Ο Βασιλιάς Όθων και τα μέλη της Αντιβασιλείας φτάνουν στο Ναύπλιο με την αγγλική φρεγάτα Μαδαγασκάρη. Τους συνοδεύουν 4.000 βαυαροί στρατιώτες.
Ο Όθωνας γεννήθηκε στο κάστρο Μίραμπελ (Schloss Mirabell) του Σάλτσμπουργκ, όταν αυτό αποτελεσε, για μικρό χρονικό διάστημα, τμήμα της Βαυαρίας, την 1η Ιουνίου 1815. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Ζάξεν-Χιλντμπουργκχάουζεν (Sachsen-Hildburghausen). Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστατ.
Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια οι Προστάτιδες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία τον εκλέξανε βασιλιά της Ελλάδας, σε ηλικία 17 μόνο χρονών (Πρωτόκολλο Λονδίνου, Μάιος 1832). Στο υπ' αριθμ. 4 άρθρο της Συνθήκης οριζόταν: "Η Ελλάς, κάτω από την κυριαρχία του Όθωνα και την εγγύηση των τριών Αυλών, θα είναι κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο". Ελληνική αντιπροσωπεία από τους Α. Μιαούλη, Κ. Μπότσαρη και Δ. Πλαπούτα πήγε στο Μόναχο και πρόσφερε στον Όθωνα το ελληνικό στέμμα.
Ο Όθωνας γεννήθηκε στο κάστρο Μίραμπελ (Schloss Mirabell) του Σάλτσμπουργκ, όταν αυτό αποτελεσε, για μικρό χρονικό διάστημα, τμήμα της Βαυαρίας, την 1η Ιουνίου 1815. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του Διαδόχου και μετέπειτα Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Ζάξεν-Χιλντμπουργκχάουζεν (Sachsen-Hildburghausen). Έλαβε εκπαίδευση πρίγκιπα που προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση μέσα στο κράτος. Μάλιστα ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και ανέθεσε τις σπουδές του στον φανατικό καθολικό ιερέα Oetel που αργότερα έγινε επίσκοπος του Άιχστατ.
Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια οι Προστάτιδες Δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία τον εκλέξανε βασιλιά της Ελλάδας, σε ηλικία 17 μόνο χρονών (Πρωτόκολλο Λονδίνου, Μάιος 1832). Στο υπ' αριθμ. 4 άρθρο της Συνθήκης οριζόταν: "Η Ελλάς, κάτω από την κυριαρχία του Όθωνα και την εγγύηση των τριών Αυλών, θα είναι κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο". Ελληνική αντιπροσωπεία από τους Α. Μιαούλη, Κ. Μπότσαρη και Δ. Πλαπούτα πήγε στο Μόναχο και πρόσφερε στον Όθωνα το ελληνικό στέμμα.
Στις 25 Ιανουαρίου 1833 ο Όθωνας μόλις 18 χρόνων νέος, έφτασε στην Ελλάδα με τη βρετανική φρεγάτα "Μαδαγασκάρη" και αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο. Ο ελληνικός λαός τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό, γιατί πίστευε ότι η άφιξή του θα τερμάτιζε τις εμφύλιες έριδες και μία νέα περίοδος ειρηνική θα άρχιζε. Τον Όθωνα συνόδευε η αντιπροσωπεία των Ελλήνων, ένα πολυάριθμο πολιτικό και στρατιωτικό επιτελείο και 3.850 Βαυαροί στρατιώτες. Τα χρόνια της βασιλείας του συνοδεύονται από σημαντικές ανακατατάξεις στην εθνική, την κοινωνική, την πολιτική και την οικονομική ζωή του τόπου. Υποδιαιρούνται σε τρεις περιόδους: την περίοδο της Αντιβασιλείας (1833 - 1835), την περίοδο της Απόλυτης Μοναρχίας (1835 - 1843) και την περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1843 - 1862).
Την 1-6-1835 ο Ό. ενηλικιώθηκε και ανέλαβε τη βασιλεία. Ο λαός πίστεψε σε μία καλυτέρευση της κατάστασης. Διαψεύστηκε όμως, γιατί πρωθυπουργός διορίστηκε ο Άρμανσμπεργκ και εξακολούθησε την παλιά του τακτική.
