Του Νίκου Ζέρβα
Πριν από περίπου 15 μέρες δόθηκε άλλη μια παράσταση στο θέατρο του παραλόγου της πολιτικής μας ζωής. Ο βασικός εταίρος της συγκυβέρνησης και η αξιωματική αντιπολίτευση διασταύρωσαν για μία ακόμη φορά τα ξίφη τους, με αφορμή τις συναντήσεις των αρχηγών τους με τον απερχόμενο, σε λίγους μήνες, Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πραγματικά διαγκωνίστηκαν μεταξύ τους για το ποιος θα πρωτοσυναντήσει τον κύριο Παπούλια. Για να του πουν τι, θα διερωτηθεί εύλογα κανείς.
Η πρώτη συνάντηση ορίστηκε σύμφωνα με το προεδρικό πρωτόκολλο να γίνει τελικά με τον κύριο Τσίπρα. Πράγματι, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσήλθε στο προεδρικό μέγαρο με δύο (2) μόνο, αδιαπραγμάτευτα για κείνον, αιτήματα. Τη σύγκληση όλων των πολιτικών αρχηγών, προκειμένου αφ’ ενός να οριστεί μια ημερομηνία πριν από την προεδρική εκλογή για τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών. Αφ’ ετέρου, θέλοντας να δείξει και την υποτιθέμενη «πολιτική ωριμότητα και υπευθυνότητα» του κόμματός του, προέβαλε μια διάθεση συναίνεσης ως προς το πρόσωπο που θα μπορούσε να είναι ο νέος ΠτΔ, πάντοτε όμως μετά τις εκλογές.
Λίγες ώρες αργότερα, την παρουσία του στο προεδρικό μέγαρο διαδέχθηκε εκείνη του πρωθυπουργού. Τι έθεσε ο κύριος Σαμαράς προς τον κύριο Παπούλια; Το αυτονόητο για εκείνον. Την ευρύτατη συναίνεση ως προς το πρόσωπο που θα τεθεί ως υποψήφιος Πρόεδρος, προκειμένου αυτός να εκλεγεί με μεγάλη πλειοψηφία, οι δε εθνικές εκλογές να διεξαχθούν στην ώρα τους, τον Ιούνιο του 2016.
Τι λησμόνησαν όμως οι δύο (2) από τους κορυφαίους τη τάξει -έπειτα από τον ΠτΔ και τον Πρόεδρο της Βουλής- παράγοντες του πολιτικού μας συστήματος; Λησμόνησαν εξ’ αρχής ότι η εκ μέρους τους επικαλούμενη συναίνεση τόσο στα βασικά, πόσο μάλλον στα πιο κρίσιμα για τη χώρα, είναι αδύνατον να επιτευχθεί, εάν δεν υπάρχει διάθεση για αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εάν δεν υφίσταται -κάτι πρωτοφανές για τον τόπο- ένας υποτυπώδης δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ τους. Εάν συνεχίζουν και οι δύο (2) να επιδίδονται σε πράξεις και διακηρύξεις που δηλητηριάζουν συνεχώς την πολιτική μας ζωή. Ενδεικτικά αναφέρουμε, πως ο μεν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά την αποχώρησή από το προεδρικό μέγαρο κατηγόρησε προσωπικά τον πρωθυπουργό για παράγοντα «πολιτικής ανωμαλίας και αποσταθεροποίησης με την επιλογή του να οδηγήσει τη χώρα σε παρατεταμένη και νοσηρή περίοδο έντασης ως τον Μάρτιο»(!). Ο δε πρωθυπουργός στη δική του αποχώρηση επέρριψε προς το ΣΥΡΙΖΑ τις ίδιες ακριβώς κατηγορίες, καθότι «τις πρόωρες εκλογές, τις απεύχεται ο λαός και τις φοβούνται οι ξένες αγορές». Με δυο λόγια, για τα μάτια του κόσμου συναίνεση, στην πραγματικότητα όμως ακραία πόλωση!
