Ο Ναός της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας, ευρίσκεται στη ΒΑ πλευρά της Λάρισας επάνω στον βράχο, όπου την αρχαία εποχή υπήρχε ιερό της Ακραίας Ήρας. Η Παναγία αρχικά λειτουργούσε ως μοναστήρι και η ιστορία της ξεκινάει από το 1715 περίπου, οπότε και καταγράφεται η ύπαρξή της στο χρονικό του Ελληνορουμάνου χρονογράφου Κωνσταντίνου Διοικητή, ο οποίος ακολούθησε, απεσταλμένος της Βλάχικης αυλής του Ναζίν Νταμάς Αλή πασά, την εκστρατεία του εναντίον των Ενετών στην Πελοπόννησο.
Η Μονή από πολύ νωρίς έγινε πλούσια και άκμασε τόσο, ώστε αναφέρεται σε εφημερίδες της Κυβέρνησης του 1835 ως χωρίον του Δήμου Αργείων.Προεπαναστατικά μνημονεύεται ως ηγούμενος της Μονής ο Βενέδικτος (1803) και κατόπιν ο Παρθένιος μέχρι το 1845. Ο αξιολογότερος και τελευταίος ήταν ο παπα – Ανανίας Δαγρές από το Κουρτάκι, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο που οδηγεί από τις Πορτίτσες στη Μονή και μεγάλωσε το κτιριακό συγκρότημα. Αναγκάστηκε όμως από τον Στρατηγό Δημήτριο Τσώκρη, με τον οποίο προφανώς δεν είχε καλές σχέσεις, να εγκαταλείψει το Άργος το 1855 και να μεταβεί σε μοναστήρι της Κοιλάδας. Κατόπιν τούτου, το 1856 η Μονή έγινε ενοριακός ναός και παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη. Το 1906, το Μεγάλο Σάββατο προς Κυριακή του Πάσχα, 4 Απριλίου, καταστράφηκε από πυρκαγιά, που προήλθε πιθανότατα από πυροτέχνημα.
Η Μονή συνδέθηκε με διάφορα γεγονότα της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου. Λειτούργησε το πρώτο σχολείο του Άργους (1798) με πρωτοβουλία των Περουκαίων. Εκεί δίδαξε ο περίφημος Αγάπιος Λεονάδρος, ιδρυτής της σχολής της Δημητσάνας, έχοντας ανάμεσα σε άλλους μαθητή του τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (που χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή από το θείο του, επίσκοπο Άργους, Ιάκωβο, αλλά και ο αδερφός του Ησαίας, καθώς και ο Η. Καλαράς από το Αγιονόρι της Νεμέας, που ήταν σχολάρχης την περίοδο 1805-1821, ο ιερομόναχος Νικηφόρος Παμπούκης από τα Καλάβρυτα και οι μοναχοί Ιερεμίας και Ραφαήλ. Ως σχολείο λειτούργησε και μετά το 1821. Μετά την ήττα των Ελλήνων στον Ξεριά (25-4-1821) ο άμαχος πληθυσμός αλλά και αρκετοί μάχιμοι, όπως ο Παπαρσένης Κρέστας από το Κρανίδι, κατέφυγαν στη Μονή, για να αποφύγουν την οργή του Κεχαγιάμπεη. Επίσης, ιδρύθηκε εκεί το 1822 το πρώτο ελληνικό νομισματοκοπείο, το οποίο όμως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει.
Ως το 1833 η Κατακεκρυμμένη λειτουργούσε ως μοναστήρι, οπότε και με διάταγμα που ρύθμιζε το μοναστηριακό ζήτημα (7-10-1833), αποφασίστηκε η διάλυση των Μονών που είχαν λιγότερους από έξι μοναχούς. Η μοναστηριακή περιουσία περιερχόταν στο κράτος, με την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση του κρατικού εκπαιδευτικού προγράμματος, καθώς και για τη βελτίωση της ζωής του κατώτερου κλήρου.
Σύμφωνα με το παραπάνω διάταγμα, κτήματα της Μονής δημοπρατούνται το 1835. Τα βιβλία της καταγράφονται και τα κοσμικά, καταρχήν, προορίζονται από τον Νομάρχη Φρ. Μαύρο να διατεθούν «επί μετριωτάτη τιμή» στο Δημοτικό Σχολείο Άργους. Αντίθετα προς την εισήγηση, η Κεντρική Διοίκηση αποφάσισε τα βιβλία της Μονής να διατεθούν σε τρεις κατευθύνσεις: τα πολυτιμότερα και παλαιότερα από τα εκκλησιαστικά (έντυπα ή χειρόγραφα) να δοθούν στηνΕθνική Βιβλιοθήκη, τα υπόλοιπα εκκλησιαστικά στη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Συνόδου. Τα κοσμικά βιβλία (φιλολογικά, εκδόσεις κλασικών συγγραφέων, λεξικά) να δοθούν στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, για το οποίο κρίθηκαν καταλληλότερα και του οποίου έπρεπε να πλουτιστεί η σχολική βιβλιοθήκη.
