Ο Δεκέμβρης είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του ηλιακού μας έτους, αλλά και ο δέκατος μήνας όπως το λέει και το όνομά του (Δεκέμβρης από το λατινικό decem= δέκα) από την πρωτοχρονιά της 1ης Μαρτίου, όταν το έτος των Ρωμαίων ήταν δεκάμηνο.
Από την πρώτη επισκόπηση της ζωής των Ελλήνων αγροτών, όπως εκτυλίσσεται μέσα στην περίοδο του Δεκέμβρη, τρεις είναι οι εμπειρίες που προεξάρχουν: Το κρύο, το τέλος της σποράς, και η μείωση του φωτός (το Δεκέμβρη έχουμε τις μικρότερες μέρες). Από τα Χριστούγεννα, όμως και ύστερα, οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Το κρύο συνδέεται με τις κυρίως γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη: Της αγίας Βαρβάρας, του αγίου Σάββα και του αϊ Νικόλα. Λέει η παροιμία: «Βαρβάρα βαρβαρώνει, αϊ Σάββας σαβανώνει, αϊ Νικόλας παραχώνει».
Η δεύτερη εμπειρία, όπως είπαμε, είναι το τέλος της σποράς. Έτσι, ως προς τη σπορά λέει ο λαός: «Δικέμβρης, δίκιος σπόρος» ή «Δικέμβρη, δίκια σπέρνε». Δίκια σημαίνει εδώ ότι ο ζευγάς δεν πρέπει να ρίχνει το σπόρο μήτε πολύ αριά, μήτε πολύ πυκνά, γιατί το χώμα είναι αρκετά ποτισμένο από τη βροχή πια, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος μήπως δεν φυτρώσει μέρος του σπόρου ή μήπως δεν τραφεί αυτός που θα φυτρώσει. Προσέξτε ότι η μορφή, που παίρνει ο λόγος στο στόμα του λαού, επηρεάζεται από τον ηχητικό συσχετισμό των λέξεων (παρετυμολογία = λαθεμένη ετυμολογία) : δίκιος-Δικέμβρης.
Το τέλος της σποράς επίσης μορφοποιείται και με συμβολικές πράξεις. Οι πράξεις έχουν σχέση κυρίως με τα ζώα που οργώνουν. Τους «βους αροτήρας» των αρχαίων, τα αντίστοιχα των σημερινών τρακτέρ. Οι γεωργοί θέλουν να ευχαριστήσουν τα ζώα για τη βοήθεια που τους προσφέρουν στη σπορά. Και γιαυτό γιορτάζουν στις 18 Δεκεμβρίου, του αγίου Μόδεστου. Ο Μόδεστος ήταν αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων και το συναξάρι του (βιβλίο που περιέχει βιογραφίες αγίων) αναφέρει ότι ανέστησε πολλά ζώα. Στον Δρυμό, στη γιορτή του Αγίου, δίνουν στα ζώα τριμμένους άρτους και αντίδωρο από την εκκλησία, για να φάνε και να γίνουν γερά. Στην Λήμνο, οι ζευγάδες κάνουν κόλλυβα, τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα διαβάσει ο παπάς και τα ρίχνουν έπειτα στην ταγή (τροφή) για τα ζώα.
Η τρίτη εμπειρία του χρόνου που σημειώσαμε για τον Δεκέμβρη είναι το φως. «Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα – καλησπέρα», λέει μια παροιμία, γιατί αυτό τον μήνα έχουμε τις μικρότερες μέρες και τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου.
Από τις 22, όμως, του Δεκέμβρη, δηλαδή από το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως λέγεται, η απόκλιση του Ηλίου νότια του Ισημερινού, αρχίζει να λιγοστεύει οπότε το βόρειο ημισφαίριο φωτίζεται περισσότερο και η μέρα μεγαλώνει. Με το παλιό ημερολόγιο (Ιουλιανό) το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε στις 9 του Δεκέμβρη, οι άνθρωποι είχαν προσέξει την σταδιακή αύξηση του φωτός από αυτήν την ημέρα. Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα που γιορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου έλεγαν: «Απ’ του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί». Και στις 19 Δεκεμβρίου, παραμονή του αγίου Ιγνατίου, τότε που η αύξηση του φωτός είναι κιόλας μεγαλύτερη (πάντα με το παλιό ημερολόγιο) παρετυμολογώντας και αυτουνού του αγίου έλεγαν: «Αύριο ο άγιος Αγνάντιος, ο ήλιος αγναντεύει προς το καλοκαίρι.