Ωστόσο, το εύλογο ερώτημα που πλέον τίθεται, είναι γιατί επέλεξαν στην ακραία μεταξύ τους σύγκρουση, να εμπλέξουν τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα; Έναν θεσμό, που ενώ θα έπρεπε κανονικά να ενώνει όλους τους Έλληνες, η εκλογή του δυστυχώς είναι σε θέση να οδηγεί τη χώρα σε επικίνδυνα και καταστροφικά μονοπάτια, δυνάμενη να προκαλέσει την πρόωρη διάλυση της Βουλής και εν τω μέσω του ανωτέρω πολιτικού κλίματος ακυβερνησία. Που ενώ είναι αναπόφευκτο να έχει δυνατότητα ρυθμιστικής παρέμβασης, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, μοιραία η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 του αποστέρησε κάθε αντίστοιχη εξουσία. Γι’ αυτό και αναγκαίος όσο ποτέ καθίσταται στις μέρες μας ο επανακαθορισμός του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως και η εξισορρόπηση των σχέσεών του με τον έτερο φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, την Κυβέρνηση και κατ’ επέκταση, στην πρωθυπουργοκεντρική μας δημοκρατία, τον πρωθυπουργό. Είναι όμως εφικτοί οι προεκτεθέντες στόχοι;
Στην πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του γράφοντος «Πρωθυπουργοκεντρισμός. Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδόσεις Μπατσιούλας) τέθηκε επί τάπητος, πλην όλων των άλλων απαραιτήτων για τον εκδημοκρατισμό της ίδιας μας της Δημοκρατίας βημάτων, και ο νέος ρόλος του ΠτΔ. Ένας ρόλος συνυφασμένος πάντοτε με την κρισιμότητα των περιστάσεων, που δεν θα παρεκτρέπεται από τη ζωτικότερη αρχή για την αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία, εκείνη της λαϊκής κυριαρχίας. Που στο πρόσωπό του θα αποκρυσταλλώνεται η ενότητα του Έθνους και όχι το πεδίο της πόλωσης και της σύγκρουσης μεταξύ ανεύθυνων πολιτικών δυνάμεων.
Για την επίτευξη των προαναφερθέντων, δύο (2) θα πρέπει να είναι οι προτεραιότητες της συνταγματικής αναθεώρησης, που όφειλε να είχε ξεκινήσει ήδη απ’ αυτήν την Βουλή, όπως αυτές τέθηκαν κατά τη βιβλιοπαρουσίαση σ’ έναν ιστορικό, όσο και συμβολικό χώρο, την πρώτη Βουλή των Ελλήνων, το Βουλευτικό στο Ναύπλιο. Απ’ τη μια αυτή του έγκριτου Καθηγητή Διοικητικής Επιστήμης, Αντώνη Μακρυδημήτρη, που αφορά την παραχώρηση δύο (2) και μόνο αρμοδιοτήτων στα χέρια του Προέδρου, α. τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης σύγκλησης του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών, όταν οι συνθήκες το επιτάσσουν και β. την πραγματοποίηση διαγγελμάτων προς το λαό σε κρίσιμες περιστάσεις, δίχως να απαιτείται η πρωθυπουργική προσυπογραφή. Ο έτερος δε άξονας της προεδρικής αναβάθμισης έγκειται στην παντελή αποσύνδεση της εκλογής του από την πρόωρη διάλυση της Βουλής, αποκαθιστώντας έτσι το κύρος του θεσμού, παύοντας πια αυτή καθ’ αυτή η εκλογή του ν’ αποτελεί δούρειο ίππο της εκάστοτε αντιπολίτευσης για την κατάκτηση της εξουσίας. Στο χέρι της παρούσας Βουλής είναι η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη προώθησή τους στην επικείμενη -απ’ ό,τι φαίνεται- συνταγματική τροποποίηση.
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Πολιτικός Επιστήμονας - Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών.