κοινής πορείας εναντίον του θρόνου, παραμερίζοντας τις διαφορές τους. Την Πρωταπριλιά του 1861 επαναστατικό συμπόσιο οργανώθηκε στο Αργος, με την ενεργό συμμετοχή των στρατιωτικών. Γόνοι πρωταγωνιστών του '21, όπως οι γιοι των Νότη Μπότσαρη, Δημήτρη Μακρή, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Θεοδώρου Γρίβα, Κωνσταντίνου Κανάρη κ.ά., ήταν παρόντες στο συμπόσιο αυτό.
Σταδιακά, στην αντιδυναστική παράταξη ενσωματώθηκε ένα ετερόκλιτο πλήθος πολιτών: κληρικοί, βουλευτές, αξιωματικοί, δημοσιογράφοι, φοιτητές, έμποροι, τραπεζίτες, άεργοι απόφοιτοι του πανεπιστημίου, τραπεζίτες κ.ά. Ολοι αυτοί ζητούσαν φορολογικές ελαφρύνσεις, δημιουργία εθνοφυλακής, κατασκευή έργων υποδομής, ελεύθερες εκλογές, ενίσχυση του αγροτικού κόσμου και ίδρυση αγροτικής τράπεζας, λιγότερη γραφειοκρατία και, γενικά, αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Η ειρωνεία είναι ότι η τελευταία φάση της οθωνικής περιόδου ήταν πιο δημιουργική απ' όσο οι προηγούμενες, αλλά το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει.
Ο Οθωνας αποφάσισε να καλέσει στην Αθήνα τα δύο ανίψια του, Λουδοβίκο και Λεοπόλδο, οι οποίοι ήταν γιοι του μικρότερου αδερφού του Λουιτπόλδου, ώστε να πειστεί ο λαός ότι το θέμα της διαδοχής βαίνει προς επίλυση. Μόλις όμως έφθασαν οι δύο πρίγκιπες στα Επτάνησα, τον Φεβρουάριο του 1862, πληροφορήθηκαν ότι η φρουρά του Ναυπλίου είχε εξεγερθεί, υπό την ηγεσία του αντισυνταγματάρχη Αρτέμιου Μίχου. Ενα από τα αιτήματά της ήταν: «διάλυσις της διά βιαίων μέσων κατασταθείσης και μέχρι τούδε υπαρχούσης Βουλής». Μολονότι τα πιστά στον Οθωνα στρατεύματα αντιμετώπισαν τη στάση στο Ναύπλιο, οι δύο πρίγκιπες δεν έμελλε να επισκεφθούν την Αθήνα. Προτίμησαν να επιστρέψουν από την Κέρκυρα στην Τεργέστη, όταν πληροφορήθηκαν τα καθέκαστα.
Ο Οθωνας θέλησε να προλάβει τις εξελίξεις και επεδίωξε να συνεργασθεί με τον Κωνσταντίνο Κανάρη, μορφή - σύμβολο του αντιδυναστικού αγώνα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το βασιλικό ζεύγος προέβη σε μία απέλπιδα κίνηση για να κερδίσει ξανά τη συμπάθεια του λαού. Πραγματοποίησε περιοδεία τον Οκτώβριο του 1862 για να ακούσει από κοντά τα παράπονα των υπηκόων του. Πριν ολοκληρωθεί η περιοδεία ξέσπασε επανάσταση στη Στερεά και στην Πελοπόννησο. Στις 10 Οκτωβρίου εξεγέρθηκε και η πρωτεύουσα, μετά την Ακαρνανία και την Πάτρα. Ακόμη και οι Ελληνες του εξωτερικού επιδοκίμασαν την επανάσταση.
Η βασιλική θαλαμηγός επέστρεψε στο λιμάνι του Πειραιά στις 11 Οκτωβρίου, όπου οι επιβάτες της πληροφορήθηκαν ότι η βασιλεία τους καταργήθηκε. Το έκπτωτο βασιλικό ζεύγος δεν αποβιβάστηκε στον Πειραιά, εξαιτίας των αποδοκιμασιών. Με βαριά καρδιά, την επομένη επιβιβάστηκαν στον αγγλικό ατμοδρόμωνα «Σκύλλα» για να καταφύγουν στην Ιταλία κι από εκεί πίσω στα γερμανικά εδάφη. Ηταν Παρασκευή, 12 Οκτωβρίου του 1862.
Εθνοσυνέλευση και νέος ηγεμόνας
Στην Αθήνα ορίστηκε Επιτροπεία από τους Κανάρη, Βούλγαρη και Μπενιζέλο Ρούφο, προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές για την εκλογή των μελών της Εθνοσυνέλευσης, η οποία θα κατάρτιζε το νέο Σύνταγμα. Η νέα Εθνοσυνέλευση θα εξέλεγε νέο βασιλέα, ή τουλάχιστον έτσι λογάριαζε χωρίς τον «ξενοδόχο» των Δυνάμεων. Ο Οθωνας πέθανε τον Ιούλιο του 1867 και θάφτηκε φορώντας την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά σε μια εκκλησία στο Μόναχο. Τον Μάιο του 1875 τον ακολούθησε η Αμαλία. Στο θρόνο της Ελλάδας τελικά δεν ανέβηκε ο εκλεκτός του ελληνικού λαού Βρετανός πρίγκιπας Αλφρέδος, αλλά ο Δανός πρίγκιπας Χριστιανός Γουλιέλμος Φερδινάνδος Αδόλφος, γνωστότερος ως Γεώργιος Α'. Με αυτόν εγκαινιάστηκε η δυναστεία των Γκλίξμπουργκ.