Με το Ήλιο και το φως σχετίζεται και η μεγάλη γιορτή του Δεκέμβρη, τα Χριστούγεννα (Χριστουγεννιάρης, Χριστουγεννάς μήνας). Στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο μήνας που γεννήθηκε ο Χριστός. Η γιορτή των γενεθλίων του θεσπίστηκε για τις 25 του Δεκέμβρη από τους χριστιανούς της Ρώμης γύρω στο 335μ.Χ. Το έκαναν για να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, που είχε το γενέθλιο του την ίδια μέρα (25 Δεκέμβρη). Για τους Ρωμαίους ο Θεός Μίθρας ήταν ο θεός του Ηλίου και του φωτός. Στα λατινικά η ημέρα των γενεθλίων του ονομάζονταν: dies natalis invicti solis (Γενέθλιον του αήττητου Ηλίου). Ο ήλιος αυτές τις μέρες βρίσκεται, όπως είπαμε, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν και κατά κάποιον τρόπο ο Ήλιος ξαναγεννιέται. Έτσι, ο Χριστός συνδέθηκε με τον Ήλιο για να μπορέσει να εκτοπίσει τον Μίθρα.
Στην υμνογραφία των Χριστουγέννων υπάρχουν πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις που φανερώνουν τον σύνδεσμο του Χριστού με τον Ήλιο όπως π.χ. « Ανατείλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης».
Η σχέση του ηλιακού κύκλου με τις γεωργικές εργασίες είναι εμφανής στην παράδοση του λαού μας: Χειμερινή τροπή-τέλος σποράς, θερινή τροπή-τέλος θερισμού, εαρινή ισημερία - τα στάχια αρχίζουν να ψηλώνουν, φθινοπωρινή ισημερία-προετοιμασίες σποράς.
Αυτός ο συσχετισμός των δύο επιπέδων, του ουρανού και της γης, που αντιστοιχεί στο φυσικό, θα λέγαμε, ημερολόγιο, πρέπει να συμπληρωθεί μ’ έναν άλλο συσχετισμό, που θα μας φέρει στο επίπεδο του πολιτισμού: το φυσικό ημερολόγιο συσχετίζεται με τον πολιτισμό του κάθε τόπου και μεταφράζεται με το εορτολόγιο-λαϊκό και επίσημο. Μιλήσαμε για τη σχέση Ηλίου-Χριστού και για την τοποθέτηση των Χριστουγέννων στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Είναι ενδιαφέρον, να δούμε, τώρα, πως η εκκλησία μας μορφοποίησε και τις τρεις κρίσιμες καμπές στον κύκλο του Ηλίου, πως τις έχει εντάξει στο εορτολόγιο της.
Χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό δύο μορφές, του Χριστού και του Ιωάννη του Προδρόμου, και τοποθέτησε τα κρίσιμα σημεία της ζωής τους στις ηλικιακές τροπές και τις ισημερίες, αντίστοιχα, με τρόπο συμμετρικό και αντίστροφο:
Χειμερινές τροπές, 25 Δεκεμβρίου Γέννηση Χριστού
Θερινές τροπές, 24 Ιουνίου Γέννηση Ιωάννου Προδρόμου
Εαρινή Ισημερία, 25 Μαρτίου Σύλληψη Χριστού ,Ευαγγελισμός
Φθινοπωρινή Ισημερία, 23 Σεπτεμβρίου Σύλληψη Προδρόμου
Η αιτιολογία αυτής της συμμετρικής και αντίστροφης τοποθέτησης βρίσκεται στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο (ΙΙΙ.3.), όπου ο Πρόδρομος εξηγεί στους μαθητές του ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός αλλά εκείνος τον οποίο βάφτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Και είναι τώρα αυτός, ο Πρόδρομος, ικανοποιημένος που η δόξα Εκείνου, του Χριστού, αυξάνει καθημερινά. Γιατί, όπως λέει, «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ ελαττούσθε». Αυτός, λοιπόν, που, σε σχέση με τον Ήλιο, ο Χριστός τοποθετήθηκε στην αύξηση, ενώ ο Πρόδρομος στη μείωση του φωτός.
Εχθρός του ηλίου είναι το σκοτάδι. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της Γης και είναι οι εχθροί του ήλιου, οι καλικάτζαροι της λαϊκής μας παράδοσης: μαύροι, κουτσοί, ελεεινοί, με κάθε λογής κουσούρια, όλο το χρόνο η δουλειά τους είναι να πριονίζουν το δέντρο που κρατάει τη Γη. Κι όταν δε μένει παρά μονάχα μια κλωστίτσα για να κοπεί το δέντρο και να χαλάσει ο κόσμος, τότε, την παραμονή των Χριστουγέννων, ανεβαίνουν πάνω στη γη, όπου μένουν δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων. Ευτυχώς σε αυτό το διάστημα το δέντρο του κόσμου ξαναγίνεται όπως πρώτα. Αυτό το δέντρο είναι ο Ήλιος, γιατί χάρη σε αυτόν υπάρχει ετούτη η φύση, μέσα στην οποία και χάρη στην οποία ζούμε. Οι εχθροί του ήλιου, οι καλικάντζαροι, αρχίζουν ξανά να το ροκανίζουν αυτό το δέντρο του ήλιου, το δέντρο της ζωής, ως την παραμονή των επόμενων Χριστουγέννων, που ανεβούν και πάλι πάνω στη γη.
Ιδού, περιληπτικά, μερικές απόψεις λαογράφων και ειδικών για τους καλικαντζάρους:
Ο Δ. Λουκάτος αναφέρει ότι «γενικά οι δοξασίες αυτές ανεβαίνουν στα ρωμαϊκά χρόνια, τότε που γύρω από τις χειμωνιάτικες τροπές του ήλιου, γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες, τα Βοτά κ.α. και φαντάζονταν οι άνθρωποι ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκοταδιού πάλευαν με πείσμα και δεν ήθελαν να υποταχθούν στον αήττητο Ήλιο».
Ο Γ. Μέγας με αφορμή την προέλευσή τους από τον κάτω κόσμο, όπου ζουν όλο το χρόνο και εμφανίζονται μόνο το Δωδεκαήμερο, πιστεύει ότι αυτό οδηγεί στον συσχετισμό τους με τους νεκρούς, που κατά την κοινή πίστη, σε μια ορισμένη εποχή επιστρέφουν, για μικρό χρονικό διάστημα στον κόσμο των ζωντανών.
Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από την δοξασία των Φαρασιωτών της Καπαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους νεκρούς που τις νύχτες του Δωδεκαήμερου γυρίζουν ελεύθεροι.
Μπορεί να συσχετίσει κανείς τους καλικάντζαρους με τους «κήρες», δηλαδή τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη, για τις οποίες οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι κατά την γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Άδης ήταν ανοιχτός, επέστρεφαν στον πάνω κόσμο και ενοχλούσαν τους ανθρώπους, κυρίως μολύνοντας τις τροφές.
Με την άποψη αυτή συμφωνούν και άλλοι επιστήμονες - ερευνητές, όπως ο Δ. Λουκάτος, Σ. Ρωμαίος.
Ένας ξένος ερευνητής, ο Βώλ υποστηρίζει ότι οι καλικάντζαροι έχουν σχέση με τους αιγυπτιακούς κανθάρους. Με αυτόν συμφωνεί και ο δικός μας Φαίδων Κουκουλές.