Τον Απρίλιο του 1836 ο Ό. ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου, χωρίς να ενημερωθεί η κυβέρνηση, παντρεύτηκε την Αμαλία, δούκισσα του Ολδεμβούργου. Η αντίδραση και πάλι άρχισε να φουντώνει, ώσπου στις 3-9-1843 τρεις πολιτικοί, ο Α. Μεταξάς, Α. Λόντος, και Κ. Ζωγράφος, και δύο στρατιωτικοί, ο στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης και ο συνταγματάρχης Δ. Καλλέργης, οδήγησαν το στρατό σε επανάσταση, με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος και τη σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων τα αιτήματα έγιναν δεκτά από τον Όθωνα και την 18-3-1844 δημοσιεύτηκε το νέο σύνταγμα, που ίσχυσε μέχρι το 1862.
Τότε ξέσπασε το κίνημα του Ναυπλίου και οι εξεγέρσεις στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα και στην Αθήνα, που οδήγησαν τον Ό. στην εκθρόνιση (11-10-1862). Ο Όθωνας έφυγε τότε με το αγγλικό ατμόπλοιο "Σκύλλα" για το Μόναχο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βαμβέργη, όπου και πέθανε (12-7-1867), χωρίς να ξανάαναμιχθεί στα ελληνικά πράγματα. Παρακολουθούσε όμως με αγάπη και ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Ελλάδα, την οποία αγάπησε ως πραγματική πατρίδα του. Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι θάφτηκε με φουστανέλα στο Μόναχο, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του.
Αντιβασιλεία
Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή αντιβασιλείας από τους Βαυαρούς Άρμανσμπεργκ (πρόεδρο), Μάουρερ, Έιντεκ, Γκρένερ και Άμπελ. Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1832 μέχρι το 1835. Οι αντιβασιλείς διαπνέονταν από δεσποτικές αρχές, που προκάλεσαν αντίδραση, με αποτέλεσμα να φυλακιστούν ως συνωμότες οι αγωνιστές Θ. Κολοκοτρώνης, Δ. Πλαπούτας, Θ. Γρίβας, Δ. Καρατάσος κ.ά. (1833). Αυτό προκάλεσε εξέγερση, την οποία δεν μπόρεσαν να καταστείλουν οι Βαυαροί, πράγμα που τελικά κατόρθωσε ο Θ. Γρίβας, αφού αποφυλακίστηκε. Στις 13-8-1834 δόθηκε γενική αμνηστία, που κατεύνασε τα πνεύματα. Την 1-12-1834 ο ΌΘΩΝΑΣ εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, που με διάταγμα της 18-9-1834 είχε οριστεί πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Απόλυτη Μοναρχία
Η Απόλυτη Μοναρχία. Στις 20 Μαΐου 1835, με την ενηλικίωση του Όθωνα, έληξε το καθεστώς της Αντιβασιλείας. Ο Όθωνας διέπραξε το σφάλμα να διατηρήσει στην πρωθυπουργία τον Άρμανσμπεργκ ο οποίος με την αγγλόφιλη πολιτική του έπαιξε αρνητικό ρόλο την περίοδο αυτή. Η διαίρεση επίσης του νεαρού πολιτικού κόσμου σε τρία πολιτικά κόμματα, που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας), και η ψήφιση νέων ανελεύθερων νόμων δεν αποτελούσαν εγγύηση για την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου.