Τα σημαντικότερα από τα σωζόμενα ιερά κειμήλια είναι ένα Ευαγγέλιο έκδοσης Βενετίας (1776) και δύο εικόνες, μία των Εισοδίων της Θεοτόκου (1705) και άλλη μία, της Παναγίας Γλυκοφιλούσας. Ο Ναός της Παναγίας της Κατακεκρυμμένης ή Πορτοκαλούσας, είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Παναγία Πορτοκαλούσα
Ο ναός ονομάστηκε Παναγία Πορτοκαλούσα, επειδή παλιότερα οι Αργείοι έριχναν πορτοκάλια μεταξύ τους και προπαντός προς τα νιόπαντρα ζευγάρια κατά την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου). Το μοναδικό αυτό αργείτικο έθιμο μας θυμίζει το έθιμο της «μηλοβολίας», το οποίο συναντούσαμε σε πολλά χωριά της Ελλάδας και σύμφωνα με το οποίο οι νέοι έριχναν μήλα στις νέες που αγαπούσαν, για να τους δείξουν τον κρυφό τους έρωτα. Πιο πολύ, όμως, συνηθιζόταν να ρίχνει η κοπέλα κρυφά ένα μήλο από το μπαλκόνι της ή την αυλή της στον εκλεκτό νέο που θα ήθελε να παντρευτεί.
Παναγία η Κατακεκρυμμένη
Ο ναός επίσης ονομάζετε Παναγία Κατακεκρυμμένη από την παλιά εικόνα που ήταν κρυμμένη στη σπηλιά του βράχου και η οποία βρέθηκε σύμφωνα με την παράδοση κατά τρόπο θαυματουργικό. Μια ισχυρή λάμψη μέσα στη νύχτα οδήγησε τους χριστιανούς στη σπηλιά ή κάποιος ευσεβής χριστιανός, ύστερα από σχετικό όνειρο, οδήγησε κληρικούς και λαϊκούς στο ίδιο σημείο, όπου βρήκαν την εικόνα και αποφάσισαν στη συνέχεια να κτίσουν εκκλησία.
Η εικόνα ευρίσκεται μετά το νάρθηκα, αριστερά σε ξυλόγλυπτο κουβούκλιο και πρέπει να τη θεωρήσουμε έργο τέχνης ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Η όλη «κατασκευή» είναι εντυπωσιακή, διότι πρόκειται για μια «δίφυλλη» δημιουργία. Στο αριστερό φύλλο εικονίζεται η Παναγία Γλυκοφιλούσα, η οποία σαν τρυφερή και στοργική μάνα σκύβει στο παιδί της με αγάπη. Το δεξιό φύλλο φέρει την ίδια επικάλυψη και επάνω ψηλά την επιγραφή «Αγίου Δημητρίου του Νέου» και σε δεύτερο επίπεδο (στο βάθος) δύο ανάγλυφες μορφές. Το ανάγλυφο αυτό είναι «αρνητικό» όπως τα καλούπια δηλαδή των γλυπτών. Οι δύο μορφές δεν διακρίνονται καθαρά, γιατί υπάρχει στο μέσο του φύλλου ένας σταυρός, προφανώς μεταγενέστερη προσθήκη.
Πιθανότατα και με βάση την επιγραφή, η μία ανάγλυφη μορφή παριστάνει το Νεομάρτυρα Δημήτριο από το χωριό Λιγουδίτσα Τριφυλλίας, ο οποίος αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους στην Τρίπολη το 1803 και του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 14 Απριλίου. Η άλλη μορφή παριστά πιθανότατα τον Οσιομάρτυρα Παύλο, ο οποίος καταγόταν από το Σοπωτό Καλαβρύτων και μαρτύρησε επίσης στην Τρίπολη το 1818 και του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 22 Μαΐου. Η κάρα του Αγ. Δημητρίου του νέου φυλάσσεται στο μητροπολιτικό ναό Αγίου Βασιλείου Τρίπολης, ενώ τα υπόλοιπα λείψανά του και ορισμένα από τα λείψανα του οσίου Παύλου φυλάσσονται στη Ιερα Μονή Βαρσών Μαντινείας. Ο ναός συγκαταλέγεται στα παραδοσιακά διατηρητέα μνημεία του Άργους.