Σύμφωνα με το άρθρο 53 του Συντάγματος η βουλευτική περίοδος στη χώρα μας διαρκεί 4 έτη. Ανά τετραετία ο λαός καλείται να επιλέξει εκείνους που θα τον αντιπροσωπεύουν, η πλειοψηφία των οποίων με τη σειρά τους παρέχουν ψήφο εμπιστοσύνης προς την εκάστοτε Κυβέρνηση. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα επομένως, στα 40 χρόνια από τη μεταπολίτευση θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιηθεί δέκα (10) εκλογικές αναμετρήσεις. Εντούτοις, ποτέ στην Ελλάδα δεν έχει εξαντληθεί η διάρκεια των βουλευτικών περιόδων. Ήδη έχουν διεξαχθεί 15 εθνικές εκλογές και οδεύουμε σιγά-σιγά προς τη 16η. Και δυστυχώς, όλα αυτά επιτρέπονται από τον ίδιο το Καταστατικό μας Χάρτη.
Το πεπερασμένο σύστημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, που απαιτεί αυξημένες πλειοψηφίες για ένα συμβολικό και μόνο θεσμό, όπως επίσης και η αδυναμία σχηματισμού μιας αυτοδύναμης, μονοκομματικής ή πολυκομματικής, Κυβέρνησης, δύνανται να προκαλέσουν την πρόωρη διάλυση της Βουλής (άρθρα 32 και 37 Σύντ. αντίστοιχα). Συνάμα, ο ΠτΔ έχει τη δυνατότητα και με προσωπική του πρωτοβουλία να διαλύσει πριν την ώρα της τη Βουλή, εάν απ’ αυτή έχουν καταψηφιστεί δύο (2) Κυβερνήσεις και δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41 παρ. 1 Σύντ.). Η τελευταία περίπτωση, βέβαια, ουδέποτε έχει διαπιστωθεί στη χώρα μας, αφού ο Θεμελιώδης Νόμος προσφέρει και στον πρωθυπουργό και το Υπουργικό του Συμβούλιο τη δυνατότητα πρόωρης λήξης της θητείας της Βουλής και προσφυγής στις κάλπες.
Στο άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπεται η πρόωρη διάλυση της Βουλής, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής και την αντιμετώπιση ενός σοβαρού εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Πατώντας πάνω στη συγκεκριμένη διάταξη, παραδοσιακά, όλοι οι πρωθυπουργοί του παρελθόντος, όντες κυρίαρχοι εντός του κυβερνητικού σχήματος, προέβαιναν σε πρόωρες εκλογές, επηρεαζόμενοι από το πολιτικό κλίμα, και κατά πόσο αυτό συνέφερε το κόμμα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταστρατηγούσαν ευθέως το Σύνταγμα, αφού επικαλούμενοι ως δικαιολογία ένα εθνικό ζήτημα -λ.χ. το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και τελευταία την οικονομική πραγματικότητα-, διεξήγαγαν εκλογές τη στιγμή που θεωρούσαν την επανεκλογή τους εξασφαλισμένη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στον λεγόμενο «εκλογικό κύκλο», το χρονικό διάστημα δηλαδή πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, αυξάνονταν οι δαπάνες του κράτους με παροχές προς διάφορες κοινωνικές ομάδες, με μοναδικό σκοπό την αποκομιδή όσο το δυνατόν περισσότερων ψήφων, και αδιαφορώντας για τη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Βέβαια, οι ευθύνες για την τραγική για τη Δημοκρατία μας προεκτεθείσα κατάσταση επιμερίζονται και προς την εκάστοτε αντιπολίτευση. Διότι από την πρώτη σχεδόν εβδομάδα κάθε νέας βουλευτικής περιόδου, ανέκαθεν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, υιοθετώντας λογικές και πρακτικές στείρας αντιπολίτευσης, άνευ δηλαδή σοβαρών επιχειρημάτων και εναλλακτικών λύσεων, ζητούν νέα προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Για να την πετύχουν, αξιοποιούν κάθε συνταγματικό όπλο που έχουν στη διάθεσή τους, όπως είναι οι προτάσεις δυσπιστίας, κυρίως όμως παίζοντας και ευτελίζοντας σημαντικότατους για το πολίτευμά μας θεσμούς, όπως η προεδρική εκλογή. Και δυστυχώς, παρά τα δεινά που έχει περάσει ο τόπος μας τα τελευταία 5 έτη, στο ίδιο, εξαιρετικά επικίνδυνο, παιχνίδι επιδίδεται σύσσωμη η σημερινή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, με συνέπεια να μην είναι πλέον απίθανη μια εκ νέου πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, με πρωθυπουργική μάλιστα πρωτοβουλία.