Το Μάιο του 1835 ο βασιλιάς πήρε ορισμένα μέτρα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Έτσι δημοσιεύτηκε ο νόμος περί προικοδοτήσεως των ελληνικών οικογενειών, με τον οποίο οριζόταν ότι όλοι οι αρχηγοί οικογενειών που είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821, έπαιρναν γραμμάτια 2.000 δρχ., με τα οποία θα αγόραζαν κτήματα. Στα τέλη του 1835, ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος της Βαυαρίας, επισκέφτηκε την Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά τη χώρα. Στη διάρκεια της παραμονής του θεμελιώθηκαν τα Παλιά Ανάκτορα. Στις 10 Νοεμβρίου 1836 νυμφεύτηκε τη γερμανίδα πριγκίπισσα Αμαλία. Το βασιλικό ζεύγος έφτασε στην Ελλάδα στις 2 Φεβρουαρίου του 1837 και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Στις αρχές του 1837 Άρμανσπεργκ αντικαταστάθηκε από το γαλλόφιλο Ρούντχαρτ, που συνέχισε την αντιλαϊκή πολιτική του προκατόχου του. Μετά από παρασκηνιακές δραστηριότητες της αγγλικής πολιτικής, που εκμεταλλεύτηκε επιτήδεια τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποπέμψει το Ρούντχαρτ (Δεκέμβριος 1837).
Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τότε τα υπουργεία του κράτους καταλάμβαναν Έλληνες πολιτικοί. Πρώτος πρόεδρος της Κυβέρνησης ορίστηκε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Γ. Κουντουριώτης και αντιπρόεδρος ο Α. Ζαΐμης, ενώ ο μέχρι τότε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Κ. Ζωγράφος διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνοδεύονται με έξαρση της κοινωνικής αθλιότητας και της οικονομικής κρίσης. Μέσα στα λαϊκά στρώματα, στους κύκλους των διανοούμενων, στο στρατό αλλά και στα ευνοούμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, άρχισαν να διατυπώνονται επικρίσεις για την αλλοπρόσαλλη πολιτική του βασιλιά, που σταδιακά εξελίχτηκαν σε κίνημα γενικής δυσαρέσκειας.
Το 1839, η Ελλάδα προχώρησε σε συμφωνίες με την Υψηλή Πύλη ("Συνθήκη Ζωγράφου"), που ερμηνεύτηκαν ως προδοσία και άφησαν έκθετο το βασιλιά στα μάτια του έθνους. Στην περίοδο 1840 - 1843 εκδηλώθηκαν αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις που υπονόμευσαν την κρατική ισχύ. Στην αρχή του 1841 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μαυροκορδάτος, αρχηγός του αγγλικού κόμματος, ο οποίος προσπάθησε να επιβάλει ορισμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά χωρίς επιτυχία. Μετά την παραίτησή του, τον διαδέχτηκε ο Χρηστίδης. Σημαντικό έργο αυτής της περιόδου είναι η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, με ελληνικά κεφάλαια.
Η πρώτη περίοδος της βασιλείας του Όθωνα τερματίστηκε με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που υποχρέωσε το μονάρχη να παραχωρήσει Σύνταγμα και να αποδεχτεί τη θεσμοθέτηση κοινοβουλευτικών θεσμών. Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, παρ' όλες τις αδυναμίες του, αποτέλεσε μεγάλη εθνική και λαϊκή κατάκτηση.
Η Συνταγματική Μοναρχία.
Η νέα περίοδος συνοδεύτηκε από αρκετές πολιτικές αλλαγές, με σημαντικότερη ίσως την απαλλαγή της χώρας από τους Βαυαρούς. Ο Όθωνας εξακολούθησε να συμπεριφέρεται ως απόλυτος μονάρχης, περιφρονώντας τις συνταγματικές αρχές και παραβιάζοντας τις υποσχέσεις του της 3ης Σεπτεμβρίου. Στην ίδια περίοδο η πολιτική ζωή της χώρας κλυδωνιζόταν από συνεχείς κρίσεις με πρωταγωνιστές τους αγγλόφιλους του Μαυροκορδάτου και τους γαλλόφιλους του Κωλέττη, ο οποίος ανέλαβε την πρωθυπουργία το διάστημα 1844 - 1847. Η στάση του βασιλιά σ' αυτή την κατάσταση χαρακτηρίζεται από παλινωδίες, προχειρότητα και καιροσκοπισμό, που, αντί να περιορίσουν, άνοιξαν την όρεξη στις ανταγωνιζόμενες για τον έλεγχο της Ελλάδας Μεγάλες Δυνάμεις. Η πολιτική του αυτή ήταν φυσικό να οδηγήσει στην αντίδραση του λαού και των προοδευτικών του δυνάμεων, αλλά και στην αντίθεση των ίδιων των Μεγάλων Δυνάμεων, που τον αντιμετώπιζαν πάντοτε με δυσπιστία και περιφρόνηση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι ξένοι (και ιδιαίτερα οι Άγγλοι) βρέθηκαν σε άμεση αντίθεση με τον Όθωνα (αναφέρουμε, για παράδειγμα, το ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά από τους Άγγλους το 1850 και τις αξιώσεις τους για υπέρογκη αποζημίωση του αγγλοεβραίου Πατσίφικου, το σπίτι του οποίου είχε λεηλατηθεί πριν λίγα χρόνια από ομάδες Αθηναίων· ο εκβιασμός τους τελικά οδήγησε σε υποχώρηση του Όθωνα και σε διεθνή ταπείνωση της χώρας).
