Ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού κ. Γιάννης Ανδριανός παρευρέθηκε στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου «Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-41 και η δράση της Σιδηράς Μεραρχίας Λαρίσης» από τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Βραχνού.
Στον χαιρετισμό που απηύθυνε, ο κ. Ανδριανός είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο Βασίλειος Βραχνός ήταν ένας αγνός πατριώτης, ένας σπουδαίος δημόσιος άνδρας
που τίμησε την Ελλάδα, τίμησε την Αργολίδα τόσο με τα στρατιωτικά του ανδραγαθήματα, όσο και με την αντιστασιακή του δράση και την μετέπειτα πολιτική του σταδιοδρομία.
Το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα είναι ένα πολύτιμο ιστορικό τεκμήριο για μία από τις λαμπρότερες σελίδες της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας: την περίοδο που ξεκινά από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, έως και τη απόκρουση της Ιταλικής Αντεπίθεσης.
Είναι μία πρωτογενής μαρτυρία, απαραίτητη στον ιστορικό και τον μελετητή που ενδιαφέρονται γι’ αυτή την πρώτη ηρωική φάση της εμπλοκής της πατρίδας μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Είναι όμως ταυτόχρονα, ένα βιβλίο χρήσιμο και απαραίτητο σε όλους μας, κυρίως γιατί υπογραμμίζει δύο πολύ σπουδαία, και πολύ επίκαιρα διδάγματα:
Πρώτον, τις πραγματικές δυνατότητες των Ελλήνων, όταν παραμερίζουμε τις επιμέρους διαφορές μας και ενώνουμε τις δυνάμεις μας για τα μεγάλα και τα σημαντικά. Η εποποιία της απόκρουσης της Ιταλικής Επίθεσης ήταν μια κρίσιμη εξέλιξη στην πορεία προς την τελική νίκη των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ήταν μια αναπάντεχη εξέλιξη για όλους όσοι συγκρίνοντας την ισχύ δύο αντιμαχόμενων, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το σημαντικότερο, αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί: την ψυχή, το φρόνημα, τον πατριωτισμό. Όλα αυτά τα στοιχεία δηλαδή που και σήμερα χρειαζόμαστε επιτακτικά προκειμένου όχι μόνο να ξεπεράσουμε την κρίση, αλλά και να προετοιμάσουμε την επόμενη μέρα.
Και δεύτερον, και εξίσου σημαντικό, είναι ότι μας υπενθυμίζει πως πολλά από τα πράγματα που σήμερα συχνά θεωρούμε δεδομένα, δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι το αποτέλεσμα σκληρού αγώνα και θυσιών, ανθρώπων όπως ο Βασίλειος Βραχνός, που αφιέρωσαν τη ζωή και την δράση τους στην ελευθερία και την προκοπή της πατρίδας και της κοινωνίας μας.
Μ’ αυτές τις σκέψεις λοιπόν, και με την αισιοδοξία που προκύπτει από την ιστορική αλήθεια ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες έχουμε ξεπεράσει πολύ δυσκολότερες περιπέτειες, εύχομαι ολόψυχα το βιβλίο αυτό να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες, και κυρίως νέους ανθρώπους που διψούν να προσφέρουν στον τόπο μας».