Από την πρώτη επισκόπηση της ζωής των Ελλήνων αγροτών, όπως εκτυλίσσεται μέσα στην περίοδο του Δεκέμβρη, τρεις είναι οι εμπειρίες που προεξάρχουν: Το κρύο, το τέλος της σποράς, και η μείωση του φωτός (το Δεκέμβρη έχουμε τις μικρότερες μέρες). Από τα Χριστούγεννα, όμως και ύστερα, οι μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν.
Το κρύο συνδέεται με τις κυρίως γιορτές στην αρχή του Δεκέμβρη: Της αγίας Βαρβάρας, του αγίου Σάββα και του αϊ Νικόλα. Λέει η παροιμία: «Βαρβάρα βαρβαρώνει, αϊ Σάββας σαβανώνει, αϊ Νικόλας παραχώνει».
Η δεύτερη εμπειρία, όπως είπαμε, είναι το τέλος της σποράς. Έτσι, ως προς τη σπορά λέει ο λαός: «Δικέμβρης, δίκιος σπόρος» ή «Δικέμβρη, δίκια σπέρνε». Δίκια σημαίνει εδώ ότι ο ζευγάς δεν πρέπει να ρίχνει το σπόρο μήτε πολύ αριά, μήτε πολύ πυκνά, γιατί το χώμα είναι αρκετά ποτισμένο από τη βροχή πια, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος μήπως δεν φυτρώσει μέρος του σπόρου ή μήπως δεν τραφεί αυτός που θα φυτρώσει. Προσέξτε ότι η μορφή, που παίρνει ο λόγος στο στόμα του λαού, επηρεάζεται από τον ηχητικό συσχετισμό των λέξεων (παρετυμολογία = λαθεμένη ετυμολογία) : δίκιος-Δικέμβρης.
Το τέλος της σποράς επίσης μορφοποιείται και με συμβολικές πράξεις. Οι πράξεις έχουν σχέση κυρίως με τα ζώα που οργώνουν. Τους «βους αροτήρας» των αρχαίων, τα αντίστοιχα των σημερινών τρακτέρ. Οι γεωργοί θέλουν να ευχαριστήσουν τα ζώα για τη βοήθεια που τους προσφέρουν στη σπορά. Και γιαυτό γιορτάζουν στις 18 Δεκεμβρίου, του αγίου Μόδεστου. Ο Μόδεστος ήταν αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων και το συναξάρι του (βιβλίο που περιέχει βιογραφίες αγίων) αναφέρει ότι ανέστησε πολλά ζώα. Στον Δρυμό, στη γιορτή του Αγίου, δίνουν στα ζώα τριμμένους άρτους και αντίδωρο από την εκκλησία, για να φάνε και να γίνουν γερά. Στην Λήμνο, οι ζευγάδες κάνουν κόλλυβα, τα πηγαίνουν στην εκκλησία να τα διαβάσει ο παπάς και τα ρίχνουν έπειτα στην ταγή (τροφή) για τα ζώα.
Η τρίτη εμπειρία του χρόνου που σημειώσαμε για τον Δεκέμβρη είναι το φως. «Του Δεκέμβρη η μέρα, καλημέρα – καλησπέρα», λέει μια παροιμία, γιατί αυτό τον μήνα έχουμε τις μικρότερες μέρες και τις μεγαλύτερες νύχτες του χρόνου.
Από τις 22, όμως, του Δεκέμβρη, δηλαδή από το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως λέγεται, η απόκλιση του Ηλίου νότια του Ισημερινού, αρχίζει να λιγοστεύει οπότε το βόρειο ημισφαίριο φωτίζεται περισσότερο και η μέρα μεγαλώνει. Με το παλιό ημερολόγιο (Ιουλιανό) το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε στις 9 του Δεκέμβρη, οι άνθρωποι είχαν προσέξει την σταδιακή αύξηση του φωτός από αυτήν την ημέρα. Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα του αγίου Σπυρίδωνα που γιορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου έλεγαν: «Απ’ του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί». Και στις 19 Δεκεμβρίου, παραμονή του αγίου Ιγνατίου, τότε που η αύξηση του φωτός είναι κιόλας μεγαλύτερη (πάντα με το παλιό ημερολόγιο) παρετυμολογώντας και αυτουνού του αγίου έλεγαν: «Αύριο ο άγιος Αγνάντιος, ο ήλιος αγναντεύει προς το καλοκαίρι.