Υπήρχαν οπωσδήποτε και στιγμές εξάρσεων του βασιλιά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιων εξάρσεων ήταν η στάση του στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, οπότε και στράφηκε επίσημα κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στην ενίσχυση που παρείχε το ελληνικό κράτος στους επαναστατημένους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας (η Τουρκία ήταν εχθρός της Ρωσίας και επομένως σύμμαχος των Αγγλογάλλων). Η στάση του Όθωνα, ο οποίος ήθελε να αναλάβει εκστρατεία στη Θεσσαλία, οδήγησε στην ταπεινωτική αγγλογαλλική Κατοχή (1854 - 1857) που επισώρευσε πολλά δεινά στον τόπο, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η τρομερή επιδημία της χολέρας (1854 - 1855).
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα συνοδεύονται από ένταση της πολιτικής κρίσης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια ογκώθηκε σταδιακά και ο Όθωνας αποτελούσε το στόχο όλων σχεδόν των πολιτικών μερίδων του τόπου. Ιδιαίτερο μίσος συγκέντρωνε η βασίλισσα Αμαλία, που με τις επεμβάσεις στην πολιτική ζωή είχε αναδειχτεί σε ουσιαστικό ρυθμιστή των καταστάσεων. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861 έγινε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά της Αμαλίας από κάποιο νεαρό διανοούμενο, ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε η εξέγερση του Ναυπλίου, που καταπνίχτηκε από τις πιστές στο θρόνο δυνάμεις. Μπροστά στη δυσαρέσκεια του λαού το βασιλικό ζεύγος αποφάσισε να κάνει περιοδείες στη χώρα για να ανακτήσει τη λαϊκή συμπάθεια. Οι περιοδείες αυτές απέδωσαν κάποια θετικά για το θρόνο αποτελέσματα, διευκόλυναν όμως τις μυστικές δραστηριότητες των αντιπάλων του Όθωνα, που σχεδίαζαν πια την επαναστατική ανατροπή του.
Στις 11 Οκτωβρίου 1862 εκδηλώθηκε αντιοθωνική επανάσταση στην Αθήνα, που βρήκε ένθερμη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα και το στρατό. Η τριμελής επαναστατική επιτροπή (Βούλγαρης - Κανάρης - Ρούφος) κήρυξε έκπτωτο τον Όθωνα και τη δυναστεία του και απαγόρευσε την αποβίβασή του στον Πειραιά (το βασιλικό ζεύγος επέστρεφε με πλοίο από την περιοδεία του στη χώρα). Μετά από συμβουλές του περιβάλλοντός του, ο Όθωνας προτίμησε να μην πολώσει την κατάσταση (υπήρξε η σκέψη να καταφύγει στην Πελοπόννησο και να οργανώσει αντεπίθεση κατά των επαναστατών) και προτίμησε να αναχωρήσει από την Ελλάδα. Κατέφυγε στο Μόναχο και από κει στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας, όπου και πέθανε, 5 χρόνια μετά την εκθρόνισή του (η Αμαλία τον ακολούθησε στον τάφο το 1875).
Τον Απρίλιο του 1836 ο Ό. ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου, χωρίς να ενημερωθεί η κυβέρνηση, παντρεύτηκε την Αμαλία, δούκισσα του Ολδεμβούργου. Η αντίδραση και πάλι άρχισε να φουντώνει, ώσπου στις 3-9-1843 τρεις πολιτικοί, ο Α. Μεταξάς, Α. Λόντος, και Κ. Ζωγράφος, και δύο στρατιωτικοί, ο στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης και ο συνταγματάρχης Δ. Καλλέργης, οδήγησαν το στρατό σε επανάσταση, με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος και τη σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης. Κάτω από την πίεση των πραγμάτων τα αιτήματα έγιναν δεκτά από τον Όθωνα και την 18-3-1844 δημοσιεύτηκε το νέο σύνταγμα, που ίσχυσε μέχρι το 1862.
Τότε ξέσπασε το κίνημα του Ναυπλίου και οι εξεγέρσεις στη Βόνιτσα, στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα και στην Αθήνα, που οδήγησαν τον Ό. στην εκθρόνιση (11-10-1862). Ο Όθωνας έφυγε τότε με το αγγλικό ατμόπλοιο "Σκύλλα" για το Μόναχο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Βαμβέργη, όπου και πέθανε (12-7-1867), χωρίς να ξανάαναμιχθεί στα ελληνικά πράγματα. Παρακολουθούσε όμως με αγάπη και ενδιαφέρον τις εξελίξεις στην Ελλάδα, την οποία αγάπησε ως πραγματική πατρίδα του. Αυτό αποδεικνύει και το γεγονός ότι θάφτηκε με φουστανέλα στο Μόναχο, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του.
Αντιβασιλεία
Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, σχηματίστηκε επιτροπή αντιβασιλείας από τους Βαυαρούς Άρμανσμπεργκ (πρόεδρο), Μάουρερ, Έιντεκ, Γκρένερ και Άμπελ. Η περίοδος της Αντιβασιλείας κράτησε από το 1832 μέχρι το 1835. Οι αντιβασιλείς διαπνέονταν από δεσποτικές αρχές, που προκάλεσαν αντίδραση, με αποτέλεσμα να φυλακιστούν ως συνωμότες οι αγωνιστές Θ. Κολοκοτρώνης, Δ. Πλαπούτας, Θ. Γρίβας, Δ. Καρατάσος κ.ά. (1833). Αυτό προκάλεσε εξέγερση, την οποία δεν μπόρεσαν να καταστείλουν οι Βαυαροί, πράγμα που τελικά κατόρθωσε ο Θ. Γρίβας, αφού αποφυλακίστηκε. Στις 13-8-1834 δόθηκε γενική αμνηστία, που κατεύνασε τα πνεύματα. Την 1-12-1834 ο ΌΘΩΝΑΣ εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, που με διάταγμα της 18-9-1834 είχε οριστεί πρωτεύουσα της Ελλάδας.
Απόλυτη Μοναρχία
Η Απόλυτη Μοναρχία. Στις 20 Μαΐου 1835, με την ενηλικίωση του Όθωνα, έληξε το καθεστώς της Αντιβασιλείας. Ο Όθωνας διέπραξε το σφάλμα να διατηρήσει στην πρωθυπουργία τον Άρμανσμπεργκ ο οποίος με την αγγλόφιλη πολιτική του έπαιξε αρνητικό ρόλο την περίοδο αυτή. Η διαίρεση επίσης του νεαρού πολιτικού κόσμου σε τρία πολιτικά κόμματα, που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας), και η ψήφιση νέων ανελεύθερων νόμων δεν αποτελούσαν εγγύηση για την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου.
Το Μάιο του 1835 ο βασιλιάς πήρε ορισμένα μέτρα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Έτσι δημοσιεύτηκε ο νόμος περί προικοδοτήσεως των ελληνικών οικογενειών, με τον οποίο οριζόταν ότι όλοι οι αρχηγοί οικογενειών που είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821, έπαιρναν γραμμάτια 2.000 δρχ., με τα οποία θα αγόραζαν κτήματα. Στα τέλη του 1835, ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος της Βαυαρίας, επισκέφτηκε την Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά τη χώρα. Στη διάρκεια της παραμονής του θεμελιώθηκαν τα Παλιά Ανάκτορα. Στις 10 Νοεμβρίου 1836 νυμφεύτηκε τη γερμανίδα πριγκίπισσα Αμαλία. Το βασιλικό ζεύγος έφτασε στην Ελλάδα στις 2 Φεβρουαρίου του 1837 και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Στις αρχές του 1837 Άρμανσπεργκ αντικαταστάθηκε από το γαλλόφιλο Ρούντχαρτ, που συνέχισε την αντιλαϊκή πολιτική του προκατόχου του. Μετά από παρασκηνιακές δραστηριότητες της αγγλικής πολιτικής, που εκμεταλλεύτηκε επιτήδεια τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ο Όθωνας αναγκάστηκε να αποπέμψει το Ρούντχαρτ (Δεκέμβριος 1837).
Στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τότε τα υπουργεία του κράτους καταλάμβαναν Έλληνες πολιτικοί. Πρώτος πρόεδρος της Κυβέρνησης ορίστηκε ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Γ. Κουντουριώτης και αντιπρόεδρος ο Α. Ζαΐμης, ενώ ο μέχρι τότε πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Κ. Ζωγράφος διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνοδεύονται με έξαρση της κοινωνικής αθλιότητας και της οικονομικής κρίσης. Μέσα στα λαϊκά στρώματα, στους κύκλους των διανοούμενων, στο στρατό αλλά και στα ευνοούμενα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, άρχισαν να διατυπώνονται επικρίσεις για την αλλοπρόσαλλη πολιτική του βασιλιά, που σταδιακά εξελίχτηκαν σε κίνημα γενικής δυσαρέσκειας.
Το 1839, η Ελλάδα προχώρησε σε συμφωνίες με την Υψηλή Πύλη ("Συνθήκη Ζωγράφου"), που ερμηνεύτηκαν ως προδοσία και άφησαν έκθετο το βασιλιά στα μάτια του έθνους. Στην περίοδο 1840 - 1843 εκδηλώθηκαν αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις που υπονόμευσαν την κρατική ισχύ. Στην αρχή του 1841 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μαυροκορδάτος, αρχηγός του αγγλικού κόμματος, ο οποίος προσπάθησε να επιβάλει ορισμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά χωρίς επιτυχία. Μετά την παραίτησή του, τον διαδέχτηκε ο Χρηστίδης. Σημαντικό έργο αυτής της περιόδου είναι η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδας, με ελληνικά κεφάλαια.
Η πρώτη περίοδος της βασιλείας του Όθωνα τερματίστηκε με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που υποχρέωσε το μονάρχη να παραχωρήσει Σύνταγμα και να αποδεχτεί τη θεσμοθέτηση κοινοβουλευτικών θεσμών. Το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα, παρ' όλες τις αδυναμίες του, αποτέλεσε μεγάλη εθνική και λαϊκή κατάκτηση.
Η Συνταγματική Μοναρχία.
Η νέα περίοδος συνοδεύτηκε από αρκετές πολιτικές αλλαγές, με σημαντικότερη ίσως την απαλλαγή της χώρας από τους Βαυαρούς. Ο Όθωνας εξακολούθησε να συμπεριφέρεται ως απόλυτος μονάρχης, περιφρονώντας τις συνταγματικές αρχές και παραβιάζοντας τις υποσχέσεις του της 3ης Σεπτεμβρίου. Στην ίδια περίοδο η πολιτική ζωή της χώρας κλυδωνιζόταν από συνεχείς κρίσεις με πρωταγωνιστές τους αγγλόφιλους του Μαυροκορδάτου και τους γαλλόφιλους του Κωλέττη, ο οποίος ανέλαβε την πρωθυπουργία το διάστημα 1844 - 1847. Η στάση του βασιλιά σ' αυτή την κατάσταση χαρακτηρίζεται από παλινωδίες, προχειρότητα και καιροσκοπισμό, που, αντί να περιορίσουν, άνοιξαν την όρεξη στις ανταγωνιζόμενες για τον έλεγχο της Ελλάδας Μεγάλες Δυνάμεις. Η πολιτική του αυτή ήταν φυσικό να οδηγήσει στην αντίδραση του λαού και των προοδευτικών του δυνάμεων, αλλά και στην αντίθεση των ίδιων των Μεγάλων Δυνάμεων, που τον αντιμετώπιζαν πάντοτε με δυσπιστία και περιφρόνηση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι ξένοι (και ιδιαίτερα οι Άγγλοι) βρέθηκαν σε άμεση αντίθεση με τον Όθωνα (αναφέρουμε, για παράδειγμα, το ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά από τους Άγγλους το 1850 και τις αξιώσεις τους για υπέρογκη αποζημίωση του αγγλοεβραίου Πατσίφικου, το σπίτι του οποίου είχε λεηλατηθεί πριν λίγα χρόνια από ομάδες Αθηναίων· ο εκβιασμός τους τελικά οδήγησε σε υποχώρηση του Όθωνα και σε διεθνή ταπείνωση της χώρας).
Υπήρχαν οπωσδήποτε και στιγμές εξάρσεων του βασιλιά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιων εξάρσεων ήταν η στάση του στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, οπότε και στράφηκε επίσημα κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι οποίες κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στην ενίσχυση που παρείχε το ελληνικό κράτος στους επαναστατημένους Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας (η Τουρκία ήταν εχθρός της Ρωσίας και επομένως σύμμαχος των Αγγλογάλλων). Η στάση του Όθωνα, ο οποίος ήθελε να αναλάβει εκστρατεία στη Θεσσαλία, οδήγησε στην ταπεινωτική αγγλογαλλική Κατοχή (1854 - 1857) που επισώρευσε πολλά δεινά στον τόπο, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η τρομερή επιδημία της χολέρας (1854 - 1855).
Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Όθωνα συνοδεύονται από ένταση της πολιτικής κρίσης. Η λαϊκή δυσαρέσκεια ογκώθηκε σταδιακά και ο Όθωνας αποτελούσε το στόχο όλων σχεδόν των πολιτικών μερίδων του τόπου. Ιδιαίτερο μίσος συγκέντρωνε η βασίλισσα Αμαλία, που με τις επεμβάσεις στην πολιτική ζωή είχε αναδειχτεί σε ουσιαστικό ρυθμιστή των καταστάσεων. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1861 έγινε αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας κατά της Αμαλίας από κάποιο νεαρό διανοούμενο, ενώ στις αρχές Φεβρουαρίου 1862 ξέσπασε η εξέγερση του Ναυπλίου, που καταπνίχτηκε από τις πιστές στο θρόνο δυνάμεις. Μπροστά στη δυσαρέσκεια του λαού το βασιλικό ζεύγος αποφάσισε να κάνει περιοδείες στη χώρα για να ανακτήσει τη λαϊκή συμπάθεια. Οι περιοδείες αυτές απέδωσαν κάποια θετικά για το θρόνο αποτελέσματα, διευκόλυναν όμως τις μυστικές δραστηριότητες των αντιπάλων του Όθωνα, που σχεδίαζαν πια την επαναστατική ανατροπή του.
Στις 11 Οκτωβρίου 1862 εκδηλώθηκε αντιοθωνική επανάσταση στην Αθήνα, που βρήκε ένθερμη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα και το στρατό. Η τριμελής επαναστατική επιτροπή (Βούλγαρης - Κανάρης - Ρούφος) κήρυξε έκπτωτο τον Όθωνα και τη δυναστεία του και απαγόρευσε την αποβίβασή του στον Πειραιά (το βασιλικό ζεύγος επέστρεφε με πλοίο από την περιοδεία του στη χώρα). Μετά από συμβουλές του περιβάλλοντός του, ο Όθωνας προτίμησε να μην πολώσει την κατάσταση (υπήρξε η σκέψη να καταφύγει στην Πελοπόννησο και να οργανώσει αντεπίθεση κατά των επαναστατών) και προτίμησε να αναχωρήσει από την Ελλάδα. Κατέφυγε στο Μόναχο και από κει στο Μπάμπεργκ της Βαυαρίας, όπου και πέθανε, 5 χρόνια μετά την εκθρόνισή του (η Αμαλία τον ακολούθησε στον τάφο το 1875).