Γι’ αυτό και το μίτο της Αριάδνης στον ανωτέρω πολιτικό λαβύρινθο είναι ικανή να τον προσφέρει μοναχά μια συνταγματική αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή. Μια αναθεώρηση, που εκτός από τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ, την κατάργηση των στρεβλοτήτων και των ανισοτήτων ως προς την ποινική ευθύνη των Υπουργών και το ακαταδίωκτο των βουλευτών, την εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας και την αποκατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας, οφείλει να επεκταθεί και στη διασφάλιση της σταθερότητας της βουλευτικής περιόδου. Για την αντιμετώπιση των κακοδαιμονιών του πολιτικού μας συστήματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η πρωθυπουργική υπεροχή, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα μεταξύ των πρωταγωνιστών του, η ροπή προς τον λαϊκισμό και οι ψηφοθηρικές παροχές, είναι αναγκαίο οι εκλογές να πραγματοποιούνται κάθε 4 χρόνια. Έτσι μονάχα θα πάψει η συνεχής εκλογολογία, που προκαλεί και την πρωτοφανή κυβερνητική παραλυσία, που διαπιστώνεται στις μέρες μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πέραν της αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής, μέσω της υιοθέτησης ενός «μεικτού» συστήματος ανάδειξης του ΠτΔ, απαραίτητη κρίνεται και η τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Συντάγματος. Μέσω αυτής επιβάλλεται να τεθούν δικλείδες διασφάλισης σταθερών βουλευτικών περιόδων και ν’ αφαιρεθεί από την Κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά η αυτόνομη προσφυγή στις κάλπες. Προσοχή όμως. Η διασφάλιση της σταθερότητας της βουλευτικής περιόδου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχυσθεί με το «δόγμα της σταθερότητας των Κοινοβουλίων», κύριος εκφραστής του οποίου υπήρξε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στις δεκαετίες του 40’ και του 50’. Τότε μπορεί οι εθνικές εκλογές να διεξάγονταν κάθε 4 χρόνια, ωστόσο οι Κυβερνήσεις άλλαζαν σχεδόν κάθε 6μηνο, εξαιτίας του πολυκερματισμού του κομματικού συστήματος, και ιδίως των δυνάμεων του παλαιού Κέντρου. Κοντολογίς, μεταξύ των δύο σταθεροτήτων, στη σύγχρονη διακυβέρνηση οφείλει να προεξέχει η κυβερνητική έναντι της κοινοβουλευτικής.
Ανεξαρτήτως πάντως της προεκτεθείσας παρατήρησης, η πρόωρη διάλυση της Βουλής λόγω ενός σοβαρού εθνικού θέματος, επιτάσσεται να μεταφερθεί από την Κυβέρνηση και την πρωθυπουργική αυλή στο Κοινοβούλιο, και να λαμβάνεται με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας, των 5/6 των μελών του, ήτοι 250 τουλάχιστον βουλευτών. Και τούτο διότι για τα κρίσιμα εθνικά ζητήματα απαιτούνται αφ’ ενός ομόνοια, αλληλεγγύη και συνεργασία μεταξύ τόσο των πολιτών, όσο και των πολιτικών, αφ’ ετέρου προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία για την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί. Για τα υπόλοιπα, το πνεύμα συνεργασίας μπορεί να επικρατήσει μεταξύ των υπεύθυνων, και μόνο, δυνάμεων του τόπου, χωρίς πρόωρες κάλπες.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το πεπερασμένο σύστημα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, που απαιτεί αυξημένες πλειοψηφίες για ένα συμβολικό και μόνο θεσμό, όπως επίσης και η αδυναμία σχηματισμού μιας αυτοδύναμης, μονοκομματικής ή πολυκομματικής, Κυβέρνησης, δύνανται να προκαλέσουν την πρόωρη διάλυση της Βουλής (άρθρα 32 και 37 Σύντ. αντίστοιχα). Συνάμα, ο ΠτΔ έχει τη δυνατότητα και με προσωπική του πρωτοβουλία να διαλύσει πριν την ώρα της τη Βουλή, εάν απ’ αυτή έχουν καταψηφιστεί δύο (2) Κυβερνήσεις και δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41 παρ. 1 Σύντ.). Η τελευταία περίπτωση, βέβαια, ουδέποτε έχει διαπιστωθεί στη χώρα μας, αφού ο Θεμελιώδης Νόμος προσφέρει και στον πρωθυπουργό και το Υπουργικό του Συμβούλιο τη δυνατότητα πρόωρης λήξης της θητείας της Βουλής και προσφυγής στις κάλπες.
Στο άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος προβλέπεται η πρόωρη διάλυση της Βουλής, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής και την αντιμετώπιση ενός σοβαρού εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Πατώντας πάνω στη συγκεκριμένη διάταξη, παραδοσιακά, όλοι οι πρωθυπουργοί του παρελθόντος, όντες κυρίαρχοι εντός του κυβερνητικού σχήματος, προέβαιναν σε πρόωρες εκλογές, επηρεαζόμενοι από το πολιτικό κλίμα, και κατά πόσο αυτό συνέφερε το κόμμα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, καταστρατηγούσαν ευθέως το Σύνταγμα, αφού επικαλούμενοι ως δικαιολογία ένα εθνικό ζήτημα -λ.χ. το Κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, και τελευταία την οικονομική πραγματικότητα-, διεξήγαγαν εκλογές τη στιγμή που θεωρούσαν την επανεκλογή τους εξασφαλισμένη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στον λεγόμενο «εκλογικό κύκλο», το χρονικό διάστημα δηλαδή πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, αυξάνονταν οι δαπάνες του κράτους με παροχές προς διάφορες κοινωνικές ομάδες, με μοναδικό σκοπό την αποκομιδή όσο το δυνατόν περισσότερων ψήφων, και αδιαφορώντας για τη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Βέβαια, οι ευθύνες για την τραγική για τη Δημοκρατία μας προεκτεθείσα κατάσταση επιμερίζονται και προς την εκάστοτε αντιπολίτευση. Διότι από την πρώτη σχεδόν εβδομάδα κάθε νέας βουλευτικής περιόδου, ανέκαθεν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, υιοθετώντας λογικές και πρακτικές στείρας αντιπολίτευσης, άνευ δηλαδή σοβαρών επιχειρημάτων και εναλλακτικών λύσεων, ζητούν νέα προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Για να την πετύχουν, αξιοποιούν κάθε συνταγματικό όπλο που έχουν στη διάθεσή τους, όπως είναι οι προτάσεις δυσπιστίας, κυρίως όμως παίζοντας και ευτελίζοντας σημαντικότατους για το πολίτευμά μας θεσμούς, όπως η προεδρική εκλογή. Και δυστυχώς, παρά τα δεινά που έχει περάσει ο τόπος μας τα τελευταία 5 έτη, στο ίδιο, εξαιρετικά επικίνδυνο, παιχνίδι επιδίδεται σύσσωμη η σημερινή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, με συνέπεια να μην είναι πλέον απίθανη μια εκ νέου πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, με πρωθυπουργική μάλιστα πρωτοβουλία.
Γι’ αυτό και το μίτο της Αριάδνης στον ανωτέρω πολιτικό λαβύρινθο είναι ικανή να τον προσφέρει μοναχά μια συνταγματική αναθεώρηση από την παρούσα Βουλή. Μια αναθεώρηση, που εκτός από τον τρόπο εκλογής του ΠτΔ, την κατάργηση των στρεβλοτήτων και των ανισοτήτων ως προς την ποινική ευθύνη των Υπουργών και το ακαταδίωκτο των βουλευτών, την εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας και την αποκατάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας, οφείλει να επεκταθεί και στη διασφάλιση της σταθερότητας της βουλευτικής περιόδου. Για την αντιμετώπιση των κακοδαιμονιών του πολιτικού μας συστήματος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η πρωθυπουργική υπεροχή, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα μεταξύ των πρωταγωνιστών του, η ροπή προς τον λαϊκισμό και οι ψηφοθηρικές παροχές, είναι αναγκαίο οι εκλογές να πραγματοποιούνται κάθε 4 χρόνια. Έτσι μονάχα θα πάψει η συνεχής εκλογολογία, που προκαλεί και την πρωτοφανή κυβερνητική παραλυσία, που διαπιστώνεται στις μέρες μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πέραν της αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής, μέσω της υιοθέτησης ενός «μεικτού» συστήματος ανάδειξης του ΠτΔ, απαραίτητη κρίνεται και η τροποποίηση της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του Συντάγματος. Μέσω αυτής επιβάλλεται να τεθούν δικλείδες διασφάλισης σταθερών βουλευτικών περιόδων και ν’ αφαιρεθεί από την Κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά η αυτόνομη προσφυγή στις κάλπες. Προσοχή όμως. Η διασφάλιση της σταθερότητας της βουλευτικής περιόδου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχυσθεί με το «δόγμα της σταθερότητας των Κοινοβουλίων», κύριος εκφραστής του οποίου υπήρξε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στις δεκαετίες του 40’ και του 50’. Τότε μπορεί οι εθνικές εκλογές να διεξάγονταν κάθε 4 χρόνια, ωστόσο οι Κυβερνήσεις άλλαζαν σχεδόν κάθε 6μηνο, εξαιτίας του πολυκερματισμού του κομματικού συστήματος, και ιδίως των δυνάμεων του παλαιού Κέντρου. Κοντολογίς, μεταξύ των δύο σταθεροτήτων, στη σύγχρονη διακυβέρνηση οφείλει να προεξέχει η κυβερνητική έναντι της κοινοβουλευτικής.
Ανεξαρτήτως πάντως της προεκτεθείσας παρατήρησης, η πρόωρη διάλυση της Βουλής λόγω ενός σοβαρού εθνικού θέματος, επιτάσσεται να μεταφερθεί από την Κυβέρνηση και την πρωθυπουργική αυλή στο Κοινοβούλιο, και να λαμβάνεται με απόφαση αυξημένης πλειοψηφίας, των 5/6 των μελών του, ήτοι 250 τουλάχιστον βουλευτών. Και τούτο διότι για τα κρίσιμα εθνικά ζητήματα απαιτούνται αφ’ ενός ομόνοια, αλληλεγγύη και συνεργασία μεταξύ τόσο των πολιτών, όσο και των πολιτικών, αφ’ ετέρου προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία για την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί. Για τα υπόλοιπα, το πνεύμα συνεργασίας μπορεί να επικρατήσει μεταξύ των υπεύθυνων, και μόνο, δυνάμεων του τόπου, χωρίς πρόωρες κάλπες.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.