Με το Ήλιο και το φως σχετίζεται και η μεγάλη γιορτή του Δεκέμβρη, τα Χριστούγεννα (Χριστουγεννιάρης, Χριστουγεννάς μήνας). Στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται ο μήνας που γεννήθηκε ο Χριστός. Η γιορτή των γενεθλίων του θεσπίστηκε για τις 25 του Δεκέμβρη από τους χριστιανούς της Ρώμης γύρω στο 335μ.Χ. Το έκαναν για να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, που είχε το γενέθλιο του την ίδια μέρα (25 Δεκέμβρη). Για τους Ρωμαίους ο Θεός Μίθρας ήταν ο θεός του Ηλίου και του φωτός. Στα λατινικά η ημέρα των γενεθλίων του ονομάζονταν: dies natalis invicti solis (Γενέθλιον του αήττητου Ηλίου). Ο ήλιος αυτές τις μέρες βρίσκεται, όπως είπαμε, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, οι ημέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν και κατά κάποιον τρόπο ο Ήλιος ξαναγεννιέται. Έτσι, ο Χριστός συνδέθηκε με τον Ήλιο για να μπορέσει να εκτοπίσει τον Μίθρα.
Στην υμνογραφία των Χριστουγέννων υπάρχουν πολλές μεταφορές και παρομοιώσεις που φανερώνουν τον σύνδεσμο του Χριστού με τον Ήλιο όπως π.χ. « Ανατείλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης».
Η σχέση του ηλιακού κύκλου με τις γεωργικές εργασίες είναι εμφανής στην παράδοση του λαού μας: Χειμερινή τροπή-τέλος σποράς, θερινή τροπή-τέλος θερισμού, εαρινή ισημερία - τα στάχια αρχίζουν να ψηλώνουν, φθινοπωρινή ισημερία-προετοιμασίες σποράς.
Αυτός ο συσχετισμός των δύο επιπέδων, του ουρανού και της γης, που αντιστοιχεί στο φυσικό, θα λέγαμε, ημερολόγιο, πρέπει να συμπληρωθεί μ’ έναν άλλο συσχετισμό, που θα μας φέρει στο επίπεδο του πολιτισμού: το φυσικό ημερολόγιο συσχετίζεται με τον πολιτισμό του κάθε τόπου και μεταφράζεται με το εορτολόγιο-λαϊκό και επίσημο. Μιλήσαμε για τη σχέση Ηλίου-Χριστού και για την τοποθέτηση των Χριστουγέννων στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Είναι ενδιαφέρον, να δούμε, τώρα, πως η εκκλησία μας μορφοποίησε και τις τρεις κρίσιμες καμπές στον κύκλο του Ηλίου, πως τις έχει εντάξει στο εορτολόγιο της.
Χρησιμοποίησε για τον σκοπό αυτό δύο μορφές, του Χριστού και του Ιωάννη του Προδρόμου, και τοποθέτησε τα κρίσιμα σημεία της ζωής τους στις ηλικιακές τροπές και τις ισημερίες, αντίστοιχα, με τρόπο συμμετρικό και αντίστροφο:
Χειμερινές τροπές, 25 Δεκεμβρίου Γέννηση Χριστού
Θερινές τροπές, 24 Ιουνίου Γέννηση Ιωάννου Προδρόμου
Εαρινή Ισημερία, 25 Μαρτίου Σύλληψη Χριστού ,Ευαγγελισμός
Φθινοπωρινή Ισημερία, 23 Σεπτεμβρίου Σύλληψη Προδρόμου
Η αιτιολογία αυτής της συμμετρικής και αντίστροφης τοποθέτησης βρίσκεται στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο (ΙΙΙ.3.), όπου ο Πρόδρομος εξηγεί στους μαθητές του ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός αλλά εκείνος τον οποίο βάφτισε στον Ιορδάνη ποταμό. Και είναι τώρα αυτός, ο Πρόδρομος, ικανοποιημένος που η δόξα Εκείνου, του Χριστού, αυξάνει καθημερινά. Γιατί, όπως λέει, «εκείνον δει αυξάνειν, εμέ ελαττούσθε». Αυτός, λοιπόν, που, σε σχέση με τον Ήλιο, ο Χριστός τοποθετήθηκε στην αύξηση, ενώ ο Πρόδρομος στη μείωση του φωτός.
Εχθρός του ηλίου είναι το σκοτάδι. Τα όντα που συμβολίζουν το σκοτάδι ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της Γης και είναι οι εχθροί του ήλιου, οι καλικάτζαροι της λαϊκής μας παράδοσης: μαύροι, κουτσοί, ελεεινοί, με κάθε λογής κουσούρια, όλο το χρόνο η δουλειά τους είναι να πριονίζουν το δέντρο που κρατάει τη Γη. Κι όταν δε μένει παρά μονάχα μια κλωστίτσα για να κοπεί το δέντρο και να χαλάσει ο κόσμος, τότε, την παραμονή των Χριστουγέννων, ανεβαίνουν πάνω στη γη, όπου μένουν δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων. Ευτυχώς σε αυτό το διάστημα το δέντρο του κόσμου ξαναγίνεται όπως πρώτα. Αυτό το δέντρο είναι ο Ήλιος, γιατί χάρη σε αυτόν υπάρχει ετούτη η φύση, μέσα στην οποία και χάρη στην οποία ζούμε. Οι εχθροί του ήλιου, οι καλικάντζαροι, αρχίζουν ξανά να το ροκανίζουν αυτό το δέντρο του ήλιου, το δέντρο της ζωής, ως την παραμονή των επόμενων Χριστουγέννων, που ανεβούν και πάλι πάνω στη γη.
Ιδού, περιληπτικά, μερικές απόψεις λαογράφων και ειδικών για τους καλικαντζάρους:
Ο Δ. Λουκάτος αναφέρει ότι «γενικά οι δοξασίες αυτές ανεβαίνουν στα ρωμαϊκά χρόνια, τότε που γύρω από τις χειμωνιάτικες τροπές του ήλιου, γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, τις Καλένδες, τα Βοτά κ.α. και φαντάζονταν οι άνθρωποι ότι οι δυνάμεις του χειμώνα και του σκοταδιού πάλευαν με πείσμα και δεν ήθελαν να υποταχθούν στον αήττητο Ήλιο».
Ο Γ. Μέγας με αφορμή την προέλευσή τους από τον κάτω κόσμο, όπου ζουν όλο το χρόνο και εμφανίζονται μόνο το Δωδεκαήμερο, πιστεύει ότι αυτό οδηγεί στον συσχετισμό τους με τους νεκρούς, που κατά την κοινή πίστη, σε μια ορισμένη εποχή επιστρέφουν, για μικρό χρονικό διάστημα στον κόσμο των ζωντανών.
Η εκδοχή αυτή ενισχύεται και από την δοξασία των Φαρασιωτών της Καπαδοκίας για τους μνημοράτους, δηλαδή τους νεκρούς που τις νύχτες του Δωδεκαήμερου γυρίζουν ελεύθεροι.
Μπορεί να συσχετίσει κανείς τους καλικάντζαρους με τους «κήρες», δηλαδή τις ψυχές που κατοικούν στον Άδη, για τις οποίες οι αρχαίοι Αθηναίοι πίστευαν ότι κατά την γιορτή των Ανθεστηρίων, που ο Άδης ήταν ανοιχτός, επέστρεφαν στον πάνω κόσμο και ενοχλούσαν τους ανθρώπους, κυρίως μολύνοντας τις τροφές.
Με την άποψη αυτή συμφωνούν και άλλοι επιστήμονες - ερευνητές, όπως ο Δ. Λουκάτος, Σ. Ρωμαίος.
Ένας ξένος ερευνητής, ο Βώλ υποστηρίζει ότι οι καλικάντζαροι έχουν σχέση με τους αιγυπτιακούς κανθάρους. Με αυτόν συμφωνεί και ο δικός μας Φαίδων Κουκουλές.